Με τις διατάξεις του σχεδίου νόμου «Τροποποίηση διατάξεων του υπαλληλικού κώδικα (Ν. 3528/2007) περί επιλογής Προϊσταμένων οργανικών μονάδων και λοιπές διατάξεις», εισάγονται ειδικές ρυθμίσεις για τον τρόπο υπηρεσιακής αξιολόγησης μόνο των Επιθεωρητών- Ελεγκτών και τη διαδικασία στελέχωσης του ΣΕΕΔΔ , χωρίς ωστόσο να λαμβάνει χώρα ειδική μνεία για τα διαλαμβανόμενα στο Σώμα Επιθεωρητών Δημοσίων Έργων.
Για την εκτίμηση των προτεινόμενων ρυθμίσεων είναι αναγκαίο να οριοθετηθούν η βασική έννοια της αξιολόγησης και οι βασικές αρχές και κατευθύνσεις που πρέπει να διέπουν το προτεινόμενο σύστημα υπηρεσιακής αξιολόγησης
1. Οι Επιθεωρητές του ΣΕΔΕ προέρχονται από όλη τη Δημόσια Διοίκηση, έχουν υψηλά τυπικά και ουσιαστικά προσόντα και σημαντική εμπειρία-προϋπηρεσία, συγκεντρώνοντας όλα τα απαραίτητα στοιχεία που απαιτεί το προφίλ της θέσης εργασίας ενός επιθεωρητή του ΣΕΔΕ, ώστε να δρα επιχειρησιακά, αυτόνομα και χωρίς υποστήριξη.
2. Η αξιολόγηση των Επιθεωρητών είναι μια διαρκής διαδικασία, ήτοι:
• Η ένταξή τους στο ΣΕΔΕ γίνεται μετά από διαδικασία αξιολόγησης που περιλαμβάνει τα καθοριζόμενα στοιχεία που ισχύουν κατά το Νόμο
• Κάθε πέντε η τρία έτη επαναξιολογείται το έργο τους, για τη συνολική διάρκεια της θητείας και προβλέπεται θεσμικά η δυνατότητα να απομακρύνονται εκείνοι για τους οποίους δεν επαναβεβαιώνεται η υψηλή τους απόδοση.
Συνεπώς, εφόσον η ικανότητά τους επιβεβαιώνεται διαρκώς με το ανωτέρω σύστημα αξιολόγησης, δε νοείται η υποχρεωτική βαθμολόγηση με βαθμό από 1 έως 6, του 15% των εκάστοτε υπηρετούντων Επιθεωρητών. Επίσης, η υποχρεωτική και αναιτιολόγητη ένταξή τους στο 15% θα πρέπει να οδηγεί στην απομάκρυνσή τους από το ΣΕΔΕ, γιατί τέτοια βαθμολογία δεν είναι συμβατή με το έργο τους. Εν τέλει, με την υποχρεωτική ποσόστωση αναιρείται το σύνολο του υφιστάμενου συστήματος αξιολόγησης το οποίο βασίζεται στην αποτίμηση της παραγωγικής λειτουργίας του ΣΕΔΕ.
3. Οι Επιθεωρητές Δημοσίων ΄Έργων διενεργούν ελέγχους, συντάσσουν εκθέσεις-πορίσματα και αξιολογούνται με το ανωτέρω σύστημα και συνεπώς δεν νοείται διάκριση ως προς το σύστημα αξιολόγησης.
Η πρόβλεψη του σχεδίου νόμου, οι Διευθυντές, να αποσπώνται στο ΣΕΔΕ μόνο με αίτησή τους, εφόσον δεν επιλεγούν κατά τη διαδικασία επιλογής προϊσταμένων, ακυρώνει τη διαδικασία στελέχωσης του ΣΕΔΕ, όπως ανωτέρω αναλυτικά περιγράφηκε. Η στελέχωση του ΣΕΔΕ με μη επιλεγέντες κατ’ αυτό τον τρόπο δεν λαμβάνει υπόψη τα κατά περίπτωση χαρακτηριστικά τους (γνώσεις, ικανότητες, δεξιότητες, προγενέστερη εμπειρία και εξειδίκευση), σε σχέση με τις επιχειρησιακές ανάγκες του. Δημιουργεί Επιθεωρητές διαφορετικών ταχυτήτων-κατηγοριών. Η ανταπόκριση του ΣΕΔΕ στις απαιτήσεις της αποστολής του, εξαρτάται απόλυτα από το ζήλο και την αφοσίωση των Επιθεωρητών στο έργο του και αυτά τα χαρακτηριστικά διασφαλίζονται όταν η επιλογή υπηρέτησης στο ΣΕΔΕ είναι συνειδητή και όχι λύση ανάγκης. Οι προβλέψεις του νομοσχεδίου για ειδικό καθεστώς υπηρεσιακής κατάστασης των ανωτέρω, που θα καθοριστεί με υπουργική απόφαση, εκτός του ότι αλλοιώνει το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο, θα δημιουργήσει σοβαρά λειτουργικά προβλήματα σε σχέση με το ελεγκτικό έργο, διότι διαμορφώνει μια διαφορετική κατηγορία επιθεωρητών στο πλαίσιο του ίδιου φορέα.
