1. Από την έναρξη ισχύος του προεδρικού διατάγματος της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού, το ν.π.δ.δ με την επωνυμία «Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (Ε.Κ.Κ.Ε.), που έχει συσταθεί με το άρθρο 9 του ν.δ. 3998/1959 (226 Α΄) με την ονομασία Κέντρο Κοινωνικών Επιστημών Αθηνών, μετονομάσθηκε σε Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (Ε.Κ.Κ.Ε.) με τo β.δ. 502/1968 (168 Α΄) και τον α.ν. 539/1968 (203 Α΄) και αποτελείται από το Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών, σύμφωνα με την περίπτωση β΄ της παραγράφου 6 του άρθρου 5 του ν. 4051/2012 (40 Α΄), καταργείται ως αυτοτελές νομικό πρόσωπο και εντάσσεται ως ερευνητικό Ινστιτούτο με την ονομασία «Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (Ε.Κ.Κ.Ε.) στο ν.π.ι.δ. μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα με την επωνυμία Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (Ε.Ι.Ε.), που συστάθηκε με το β.δ. 9-10-1958 (155 Α΄) με την επωνυμία «Βασιλικό Ίδρυμα Ερευνών» και μετονομάσθηκε σε Εθνικό ίδρυμα Ερευνών με το ν.δ. 572/1970 (125 Α΄). Αντικείμενο της ως άνω εντασσόμενης οργανικής μονάδας ορίζεται το αντικείμενο του προβλεπόμενου στο άρθρο 5 παράγραφος 6 στοιχεία α΄ και β΄ του ν. 4051/2012 Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών του υπό συγχώνευση Ε.Κ.Κ.Ε..
2. Από την έναρξη ισχύος του διατάγματος της παραγράφου 3, το Ε.Ι.Ε. μετονομάζεται σε Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών-Κέντρο Θετικών, Ιστορικών και Κοινωνικών Επιστημών.
3. Με διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Οικονομικών, Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού, εντός προθεσμίας δύο μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, τροποποιείται, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου, ο Οργανισμός του Ε.Ι.Ε. και καθορίζονται, ιδίως, τα όργανα διοίκησής του και ο τρόπος ανάδειξής τους η διάρθρωσή του σε υπηρεσιακές μονάδες, οι αρμοδιότητες των υπηρεσιών του, οι βασικές αρχές και οι βασικοί κανόνες του Εσωτερικού Κανονισμού Λειτουργίας του, ο σκοπός του, το αντικείμενο των Ινστιτούτων του και η εσωτερική διάρθρωσή τους, τα ειδικότερα προσόντα που απαιτούνται για την πρόσληψη του ερευνητικού, τεχνικού και διοικητικού-βοηθητικού προσωπικού, η διαχείριση της περιουσίας του, και κάθε άλλο θέμα που σχετίζεται με την οργάνωση και τη λειτουργία του.
4. Από τη λήξη της θητείας των μελών του, σύμφωνα με την περίπτωση ε΄ της παραγράφου 6, το Διοικητικό Συμβούλιο του Ε.Ι.Ε. διορίζεται με απόφαση του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού και αποτελείται από:
α. τον Διευθυντή του Ε.Ι.Ε. ως Πρόεδρο
β. τους Διευθυντές των ερευνητικών ινστιτούτων του πρώην Ε.Ι.Ε.
γ. έναν εκπρόσωπο των ερευνητών του πρώην Ε.Ι.Ε. που εκλέγεται μαζί με τον αναπληρωτή του, με μυστική ψηφοφορία, από το σύνολο των ερευνητών του πρώην Ε.Ι.Ε.
δ. έναν εκπρόσωπο των τεχνικών και διοικητικών υπαλλήλων του πρώην Ε.Ι.Ε. που εκλέγεται μαζί με τον αναπληρωτή του με μυστική ψηφοφορία από το σύνολο αυτών των υπαλλήλων του Ε.Ι.Ε.
ε. έναν επιστήμονα, με επιστημονικό έργο σε έναν από τους τομείς που περιλαμβάνονται στους σκοπούς του πρώην Ε.Ι.Ε., που ορίζεται από τον εποπτεύοντα Υπουργό
στ. τον διευθυντή της Υπηρεσίας «Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης και Ηλεκτρονικού Περιεχομένου (Ε.Κ.Τ.)»
ζ. τον διευθυντή του Ινστιτούτου Ε.Κ.Κ.Ε. του Ε.Ι.Ε.
η. έναν εκπρόσωπο των ερευνητών του Ινστιτούτου Ε.Κ.Κ.Ε. του Ε.Ι.Ε. που εκλέγεται μαζί με τον αναπληρωτή του με μυστική ψηφοφορία, από το σύνολο των ερευνητών του Ινστιτούτου αυτού
θ. έναν εκπρόσωπο των τεχνικών και διοικητικών υπαλλήλων του Ινστιτούτου Ε.Κ.Κ.Ε, που εκλέγεται μαζί με τον αναπληρωτή του με μυστική ψηφοφορία, από το σύνολο αυτών των τεχνικών και διοικητικών υπαλλήλων του Ινστιτούτου αυτού. Το Διοικητικό Συμβούλιο εκλέγει, με μυστική ψηφοφορία, μεταξύ των μελών του έναν Αντιπρόεδρο. Για τη συγκρότηση, τη σύνθεση και τη λειτουργία του Διοικητικού Συμβουλίου εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2690/1999 (45 Α΄).
5. Με την έναρξη της ισχύος του προεδρικού διατάγματος της παραγράφου 4:
α) το μόνιμο και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου ερευνητικό, τεχνικό και διοικητικό προσωπικό του Ε.Κ.Κ.Ε. μεταφέρεται, αυτοδικαίως, με την ίδια σχέση εργασίας, ή, αν πρόκειται για μόνιμο προσωπικό, με μετατροπή της σχέσης εργασίας του σε σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, στο Ε.Ι.Ε. και καταλαμβάνει αντίστοιχες κατά κατηγορία ή εκπαιδευτική βαθμίδα, κλάδο, βαθμό και ειδικότητα κενές θέσεις, για τις οποίες κατέχει τα τυπικά προσόντα. Ειδικότερα, το προσωπικό που είναι ενταγμένο στο Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών του υπό συγχώνευση Ε.Κ.Κ.Ε. εντάσσεται αυτοδικαίως στο Ινστιτούτο Ε.Κ.Κ.Ε. του Ε.Ι.Ε..
