Συμφωνούμε απόλυτα με τα σχόλια του Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας επί του συγκεκριμένου άρθρου και ειδικότερα σε ό,τι αφορά τις περιπτώσεις των αρχείων και ιδίως των μουσείων. Θεωρούμε δε ότι πέρα από τις περιπτώσεις των βιβλιοθηκών, αρχείων και ιδίως των μουσείων, θα πρέπει να προβλεφθεί ρητά και για τα έγγραφα, τις πληροφορίες ή τα δεδομένα που αφορούν πολιτιστικούς πόρους (κατ’ αντιστοιχία με τα άρθρα 19 και 20, βλ. και σχόλιό μας στο άρθρο 16), η δυνατότητα αδειοδότησης και μέσω αυτής επιβολής συγκεκριμένων όρων, χωρίς ανάγκη ειδικής αιτιολόγησης.
Επιπλέον, επισημαίνουμε και εμείς ότι στην παράγραφο 1 του άρθρου 7 η επιβολή όρων μέσω αδειοδότησης δεν μπορεί να είναι «κατ’ εξαίρεση», αλλά «οσάκις ενδείκνυται» (όπως προβλέπει η Οδηγία 2013/37) ή/και εφόσον προβλέπεται από ειδικές διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας. Επίσης, η διατύπωση «κατ’ εξαίρεση» προκειμένου για επιβολή όρων μέσω αδειοδότησης (συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης αναφοράς της πηγής, της ρήτρας για την προστασία των προσωπικών δεδομένων και της επιβολής τελών), είναι κάπως ασαφής και ενδεχομένως έρχεται σε αντίθεση με την παράγραφο 3 του άρθρου 6, όπου η περαιτέρω χρήση των εγγράφων εξ ορισμού «υπόκειται στον περιορισμό ότι το περιεχόμενό τους δεν πρέπει να αλλοιωθεί ούτε να διαστρεβλωθεί με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και ότι πρέπει να γίνεται αναφορά στην πηγή προέλευσής τους και στην ημερομηνία τελευταίας επικαιροποίησής τους».
Σε κάθε περίπτωση, ο αρμόδιος Υπουργός θα πρέπει να καθορίζει και τους όρους αδειοδότησης και όχι μόνον το ύψος των τελών.
Συμφωνούμε απόλυτα με τα σχόλια του Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας επί του συγκεκριμένου άρθρου και ειδικότερα σε ό,τι αφορά τις περιπτώσεις των αρχείων και ιδίως των μουσείων. Θεωρούμε δε ότι πέρα από τις περιπτώσεις των βιβλιοθηκών, αρχείων και ιδίως των μουσείων, θα πρέπει να προβλεφθεί ρητά και για τα έγγραφα, τις πληροφορίες ή τα δεδομένα που αφορούν πολιτιστικούς πόρους (κατ’ αντιστοιχία με τα άρθρα 19 και 20, βλ. και σχόλιό μας στο άρθρο 16), η δυνατότητα αδειοδότησης και μέσω αυτής επιβολής συγκεκριμένων όρων, χωρίς ανάγκη ειδικής αιτιολόγησης. Επιπλέον, επισημαίνουμε και εμείς ότι στην παράγραφο 1 του άρθρου 7 η επιβολή όρων μέσω αδειοδότησης δεν μπορεί να είναι «κατ’ εξαίρεση», αλλά «οσάκις ενδείκνυται» (όπως προβλέπει η Οδηγία 2013/37) ή/και εφόσον προβλέπεται από ειδικές διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας. Επίσης, η διατύπωση «κατ’ εξαίρεση» προκειμένου για επιβολή όρων μέσω αδειοδότησης (συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης αναφοράς της πηγής, της ρήτρας για την προστασία των προσωπικών δεδομένων και της επιβολής τελών), είναι κάπως ασαφής και ενδεχομένως έρχεται σε αντίθεση με την παράγραφο 3 του άρθρου 6, όπου η περαιτέρω χρήση των εγγράφων εξ ορισμού «υπόκειται στον περιορισμό ότι το περιεχόμενό τους δεν πρέπει να αλλοιωθεί ούτε να διαστρεβλωθεί με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και ότι πρέπει να γίνεται αναφορά στην πηγή προέλευσής τους και στην ημερομηνία τελευταίας επικαιροποίησής τους». Σε κάθε περίπτωση, ο αρμόδιος Υπουργός θα πρέπει να καθορίζει και τους όρους αδειοδότησης και όχι μόνον το ύψος των τελών.