Με τις διατάξεις του σχεδίου νόμου «Τροποποίηση διατάξεων του υπαλληλικού κώδικα (Ν. 3528/2007) περί επιλογής Προϊσταμένων οργανικών μονάδων και λοιπές διατάξεις», εισάγονται ειδικές ρυθμίσεις για τον τρόπο υπηρεσιακής αξιολόγησης των Επιθεωρητών – Ελεγκτών και τη διαδικασία στελέχωσης του ΣΕΕΔΔ.
Για την εκτίμηση των προτεινόμενων ρυθμίσεων είναι αναγκαίο να οριοθετηθούν η βασική έννοια της αξιολόγησης και οι βασικές αρχές και κατευθύνσεις που πρέπει να διέπουν το προτεινόμενο σύστημα υπηρεσιακής αξιολόγησης:
• Αντικειμενική και αμερόληπτη στάθμιση βάσει σαφώς προσδιοριζομένων κριτηρίων της επαγγελματικής ικανότητας και καταλληλότητας των υπαλλήλων σε σχέση με το αντικείμενο της εργασίας τους και τα καθήκοντά τους.
• Κατοχύρωση της απορρέουσας από το Σύνταγμα βασικής αρχής της αξιοκρατίας.
• Σαφής προσδιορισμός του αντικειμένου αξιολόγησης βάσει των παραγόμενων αποτελεσμάτων των διαδικασιών του φορέα.
• Διαφάνεια, προβλεψιμότητα, λογοδοσία.
• Χρήση της συγκριτικής αξιολόγησης ως μετακριτήριο για την ισορροπία του αξιολογικού συστήματος και διασφάλιση των προτύπων συμμόρφωσης σε όλα τα στάδια της υλοποίησής του.
Το νέο σύστημα αξιολόγησης θέτει προκαθορισμένα ποσοστά στην κλίμακα βαθμολογίας ακυρώνοντας την ίδια τη φύση της αξιολόγησης που βασίζεται στην επιχειρησιακή πραγματικότητα των εμπλεκόμενων, αξιολογούμενων και αξιολογητών. Αυτή, δεν προβλέπεται ούτε προκαθορίζεται, αλλά αποτιμάται και προσδιορίζεται με σαφή κριτήρια. Τα ενδεχόμενα προβλήματα υποκειμενισμού που παρατηρούνται σε συστήματα αξιολόγησης δεν αντιμετωπίζονται με καταναγκαστικές ποσοστώσεις. Η εφαρμογή του θα επιφέρει τεράστια προβλήματα στην λειτουργία των φορέων του δημοσίου.
Ειδικότερα, η ένταξη των Επιθεωρητών και των Βοηθών Επιθεωρητών του ΣΕΕΔΔ στο πλαίσιο του ανωτέρω συστήματος αξιολόγησης με τα προβλήματα που προαναφέρθηκαν, είναι εκτός της επιχειρησιακής πραγματικότητας του φορέα καθώς:
1. Οι Επιθεωρητές και Βοηθοί Επιθεωρητές του ΣΕΕΔΔ προέρχονται από όλη τη Δημόσια Διοίκηση, έχουν υψηλά τυπικά και ουσιαστικά προσόντα και σημαντική εμπειρία-προϋπηρεσία, συγκεντρώνοντας όλα τα απαραίτητα στοιχεία που απαιτεί το προφίλ της θέσης εργασίας ενός επιθεωρητή του ΣΕΕΔΔ, ώστε να δρα επιχειρησιακά, αυτόνομα και χωρίς υποστήριξη.