Αν δεν υπάρχουν κενές θέσεις, η μεταφορά γίνεται με ταυτόχρονη μεταφορά των θέσεων που κατείχαν στον υπό συγχώνευση φορέα, με την ίδια σχέση εργασίας, ή, αν πρόκειται για μόνιμο προσωπικό, με μετατροπή της σχέσης εργασίας του σε σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Για τη μεταφορά του προσωπικού εκδίδεται διαπιστωτική πράξη του Διοικητικού Συμβουλίου του Ε.Ι.Ε.
β) Η κυριότητα και κάθε άλλο εμπράγματο δικαίωμα επί της κινητής και ακίνητης περιουσίας του Ε.Κ.Κ.Ε. περιέρχονται, αυτοδικαίως, χωρίς την τήρηση οποιουδήποτε τύπου, πράξης ή συμβολαίου, στο Ε.Ι.Ε., με την επιφύλαξη των συνταγματικών διατάξεων περί δωρεών, κληρονομιών και κληροδοσιών, το οποίο έχει στο εξής την αποκλειστική χρήση και διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων του καταργούμενου Ε.Κ.Κ.Ε., αλλά και την ευθύνη για τη διαφύλαξη και τη διαχείριση του υπάρχοντος αρχείου.
Μέσα σε ένα μήνα από την έναρξη ισχύος του ως άνω διατάγματος, το Διοικητικό Συμβούλιο του Ε.Ι.Ε. συγκροτεί με απόφασή του τριμελή επιτροπή με αντικείμενο τη διενέργεια απογραφής όλων των κινητών και ακινήτων που κατά τις διατάξεις του παρόντος περιέρχονται στην κυριότητα και στην αποκλειστική χρήση και διαχείρισή του. Η έκθεση απογραφής εγκρίνεται με απόφαση του εποπτεύοντος Υπουργού.
γ) Το Ε.Ι.Ε. είναι καθολικός διάδοχος των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του Ε.Κ.Κ.Ε. και οι εκκρεμείς δίκες αυτού συνεχίζονται αυτοδικαίως από το Ε.Ι.Ε., χωρίς να επέρχεται βίαιη διακοπή τους και χωρίς να απαιτείται καμία άλλη διατύπωση για τη συνέχιση τους.
δ) Καθήκοντα προσωρινού Διευθυντή του Ινστιτούτου Ε.Κ.Κ.Ε. του Ε.Ι.Ε. ασκεί ο Διευθυντής του Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών του συγχωνευόμενου Ε.Κ.Κ.Ε., μέχρι τον διορισμό νέου. Αν δεν υπάρχει Διευθυντής, ορίζεται προσωρινός Διευθυντής, με απόφαση του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού, ο αρχαιότερος ερευνητής του Ινστιτούτου.
ε) Από την έναρξη ισχύος του διατάγματος της παραγράφου 3 το Δ.Σ. που διοικεί το Ε.Ι.Ε., εξακολουθεί να διοικεί τον νέο φορέα έως τη λήξη της θητείας των μελών του και στη σύνθεσή του προστίθεται, ως μέλος, ο Διευθυντής ή ο προσωρινός Διευθυντής του Ινστιτούτου Ε.Κ.Κ.Ε.
στ) Η μίσθωση του ακινήτου, στο οποίο στεγάζονται οι υπηρεσίες του Ε.Κ.Κ.Ε. καταγγέλλεται σύμφωνα με την παράγραφο 7 του άρθρου 15, εκτός εάν το Δ.Σ. του Ε.Ι.Ε. αποφασίσει ότι εξακολουθεί να καλύπτει τις λειτουργικές ανάγκες του νέου φορέα.
6. Μέχρι την έναρξη ισχύος του διατάγματος της παραγράφου 3, τα υπό συγχώνευση νομικά πρόσωπα Ε.Κ.Κ.Ε. και Ε.Ι.Ε. εξακολουθούν να διέπονται από τις διατάξεις που ισχύουν για τη σύσταση και τη λειτουργία τους κατά τον χρόνο δημοσίευσης του παρόντος νόμου.
ΕΚΤΑΚΤΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΠΡΥΤΑΝΕΩΝ & ΠΡΟΕΔΡΩΝ Δ.Ε.
ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΩΝ
ΛΑΥΡΙΟ 5/9/2012
ΨΗΦΙΣΜΑ ΓΙΑ ΕΘΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ
Η Σύνοδος Πρυτάνεων και Προέδρων Δ.Ε. των Ελληνικών Πανεπιστημίων στην έκτακτη συνεδρίαση της στο Λαύριο (5-9-2012) αποφάσισε ομόφωνα την έκδοση του παρακάτω ψηφίσματος συμπαράστασης προς το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ):
Στις πρόσφατες εξαγγελίες (24.7.2012) για το πρώτο υπό τη νέα κυβέρνηση κύμα συγχωνεύσεων φορέων στη Δημόσια Διοίκηση περιλαμβάνεται, κατά προτεραιότητα, η συγχώνευση του ΕΚΚΕ με το ΕΙΕ. Είναι γνωστή η αντίδραση της επιστημονικής κοινότητας σε αυτή την προσπάθεια, που κορυφώθηκε το 2009 με τη συλλογή, τότε, δώδεκα χιλιάδων υπογραφών έγκριτων επιστημόνων από την Ελλάδα και το εξωτερικό, για να μην κλείσει το ΕΚΚΕ και για να μην απαλλοτριωθεί ο δημόσιος χαρακτήρας της κοινωνικής έρευνας στη χώρα μας.
Σήμερα η κυβέρνηση επαναλαμβάνει την ίδια ενέργεια, ενώ εκκρεμεί η δεύτερη φάση της αναδιάρθρωση του ερευνητικού ιστού της χώρας, προϋποθέσεις για την υλοποίηση της οποίας είναι:
1. η θέσπιση νέου νόμου για την έρευνα και
2. η χάραξη συγκεκριμένης ερευνητικής στρατηγικής μέσω της κατάρτισης Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου για την Έρευνα και την Καινοτομία
Η όποια αλλαγή του νομικού καθεστώτος των ερευνητικών φορέων θα πρέπει να γίνεται εντός του ανωτέρω σχεδιασμού, που με τη σειρά του προϋποθέτει τη σύμφωνη γνώμη του Εθνικού Συμβουλίου για την Έρευνα και την Τεχνολογία αλλά και τις αναλυτικά διατυπωμένες προς τον σκοπό αυτό, στο πλαίσιο του διαλόγου που βρισκόταν σε εξέλιξη, απόψεις του ΕΚΚΕ και των άλλων ερευνητικών φορέων.
