Η διαδικασία ατομικής αξιολόγησης της απόδοσης των δημοσίων υπαλλήλων, που πάει να καθιερωθεί στις μέρες μας στην Ελλάδα, με σκοπό να βελτιώσει την παραγωγικότητά τους, έρχεται σε αντίθεση με αντίστοιχα παραδείγματα άλλων χωρών με μεγάλη εμπειρία πάνω στο θέμα που από χρόνια τη θεωρούν ξεπερασμένη.
Είναι σκόπιμο να κάνουμε μια μικρή αναδρομή σε χώρες όπου το σύστημα αυτό θεωρήθηκε μια αποτυχημένη επινόηση. Το 1993 ο τότε αμερικανός αντιπρόεδρος Al Gore έβαλε σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα βελτίωσης της παραγωγικότητας στη Δημόσια Διοίκηση των ΗΠΑ με την επωνυμία «επιθεώρηση του εθνικού έργου», βασισμένο στην καθιέρωση τεχνικών αξιολόγησης του ιδιωτικού τομέα. Τότε, κάποιοι από τους γκουρού της διοίκησης ολικής ποιότητας προειδοποιούσαν πως οι ατομικές αξιολογήσεις δεν θα βοηθούσαν στην επίλυση των προβλημάτων και πως έπρεπε να αποκλειστούν, αφού οι εργαζόμενοι αντιλαμβάνονταν τη μέτρηση της εργασίας τους σαν παρενόχληση στο χώρο δουλειάς, και επειδή ο ανταγωνισμός που δημιουργούσαν μπορούσε να δηλητηριάσει το κλίμα ομαδικής συνεργασίας που είχαν σαν σκοπό να εδραιώσουν.
Μερικά χρόνια αργότερα, η αμερικανική Δημόσια Διοίκηση αναθεωρούσε τα συστήματα ατομικής αξιολόγησης της απόδοσης των υπαλλήλων της ως αναποτελεσματικά, την ίδια στιγμή που η Ευρωπαϊκή Ένωση αρνήθηκε οριστικά να τις λάβει υπόψη για τον καθορισμό των αποδοχών τους. Άλλα επίσης, και στο πεδίο της ιδιωτικής επιχείρησης, η χρήση μισθολογικών κλιμακίων συνδεδεμένων με την αξιολόγηση της προσωπικής απόδοσης του εργαζομένου αποδείχθηκε ένας μηχανισμός καθαρά αντιπαραγωγικός.
Δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε τις αρνητικές συνέπειες μιας τέτοιας διαδικασίας μέτρησης της αποδοτικότητας του υπαλλήλου, όταν μάλιστα στο άμεσο μέλλον μπορεί να επηρεάσει τη διατήρηση της θέσης του ή το ύψος των αποδοχών του. Πολύ περισσότερο αν οι αξιολογητές είναι οι ‘υπάλληλοι εμπιστοσύνης’, εξουσιοδοτημένοι από την πολιτική εξουσία να μετρήσουν την υπηρεσιακή συμπεριφορά και τις ικανότητες δασκάλων, καθηγητών, κοινωνικών λειτουργών, γιατρών, νοσοκόμων κ.ά. Τα αποτελέσματα θα μπορούσαν να είναι τα εντελώς αντίθετα από τα επιδιωκόμενα: υποκειμενικές αξιολογήσεις, δυσαρέσκεια στους χώρους δουλειάς, έλλειψη κινήτρου για δράση. Αντιθέτως οι δημόσιοι υπάλληλοι έχουν καθήκον να υπηρετούν όχι τα συμφέροντα του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος αλλά της κοινωνίας στο σύνολό της, δίνοντας τις απαραίτητες εγγυήσεις για την αποτελεσματική, αμερόληπτη και σύννομη παροχή των δημοσίων υπηρεσιών.
Η διαδικασία ατομικής αξιολόγησης της απόδοσης των δημοσίων υπαλλήλων, που πάει να καθιερωθεί στις μέρες μας στην Ελλάδα, με σκοπό να βελτιώσει την παραγωγικότητά τους, έρχεται σε αντίθεση με αντίστοιχα παραδείγματα άλλων χωρών με μεγάλη εμπειρία πάνω στο θέμα που από χρόνια τη θεωρούν ξεπερασμένη. Είναι σκόπιμο να κάνουμε μια μικρή αναδρομή σε χώρες όπου το σύστημα αυτό θεωρήθηκε μια αποτυχημένη επινόηση. Το 1993 ο τότε αμερικανός αντιπρόεδρος Al Gore έβαλε σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα βελτίωσης της παραγωγικότητας στη Δημόσια Διοίκηση των ΗΠΑ με την επωνυμία «επιθεώρηση του εθνικού έργου», βασισμένο στην καθιέρωση τεχνικών αξιολόγησης του ιδιωτικού τομέα. Τότε, κάποιοι από τους γκουρού της διοίκησης ολικής ποιότητας προειδοποιούσαν πως οι ατομικές αξιολογήσεις δεν θα βοηθούσαν στην επίλυση των προβλημάτων και πως έπρεπε να αποκλειστούν, αφού οι εργαζόμενοι αντιλαμβάνονταν τη μέτρηση της εργασίας τους σαν παρενόχληση στο χώρο δουλειάς, και επειδή ο ανταγωνισμός που δημιουργούσαν μπορούσε να δηλητηριάσει το κλίμα ομαδικής συνεργασίας που είχαν σαν σκοπό να εδραιώσουν. Μερικά χρόνια αργότερα, η αμερικανική Δημόσια Διοίκηση αναθεωρούσε τα συστήματα ατομικής αξιολόγησης της απόδοσης των υπαλλήλων της ως αναποτελεσματικά, την ίδια στιγμή που η Ευρωπαϊκή Ένωση αρνήθηκε οριστικά να τις λάβει υπόψη για τον καθορισμό των αποδοχών τους. Άλλα επίσης, και στο πεδίο της ιδιωτικής επιχείρησης, η χρήση μισθολογικών κλιμακίων συνδεδεμένων με την αξιολόγηση της προσωπικής απόδοσης του εργαζομένου αποδείχθηκε ένας μηχανισμός καθαρά αντιπαραγωγικός. Δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε τις αρνητικές συνέπειες μιας τέτοιας διαδικασίας μέτρησης της αποδοτικότητας του υπαλλήλου, όταν μάλιστα στο άμεσο μέλλον μπορεί να επηρεάσει τη διατήρηση της θέσης του ή το ύψος των αποδοχών του. Πολύ περισσότερο αν οι αξιολογητές είναι οι ‘υπάλληλοι εμπιστοσύνης’, εξουσιοδοτημένοι από την πολιτική εξουσία να μετρήσουν την υπηρεσιακή συμπεριφορά και τις ικανότητες δασκάλων, καθηγητών, κοινωνικών λειτουργών, γιατρών, νοσοκόμων κ.ά. Τα αποτελέσματα θα μπορούσαν να είναι τα εντελώς αντίθετα από τα επιδιωκόμενα: υποκειμενικές αξιολογήσεις, δυσαρέσκεια στους χώρους δουλειάς, έλλειψη κινήτρου για δράση. Αντιθέτως οι δημόσιοι υπάλληλοι έχουν καθήκον να υπηρετούν όχι τα συμφέροντα του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος αλλά της κοινωνίας στο σύνολό της, δίνοντας τις απαραίτητες εγγυήσεις για την αποτελεσματική, αμερόληπτη και σύννομη παροχή των δημοσίων υπηρεσιών.