Όσον αφορά στο Σχέδιο Νόμου του ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ & ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ με τίτλο «ΜΕΙΩΣΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΒΑΡΩΝ ΣΕ 13 ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΟΥΣ ΤΟΜΕΙΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ», ο Φαρμακευτικός Σύλλογος Αττικής παρατηρεί τα ακόλουθα:
Α. Με το άρθρο 16 παρ. 1 και το άρθρο 20 καταργείται η γνωμοδότηση (μολονότι δεν επρόκειτο περί «σύμφωνης», αλλά περί «απλής» γνώμης) του τοπικού Φαρμακευτικού Συλλόγου τόσο κατά το στάδιο ίδρυσης όσο και κατά το στάδιο έγκρισης συστεγάσεως φαρμακείων.
Με άλλα λόγια καταργείται η δυνατότητα να εκφράσει ο πλέον αρμόδιος επιστημονικά φορέας την άποψή του για τη νομιμότητα ιδρύσεως ή συστεγάσεως ενός φαρμακείου, μολονότι ιστορικά ουδέποτε παρακωλύθηκε η ή συστέγαση ίδρυση φαρμακείου όταν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις που ο νόμος τάσσει για την διασφάλιση της δημόσιας υγείας και της συνταγματικώς προστατευόμενης αρχής της βιωσιμότητας των φαρμακείων.
Ας μη λησμονάται ότι μεταξύ των καταστατικών σκοπών των φαρμακευτικών Συλλόγων σύμφωνα με τον ιδρυτικό νόμο 3601/28 συγκαταλέγεται η πιστή τήρηση της φαρμακευτικής νομοθεσίας και «…και η προαγωγή της φαρμακευτικής επιστήμης και των επαγγελματικών συμφερόντων των φαρμακοποιών». Σύμφωνα με τις ίδιες διατάξεις οι Φαρμακευτικοί Σύλλογοι τυγχάνουν Σύμβουλοι του εκάστοτε Υπουργού Υγείας σε θέματα που άπτονται των αρμοδιοτήτων μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται αναμφίβολα η ίδρυση ή / και η συστέγαση φαρμακείων.
Με τις εν λόγω διατάξεις καταργείται μέρος της δια νόμου παρασχεθείσας δημόσιας υπηρεσίας προς διασφάλιση σκοπού δημοσίου συμφέροντος, τούτων δε μη εισφερουσών ισάξιο αντισταθμιστικό όφελος που να εξυπηρετεί δημόσιο συμφέρον.
Αξίζει να μνημονευθεί ότι σε Ευρωπαϊκές Χώρες, η αδειοδότηση φαρμακείων γίνεται απ’ ευθείας από αντίστοιχους επαγγελματικούς Συλλόγους.
Ειδικότερα, από πρακτικής απόψεως, η μακρά εμπειρία μας επί ζητημάτων αδειοδότησης φαρμακείων έχει καταδείξει τα εξής:
1/ οι αρμόδιες διευθύνσεις Υγείας είναι μόνιμα υποστελεχωμένες
2/ οι οικείες Περιφερειακές Διευθύνσεις δεν στελεχώνονται από πρόσωπα που έχουν γνώσεις νομικές ή και πολεοδομικές, ώστε να αντιμετωπίσουν τα ιδιαίτερα ζητήματα που αναφύονται σε πληθώρα περιπτώσεων ίδρυσης φαρμακείων. Τουναντίον συχνά στελεχώνονται ακόμα και από μη φαρμακοποιούς (πχ μαίες, φιλολόγους κλπ), οι οποίοι υποκαθιστούν φαρμακοποιούς και νομικούς, με αποτέλεσμα ο έλεγχος να βαίνει μειούμενος, συχνά δε να είναι και ανύπαρκτος.
3/ οι Νομικές Υπηρεσίες των οικείων Περιφερειών ασχολούνται με πλήθος ερωτημάτων γενικού ενδιαφέροντος όλων των τομέων που απασχολούν τη Διοίκηση και δεν παρίστανται εξειδικευμένες στη φαρμακευτική νομοθεσία, όπως οι αντίστοιχες των μεγάλων τουλάχιστον Φαρμακευτικών Συλλόγων οι οποίες συνεπικουρούν και μικρότερους Συλλόγους, ώστε να αντιμετωπίζονται άμεσα και πρακτικά τα αναφυόμενα ζητήματα.
Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τα ανωτέρω πιθανολογούμε ότι θα οδηγήσει είτε σε ανυπαρξία προληπτικού ελέγχου είτε σε υπερβολικές καθυστερήσεις λόγω πλήθους ερωτημάτων που θα πρέπει να επιλύονται από τις νομικές υπηρεσίες της Περιφέρειας.
