1. Η πρώτη παράγραφος του σχεδίου νόμου καλύπτει ένα πολύ σημαντικό ζήτημα (το ρυθμιστικό προγραμματισμό) αλλά είναι υπερβολικά συνοπτική και επιφανειακή.
Μολονότι είναι πολύ σημαντικό να περιοριστεί η ροή της νέας νομοθεσίας που αποδεδειγμένα αποτελεί τη μεγαλύτερη πηγή υποκειμενικής επιβάρυνσης και αβεβαιότητας για τις επιχειρήσεις, ο περιορισμός των 2 σχεδίων νόμου ανά έτος είναι υπερβολικά αυθαίρετος και περιοριστικός. Οι εκάστοτε κυβερνήσεις εκλέγονται για να νομοθετούν και είναι εκ των πραγμάτων πολύ δύσκολο να τεθεί ένα ποσοτικό όριο στο νομοπαρασκευαστικό τους έργο. Η Ελλάδα έχει σημαντικά θεσμικά κενά που συχνά θα πρέπει να συμπληρωθούν με νομοθετικές ρυθμίσεις και δεν μπορούν να παραπεμφθούν στις καλένδες. Εξάλλου, η ρυθμιστική νομοθεσία είναι ένα δημόσιο αγαθό ανταγωνιστικό των δημοσίων δαπανών, και χωρίς τη δυνατότητα να αυξήσουν τις δημόσιες δαπάνες οι εκάστοτε κυβερνήσεις θα πρέπει να βασίζονται σε μεγάλο βαθμό σε ρυθμιστικές επεμβάσεις για να επιτελέσουν το έργο τους.
Μάλιστα ένας τέτοιος περιορισμός παρέχει κίνητρα να συγχωνευθούν σε ένα σχέδιο νόμου ρυθμίσεις που κανονικά θα έπρεπε να κατατεθούν ξεχωριστά. Κάτι τέτοιο δυσκολεύει χωρίς λόγο το έργο του κοινοβουλίου και το δημοκρατικό έλεγχο και γενικά ενδέχεται να μειώσει την ποιότητα της νομοθεσίας. Δυσκολεύει επιπλέον τη διαδικασία κωδικοποίησης της νομοθεσίας. Γενικότερα δεν συμφέρει κανέναν να δημιουργηθεί ένας τέτοιος κανόνας, μόνο και μόνο για να καταστρατηγείται συστηματικά.
Σε βάθος χρόνου, προτιμώτερο είναι να υπάρχει περιορισμός στα προβλέπόμενα κόστη της νέας νομοθεσίας (και πάλι σε μεσοπρόθεσμο και όχι ετήσιο ορίζοντα) καθώς και μια σαφής διευκρίνιση των περιστάσεων, υπό τις οποίες επιτρέπεται να υπερβαίνουν οι διάφοροι φορείς το όριο που τους έχει ανατεθεί – ιδανικά, δανειζόμενα από το μελλοντικό τους ρυθμιστικό προϋπολογισμό. Τα δε υπουργεία πρέπει να επιτρέπεται να έχουν διαφορετικούς νομοθετικούς ‘προϋπολογισμούς’ ανάλογα με την προτεραιότητα και την πολυπλοκότητα του έργου τους. Η δε κατανομή των ρυθμιστικών προϋπολογισμών είναι πολιτική απόφαση και πρέπει να λαμβάνεται από το Υπουργικό Συμβούλιο.
Η χρήση ρυθμιστικών προϋπολογισμών έχει το επιπλέον πλεονέκτημα ότι επιτρέπει στο νομοθέτη να εξαργυρώνει ένα μέρος από τα κόστη συμμόρφωσης που εξοικονομεί – δίνοντάς του έτσι ένα κίνητρο για να επιτυγχάνει επιπλέον κέρδη από μεταρρυθμίσεις.
