α. Ο εντοπισμός των συναφών ρυθμίσεων πρέπει να συμπληρώνεται και από τον εντοπισμό τυχόν σχετικών διευκρινήσεων, οδηγιών προς δημόσιες υπηρεσίες και κυρίως, στην περίπτωση τροποποίησης υπάρχουσας νομοθεσίας, των σχετικών δικαστικών αποφάσεων.
β. Η ανάλυση των αρνητικών και μόνο συνεπειών της μη ρύθμισης είναι εξαιρετικά κακή πρακτική. Οι οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η πρακτική των περισσότερων κρατών που έχουν θεσμοθετήσει επιτυχημένα συστήματα ρυθμιστικής διακυβέρνησης είναι να αναλύουν την περίπτωση της απουσίας ρύθμισης (“do nothing”) με τρόπο αμερόληπτο. Μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις (όπως π.χ. στη Μ. Βρεταννία) η συμμόρφωση των αρχών με αυτή την οδηγία αποτελεί σημείο αξιολόγησης του όλου συστήματος.
Χωρίς αυτή την κρίσιμη αρχή, όχι μόνο παραμορφώνεται η διαδικασία της ανάλυσης των συνεπειών της ρύθμισης αλλά καθίσταται αδύνατος ο σωστός προσδιορισμός των ίδιων των συνεπειών γιατί δεν υπάρχει ένα βασικό σενάριο (baseline) με το οποίο να μπορεί να συγκριθεί η περίπτωση της ρύθμισης. Είναι αδύνατον να αποφανθεί ο νομοθέτης για το τι θα έκαναν τα συμμορφούμενα μέρη χωρίς οποιαδήποτε ρυθμιστική επέμβαση αν η περίπτωση αυτή δεν εξεταστεί με τη δέουσα προσοχή, ειδικά όταν το προς επίλυση πρόβλημα αντιμετωπίζεται ήδη σε κάποιο βαθμό με . Ο νομοθέτης οφείλει να θεωρεί ως φυσιολογική την κατάσταση της μη ρύθμισης (ή της εφαρμογής μη ρυθμιστικών μέσων) και τη ρύθμιση ως απόκλισης από αυτή τη φυσιολογική κατάσταση, που πρέπει να δικαιολογηθεί.
δ. Η ανάλυση κόστους-οφέλους είναι μια καταξιωμένη αλλά και πολλαπλά προβληματική μέθοδος. Πέρα από τις μεθοδολογικές δυνατότητες και αδυναμίες της, η χρήση της είναι σπάνια στην Ελλάδα και στερείται νομιμοποίησης απένταντι στο ευρύ κοινό. Αυτά τα προβλήματα δεν είναι ανυπέρβλητα αλλά πρέπει να αναγνωριστούν. Σε πρώτη φάση είναι αναγκαία η κατάρτιση του προσωπικού που πρόκειται να αναλάβει τέτοιου είδους αναλύσεις καθώς και η προετοιμασία βοηθητικού υλικού αλλά και ο ορισμός υπευθύνων, που θα αναλάβουν να διασπείρουν τη σχετική τεχνογνωσία.
Στις επιμέρους ενότητες της ανάλυσης είναι σκόπιμο να προστεθούν αναλύσεις από τη σκοπιά της ισότητας (equality impact assessment) και των μικρών επιχειρήσεων (think small test).
Εδώ αξίζει να προστεθεί μια επιπλέον υποχρέωση: αυτή της διανομής και ανάδειξης των αποτελεσμάτων της ανάλυσης συνεπειών. Η διεθνής εμπειρία σε παρόμοια προγράμματα δείχνει ότι η Βουλή σπάνια λαμβάνει υπόψιν αυτές τις αναλύσεις, στερούμενη έτσι πολύ σημαντικών πληροφοριών που θα χρησίμευαν στο νομοθετικό της έργο.
ε. οι στόχοι που τίθενται πρέπει να χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση πιλοτικών εφαρμογών και την εκ των υστέρων αξιολόγηση της ρύθμισης. Τα εν λόγω όργανα πρέπει να είναι υπεύθυνα για τη συνέχεια και συνέπεια στην αξιολόγηση των στόχων που ετέθησαν από το σχέδιο νόμου.