Β. Με το άρθ. 17 εισάγεται σύστημα για την υποβολή και κρίση αντίστοιχα των αιτήσεων για κενές θέσεις φαρμακείων δυο φορές το χρόνο. Το προτεινόμενο σύστημα κατά την άποψή μας, δεν προάγει τη διαφάνεια και δεν παρέχει εχέγγυα στον κάθε αιτούντα, διότι δεν του παρέχει πρόσβαση στα αντίστοιχα δικαιολογητικά όλων των συναιτούντων ενός ολόκληρου εξαμήνου. Μέχρι σήμερα αυτό ήταν διαχειρίσιμο.
Κατά την άποψη του ΦΣΑ, ο περιορισμός που προτείνεται να εισαχθεί στο δικαίωμα στην οικονομική ελευθερία, την άσκηση επαγγέλματος και στην ανάπτυξη της προσωπικότητας δια της 6μήνου αναμονής θίγει κατά τρόπο καταλυτικό, στον πυρήνα του το άρθ. 5 του Συντάγματος, διότι εισάγει υπέρμετρο και μη αναγκαίο περιορισμό. Η συνταγματικότητά του θα πρέπει να διερευνηθεί εν όψει του ότι πλήττει καίρια το δικαίωμα στην εργασία και δη σε χρόνο που θα επιλέξει ο νεοεισερχόμενος στο επάγγελμα φαρμακοποιός, ενώ και επιπλέον πλήττει καίρια και καταλυτικά και τον ήδη δραστηριοποιούμενο φαρμακοποιό που εξαναγκάζεται σε 6μηνη παύση εργασίας, όταν επιλέξει να μετακινηθεί/μεταφερθεί σε τέτοια κενή θέση.
Τέλος, μολονότι η προτεινόμενη διάταξη διατηρεί το ότι οι υποβληθείσες αιτήσεις θα κρίνονται από την Περιφερειακή Ενότητα εφαρμοζομένων των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 3 του Ν. 1963/1991, κατ’ουσίαν καταργεί την αρχή της χρονικής προτεραιότητας που ισχύει στην άσκηση δικαιωμάτων αλλά εν τέλει και την ανωτέρω διάταξη, αφού το διάστημα της μίας ημέρας που προβλέπει («ισόχρονες αιτήσεις») εκτείνεται πλέον με την προτεινόμενη διάταξη σε διάστημα 6 μηνών.
Με το άρθ. 18, με το οποίο καταργείται η επίδοση με δικαστικό επιμελητή και προβλέπεται η δυνατότητα ηλεκτρονικής υποβολής ίσως επιστρέψουμε σε φαινόμενα του παρελθόντος και συγκεκριμένα αλλοίωσης πρωτοκόλλου και σειράς προτεραιότητας, για τα οποία έχουν διωχθεί υπάλληλοι οικείων υπηρεσιών τ. Νομαρχιών της Χώρας.
Σε αυτό τον τομέα πιστεύουμε παρέχονται ικανά εχέγγυα με τις εκθέσεις επιδόσεως.
Αντίφαση ωστόσο ενέχει το άρθ. 3 παρ. 1, το οποίο εξακολουθεί να αναφέρεται σε «ημερομηνία επίδοσης».
Τέλος, στο άρθρο 20 το κατωτέρω εδάφιο είναι άτεχνο διότι δεν λαμβάνει υπ΄όψιν του την δια νόμου πρόσφατη κατάργηση των χωροταξικών κριτηρίων. («εφ όσον χωροταξικά δεν παρακωλύεται η εξυπηρέτηση του κοινού και δεν έχει δηλωθεί η λειτουργία σε συγκεκριμένο κατάστημα νεοϊδρυόμενου φαρμακείου ή η μεταφορά φαρμακείου που ήδη λειτουργεί σε άλλη θέση σε απόσταση μικρότερη της προβλεπόμενης για τη λειτουργία ανάλογα με τον αριθμό των φαρμακείων ή των αδειών ιδρύσεως αυτών που πρόκειται να συστεγασθούν. Στην περίπτωση αυτήν η ολοκλήρωση της ιδρύσεως του φαρμακείου με τη λήψη άδειας λειτουργίας και η πραγματοποίηση της μεταφοράς πρέπει να γίνει σε χρονικό διάστημα 60 ημερών, αν δε παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αυτή, η δηλωθείσα ίδρυση και η μεταφορά δεν αποτελούν κώλυμα για την έγκριση της αιτούμενης συστεγάσεως »)
Ως εκ τούτου χρήζει αναδιατύπωσης. Κατά τα λοιπά ισχύουν τα ανωτέρω περί της αναγκαίας κατά τη γνώμη μας γνωμοδοτήσεως του οικείου Φαρμακευτικού Συλλόγου.