Εντούτοις η ιδέα των ρυθμιστικών προϋπολογισμών έχει προταθεί πολλάκις και όμως δεν έχει ποτέ εφαρμοστεί στην πράξη, ακόμη και από χώρες με πολύ εξελιγμένα συστήματα ρυθμιστικής διακυβέρνησης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση της Μ. Βρεταννίας όπου η διαβούλευση ανέδειξε σοβαρά προβλήματα. Μπορείτε να δείτε τα αποτελέσματα του σχετικού εργαστηρίου εδώ:
http://www.google.com/url?sa=t&source=web&cd=1&ved=0CBcQFjAA&url=http%3A%2F%2Fwww.bis.gov.uk%2Ffiles%2Ffile49306.doc&rct=j&q=bis%20regulatory%20budgets%20consultation%20conference&ei=fiY_TpiTFsaYhQeQ06CLCQ&usg=AFQjCNFEF6GOa9r0KfwWS84q3v14QoGLJQ&sig2=gD2SM0C-ZE_-aa-3Z2Sm3Q
Ως ενδιάμεση κατάσταση, το νέο σύστημα ρυθμιστικής διακυβέρνησης οφείλει να διατηρεί ενημερωμένους υπολογισμούς των βαρών που προκύπτουν από όλες τις νέες ρυθμίσεις, προετοιμάζοντας έτσι το έδαφος για μελλοντικές εφαρμογές ρυθμιστικού προϋπολογισμού. Ο δε περιορισμός την εισερχόμενης νομοθεσίας μπορεί να επιτευχθεί επιβάλλοντας έναν υψηλό πήχη κόστους-οφέλους για κάθε νέα ρύθμιση. Οι υπολογισμοί μου για τη Μ. Βρεταννία και τις ΗΠΑ δείχνουν ότι η σχέση κόστους οφέλους σε αυτά τα κράτη κυμαίνεται, συντηρητικά πάντα, γύρω στο 2:1. Στις ΗΠΑ ο δείκτης έχει υπολογιστεί από 14.3 ως 2.3 προς ένα την τελευταία δεκαετία. Ακόμη και αυτή η λύση απαιτεί σοβαρές προσπάθειες για την αναβάθμιση του υπολογισμού των συνεπειών της νομοθεσίας ούτως ώστε να αποφευχθούν τυχόν αυθαιρεσίες και παραποιήσεις και ενδέχεται να μην είναι αποτελεσμάτική για αρκετά χρόνια.
Ανεκδοτολογικά αναφέρω ότι το μικροσκοπικό βασίλειο του Μπουτάν έχει στη διάθεσή του περισσότερους δημοσίους υπαλλήλους εκπαιδευμένους στη μέτρηση των βαρών βάση του Τυποποιημένου Υποδείγματος Κοστολόγησης (Standard Cost Model) απ’ ό,τι η Ελλάδα.
(Περισσότερα εδώ στο κεφ. 3 εδώ: http://www.acca.co.uk/pubs/general/activities/library/small_business/sb_pubs/tech-afb-coa.pdf)Τέτοιου είδους αδυναμίες στο ανθρώπινο δυναμικό της δημόσιας διοίκησης είναι κρίσιμης σημασίας και πρέπει να αντιμετωπιστούν το ταχύτερο δυνατόν.
Στο μεταξύ, ο νομοθέτης οφείλει να παράσχει μια σαφή πρόβλεψη για το πώς θα αντιμετωπίζονται οι ρυθμίσεις που δεν προέρχονται από την πρωτοβουλία του Έλληνα νομοθέτη αλλά από την Ευρώπη ή από τα δικαστήρια – το βάρος αυτής της επιπλέον νομοθεσίας αποτελεί μάλλον την πλειοψηφία της ροής νέων ρυθμιστικών βαρών. Δεν έχει νόημα ο οποιοσδήποτε περιορισμός αν εξωθεί τις εκάστοτε κυβερνήσεις στην αυθαίρετη επίστρωση επιπλέον ρυθμίσεων κατά την εφαρμογή της Ευρωπαϊκής νομοθεσίας (την οποία η διεθνής βιβλιογραφία ονομάζει goldplating). Επίσης δεν έχει νόημα οποιοσδήποτε περιορισμός αν εξωθεί το νομοθέτη στο να περιορίσει τεχνητά τα κόστη της νομοθεσίας αποφεύγοντας να κάνει προβλέψεις για την εφαρμογή της, μετακυλίοντας έτσι την ευθύνη του στα δικαστήρια.