2. Η αξιολόγηση των Επιθεωρητών είναι μια διαρκής διαδικασία, ήτοι:
• Η ένταξή τους στο ΣΕΕΔΔ γίνεται έπειτα από αυστηρή διαδικασία αξιολόγησης μεγάλου αριθμού συνυποψηφίων (800 υποψηφιότητες με αυξημένα προαπαιτούμενα προσόντα, για 38 θέσεις Επιθεωρητών και 37 Θέσεις Βοηθών Επιθεωρητών στην τελευταία προκήρυξη της Κ.Υ. του ΣΕΕΔΔ) που περιλαμβάνει:
i. Δημόσια πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων, με δημοσίευση σε δύο εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας,
ii. Καθορισμό κλάδων και ειδικοτήτων για την κάλυψη συγκεκριμένων αναγκών του ΣΕΕΔΔ
iii. Περιορισμούς στα όρια ηλικίας (έως 55 οι Επιθεωρητές και έως 50 οι Βοηθοί Επιθεωρητές) και στο χρόνο υπηρεσίας (άνω των 12 οι Επιθεωρητές και άνω των 9 οι Βοηθοί Επιθεωρητές),
iv. Συνέντευξη ενώπιον τριμελούς επιτροπής, η οποία συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού ΔΙΜΗΔ.
v. Επιλογή από τριμελή επιτροπή που συνεκτιμά τα τυπικά και τα ουσιαστικά προσόντα των υποψηφίων, την προσωπικότητα και την ικανότητα άσκησης των καθηκόντων Επιθεωρητή -Ελεγκτή και Βοηθού Επιθεωρητή- Ελεγκτή.
• Οι Επιθεωρητές αξιολογούνται από τον Ειδικό Γραμματέα με τις ετήσιες εκθέσεις αξιολόγησης. Κατά τη διάρκεια της θητείας τους δε, αξιολογούνται συνεχώς επί τω έργω. Κάθε έκθεση – πόρισμα που συντάσσεται, εγκρίνεται έπειτα από αυστηρή και αναλυτική εξέτασή της, από την τριμελή επιτροπή έγκρισης των εκθέσεων του ΣΕΕΔΔ. .
• Κάθε τρία έτη επαναξιολογείται το έργο τους, για τη συνολική διάρκεια της θητείας και προβλέπεται θεσμικά η δυνατότητα να απομακρύνονται εκείνοι για τους οποίους δεν επαναβεβαιώνεται η υψηλή τους απόδοση.
Συνεπώς, εφόσον η ικανότητά τους επιβεβαιώνεται διαρκώς με το ανωτέρω σύστημα αξιολόγησης, δε νοείται η υποχρεωτική βαθμολόγηση με βαθμό από 1 έως 6, του 15% των εκάστοτε υπηρετούντων Επιθεωρητών και Βοηθών Επιθεωρητών. Επίσης, η υποχρεωτική και αναιτιολόγητη ένταξή τους στο 15% θα πρέπει να οδηγεί στην απομάκρυνσή τους από το ΣΕΕΔΔ, γιατί τέτοια βαθμολογία δεν είναι συμβατή με το έργο τους. Εν τέλει, με την υποχρεωτική ποσόστωση αναιρείται το σύνολο του υφιστάμενου συστήματος αξιολόγησης το οποίο βασίζεται στην αποτίμηση της παραγωγικής λειτουργίας του ΣΕΕΔΔ.
3. Οι Βοηθοί Επιθεωρητές-Ελεγκτές επιτελούν το ίδιο έργο (διενεργούν ελέγχους, συντάσσουν εκθέσεις-πορίσματα) και αξιολογούνται με το ανωτέρω σύστημα, όπως και οι Επιθεωρητές, και συνεπώς δεν νοείται διάκριση ως προς το σύστημα αξιολόγησης.
Εντέλει, η τροποποίηση της προ μηνός ψηφισθείσας διάταξης, με την οποία προσμετράται ο χρόνος προϋπηρεσίας υπαλλήλων σε θέσεις προϊσταμένων οργανικής μονάδας και λαμβάνεται υπόψη στο σύστημα επιλογής προϊσταμένων και στην περίπτωση της υπηρεσιακής αξιολόγησης, καταδεικνύει αποσπασματική νομοθέτηση και έλλειψη επιχειρησιακής πολιτικής.