Αντ’ αυτού, αντί λοιπόν να εκπονηθεί ένα συνολικό σχέδιο για την έρευνα στη χώρα μας, διασφαλίζοντας την ουσιαστική σύνδεση παιδείας και έρευνας, προωθούνται σήμερα ενέργειες σπασμωδικές, αποσπασματικές, που γεννούν την υποψία ότι υπηρετούν καθαρά επικοινωνιακούς στόχους τη στιγμή μάλιστα που είναι απολύτως βέβαιο ότι αποφέρουν μηδενικό δημοσιονομικό όφελος. Ενώ, δηλαδή, εκκρεμεί η εκ βάθρων ανακαίνιση του οικοδομήματος στο χώρο της έρευνας, η Πολιτεία γκρεμίζει και ξαναχτίζει εδώ κι εκεί «αυθαίρετους» ερευνητικούς φορείς, τους οποίους ενδεχομένως εν καιρώ θα χρειαστεί να «αναδομήσει»- και ούτω καθεξής. Μόνο που, στο μεταξύ, λόγω αυτής της ανορθολογικής αντιμετώπισης θα έχει επέλθει ανεπανόρθωτη βλάβη στις κοινωνικές επιστήμες, στην κοινωνική έρευνα και, εντέλει, στη χώρα.
Η Σύνοδος εκφράζει την άμεση και ρητή συμπαράστασή της στον αγώνα των ερευνητών του ΕΚΚΕ για να μην προχωρήσει καμία συγχώνευση και καμιά θεσμική αλλαγή που αφορά το ΕΚΚΕ, αν δεν προηγηθεί συνολικός σχεδιασμός για τον ερευνητικό ιστό και την ερευνητική στρατηγική της χώρας.
Η προσπάθεια να διασωθεί το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών από την οικονομική καταιγίδα που πλήττει τη χώρα δεν είναι απλά έκφραση αλληλεγγύης. Συνιστά μια πράξη ηθικής εναντίωσης στις δυνάμεις που υποβαθμίζουν το Κέντρο αξιολογώντας το με δήθεν θετικιστικά κριτήρια οικονομικών μεγεθών. Λες και το ΕΚΚΕ, που βοήθησε γενιές νέων φοιτητών και νέων επιστημόνων να συνεχίσουν την πορεία τους μέσα από την ερευνητικά τεκμηριωμένη αλήθεια για τα κοινωνικά προβλήματα, μπορεί να αποτιμηθεί με ποσοτικά μεγέθη και δείκτες της αγοράς. Είναι λοιπόν απαράδεκτη η απόφαση συρρίκνωσής του. Το ΕΚΚΕ πρέπει να παραμείνει όπως ήταν, ένα αυτόνομο αλλά οργανικό τμήμα της επιστημονικής κοινότητας.
Χρυσάνθη Ζάχου
Κοινωνιολόγος
Αφορά το Αρθρο 9 «΄Ενταξη του νπδδ ΕΚΚΕ στο νπιδ ΕΙΕ» και τη παρ. 12 του Αρθρου 15 «Γενικές διατάξεις».
Στο Αρθρο 9 δεν υπάρχει ειδική ρύθμιση που να αφορά θέματα «λογότυπου κά» του (εντασσόμενου;) φορέα ΕΚΚΕ στο ΕΙΕ και ως εκ τούτου υποθέτουμε ότι θα εφαρμοστούν οι Γενικές διατάξεις του Αρθρου 15, παρ. 12 όπου «λογότυποι και σήματα μεταφερομένων φορέων χρησιμοποιούνται από τους φορείς υποδοχής».
Θάθελα να επισημάνω στους συντάκτες του νομοσχεδίου ότι, το ΕΚΚΕ είναι εξ ίσου «ιστορικός» ερευνητικός φορέας, όσο και το ΕΙΕ, με 53ετή συνεχή παρουσία στο χώρο των κοινωνικών επιστημών στην Ελλάδα και στο Εξωτερικό και ως εκ τούτου έχει τη δική του «ταυτότητα αναγνώρισης» την οποία έχει κατακτήσει και κατοχυρώσει κατά την πορεία του.
Προτείνω λοιπόν στο όνομα της ισονομίας,
και στη περίπτωση όπου τελικά ισχύσει η οποιασδήποτε μορφής «μεταφοράς» του ΕΚΚΕ στο ΕΙΕ,
να προστεθεί διάταξη στο άρθρο 9 όπου το ΕΚΚΕ «διατηρεί και διαχειρίζεται το λογότυπό του, κλπ»
και να μην υποστεί «πρακτικές ρύθμισης» που αναφέρονται σε συγχωνεύσεις Εταιρειών.
Η μήπως προς τα εκεί (δηλ. ΑΕ) βαδίζουμε;
Ελισάβετ Αλλισον
Συμφωνώ απόλυτα με τις θέσεις της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων Ερευνητικών Κέντρων – Ιδρυμάτων και της Ένωσης Ελλήνων Ερευνητών.
Βαρβάρα Ζάνου
Οικονομολόγος Περιβάλλοντος
ΕΛΚΕΘΕ
Συμφωνώ απολύτως με τις θέσεις της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων Ερευνητικών Κέντρων – Ιδρυμάτων και της Ένωσης Ελλήνων Ερευνητών.
Η κατάργηση, μετονομασία, συγχώνευση ερευνητικών φορέων όπως το ΕΚΚΕ, χωρίς να έχει προηγηθεί σοβαρή και επί της ουσίας διαβούλευση είναι απ’ όλες τις απόψεις μια προχειρότητα.
Θυμίζω ότι με αντίστοιχη βιασύνη έγιναν το Φεβρουάριο του 2012 (Νόμος 4051) συγχωνεύσεις ερευνητικών φορέων στο όνομα του μνημονίου και της οικονομίας κλίμακας. Φοβάμαι ότι τα ελάχιστα χρήματα που πιθανώς εξοικονομήθηκαν δεν εξαργυρώνουν το κόστος που επωμίστηκαν οι εργαζόμενοι στα ερευνητικά κέντρα της χώρας.
Όλοι ζητούν θεσμικές αλλαγές. Να γίνουν, αλλά συντεταγμένα, με πρόγραμμα και στρατηγική, με όραμα για το μέλλον. Η στήριξη της έρευνας σε περιόδους κρίσης είναι το όχημα για την πολυπόθητη ανάπτυξη. Γιατί το προφανές και αυτονόητο αγνοείται επιδεικτικά?
Αρης Καραγεώργης
Διευθυντής Ερευνών
Αναπλ. Εκπρόσωπος Ερευνητών & ΕΛΕ στο Δ.Σ. του ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε.