4. Είναι πολύ σημαντικό οι νόμοι να μπορούν να διαβαστούν χωρίς να ανατρέχει ο ενδιαφερόμενος σε άλλα κείμενα. Συχνά, για παράδειγμα, κρίσιμοι ορισμοί παραπέμπουν σε προηγούμενη νομοθεσία και επιμέρους ρυθμίσεις περιγράφονται ως κατάργηση σημείων της προηγούμενης νομοθεσίας ή προσθήκη σημείων σε αυτή. Αυτή η αλληλουχία παραπομπών δυσκολεύει σοβαρά τη συμμόρφωση, απαιτώντας ενίοτε την απασχόληση ενός ειδικού, πράγμα απαγορευτικό για έναν ιδιώτη ή μια μικρή επιχείρηση.
5. Πολλές χώρες πρωτοπόροι της Καλής Νομοθέτησης έχουν υιοθετήσει τις λεγόμενες Ημερομηνίες Κοινής Εφαρμογής (Common Commencement Dates). Πρόκειται για ένα περιορισμένο αριθμό ημερομηνιών (1 ή 2 ετησίως) στις οποίες και μόνον επιτρέπεται να τίθενται σε ισχύ νέες ρυθμίσεις. Η ύπαρξη τέτοιων ημερομηνιών διευκολύνει τους κοινωνικούς εταίρους, τα συμμορφούμενα μέρη αλλά και τις ίδιες της δημόσιες υπηρεσίες στο να προγραμματίζουν τις εργασίες τους, και αυξάνει τη διαφάνεια του νομοθετικού έργου.
1. Η πρώτη παράγραφος του σχεδίου νόμου καλύπτει ένα πολύ σημαντικό ζήτημα (το ρυθμιστικό προγραμματισμό) αλλά είναι υπερβολικά συνοπτική και επιφανειακή. Μολονότι είναι πολύ σημαντικό να περιοριστεί η ροή της νέας νομοθεσίας που αποδεδειγμένα αποτελεί τη μεγαλύτερη πηγή υποκειμενικής επιβάρυνσης και αβεβαιότητας για τις επιχειρήσεις, ο περιορισμός των 2 σχεδίων νόμου ανά έτος είναι υπερβολικά αυθαίρετος και περιοριστικός. Οι εκάστοτε κυβερνήσεις εκλέγονται για να νομοθετούν και είναι εκ των πραγμάτων πολύ δύσκολο να τεθεί ένα ποσοτικό όριο στο νομοπαρασκευαστικό τους έργο. Η Ελλάδα έχει σημαντικά θεσμικά κενά που συχνά θα πρέπει να συμπληρωθούν με νομοθετικές ρυθμίσεις και δεν μπορούν να παραπεμφθούν στις καλένδες. Εξάλλου, η ρυθμιστική νομοθεσία είναι ένα δημόσιο αγαθό ανταγωνιστικό των δημοσίων δαπανών, και χωρίς τη δυνατότητα να αυξήσουν τις δημόσιες δαπάνες οι εκάστοτε κυβερνήσεις θα πρέπει να βασίζονται σε μεγάλο βαθμό σε ρυθμιστικές επεμβάσεις για να επιτελέσουν το έργο τους. Μάλιστα ένας τέτοιος περιορισμός παρέχει κίνητρα να συγχωνευθούν σε ένα σχέδιο νόμου ρυθμίσεις που κανονικά θα έπρεπε να κατατεθούν ξεχωριστά. Κάτι τέτοιο δυσκολεύει χωρίς λόγο το έργο του κοινοβουλίου και το δημοκρατικό έλεγχο και γενικά ενδέχεται να μειώσει την ποιότητα της νομοθεσίας. Δυσκολεύει επιπλέον τη διαδικασία κωδικοποίησης της νομοθεσίας. Γενικότερα δεν συμφέρει κανέναν να