Η απόλυτη δυστυχία για μας τους νομικούς είναι πως ο καθένας που γνωρίζει ανάγνωση (και γραφή) μπορεί να κατανοεί και να ερμηνεύει τον νόμο - ειδικά δε όταν βρίσκεται σε θέση εξουσίας να τον ερμηνεύει και αυθεντικά.
Δεν νομίζω να υπάρχει άλλη επιστήμη, έναντι της οποίας προβάλεται η αξίωση για απλούστευση και της βασικής και αυτονόητης ακόμη ορολογίας της, ώστε αυτή να κατανοηθεί από τους μη έχοντες νομική παιδεία.
Διαβάζω στο σχόλιο του κου Σχίζα: "Τέλος, είναι απογοητευτικό το γεγονός ότι ο κατάλογος των αρχών που προτείνει το σχέδιο νόμου παρουσιάζεται ως μη εξαντλητικός – αυτό από μόνο του καταδεικνύει την ελλειπή προετοιμασία του."
Το ιδίως, άλλως ενδεικτικά, αποτελεί το αυτονόητο μιας ανοιχτής στις εξελίξεις ρυθμίσεως, διότι αν τα όσα αναφέρει τα αναφέρει περιοριστικά, τότε καμία άλλη έννοια και καμία άλλη εξέλιξη δεν θα μπορεί να συμπεριληφθεί στο μέλλον, παρά μόνο με τροποποίηση της νομοθετικής αυτής ρύθμισης. Από νομοτεχνική άποψη είναι απόλυτα ορθή και δεν αποτελεί αδυναμία του νομοθέτη η ενδεικτική και μη περιοριστική αναφορά, αλλά αντιθέτως προσδίδει δυναμική στο νομοθέτημα του.
Αλλοίμονο αν ο νομοθέτης έκλεινε το νομοθέτημα με περιοριστική αναφορά. Ειδικά στο νομοθέτημα αυτό θα αυτοαναιρούνταν αυτόματα.
Επίσης: Αν και θεωρώ πως είναι πολύ σημαντική η συμβολή πορισμάτων άλλων επιστημών στην εξέλιξη της νομικής και νομοθετικής επιστήμης, θεωρώ επίσης αυτονόητο η συνεισφορά τους να γίνεται με σεβασμό και γνώση των πορισμάτων της (φυσικά και της ορολογίας και των εννοιών της). Άλλως δεν μιλούμε για διεπιστημονική προσέγγιση και εμπλουτισμό αλλά για χτίσιμο ενός εκτρώματος με υλικά που δεν κολλούν μεταξύ τους.
Δεν μπορούμε π.χ. να δίνουμε ορισμούς στην έννοια της αναλογικότητας, όταν αυτή διέπει ως αρχή το σύνολο του δικαίου, τόσο αυτού της εθνικής μας έννομης τάξης όσο και της κοινοτικής, αγνοώντας το έως τώρα περιεχόμενο της.
Θεοχάρης Αγγελίδης
Δικηγόρος
Η απόλυτη δυστυχία για μας τους νομικούς είναι πως ο καθένας που γνωρίζει ανάγνωση (και γραφή) μπορεί να κατανοεί και να ερμηνεύει τον νόμο - ειδικά δε όταν βρίσκεται σε θέση εξουσίας να τον ερμηνεύει και αυθεντικά. Δεν νομίζω να υπάρχει άλλη επιστήμη, έναντι της οποίας προβάλεται η αξίωση για απλούστευση και της βασικής και αυτονόητης ακόμη ορολογίας της, ώστε αυτή να κατανοηθεί από τους μη έχοντες νομική παιδεία. Διαβάζω στο σχόλιο του κου Σχίζα: "Τέλος, είναι απογοητευτικό το γεγονός ότι ο κατάλογος των αρχών που προτείνει το σχέδιο νόμου παρουσιάζεται ως μη εξαντλητικός – αυτό από μόνο του καταδεικνύει την ελλειπή προετοιμασία του." Το ιδίως, άλλως ενδεικτικά, αποτελεί το αυτονόητο μιας ανοιχτής στις εξελίξεις ρυθμίσεως, διότι αν τα όσα αναφέρει τα αναφέρει περιοριστικά, τότε καμία άλλη έννοια και καμία άλλη εξέλιξη δεν θα μπορεί να συμπεριληφθεί στο μέλλον, παρά μόνο με τροποποίηση της νομοθετικής αυτής ρύθμισης. Από νομοτεχνική άποψη είναι απόλυτα ορθή και δεν αποτελεί αδυναμία του νομοθέτη η ενδεικτική και μη περιοριστική αναφορά, αλλά αντιθέτως προσδίδει δυναμική στο νομοθέτημα του. Αλλοίμονο αν ο νομοθέτης έκλεινε το νομοθέτημα με περιοριστική αναφορά. Ειδικά στο νομοθέτημα αυτό θα αυτοαναιρούνταν αυτόματα. Επίσης: Αν και θεωρώ πως είναι πολύ σημαντική η συμβολή πορισμάτων άλλων επιστημών στην εξέλιξη της νομικής και νομοθετικής επιστήμης, θεωρώ επίσης αυτονόητο η συνεισφορά τους να γίνεται με σεβασμό και γνώση των πορισμάτων της (φυσικά και της ορολογίας και των εννοιών της). Άλλως δεν μιλούμε για διεπιστημονική προσέγγιση και εμπλουτισμό αλλά για χτίσιμο ενός εκτρώματος με υλικά που δεν κολλούν μεταξύ τους. Δεν μπορούμε π.χ. να δίνουμε ορισμούς στην έννοια της αναλογικότητας, όταν αυτή διέπει ως αρχή το σύνολο του δικαίου, τόσο αυτού της εθνικής μας έννομης τάξης όσο και της κοινοτικής, αγνοώντας το έως τώρα περιεχόμενο της. Θεοχάρης Αγγελίδης Δικηγόρος