Η πρόβλεψη του σχεδίου νόμου, οι Γενικοί Διευθυντές και Διευθυντές, να αποσπώνται στο ΣΕΕΔΔ μόνο με αίτησή τους, εφόσον δεν επιλεγούν κατά τη διαδικασία επιλογής προϊσταμένων, ακυρώνει τη διαδικασία στελέχωσης του ΣΕΕΔΔ, όπως ανωτέρω αναλυτικά περιγράφηκε. Η στελέχωση του ΣΕΕΔΔ με μη επιλεγέντες κατ’ αυτό τον τρόπο δεν λαμβάνει υπόψη τα κατά περίπτωση χαρακτηριστικά τους (γνώσεις, ικανότητες, δεξιότητες, προγενέστερη εμπειρία και εξειδίκευση), σε σχέση με τις επιχειρησιακές ανάγκες του. Δημιουργεί Επιθεωρητές διαφορετικών ταχυτήτων-κατηγοριών, όταν μάλιστα είναι εμφανής η ανάγκη να αρθεί ο διαχωρισμός των θέσεων Επιθεωρητών και Βοηθών Επιθεωρητών, με τη μετατροπή τους σε θέσεις Επιθεωρητών. Η ανταπόκριση του ΣΕΕΔΔ στις απαιτήσεις της αποστολής του, εξαρτάται απόλυτα από το ζήλο και την αφοσίωση των Επιθεωρητών στο έργο του και αυτά τα χαρακτηριστικά διασφαλίζονται όταν η επιλογή υπηρέτησης στο ΣΕΕΔΔ είναι συνειδητή και όχι λύση ανάγκης. Οι προβλέψεις του νομοσχεδίου για ειδικό καθεστώς υπηρεσιακής κατάστασης των ανωτέρω, που θα καθοριστεί με υπουργική απόφαση, εκτός του ότι αλλοιώνει το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο, θα δημιουργήσει σοβαρά λειτουργικά προβλήματα σε σχέση με το ελεγκτικό έργο, διότι διαμορφώνει μια διαφορετική κατηγορία επιθεωρητών στο πλαίσιο του ίδιου φορέα.
Με τις διατάξεις του σχεδίου νόμου «Τροποποίηση διατάξεων του υπαλληλικού κώδικα (Ν. 3528/2007) περί επιλογής Προϊσταμένων οργανικών μονάδων και λοιπές διατάξεις», εισάγονται ειδικές ρυθμίσεις για τον τρόπο υπηρεσιακής αξιολόγησης των Επιθεωρητών – Ελεγκτών και τη διαδικασία στελέχωσης του ΣΕΕΔΔ. Για την εκτίμηση των προτεινόμενων ρυθμίσεων είναι αναγκαίο να οριοθετηθούν η βασική έννοια της αξιολόγησης και οι βασικές αρχές και κατευθύνσεις που πρέπει να διέπουν το προτεινόμενο σύστημα υπηρεσιακής αξιολόγησης: • Αντικειμενική και αμερόληπτη στάθμιση βάσει σαφώς προσδιοριζομένων κριτηρίων της επαγγελματικής ικανότητας και καταλληλότητας των υπαλλήλων σε σχέση με το αντικείμενο της εργασίας τους και τα καθήκοντά τους. • Κατοχύρωση της απορρέουσας από το Σύνταγμα βασικής αρχής της αξιοκρατίας. • Σαφής προσδιορισμός του αντικειμένου αξιολόγησης βάσει των παραγόμενων αποτελεσμάτων των διαδικασιών του φορέα. • Διαφάνεια, προβλεψιμότητα, λογοδοσία. • Χρήση της συγκριτικής αξιολόγησης ως μετακριτήριο για την ισορροπία του αξιολογικού συστήματος και διασφάλιση των προτύπων συμμόρφωσης σε όλα τα στάδια της υλοποίησής του. Το νέο σύστημα αξιολόγησης θέτει προκαθορισμένα ποσοστά στην κλίμακα βαθμολογίας ακυρώνοντας την