Με τις διατάξεις του σχεδίου νόμου «Τροποποίηση διατάξεων του υπαλληλικού κώδικα (Ν. 3528/2007) περί επιλογής Προϊσταμένων οργανικών μονάδων και λοιπές διατάξεις», εισάγονται ειδικές ρυθμίσεις για τον τρόπο υπηρεσιακής αξιολόγησης μόνο των Επιθεωρητών- Ελεγκτών και τη διαδικασία στελέχωσης του ΣΕΕΔΔ , χωρίς ωστόσο να λαμβάνει χώρα ειδική μνεία για τα διαλαμβανόμενα στο Σώμα Επιθεωρητών Δημοσίων Έργων. Για την εκτίμηση των προτεινόμενων ρυθμίσεων είναι αναγκαίο να οριοθετηθούν η βασική έννοια της αξιολόγησης και οι βασικές αρχές και κατευθύνσεις που πρέπει να διέπουν το προτεινόμενο σύστημα υπηρεσιακής αξιολόγησης 1. Οι Επιθεωρητές του ΣΕΔΕ προέρχονται από όλη τη Δημόσια Διοίκηση, έχουν υψηλά τυπικά και ουσιαστικά προσόντα και σημαντική εμπειρία-προϋπηρεσία, συγκεντρώνοντας όλα τα απαραίτητα στοιχεία που απαιτεί το προφίλ της θέσης εργασίας ενός επιθεωρητή του ΣΕΔΕ, ώστε να δρα επιχειρησιακά, αυτόνομα και χωρίς υποστήριξη. 2. Η αξιολόγηση των Επιθεωρητών είναι μια διαρκής διαδικασία, ήτοι: • Η ένταξή τους στο ΣΕΔΕ γίνεται μετά από διαδικασία αξιολόγησης που περιλαμβάνει τα καθοριζόμενα στοιχεία που ισχύουν κατά το Νόμο • Κάθε πέντε η τρία έτη επαναξιολογείται το έργο τους, για τη συνολική διάρκεια της θητείας και προβλέπεται θεσμικά η δυνατότητα να απομακρύνονται εκείνοι για τους οποίους δεν επαναβεβαιώνεται η υψηλή τους απόδοση. Συνεπώς, εφόσον η ικανότητά τους επιβεβαιώνεται διαρκώς με το ανωτέρω σύστημα αξιολόγησης, δε νοείται η υποχρεωτική βαθμολόγηση με βαθμό από 1 έως 6, του 15% των εκάστοτε υπηρετούντων Επιθεωρητών. Επίσης, η υποχρεωτική και αναιτιολόγητη ένταξή τους στο 15% θα πρέπει να οδηγεί στην απομάκρυνσή τους από το ΣΕΔΕ, γιατί τέτοια βαθμολογία δεν είναι συμβατή με το έργο τους. Εν τέλει, με την υποχρεωτική ποσόστωση αναιρείται το σύνολο του υφιστάμενου συστήματος αξιολόγησης το οποίο βασίζεται στην αποτίμηση της παραγωγικής λειτουργίας του ΣΕΔΕ. 3. Οι Επιθεωρητές Δημοσίων ΄Έργων διενεργούν ελέγχους, συντάσσουν εκθέσεις-πορίσματα και αξιολογούνται με το ανωτέρω σύστημα και συνεπώς δεν νοείται διάκριση ως προς το σύστημα αξιολόγησης. Η πρόβλεψη του σχεδίου νόμου, οι Διευθυντές, να αποσπώνται στο ΣΕΔΕ μόνο με αίτησή τους, εφόσον δεν επιλεγούν κατά τη διαδικασία επιλογής προϊσταμένων, ακυρώνει τη διαδικασία στελέχωσης του ΣΕΔΕ, όπως ανωτέρω αναλυτικά περιγράφηκε. Η στελέχωση του ΣΕΔΕ με μη επιλεγέντες κατ’ αυτό τον τρόπο δεν λαμβάνει υπόψη τα κατά περίπτωση χαρακτηριστικά τους (γνώσεις, ικανότητες, δεξιότητες, προγενέστερη εμπειρία και εξειδίκευση), σε σχέση με τις επιχειρησιακές ανάγκες του. Δημιουργεί Επιθεωρητές διαφορετικών ταχυτήτων-κατηγοριών. Η ανταπόκριση του ΣΕΔΕ στις απαιτήσεις της αποστολής του, εξαρτάται απόλυτα από το ζήλο και την αφοσίωση των Επιθεωρητών στο έργο του και αυτά τα χαρακτηριστικά διασφαλίζονται όταν η επιλογή υπηρέτησης στο ΣΕΔΕ είναι συνειδητή και όχι λύση ανάγκης. Οι προβλέψεις του νομοσχεδίου για ειδικό καθεστώς υπηρεσιακής κατάστασης των ανωτέρω, που θα καθοριστεί με υπουργική απόφαση, εκτός του ότι αλλοιώνει το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο, θα δημιουργήσει σοβαρά λειτουργικά προβλήματα σε σχέση με το ελεγκτικό έργο, διότι διαμορφώνει μια διαφορετική κατηγορία επιθεωρητών στο πλαίσιο του ίδιου φορέα.