Συμφωνώ με την πλειονότητα των παρεμβάσεων. Συμφωνώ όμως και με τους όρους με τους οποίους θέτει το πρόβλημα ο Δ.Γιανουκάκος. 1. Η πολιτεία έχει χρέος να συμβάλλει αποφασιστικά στην ανάπτυξη του πεδίου της επιστημονικής έρευνας, στο διάλογο μεταξύ ερευνητών και στην ελεύθερη δημιουργική σκέψη, – αντίθετα με αυτό που φαίνεται ότι συμβαίνει έως και σήμερα δηλαδή τον εγκλωβισμό σε ένα πεδίο μόνιμων περιοριστικών διαδικαστικών και διογκούμενων προβλημάτων. 2.Το σύνολο «ερευνητές» πρέπει να ανοίξει με διάφορους τρόπους ώστε να μην κινδυνέψει να πάρει τη μορφή «κλειστού επαγγέλματος». 3. Είναι κρίμα που καταργήθηκε το Ινστιτούτο Αστικής και Αγροτικής Κοινωνιολογίας, μοναδικό στη διερεύνηση ‘κοινωνίας/χώρου΄με ανάπτυξη διεπιστημονικών μεθοδολογιών.
Το τότε «ΚΚΕ Αθηνών» που μετεξελίχθηκε σε «ΕΚΚΕ» δημιουργήθηκε σε μία συγκυρία όπου η αισιοδοξία και η δημιουργικότητα ήταν χαρακτηριστικά της κοινωνίας μας. Η κοινωνία αυτή ήθελε να κερδίσει τον χαμένο χρόνο, συνέπεια του παγκόσμιου και εμφύλιου πολέμου. Φωτισμένοι άνθρωποι έκαναν πράξη την παγκόσμια αποδεκτή διαπίστωση ότι η έξοδος από την κρίση και την οπισθοδρόμηση που αυτή συνεπάγεται, είναι η απόκτηση «εργαλείων» μελέτης της κοινωνικής πραγματικότητας, χωρίς παρωπίδες και οποιουδήποτε είδους σκοπιμότητες. Προϋπόθεση ενός τέτοιου εγχειρήματος η ανεξαρτησία και η αυτοδιοίκηση, ώστε η πρωτογενής και εφαρμοσμένη έρευνα να είναι απαλλαγμένες από κάθε είδους επιρροές. Να αποτελούν δηλαδή ένα αξιόπιστο εργαλείο στο οποίο να μπορούν οι κυβερνόντες να στηρίξουν τους αναπτυξιακούς και άλλους σχεδιασμούς τους.
Είχα το μοναδικό προνόμιο να υπάρξω μέλος της πρώτης εκείνης ομάδας και δε θα ξεχάσω ποτέ όσο ζω τη δημιουργικότητα, την επιστημονική αυστηρότητα και το κέφι με το οποίο μελετήσαμε και αναδείξαμε παθογένειες που έπλητταν την τότε κοινωνία μας και που δυστυχώς δεν έχουν ακόμη εκλείψει. Η παιδική εγκληματικότητα, παθογένειες του εκπαιδευτικού μας συστήματος, η μετανάστευση, η πορνεία, το πολεοδομικό συγκρότημα της Αθήνας, κτλ, κτλ, κτλ.
Η «χαμένη άνοιξη», όπως την ονόμασε ο Στρατής Τσίρκας, τέλειωσε για μένα ένα πρωί της 23ης Οκτωβρίου του 1967 όταν ο Μπάμπαλης και ο Σπανός (της Ασφάλειας και όχι της ΕΣΑ) με υποδέχθηκαν στο γραφείο του Ηλία Δημητρά, που με είχε καλέσει για να μου τους …συστήσει. Αυτό αποτέλεσε και το τέλος της «χαμένης άνοιξης» για το Κέντρο, το οποίο ανέστειλε τις εργασίες του, μεγάλο μέρος του προσωπικού του βρέθηκε στη φυλακή, στη παρανομία ή στο εξωτερικό. Ξανάνοιξε πάλι ως Εθνικό Κέντρο με νέα, εν πολλοίς, σύνθεση. Αυτό υπήρξε και το πρώτο καίριο πλήγμα για τον οργανισμό.
Η μεταπολίτευση επανέφερε σε τάξη το Κέντρο αλλά χωρίς να του δώσει, κατά τη γνώμη μου, την ηθική και υλική στήριξη που έπρεπε, ώστε να καταστεί ένας ουσιαστικός παράγοντας χάραξης αναπτυξιακής πολιτικής.
Τώρα επιχειρείται μια επιπλέον αποδυνάμωσή του. Η συγχώνευση δύο επιστημονικών οργανισμών, που με ευθύνη της Πολιτείας, την τελευταία δεκαετία έχουν μετατραπεί σε «αποπαίδια». Χωρίς στοιχειώδη μέσα για να επιτελούν το έργο τους. Με τη δημιουργία επαναλαμβανόμενων αβεβαιοτήτων. Χωρίς τη χάραξη πλαισίου και στόχων. Δεν πρόκειται να λύσει κανένα πρόβλημα. Ούτε καν να πείσουν τους δανειστές μας ότι κάτι κάνουμε προς την κατεύθυνση του εξορθολογισμού της λειτουργίας του κρατικού μηχανισμού.
