Το προτεινόμενο σύστημα εμφανίζει μειονεκτήματα ανεπάρκειας και μειωμένης εγκυρότητας χωρίς καμία εγγύηση αξιοπιστίας και αξιοκρατίας.
Η γραπτή εξέταση (άγνωστο σε ποια αντικείμενα και με ποια κριτήρια διαφάνειας και αμεροληψίας) αλλά και η συνέντευξη (υποκειμενικότητα-ευνοιοκρατία) επιδιώκεται να αντικαταστήσουν ακαδημαϊκούς τίτλους, με κυρίαρχη παραδοχή ότι οι ακαδημαϊκοί τίτλοι δεν αποτελούν εχέγγυο καταλληλότητας για την κατάληψη μιας θέσης ευθύνης. Δημιουργείται δηλαδή η εντύπωση ότι το πρόβλημα της δημόσιας διοίκησης ήταν η προώθηση προσώπων αυξημένων τυπικών προσόντων και όχι το εκτεταμένο πελατειακό σύστημα και οι απευθείας αναθέσεις από την πολιτική ηγεσία, βάσει των οποίων καταλαμβάνονται οι περισσότερες θέσεις ευθύνης σήμερα.
Δεν λαμβάνεται υπόψη η πραγματική απόδοση του υπαλλήλου, η οποία μπορεί να μετρηθεί μόνο δια της εφαρμογής του συστήματος διοίκησης μέσω στόχων και αξιόπιστων μετρήσεων αποδοτικότητας (ν.3230/2004), που μέχρι σήμερα δεν έχει εφαρμοστεί στην πλειοψηφία των δημόσιων υπηρεσιών.
Με το προτεινόμενο σύστημα επιχειρείται να μετατεθεί το κέντρο βάρους της διαδικασίας επιλογής προϊσταμένων από το προφίλ του υποψηφίου στο προφίλ της προκηρυσσόμενης θέσης, με βάση το περίγραμμα θέσης. Αφενός μέχρι σήμερα δεν υπάρχουν περιγράμματα θέσεων και αφετέρου αυτά θα θεσπιστούν με υπουργικές αποφάσεις, οι οποίες ενέχουν υψηλό κίνδυνο φωτογραφικών διατάξεων ώστε να προωθηθούν οι αρεστοί και τα συμφέροντα ισχυρών συντεχνιών.
Ποιος είναι ο λόγος ύπαρξης μελών από τον ιδιωτικό τομέα στην επιτροπή κρίσεων και ποιες είναι οι εγγυήσεις αξιοπιστίας-αμεροληψίας, καθώς εγείρονται πολλά και σοβαρά ερωτήματα. Πως είναι δυνατόν ένας υπάλληλος του ιδιωτικού τομέα που εργάζεται με σκοπό την αύξηση των κερδών του εργοδότη του να αξιολογήσει έναν δημόσιο υπάλληλο που εργάζεται με στόχο το δημόσιο συμφέρον; Είναι δυνατόν η προέλευσή τους και μόνο από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις (ελληνικό κρατικοδίαιτο ιδιωτικό τομέα) να συνιστά εχέγγυο αξιοπιστίας και ικανότητας; Ποιός διασφαλίζει ότι οι επιχειρήσεις από τις οποίες προέρχονται συμμορφώνονται πλήρως με τη νομοθεσία και δεν έχουν συγκεκριμένα συμφέροντα από τη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης;
Με την εφαρμογή των μεταβατικών διατάξεων επιχειρείται η περαιτέρω υπονόμευση του συστήματος προαγωγών, καθώς θα συνεχιστεί η απαράδεκτη από κάθε άποψη πρακτική των απευθείας αναθέσεων. Δηλαδή στελέχη που αναδείχθηκαν μέσω κρίσεων θα αντικατασταθούν με τη μέθοδο της απευθείας ανάθεσης από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία.
Συμπερασματικά θεωρούμε ότι θα πρέπει να διατηρηθεί το υπάρχον σύστημα κρίσεων προϊσταμένων (ν.3839/10), με το οποίο προσμετρούνται τόσο οι τίτλοι σπουδών όσο και η προϋπηρεσία, ενώ παράλληλα θα πρέπει να συμπεριληφθεί η πραγματική απόδοση των υπαλλήλων (διοίκηση βάσει στόχων) και μόνο επικουρικά και σε πολύ μικρότερο βαθμό να υπολογίζεται η γραπτή εξέταση και η δημόσια δομημένη προφορική συνέντευξη, ενώ σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να εμπλακεί ο ιδιωτικός τομέας στο σύστημα κρίσεων προϊσταμένων, καθώς προβλέπεται ότι θα επιδεινώσει τα φαινόμενα διαπλοκής.