δημιουργηθεί ένας τέτοιος κανόνας, μόνο και μόνο για να καταστρατηγείται συστηματικά. Σε βάθος χρόνου, προτιμώτερο είναι να υπάρχει περιορισμός στα προβλέπόμενα κόστη της νέας νομοθεσίας (και πάλι σε μεσοπρόθεσμο και όχι ετήσιο ορίζοντα) καθώς και μια σαφής διευκρίνιση των περιστάσεων, υπό τις οποίες επιτρέπεται να υπερβαίνουν οι διάφοροι φορείς το όριο που τους έχει ανατεθεί – ιδανικά, δανειζόμενα από το μελλοντικό τους ρυθμιστικό προϋπολογισμό. Τα δε υπουργεία πρέπει να επιτρέπεται να έχουν διαφορετικούς νομοθετικούς ‘προϋπολογισμούς’ ανάλογα με την προτεραιότητα και την πολυπλοκότητα του έργου τους. Η δε κατανομή των ρυθμιστικών προϋπολογισμών είναι πολιτική απόφαση και πρέπει να λαμβάνεται από το Υπουργικό Συμβούλιο. Η χρήση ρυθμιστικών προϋπολογισμών έχει το επιπλέον πλεονέκτημα ότι επιτρέπει στο νομοθέτη να εξαργυρώνει ένα μέρος από τα κόστη συμμόρφωσης που εξοικονομεί – δίνοντάς του έτσι ένα κίνητρο για να επιτυγχάνει επιπλέον κέρδη από μεταρρυθμίσεις. Εντούτοις η ιδέα των ρυθμιστικών προϋπολογισμών έχει προταθεί πολλάκις και όμως δεν έχει ποτέ εφαρμοστεί στην πράξη, ακόμη και από χώρες με πολύ εξελιγμένα συστήματα ρυθμιστικής διακυβέρνησης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση της Μ. Βρεταννίας όπου η διαβούλευση ανέδειξε σοβαρά προβλήματα. Μπορείτε να δείτε τα αποτελέσματα του σχετικού εργαστηρίου εδώ: http://www.google.com/url?sa=t&source=web&cd=1&ved=0CBcQFjAA&url=http%3A%2F%2Fwww.bis.gov.uk%2Ffiles%2Ffile49306.doc&rct=j&q=bis%20regulatory%20budgets%20consultation%20conference&ei=fiY_TpiTFsaYhQeQ06CLCQ&usg=AFQjCNFEF6GOa9r0KfwWS84q3v14QoGLJQ&sig2=gD2SM0C-ZE_-aa-3Z2Sm3Q Ως ενδιάμεση κατάσταση, το νέο σύστημα ρυθμιστικής διακυβέρνησης οφείλει να διατηρεί ενημερωμένους υπολογισμούς των βαρών που προκύπτουν από όλες τις νέες ρυθμίσεις, προετοιμάζοντας έτσι το έδαφος για μελλοντικές εφαρμογές ρυθμιστικού προϋπολογισμού. Ο δε περιορισμός την εισερχόμενης νομοθεσίας μπορεί να επιτευχθεί επιβάλλοντας έναν υψηλό πήχη κόστους-οφέλους για κάθε νέα ρύθμιση. Οι υπολογισμοί μου για τη Μ. Βρεταννία και τις ΗΠΑ δείχνουν ότι η σχέση κόστους οφέλους σε αυτά τα κράτη κυμαίνεται, συντηρητικά πάντα, γύρω στο 2:1. Στις ΗΠΑ ο δείκτης έχει υπολογιστεί από 14.3 ως 2.3 προς ένα την τελευταία δεκαετία. Ακόμη και αυτή η λύση απαιτεί σοβαρές προσπάθειες για την αναβάθμιση του υπολογισμού των συνεπειών της νομοθεσίας ούτως