ίδια τη φύση της αξιολόγησης που βασίζεται στην επιχειρησιακή πραγματικότητα των εμπλεκόμενων, αξιολογούμενων και αξιολογητών. Αυτή, δεν προβλέπεται ούτε προκαθορίζεται, αλλά αποτιμάται και προσδιορίζεται με σαφή κριτήρια. Τα ενδεχόμενα προβλήματα υποκειμενισμού που παρατηρούνται σε συστήματα αξιολόγησης δεν αντιμετωπίζονται με καταναγκαστικές ποσοστώσεις. Η εφαρμογή του θα επιφέρει τεράστια προβλήματα στην λειτουργία των φορέων του δημοσίου. Ειδικότερα, η ένταξη των Επιθεωρητών και των Βοηθών Επιθεωρητών του ΣΕΕΔΔ στο πλαίσιο του ανωτέρω συστήματος αξιολόγησης με τα προβλήματα που προαναφέρθηκαν, είναι εκτός της επιχειρησιακής πραγματικότητας του φορέα καθώς: 1. Οι Επιθεωρητές και Βοηθοί Επιθεωρητές του ΣΕΕΔΔ προέρχονται από όλη τη Δημόσια Διοίκηση, έχουν υψηλά τυπικά και ουσιαστικά προσόντα και σημαντική εμπειρία-προϋπηρεσία, συγκεντρώνοντας όλα τα απαραίτητα στοιχεία που απαιτεί το προφίλ της θέσης εργασίας ενός επιθεωρητή του ΣΕΕΔΔ, ώστε να δρα επιχειρησιακά, αυτόνομα και χωρίς υποστήριξη. 2. Η αξιολόγηση των Επιθεωρητών είναι μια διαρκής διαδικασία, ήτοι: • Η ένταξή τους στο ΣΕΕΔΔ γίνεται έπειτα από αυστηρή διαδικασία αξιολόγησης μεγάλου αριθμού συνυποψηφίων (800 υποψηφιότητες με αυξημένα προαπαιτούμενα προσόντα, για 38 θέσεις Επιθεωρητών και 37 Θέσεις Βοηθών Επιθεωρητών στην τελευταία προκήρυξη της Κ.Υ. του ΣΕΕΔΔ) που περιλαμβάνει: i. Δημόσια πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων, με δημοσίευση σε δύο εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας, ii. Καθορισμό κλάδων και ειδικοτήτων για την κάλυψη συγκεκριμένων αναγκών του ΣΕΕΔΔ iii. Περιορισμούς στα όρια ηλικίας (έως 55 οι Επιθεωρητές και έως 50 οι Βοηθοί Επιθεωρητές) και στο χρόνο υπηρεσίας (άνω των 12 οι Επιθεωρητές και άνω των 9 οι Βοηθοί Επιθεωρητές), iv. Συνέντευξη ενώπιον τριμελούς επιτροπής, η οποία συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού ΔΙΜΗΔ. v. Επιλογή από τριμελή επιτροπή που συνεκτιμά τα τυπικά και τα ουσιαστικά προσόντα των υποψηφίων, την προσωπικότητα και την ικανότητα άσκησης των καθηκόντων Επιθεωρητή -Ελεγκτή και Βοηθού Επιθεωρητή- Ελεγκτή. • Οι Επιθεωρητές αξιολογούνται από τον Ειδικό Γραμματέα με τις ετήσιες εκθέσεις αξιολόγησης. Κατά τη διάρκεια της θητείας τους δε, αξιολογούνται συνεχώς επί τω έργω. Κάθε έκθεση – πόρισμα που συντάσσεται, εγκρίνεται έπειτα από αυστηρή και αναλυτική εξέτασή της, από την τριμελή επιτροπή έγκρισης των εκθέσεων του ΣΕΕΔΔ. . • Κάθε τρία έτη επαναξιολογείται το έργο τους, για τη συνολική διάρκεια της θητείας και προβλέπεται θεσμικά η δυνατότητα να