Όσον αφορά στο Σχέδιο Νόμου του ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ & ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ με τίτλο «ΜΕΙΩΣΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΒΑΡΩΝ ΣΕ 13 ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΟΥΣ ΤΟΜΕΙΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ», ο Φαρμακευτικός Σύλλογος Αττικής παρατηρεί τα ακόλουθα: Α. Με το άρθρο 16 παρ. 1 και το άρθρο 20 καταργείται η γνωμοδότηση (μολονότι δεν επρόκειτο περί «σύμφωνης», αλλά περί «απλής» γνώμης) του τοπικού Φαρμακευτικού Συλλόγου τόσο κατά το στάδιο ίδρυσης όσο και κατά το στάδιο έγκρισης συστεγάσεως φαρμακείων. Με άλλα λόγια καταργείται η δυνατότητα να εκφράσει ο πλέον αρμόδιος επιστημονικά φορέας την άποψή του για τη νομιμότητα ιδρύσεως ή συστεγάσεως ενός φαρμακείου, μολονότι ιστορικά ουδέποτε παρακωλύθηκε η ή συστέγαση ίδρυση φαρμακείου όταν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις που ο νόμος τάσσει για την διασφάλιση της δημόσιας υγείας και της συνταγματικώς προστατευόμενης αρχής της βιωσιμότητας των φαρμακείων. Ας μη λησμονάται ότι μεταξύ των καταστατικών σκοπών των φαρμακευτικών Συλλόγων σύμφωνα με τον ιδρυτικό νόμο 3601/28 συγκαταλέγεται η πιστή τήρηση της φαρμακευτικής νομοθεσίας και «…και η προαγωγή της φαρμακευτικής επιστήμης και των επαγγελματικών συμφερόντων των φαρμακοποιών». Σύμφωνα με τις ίδιες διατάξεις οι Φαρμακευτικοί Σύλλογοι τυγχάνουν Σύμβουλοι του εκάστοτε Υπουργού Υγείας σε θέματα που άπτονται των αρμοδιοτήτων μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται αναμφίβολα η ίδρυση ή / και η συστέγαση φαρμακείων. Με τις εν λόγω διατάξεις καταργείται μέρος της δια νόμου παρασχεθείσας δημόσιας υπηρεσίας προς διασφάλιση σκοπού δημοσίου συμφέροντος, τούτων δε μη εισφερουσών ισάξιο αντισταθμιστικό όφελος που να εξυπηρετεί δημόσιο συμφέρον. Αξίζει να μνημονευθεί ότι σε Ευρωπαϊκές Χώρες, η αδειοδότηση φαρμακείων γίνεται απ’ ευθείας από αντίστοιχους επαγγελματικούς Συλλόγους. Ειδικότερα, από πρακτικής απόψεως, η μακρά εμπειρία μας επί ζητημάτων αδειοδότησης φαρμακείων έχει καταδείξει τα εξής: 1/ οι αρμόδιες διευθύνσεις Υγείας είναι μόνιμα υποστελεχωμένες 2/ οι οικείες Περιφερειακές Διευθύνσεις δεν στελεχώνονται από πρόσωπα που έχουν γνώσεις νομικές ή και πολεοδομικές, ώστε να αντιμετωπίσουν τα ιδιαίτερα ζητήματα που αναφύονται σε πληθώρα περιπτώσεων ίδρυσης φαρμακείων. Τουναντίον συχνά στελεχώνονται ακόμα και από μη φαρμακοποιούς (πχ μαίες, φιλολόγους κλπ), οι οποίοι υποκαθιστούν φαρμακοποιούς και νομικούς, με αποτέλεσμα ο έλεγχος να βαίνει μειούμενος, συχνά δε να είναι και ανύπαρκτος. 3/ οι Νομικές Υπηρεσίες των οικείων Περιφερειών ασχολούνται με πλήθος ερωτημάτων γενικού ενδιαφέροντος όλων των τομέων που απασχολούν τη Διοίκηση και δεν παρίστανται εξειδικευμένες στη φαρμακευτική νομοθεσία, όπως οι αντίστοιχες των μεγάλων τουλάχιστον Φαρμακευτικών Συλλόγων οι οποίες συνεπικουρούν και μικρότερους Συλλόγους, ώστε να αντιμετωπίζονται άμεσα και πρακτικά τα αναφυόμενα ζητήματα. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τα ανωτέρω πιθανολογούμε ότι θα οδηγήσει είτε σε ανυπαρξία προληπτικού ελέγχου είτε σε υπερβολικές καθυστερήσεις λόγω πλήθους ερωτημάτων που θα πρέπει να επιλύονται από τις νομικές υπηρεσίες της Περιφέρειας. Β. Με το άρθ. 17 εισάγεται σύστημα για την υποβολή και κρίση αντίστοιχα των αιτήσεων για κενές θέσεις φαρμακείων δυο φορές το χρόνο. Το προτεινόμενο σύστημα κατά την άποψή μας, δεν προάγει τη διαφάνεια και δεν παρέχει εχέγγυα στον κάθε αιτούντα, διότι δεν του παρέχει πρόσβαση στα αντίστοιχα δικαιολογητικά όλων των συναιτούντων ενός ολόκληρου εξαμήνου. Μέχρι σήμερα αυτό ήταν διαχειρίσιμο. Κατά την άποψη του ΦΣΑ, ο περιορισμός που προτείνεται να εισαχθεί στο δικαίωμα στην οικονομική ελευθερία, την άσκηση επαγγέλματος και στην ανάπτυξη της προσωπικότητας δια της 6μήνου αναμονής θίγει κατά τρόπο καταλυτικό, στον πυρήνα του το άρθ. 5 του Συντάγματος, διότι εισάγει υπέρμετρο και μη αναγκαίο περιορισμό. Η συνταγματικότητά του θα πρέπει να διερευνηθεί εν όψει του ότι πλήττει καίρια το δικαίωμα στην εργασία και δη σε χρόνο που θα επιλέξει ο νεοεισερχόμενος στο επάγγελμα φαρμακοποιός, ενώ και επιπλέον πλήττει καίρια και καταλυτικά και τον ήδη δραστηριοποιούμενο φαρμακοποιό που εξαναγκάζεται σε 6μηνη παύση εργασίας, όταν επιλέξει να μετακινηθεί/μεταφερθεί σε τέτοια κενή θέση. Τέλος, μολονότι η προτεινόμενη διάταξη διατηρεί το ότι οι υποβληθείσες αιτήσεις θα κρίνονται από την Περιφερειακή Ενότητα εφαρμοζομένων των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 3 του Ν. 1963/1991, κατ’ουσίαν καταργεί την αρχή της χρονικής προτεραιότητας που ισχύει στην άσκηση δικαιωμάτων αλλά εν τέλει και την ανωτέρω διάταξη, αφού το διάστημα της μίας ημέρας που προβλέπει («ισόχρονες αιτήσεις») εκτείνεται πλέον με την προτεινόμενη διάταξη σε διάστημα 6 μηνών. Με το άρθ. 18, με το οποίο καταργείται η επίδοση με δικαστικό επιμελητή και προβλέπεται η δυνατότητα ηλεκτρονικής υποβολής ίσως επιστρέψουμε σε φαινόμενα του παρελθόντος και συγκεκριμένα αλλοίωσης πρωτοκόλλου και σειράς προτεραιότητας, για τα οποία έχουν διωχθεί υπάλληλοι οικείων υπηρεσιών τ. Νομαρχιών της Χώρας. Σε αυτό τον τομέα πιστεύουμε παρέχονται ικανά εχέγγυα με τις εκθέσεις επιδόσεως. Αντίφαση ωστόσο ενέχει το άρθ. 3 παρ. 1, το οποίο εξακολουθεί να αναφέρεται σε «ημερομηνία επίδοσης». Τέλος, στο άρθρο 20 το κατωτέρω εδάφιο είναι άτεχνο διότι δεν λαμβάνει υπ΄όψιν του την δια νόμου πρόσφατη κατάργηση των χωροταξικών κριτηρίων. («εφ όσον χωροταξικά δεν παρακωλύεται η εξυπηρέτηση του κοινού και δεν έχει δηλωθεί η λειτουργία σε συγκεκριμένο κατάστημα νεοϊδρυόμενου φαρμακείου ή η μεταφορά φαρμακείου που ήδη λειτουργεί σε άλλη θέση σε απόσταση μικρότερη της προβλεπόμενης για τη λειτουργία ανάλογα με τον αριθμό των φαρμακείων ή των αδειών ιδρύσεως αυτών που πρόκειται να συστεγασθούν. Στην περίπτωση αυτήν η ολοκλήρωση της ιδρύσεως του φαρμακείου με τη λήψη άδειας λειτουργίας και η πραγματοποίηση της μεταφοράς πρέπει να γίνει σε χρονικό διάστημα 60 ημερών, αν δε παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αυτή, η δηλωθείσα ίδρυση και η μεταφορά δεν αποτελούν κώλυμα για την έγκριση της αιτούμενης συστεγάσεως ») Ως εκ τούτου χρήζει αναδιατύπωσης. Κατά τα λοιπά ισχύουν τα ανωτέρω περί της αναγκαίας κατά τη γνώμη μας γνωμοδοτήσεως του οικείου Φαρμακευτικού Συλλόγου.