ώστε να αποφευχθούν τυχόν αυθαιρεσίες και παραποιήσεις και ενδέχεται να μην είναι αποτελεσμάτική για αρκετά χρόνια. Ανεκδοτολογικά αναφέρω ότι το μικροσκοπικό βασίλειο του Μπουτάν έχει στη διάθεσή του περισσότερους δημοσίους υπαλλήλους εκπαιδευμένους στη μέτρηση των βαρών βάση του Τυποποιημένου Υποδείγματος Κοστολόγησης (Standard Cost Model) απ’ ό,τι η Ελλάδα. (Περισσότερα εδώ στο κεφ. 3 εδώ: http://www.acca.co.uk/pubs/general/activities/library/small_business/sb_pubs/tech-afb-coa.pdf)Τέτοιου είδους αδυναμίες στο ανθρώπινο δυναμικό της δημόσιας διοίκησης είναι κρίσιμης σημασίας και πρέπει να αντιμετωπιστούν το ταχύτερο δυνατόν. Στο μεταξύ, ο νομοθέτης οφείλει να παράσχει μια σαφή πρόβλεψη για το πώς θα αντιμετωπίζονται οι ρυθμίσεις που δεν προέρχονται από την πρωτοβουλία του Έλληνα νομοθέτη αλλά από την Ευρώπη ή από τα δικαστήρια – το βάρος αυτής της επιπλέον νομοθεσίας αποτελεί μάλλον την πλειοψηφία της ροής νέων ρυθμιστικών βαρών. Δεν έχει νόημα ο οποιοσδήποτε περιορισμός αν εξωθεί τις εκάστοτε κυβερνήσεις στην αυθαίρετη επίστρωση επιπλέον ρυθμίσεων κατά την εφαρμογή της Ευρωπαϊκής νομοθεσίας (την οποία η διεθνής βιβλιογραφία ονομάζει goldplating). Επίσης δεν έχει νόημα οποιοσδήποτε περιορισμός αν εξωθεί το νομοθέτη στο να περιορίσει τεχνητά τα κόστη της νομοθεσίας αποφεύγοντας να κάνει προβλέψεις για την εφαρμογή της, μετακυλίοντας έτσι την ευθύνη του στα δικαστήρια. 4. Είναι πολύ σημαντικό οι νόμοι να μπορούν να διαβαστούν χωρίς να ανατρέχει ο ενδιαφερόμενος σε άλλα κείμενα. Συχνά, για παράδειγμα, κρίσιμοι ορισμοί παραπέμπουν σε προηγούμενη νομοθεσία και επιμέρους ρυθμίσεις περιγράφονται ως κατάργηση σημείων της προηγούμενης νομοθεσίας ή προσθήκη σημείων σε αυτή. Αυτή η αλληλουχία παραπομπών δυσκολεύει σοβαρά τη συμμόρφωση, απαιτώντας ενίοτε την απασχόληση ενός ειδικού, πράγμα απαγορευτικό για έναν ιδιώτη ή μια μικρή επιχείρηση. 5. Πολλές χώρες πρωτοπόροι της Καλής Νομοθέτησης έχουν υιοθετήσει τις λεγόμενες Ημερομηνίες Κοινής Εφαρμογής (Common Commencement Dates). Πρόκειται για ένα περιορισμένο αριθμό ημερομηνιών (1 ή 2 ετησίως) στις οποίες και μόνον επιτρέπεται να τίθενται σε ισχύ νέες ρυθμίσεις. Η ύπαρξη τέτοιων ημερομηνιών διευκολύνει τους κοινωνικούς εταίρους, τα συμμορφούμενα μέρη αλλά και τις ίδιες της δημόσιες υπηρεσίες στο να προγραμματίζουν τις εργασίες τους, και αυξάνει τη διαφάνεια του νομοθετικού έργου.