α. Ο εντοπισμός των συναφών ρυθμίσεων πρέπει να συμπληρώνεται και από τον εντοπισμό τυχόν σχετικών διευκρινήσεων, οδηγιών προς δημόσιες υπηρεσίες και κυρίως, στην περίπτωση τροποποίησης υπάρχουσας νομοθεσίας, των σχετικών δικαστικών αποφάσεων. β. Η ανάλυση των αρνητικών και μόνο συνεπειών της μη ρύθμισης είναι εξαιρετικά κακή πρακτική. Οι οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η πρακτική των περισσότερων κρατών που έχουν θεσμοθετήσει επιτυχημένα συστήματα ρυθμιστικής διακυβέρνησης είναι να αναλύουν την περίπτωση της απουσίας ρύθμισης (“do nothing”) με τρόπο αμερόληπτο. Μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις (όπως π.χ. στη Μ. Βρεταννία) η συμμόρφωση των αρχών με αυτή την οδηγία αποτελεί σημείο αξιολόγησης του όλου συστήματος. Χωρίς αυτή την κρίσιμη αρχή, όχι μόνο παραμορφώνεται η διαδικασία της ανάλυσης των συνεπειών της ρύθμισης αλλά καθίσταται αδύνατος ο σωστός προσδιορισμός των ίδιων των συνεπειών γιατί δεν υπάρχει ένα βασικό σενάριο (baseline) με το οποίο να μπορεί να συγκριθεί η περίπτωση της ρύθμισης. Είναι αδύνατον να αποφανθεί ο νομοθέτης για το τι θα έκαναν τα συμμορφούμενα μέρη χωρίς οποιαδήποτε ρυθμιστική επέμβαση αν η περίπτωση αυτή δεν εξεταστεί με τη δέουσα προσοχή, ειδικά όταν το προς επίλυση πρόβλημα αντιμετωπίζεται ήδη σε κάποιο βαθμό με . Ο νομοθέτης οφείλει να θεωρεί ως φυσιολογική την κατάσταση της μη ρύθμισης (ή της εφαρμογής μη ρυθμιστικών μέσων) και τη ρύθμιση ως απόκλισης από αυτή τη φυσιολογική κατάσταση, που πρέπει να δικαιολογηθεί. δ. Η ανάλυση κόστους-οφέλους είναι μια καταξιωμένη αλλά και πολλαπλά προβληματική μέθοδος. Πέρα από τις μεθοδολογικές δυνατότητες και αδυναμίες της, η χρήση της είναι σπάνια στην Ελλάδα και στερείται νομιμοποίησης απένταντι στο ευρύ κοινό. Αυτά τα προβλήματα δεν είναι ανυπέρβλητα αλλά πρέπει να αναγνωριστούν. Σε πρώτη φάση είναι αναγκαία η κατάρτιση του προσωπικού που πρόκειται να αναλάβει τέτοιου είδους αναλύσεις καθώς και η προετοιμασία βοηθητικού υλικού αλλά και ο ορισμός υπευθύνων, που θα αναλάβουν να διασπείρουν τη σχετική τεχνογνωσία. Στις επιμέρους ενότητες της ανάλυσης είναι σκόπιμο να προστεθούν αναλύσεις από τη σκοπιά της ισότητας (equality impact assessment) και των μικρών επιχειρήσεων (think small test). Εδώ αξίζει να προστεθεί μια επιπλέον υποχρέωση: αυτή της διανομής και ανάδειξης των αποτελεσμάτων της ανάλυσης συνεπειών. Η διεθνής εμπειρία σε παρόμοια προγράμματα δείχνει ότι η Βουλή σπάνια λαμβάνει υπόψιν αυτές τις αναλύσεις, στερούμενη έτσι πολύ σημαντικών πληροφοριών που θα χρησίμευαν στο νομοθετικό της έργο. ε. οι στόχοι που τίθενται πρέπει να χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση πιλοτικών εφαρμογών και την εκ των υστέρων αξιολόγηση της ρύθμισης. Τα εν λόγω όργανα πρέπει να είναι υπεύθυνα για τη συνέχεια και συνέπεια στην αξιολόγηση των στόχων που ετέθησαν από το σχέδιο νόμου.