απομακρύνονται εκείνοι για τους οποίους δεν επαναβεβαιώνεται η υψηλή τους απόδοση. Συνεπώς, εφόσον η ικανότητά τους επιβεβαιώνεται διαρκώς με το ανωτέρω σύστημα αξιολόγησης, δε νοείται η υποχρεωτική βαθμολόγηση με βαθμό από 1 έως 6, του 15% των εκάστοτε υπηρετούντων Επιθεωρητών και Βοηθών Επιθεωρητών. Επίσης, η υποχρεωτική και αναιτιολόγητη ένταξή τους στο 15% θα πρέπει να οδηγεί στην απομάκρυνσή τους από το ΣΕΕΔΔ, γιατί τέτοια βαθμολογία δεν είναι συμβατή με το έργο τους. Εν τέλει, με την υποχρεωτική ποσόστωση αναιρείται το σύνολο του υφιστάμενου συστήματος αξιολόγησης το οποίο βασίζεται στην αποτίμηση της παραγωγικής λειτουργίας του ΣΕΕΔΔ. 3. Οι Βοηθοί Επιθεωρητές-Ελεγκτές επιτελούν το ίδιο έργο (διενεργούν ελέγχους, συντάσσουν εκθέσεις-πορίσματα) και αξιολογούνται με το ανωτέρω σύστημα, όπως και οι Επιθεωρητές, και συνεπώς δεν νοείται διάκριση ως προς το σύστημα αξιολόγησης. Εντέλει, η τροποποίηση της προ μηνός ψηφισθείσας διάταξης, με την οποία προσμετράται ο χρόνος προϋπηρεσίας υπαλλήλων σε θέσεις προϊσταμένων οργανικής μονάδας και λαμβάνεται υπόψη στο σύστημα επιλογής προϊσταμένων και στην περίπτωση της υπηρεσιακής αξιολόγησης, καταδεικνύει αποσπασματική νομοθέτηση και έλλειψη επιχειρησιακής πολιτικής. Η πρόβλεψη του σχεδίου νόμου, οι Γενικοί Διευθυντές και Διευθυντές, να αποσπώνται στο ΣΕΕΔΔ μόνο με αίτησή τους, εφόσον δεν επιλεγούν κατά τη διαδικασία επιλογής προϊσταμένων, ακυρώνει τη διαδικασία στελέχωσης του ΣΕΕΔΔ, όπως ανωτέρω αναλυτικά περιγράφηκε. Η στελέχωση του ΣΕΕΔΔ με μη επιλεγέντες κατ’ αυτό τον τρόπο δεν λαμβάνει υπόψη τα κατά περίπτωση χαρακτηριστικά τους (γνώσεις, ικανότητες, δεξιότητες, προγενέστερη εμπειρία και εξειδίκευση), σε σχέση με τις επιχειρησιακές ανάγκες του. Δημιουργεί Επιθεωρητές διαφορετικών ταχυτήτων-κατηγοριών, όταν μάλιστα είναι εμφανής η ανάγκη να αρθεί ο διαχωρισμός των θέσεων Επιθεωρητών και Βοηθών Επιθεωρητών, με τη μετατροπή τους σε θέσεις Επιθεωρητών. Η ανταπόκριση του ΣΕΕΔΔ στις απαιτήσεις της αποστολής του, εξαρτάται απόλυτα από το ζήλο και την αφοσίωση των Επιθεωρητών στο έργο του και αυτά τα χαρακτηριστικά διασφαλίζονται όταν η επιλογή υπηρέτησης στο ΣΕΕΔΔ είναι συνειδητή και όχι λύση ανάγκης. Οι προβλέψεις του νομοσχεδίου για ειδικό καθεστώς υπηρεσιακής κατάστασης των ανωτέρω, που θα καθοριστεί με υπουργική απόφαση, εκτός του ότι αλλοιώνει το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο, θα δημιουργήσει σοβαρά λειτουργικά προβλήματα σε σχέση με το ελεγκτικό έργο, διότι διαμορφώνει μια διαφορετική κατηγορία επιθεωρητών στο πλαίσιο του ίδιου φορέα.