Ως πολίτης της χώρας αυτής συμπαρίσταμαι στο προσωπικό του Κέντρου και στα μέλη της επιστημονικής κοινότητας που εναντιώνονται σε μία άσκοπη κίνηση εντυπώσεων και απευθυνόμενος στον εκ των συναρμοδίων υπουργών, με τον οποίoν σε δύσκολες στιγμές βρεθήκαμε στα ίδια χαρακώματα, έχω να του πω: Αντώνη δεν το ξανασκέφτεσαι;
Γεράσιμος Νοταράς
Πρώην μέλος του προσωπικού του Κέντρου Κοινωνικών Επιστημών
Σήμερα Επικεφαλής του Ιστορικού Αρχείου της Εθνικής Τράπεζας
Δεν είμαι αντίθετος στις συνενώσεις/συγχωνεύσεις ερευνητικών φορέων όμως διαφωνώ με την ενσωμάτωση του ΕΚΚΕ στο ΕΙΕ με τον τρόπο που επιχειρείται να πραγματοποιηθεί, δηλαδή απρογραμμάτιστα, βιαστικά, χωρίς διαβούλευση με τους εμπλεκόμενους και ακοστολόγητα… Τέτοιες ενέργειες μόνο ζημιά μπορούν να προκαλέσουν. Παρόλα αυτά, αν τελικά η συγχώνευση του ΕΚΚΕ στο ΕΙΕ είναι ήδη δρομολογημένη, θα ήθελα να σχολιάσω δύο θέματα: 1) Αδυνατώ να καταλάβω γιατί δεν υπάρχει καμία αναφορά στο πως θα πορευθεί οικονομικά το ΕΙΕ μετά τη συγχώνευση του ΕΚΚΕ. Ενώ γίνεται αναφορά σε διάφορα άλλα θέματα για το σημαντικό αυτό θέμα κανένα σχόλιο. 2) Γιατί η συγχώνευση πρέπει να πραγματοποιηθεί κατά παράβαση του ισχύοντος νόμου για τα ερευνητικά κέντρα και να ορίσει ιδιαίτερη μεταχείρηση στο ΕΚΚΕ όσον αφορά την εκπροσώπησή του στο ΔΣ του ΕΙΕ; Αυτό το θεωρώ προσβλητικό για τους ανθρώπους του ΕΙΕ γιατί υποψιάζομαι βασίζεται στην υπόθεση ότι το ΕΚΚΕ θα βρεθεί σε μειονεκτική θέση μετά την ενσωμάτωση του και χρειάζεται ειδική μέριμνα ώστε να αποφευχθεί αυτό. Αδυνατώ να καταλάβω που βασίζεται αυτή η καχυποψία απέναντι στο ΕΙΕ που επιβάλει την συγκεκριμένη εξαίρεση από τον ισχύοντα νόμο. Επιπλέον σε περίπτωση που ισχύσει τελικά θα δημιουργήσει ένα κακό ξεκίνημα και θα οδηγήσει με σιγουριά σε μελοντικά προβλήματα στις σχέσεις του ΕΚΚΕ με τα τωρινά ινστιτούτα του ΕΙΕ.
Συμφωνώ απολύτως με τις θέσεις της ΕΕΕ.
Συμφωνώ με την παρέμβαση της Ένωσης Ελλήνων Ερευνητών.
Ν. Μπούκος
Ερευνητής Β’
ΕΚΕΦΕ Δημόκριτος
Θα ήθελα να σημειώσω ότι ως κοινωνικός επιστήμονας βρίσκω άστοχη, απαξιωτική και πολιτικά προκλητική την πρόθεση της κυβέρνησης να συγχωνεύσει το ΕΚΚΕ και να συρρικνώσει την κοινωνική έρευνα σε μια περίοδο που ο τόπος την έχει ανάγκη όσο ποτέ άλλοτε. Η απόφαση για την συγχώνευση του ΕΚΚΕ έχει έντονα τα στοιχεία της ίδιας ιδεολογικής και πολιτικής απόπειρας για την κατάργηση, συγχώνευση, συρρίκνωσή του που σημαδεύει την τύχη του Κέντρου τα τελευταία τριάντα χρόνια. Απειλές, πιέσεις, παρεμβάσεις, που παρ’ όλα αυτά τις άντεξαν οι ερευνητές και το προσωπικό του ιδρύματος και παρέδωσαν σημαντικές έρευνες για την ερευνητική κοινότητα και την ελληνική κοινωνία γενικότερα.
Όταν η πολιτική δεν αντλεί από τα δεδομένα της κοινωνικής έρευνας, δεν μπορεί να εκτιμήσει την αξία της προστασίας του δημόσιου, αυτόνομου ρόλου ενός κέντρου κοινωνικών ερευνών. Εκτός εάν περιμένει καλύτερα αποτελέσματα, οικονομικά και επιστημονικά, από την συρρίκνωση και την ‘ιδιωτικοποίηση’ της κοινωνικής έρευνας.
Έχοντας προσωπική άποψη για την ποιότητα της ερευνητικής δουλειάς των ερευνητών του Κέντρου αλλά και για την επίπονη συγκρότηση σημαντικών υποστηρικτικών ερευνητικών δομών για τις κοινωνικές επιστήμες στο ΕΚΚΕ, θεωρώ ότι οι αρνητικές συνέπειες της συγχώνευσής του θα είναι πολλαπλάσιες των ισχνών οικονομικών αποτελεσμάτων που επιδιώκει η κυβέρνηση.
Χαράλαμπος Κασίμης
Καθηγητής Αγροτικής Κοινωνιολογίας
Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
(Διευθυντής Ινστιτούτου Αστικής & Αγροτικής Κοινωνιολογίας/ΕΚΚΕ, 1995-2000)
Η αναδιάρθρωση του ερευνητικού ιστού θα πρέπει να προχωρήσει συντεταγμένα και όχι με αποσπασματικές κινήσεις που μόνο προχειρότητα επιδεικνύουν και θα έπρεπε να είχαν γίνει εδώ και χρόνια. Η αναδιάρθρωση θα πρέπει να βασίζεται σε επιστημονικά κριτήρια και πρέπει να γίνει μόνο ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΉ ΑΞΙΟΛΌΓΗΣΗ ΜΕ ΑΔΙΆΒΛΗΤΕΣ ΕΠΙΤΡΟΠΈΣ ΚΡΙΤΏΝ με στόχο την ενδυνάμωση των δημόσιων ερευνητικών φορέων.
Η αναδιάρθωση θα πρέπει να περιλαμβάνει όλο τον ερευνητικό ιστό δηλ. ΟΛΑ τα δημόσια Ερευνητικά Κέντρα και Ινστιτούτα είτε εποπτεύονται από τη ΓΓΕΤ είτε όχι καθώς επίσης και όλες τις ερευνητικές δομές/ομάδες των Πανεπιστημίων.
Οι όποιες συγχωνεύσεις γίνουν θα πρέπει να βασιστούν σε κριτήρια αξιοκρατικά και συνάφειας ανάμεσα στις επιστημονικές ομάδες ώστε να μεγιστοποιηθεί το αποτέλεσμα. Οι επιτροπές που θα αποφασίσουν για τις συγχωνεύσεις θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν αντιπροσωπευτικές και αξιοκρατικές και να θεσπίσουν κριτήρια τα οποία θα είναι Εθνικού επιπέδου και όχι κατά περίπτωση.
ΟΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΕΙΣ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΥΖΗΤΗΘΟΥΝ ΣΕ ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΜΕΡΩΝ/ΜΕΛΩΝ.
Θα πρέπει να ενισχυθούν εκείνες οι ομάδες οι οποίες είναι βιώσιμες και οι οποίες θα πρέπει να ενισχυθούν από άλλες ομάδες οι οποίες δεν είναι βιώσιμες ανεξαρτήτως εάν βρίσκονται σε κάποιο Ερευνητικό Κέντρο ή Πανεπιστήμιο. Θα μπορούσε για παράδειγμα να ενισχυθεί η διδασκαλία στα Πανεπιστήμια από συναδέλφους ερευνητές/τριες οι οποίοι/ες δεν είναι πολύ παραγωγικοί/ες στην έρευνα και να ενισχυθεί η έρευνα από συναδέλφους πανεπιστημιακούς που είναι πολύ παραγωγικοί/ες στην έρευνα μειώνοντας ταυτόχρονα τις εκπαιδευτικές τους υποχρεώσεις.