Το προτεινόμενο σύστημα εμφανίζει μειονεκτήματα ανεπάρκειας και μειωμένης εγκυρότητας χωρίς καμία εγγύηση αξιοπιστίας και αξιοκρατίας. Η γραπτή εξέταση (άγνωστο σε ποια αντικείμενα και με ποια κριτήρια διαφάνειας και αμεροληψίας) αλλά και η συνέντευξη (υποκειμενικότητα-ευνοιοκρατία) επιδιώκεται να αντικαταστήσουν ακαδημαϊκούς τίτλους, με κυρίαρχη παραδοχή ότι οι ακαδημαϊκοί τίτλοι δεν αποτελούν εχέγγυο καταλληλότητας για την κατάληψη μιας θέσης ευθύνης. Δημιουργείται δηλαδή η εντύπωση ότι το πρόβλημα της δημόσιας διοίκησης ήταν η προώθηση προσώπων αυξημένων τυπικών προσόντων και όχι το εκτεταμένο πελατειακό σύστημα και οι απευθείας αναθέσεις από την πολιτική ηγεσία, βάσει των οποίων καταλαμβάνονται οι περισσότερες θέσεις ευθύνης σήμερα. Δεν λαμβάνεται υπόψη η πραγματική απόδοση του υπαλλήλου, η οποία μπορεί να μετρηθεί μόνο δια της εφαρμογής του συστήματος διοίκησης μέσω στόχων και αξιόπιστων μετρήσεων αποδοτικότητας (ν.3230/2004), που μέχρι σήμερα δεν έχει εφαρμοστεί στην πλειοψηφία των δημόσιων υπηρεσιών. Με το προτεινόμενο σύστημα επιχειρείται να μετατεθεί το κέντρο βάρους της διαδικασίας επιλογής προϊσταμένων από το προφίλ του υποψηφίου στο προφίλ της προκηρυσσόμενης θέσης, με βάση το περίγραμμα θέσης. Αφενός μέχρι σήμερα δεν υπάρχουν περιγράμματα θέσεων και αφετέρου αυτά θα θεσπιστούν με υπουργικές αποφάσεις, οι οποίες ενέχουν υψηλό κίνδυνο φωτογραφικών διατάξεων ώστε να προωθηθούν οι αρεστοί και τα συμφέροντα ισχυρών συντεχνιών. Ποιος είναι ο λόγος ύπαρξης μελών από τον ιδιωτικό τομέα στην επιτροπή κρίσεων και ποιες είναι οι εγγυήσεις αξιοπιστίας-αμεροληψίας, καθώς εγείρονται πολλά και σοβαρά ερωτήματα. Πως είναι δυνατόν ένας υπάλληλος του ιδιωτικού τομέα που εργάζεται με σκοπό την αύξηση των κερδών του εργοδότη του να αξιολογήσει έναν δημόσιο υπάλληλο που εργάζεται με στόχο το δημόσιο συμφέρον; Είναι δυνατόν η προέλευσή τους και μόνο από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις (ελληνικό κρατικοδίαιτο ιδιωτικό τομέα) να συνιστά εχέγγυο αξιοπιστίας και ικανότητας; Ποιός διασφαλίζει ότι οι επιχειρήσεις από τις οποίες προέρχονται συμμορφώνονται πλήρως με τη νομοθεσία και δεν έχουν συγκεκριμένα συμφέροντα από τη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης; Με την εφαρμογή των μεταβατικών διατάξεων επιχειρείται η περαιτέρω υπονόμευση του συστήματος προαγωγών, καθώς θα συνεχιστεί η απαράδεκτη από κάθε άποψη πρακτική των απευθείας αναθέσεων. Δηλαδή στελέχη που αναδείχθηκαν μέσω κρίσεων θα αντικατασταθούν με τη μέθοδο της απευθείας ανάθεσης από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία. Συμπερασματικά θεωρούμε ότι θα πρέπει να διατηρηθεί το υπάρχον σύστημα κρίσεων προϊσταμένων (ν.3839/10), με το οποίο προσμετρούνται τόσο οι τίτλοι σπουδών όσο και η προϋπηρεσία, ενώ παράλληλα θα πρέπει να συμπεριληφθεί η πραγματική απόδοση των υπαλλήλων (διοίκηση βάσει στόχων) και μόνο επικουρικά και σε πολύ μικρότερο βαθμό να υπολογίζεται η γραπτή εξέταση και η δημόσια δομημένη προφορική συνέντευξη, ενώ σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να εμπλακεί ο ιδιωτικός τομέας στο σύστημα κρίσεων προϊσταμένων, καθώς προβλέπεται ότι θα επιδεινώσει τα φαινόμενα διαπλοκής.