Θα πρέπει να δημιουργηθούν ΜΙΚΤΈΣ ΟΜΆΔΕΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΊΩΝ – ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΏΝ ΚΈΝΤΡΩΝ σύμφωνα με το πρότυπο άλλων Ευρωπαϊκών χωρών (π.χ. Γαλλία) ιδιαίτερα ανάμεσα σε ομάδες που είναι πολύ παραγωγικές στην έρευνα και έχουν αποδεδειγμένα την ικανότητα να διεκδικούν ανταγωνιστικά προγράμματα και άλλων μορφών χρηματοδότηση (π.χ. δωρεές, παροχή υπηρεσιών, εκπόνηση μελετών προς όφελος φορέων/οργανισμών κλπ). Σε αυτές τις ομάδες θα πρέπει να ενταχθούν και άλλοι συνάδελφοι οι οποίοι/ες έχουν επιστημονική συνάφεια αλλά δεν είναι αποτελεσματικοί/ες στη διεκδίκηση προγραμμάτων. Η ένταξη αυτή μπορεί να γίνει ΑΡΧΙΚΆ ΕΘΕΛΟΝΤΙΚΆ και στην πορεία να εκτιμηθεί εάν θα πρέπει κάποιες ομάδες να ενταχθούν υποχρεωτικά. Για όσους/ες συναδέλφους δεν καθίσταται δυνατό να ενταχθούν κάπου θα πρέπει να τους δίνεται η δυνατότητα να μετακινηθούν προς τα ΤΕΙ ή τα ΑΕΙ με μόνο διδακτικές αρμοδιότητες. Εάν και αυτό δεν είναι δυνατό θα πρέπει να μετακινούνται σε κάποια άλλη δημόσια υπηρεσία.
Θα πρέπει να αξιολογηθούν οι εταιρείες οι οποίες κατά καιρούς έχουν συμμετάσχει σε ερευνητικά προγράμματα και όσες ενδιαφέρονται να συμμετάσχουν ώστε να αναδειχθούν εκείνες που πραγματικά ενδιαφέρονται και εκείνες να ενισχυθούν ενώ αντίθετα θα πρέπει να αποκλείονται εταιρείες που έχουν δείξει «κακή συμπεριφορά» στο παρελθόν.
Οι θέσεις της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων Ερευνητικών Κέντρων – Ιδρυμάτων tης Ένωσης Ελλήνων Ερευνητών και των ΑΕΙ ΠΟΣΔΕΠ, ΟΣΕΠ-ΤΕΙ & ΕΕΕ με βρίσκουν απολύτως σύμφωνο.
Βασίλης Ν. Μάργαρης
Διευθυντής Ερευνών
ΟΑΣΠ-ΙΤΣΑΚ
Οι θέσεις της Ένωσης Ελλήνων Ερευνητών και οι ανοικτές επιστολές της προς τους αρμόδιους Υπουργούς με βρίσκουν απόλυτα σύμφωνο. Για την ερευνητική πολιτική της χώρας υπάρχει ο Ν1514/85. Ας γίνει συντεταγμένη προσπάθεια εκσυγχρονισμού του νόμου. Όχι αποσπασματικές, ανοργάνωτες και ύποπτες προσπάθειες για την κατάργηση του δημόσιου χαρακτήρα της έρευνας στη χώρα μας. Επιτέλους δείξτε σοβαρότητα σε έναν τομέα που προσφέρει.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ
Διευθυντής Ερευνών
ΕΘΝΙΚΟ ΑΣΤΕΡΟΣΚΟΠΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Πιστεύω ότι το αρθ. 9 του σχέδιου νόμου πρέπει άμεσα να αποσυρθεί γιατί είναι αντισυνταγματικό και διακρίνεται από προχειρότητα. Από τη στιγμή που η Έρευνα διέπεται από τον νόμο 1514/85, δεν είναι δυνατό σημαντικές διαδικασίες που αφορούν στη συγχώνευση των Ερευνητικών Κέντρων να εντάσσονται σε ένα άσχετο σχέδιο νόμου, όπως αυτό που αναρτήθηκε στην παρούσα διαβούλευση.
Πριν προφθάσει να ολοκληρωθεί η διαδικασία ανασυγκρότησης του Ερευνητικού Ιστού, τον περασμένο Φεβρουάριο, με τις συγχωνεύσεις 56 Ερευνητικών Ινστιτούτων σε 31, έρχεται αυτό το σχέδιο νόμου (με το αρθ. 9) να καταργήσει την ύπαρξη του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ), ενός Ν.Π.Δ.Δ. και να το εντάξει ακολούθως στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (ΕΙΕ) που είναι Ν.Π.Ι.Δ.
Ένα άλλο αντισυνταγματικό σημείο του παρόντος σχεδίου νόμου είναι ότι καταργεί αυθαίρετα την μονιμότητα των υπαλλήλων του ΕΚΚΕ, μετατρέποντας την σε σχέση εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου. Με αυτό τον τρόπο ανοίγει η «κερκόπορτα» για τη συνολική κατάργηση της μονιμότητας στο Δημόσιο απειλώντας τα θεμέλια της δημόσιας διοίκησης.
Πάνος Γεωργίου
Εκπρόσωπος Τεχνικών & Διοικητικών Υπαλλήλων στο Δ.Σ. του ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε.
Με καλύπτουν απολύτως οι θέσεις που εκφράζονται στις παρεμβάσεις της ΕΕΕ.
Δρ. Ευτυχία Μαρκουλάκη
Ερευνήτρια ΕΚΕΦΕ Δημιοκριτος
Οι θέσεις της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων Ερευνητικών Κέντρων – Ιδρυμάτων και της Ένωσης Ελλήνων Ερευνητών με βρίσκουν απολύτως σύμφωνο.
Βασίλης Ν. Μάργαρης
Διευθυντής Ερευνών
ΟΑΣΠ-ΙΤΣΑΚ
Οι θέσεις τις ΕΕΕ στο παρόν άρθρο εκφράζουν πλήρως τις απόψεις μου.
Δρ. Αθ. Κατσιγιάννης,
Γ. Γραμματέας Συλλόγου Ερευνητών Εθνικού Αστεροσκοπείου,
Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών.
Είναι απαράδεκτη από κάθε άποψη η διαδικασία κατάργησης του Ε.Κ.Κ.Ε και η συγχώνευσή του με το Ε.Ι.Ε., που γίνεται χωρίς να έχει προηγηθεί κάποια μελέτη και χωρίς καμία απολύτως λογική. Αποτελεί δε προσβολή για όλα τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα των οποίων είναι κατά πολύ ανώτερα αυτών που αποφασίζουν. Είναι προφανές ότι άρχισε να εφαρμόζεται ένα σχέδιο διάλυσης των ερευνητικών κέντρων της χώρας, ειδικά αυτών που παράγουν αξιόλογο επιστημονικό έργο, σύμφωνα με τις επίσημες αξιολογήσεις και απορροφούν σημαντικά ευρωπαϊκά κονδύλια, όπως είναι το Ε.Ι.Ε. Ποιόν εξυπηρετεί άραγε αυτό; Ποιά είναι η θέση του Υπουργείου Παιδείας στο οποίο υπάγεται το Ε.Ι.Ε. Θα περιμένουμε μια επίσημη τοποθέτηση…
Συμφωνώ με τις θέσεις της Ένωσης Ελλήνων Ερευνητών και άλλων ερευνητικών και πανεπιστημιακών φορέων, καθώς και με τα σχόλια που έχουν διατυπωθεί σχετικά με την απόσυρση του σχεδίου νόμου που αφορά στην ένταξη του ΕΚΚΕ στο ΕΙΕ.
Καλλιόπη Κρητικάκου
ΕΛΕ Β΄, ΕΙΕ
Η αν λόγω προτεινόμενη συγχώνευση δεν προκύπτει από κάποιον ευρύτερο σχεδιασμό για την έρευνα. Αντιθέτως, η ήδη πραγματοποιηθεί σε αναδιάρθρωση ΔΟΥ ερευνητικού ιστού με την προηγούμενη συγχώνευση Ινστιτούτων, έχει ήδη οδηγήσει στη συρρίκνωση του ιστού και στην απώλεια κονδυλίων από ερευνητικά προγράμματα. Στις παρούσες συνθήκες κρίσης που πλήττουν τη χώρα, ποτέ δεν ήταν περισσότερο αναγκαία από τώρα η προστασία του δημόσιου χαρακτήρα της έρευνας.
Συνεπώς, θα ήθελα να παρατηρήσω τα ακόλουθα σημεία. Η αν λόγω επιλεκτική συγχώνευση φορέων γίνεται κατά παρέκκλιση του ειδικού θεσμικού πλαισίου που διέπει την έρευνα (Ν.1514/85). Αντ´ αυτού, θα μπορούσε να υποστηριχθεί και προαχθεί η έρευνα μέσω μιας ολικής αναδιάρθρωσης των ερευνητικών φορέων που υπάγονται στη ΓΓΕΤ, και πολυ περισσότερο, μέσω της αναδιάρθρωσης του συνόλου του δημοσίου ερευνητικού ιστού της χώρας. Η αναδιάρθρωση όμως αυτή δεν θα πρέπει να πραγματοποιηθεί με αμφίβολης αποτελεσματικότητας ad-hoc κριτήρια, αλλά αντιθέτως, μέσω αξιολόγησης, απο βλέποντας σε συγκεκριμένα αναπτυξιακά οφέλη. Συνεπώς, η αποκοπή του ΕΚΚΕ από τους υπόλοιπους ερευνητικό θα φορείς και η συμπερίληψη του σε ένα κατάλογο του Υπό. Διοικητικής Μεταρρύθμισης, μαζι με άλλους, άσχετους με την έρευνα φορείς κρίνεται ως απολύτως μη-ορθολογική.
Θα επιθυμούσα επίσης να τονίσω την αντισυνταγματικότητα του παρόντος άρθρου. Στην περίπτωση του ΕΚΚΕ καταργείται ευθέως η συνταγματικά κατοχυρωμένη μονιμότητα του υπηρετούντος προσωπικού, καθώς η μεταφορά στο ΕΙΕ συνοδεύεται από την μετατροπή της σχέσης εργασίας σε σχέση εργασίας ιδ. Δικαίου αορίστου χρόνου.
Με αφορμή τα ανωτέρω, προτείνεται η απόσυρση του άρθρου 9 και η αντιμετώπιση του ΕΚΚΕ όχι αυτόνομα αλλα ως μέρος του δημοσίου ερευνητικου ιστού της χώρας.
Τραμουντάνης Άγγελος
Ειδικός Λειτουργικός Επιστήμονας
ΕΚΚΕ
Επισυνάπτουμε παλαιότερο κείμενο συλλογής υπογραφών διαμαρτυρίας από την Ελλάδα και το εξωτερικό, για την προηγούμενη απόπειρα κατάργησης του ΕΚΚΕ.
Ενδεικτικά σημειώνουμε ότι συγκεντρώθηκαν 6.500 υπογραφές
http://www2.ekke.gr/signatures.php?s=2&page=2
Το ΔΣ ΣΠ του ΕΚΚΕ
Συμφωνώ απολύτως με τις θέσεις της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων Ερευνητικών Κέντρων – Ιδρυμάτων και της Ένωσης Ελλήνων Ερευνητών.
1)Συμφωνώ με τις αναρτήσεις της ΠΟΕΕΚ-Ι και της Ενωσης των Ελλήνων Ερευνητών.
2)Όλα αυτά θα επιφέρουν αστάθεια στην Δημόσια δομή του Κράτους.
3) Πρέπει να σκεφτόμαστε και μακροπρόθεσμα και όχι μόνο βραχυπρόθεσμα.
Η πρόχειρη και άνευ ουσίας –εάν ουσία θεωρείται το όποιο ‘οικονομικό όφελος’ ή η ‘εξοικονόμηση πόρων’- ‘τακτοποίηση’, με το άρθρο 9 του παρόντος Σχεδίου Νόμου, τα των της Kοινωνικής ‘Eρευνας μόνο αρνητικές επιπτώσεις μπορεί να έχει. Για το λόγο αυτό, το άρθρο 9 θα πρέπει να αποσυρθεί.
Συμφωνώ απόλυτα με τις θέσεις της Ένωσης Ελλήνων Ερευνητών και της ΠΟΕΕΚ-Ι
Συμφωνώ με τις θέσεις της Ένωσης Ελλήνων Ερευνητών και της ΠΟΕΕΚ-Ι.
Το άρθρο 9 πρέπει να αποσυρθεί γιατί:
-Το Υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης είναι αναρμόδιο
-Αγνοείται το ειδικό θεσμικό πλαίσιο για την έρευνα
-Χάνεται η συνταγματικά κατοχυρωμένη νομική υπόσταση και αυτοτέλεια του ΕΚΚΕ
-Επιχειρείται η άρση της συνταγματικά κατοχυρωμένης μονιμότητας του προσωπικού
-Δεν προκύπτει κανένα οικονομικό όφελος ή επιστημονικό πλεονέκτημα
Συμφωνώ απολύτως με τις θέσεις της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων Ερευνητικών Κέντρων – Ιδρυμάτων και της Ένωσης Ελλήνων Ερευνητών.
Η αναδιάταξη και αναδιάρθρωση της σύγχρονης έρευνας στην Ελλάδα αποτελεί κύριο ζητούμενο των τελευταίων ετών, καθώς συνδεδεμένοι μαζί της είναι σημαντικοί άξονες όπως αυτοί της ανάπτυξης, της κοινωνικής και οικονομικής ζωής και γενικότερα της πορείας μας προς το μέλλον. Η συμπόρευση της έρευνας με την παιδεία είναι αυτονόητη και αυταπόδεικτη και οποιαδήποτε αλλαγή πρέπει να στοχεύει εκεί. Γι’ αυτό και η αναδιάρθρωση της έρευνας οφείλει να γίνει μέσα σε ένα συντεταγμένο και οργανωμένο πλαίσιο εθνικής μακροπρόθεσμης στρατηγικής, στο οποίο θα καθορίζονται με σαφήνεια οι κατευθύνσεις και στόχοι.
Οι προτεινόμενες συγχωνεύσεις δεν διακρίνεται να εμπεριέχουν κάτι από τα παραπάνω και η υλοποίησή τους δεν φαίνεται να αποφέρει κάποιο ουσιαστικό κέρδος.
Για τις υπόλοιπες σκέψεις μου καλύπτομαι από τις αναρτήσεις της Ένωσης Ελλήνων Ερευνητών
Η προτεινόμενη συγχώνευση του ΕΚΚΕ με το ΕΙΕ δε συνοδεύεται από μελέτη εκτίμησης των συνεπειών. Δε λαμβάνει υπόψιν της την μοναδική συμβολή του ΕΚΚΕ στη συλλογή πρωτογενών στοιχείων απαραίτητων για την κοινωνική έρευνα στην Ελλάδα και για τη συμμετοχή της Ελλάδας σε συγκριτικές έρευνες με άλλες χώρες της Ευρώπης, στοιχείων που λόγω κλίμακάς είναι αδύνατον να συλλεχθούν, να συγκεντρωθούν και να αναλυθούν από τις ερευνητικές δραστηριότητες μεμονωμένων ερευνητών. Δε λαμβάνει υπόψιν της το ότι οι έρευνες αυτές χρηματοδοτούνται μέσω της συμμετοχής του ΕΚΚΕ σε ανταγωνιστικά ευρωπαϊκά προγράμματα κοινωνικής έρευνας. Δε λαμβάνει υπόψιν της τη σημασία και το ρόλο της Επιθεώρησης Κοινωνικών Ερευνών ως το μοναδικό επιστημονικό περιοδικό αφιερωμένο στη δημοσιοποίηση της κοινωνικής έρευνας στην Ελλάδα, και άρα στην καλλιέργεια της απαραίτητης επιστημονικής κουλτούρας ομότιμης κριτικής. Δε λαμβάνει υπόψιν της το ρόλο του ΕΚΚΕ στην εκπαίδευση νέων ερευνητών και στη δικτύωση και συνεργασία καθιερωμένων ερευνητών και επιστημόνων και άρα και την περαιτέρω παραγωγή και προώθηση της κοινωνικής έρευνας. Δεν προβλέπει τη δημιουργία συνθηκών, θεσμών ή δικτύων που θα ενθάρρυναν την περαιτέρω ερευνητική συνεργασία μεταξύ του ΕΚΚΕ και σχετικών πανεπιστημιακών τμημάτων και ερευνητικών δραστηριοτήτων. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η συγχώνευση του ΕΚΚΕ με το ΕΙΕ δε φαίνεται να εντάσσεται σε κάποια μακροπρόθεσμη ή έστω μεσοπρόθεσμη στρατηγική για την ανάπτυξη της κοινωνικής έρευνας στην Ελλάδα ενώ είναι εξαιρετικά ασαφές σε τι ακριβώς προσβλέπει και τι υποτίθεται ότι θα αποφέρει.
Μάρθα Μιχαηλίδου
Μέλος ΔΕΠ Παντείου Πανεπιστημίου
Οι θέσεις της ΕΕΕ και της ΠΟΕΕΚ-Ι σχετικά με το άρθρο 9 με βρίσκουν απόλυτα σύμφωνο.
Από τις μέχρι στιγμής κατατεθειμένες απόψεις στη διαβούλευση γίνεται φανερό ότι ο συντάκτης του νομοσχεδίου ακροβατεί στα όρια της συνταγματικότητας (και μάλλον πέραν αυτής) με την κατάργηση ενός κατά τεκμήριο χρήσιμου δημόσιου ερευνητικού φορέα, και την «επαναλειτουργία» του σε καθεστώς ιδιωτικού δικαίου. Επιπλέον αυτό γίνεται επιλεκτικά για τον συγκεκριμένο φορέα ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη συζήτηση για την αναδιάρθρωση του ερευνητικού ιστού γενικότερα και χωρίς προηγούμενη μελέτη που να καταδεικνύει το (ανύπαρκτο) όφελος για τη χώρα και την κοινωνία. Το άρθρο 9, αν ψηφιστεί, πιθανότατα θα προσκρούσει σε πλήθος συνταγματικά και νομικά εμπόδια στην εφαρμογή του και θα ακυρωθεί στα συνταγματικά δικαστήρια και στην πράξη, δυστυχώς όμως όχι πριν προλάβει να συμβάλει στην περαιτέρω αποσάθρωση του ερευνητικού ιστού και στη φυγή άξιων επιστημόνων στο εξωτερικό. Ο μόνος τρόπος να αποφευχθεί η ζημιά είναι να αποσυρθεί άμεσα το άρθρο 9 από το σχέδιο νόμου.
Συμφωνώ με τις θέσεις της Ένωσης Ελλήνων Ερευνητών και την επιστολή του Δ.Σ. του ΕΚΚΕ.
Επιπλέον από αστοχίες – θέλω να ελπίζω – των διατυπώσεων του νομοσχεδίου υπάρχει κίνδυνος να διακόψουν τη θητεία τους οι νέοι ερευνητές του ΕΚΚΕ που βρίσκονται στις κατώτερες βαθμίδες ερευνητών και συνέβαλαν σημαντικότατα στην ανανέωση και διεύρυνση της ερευνητικής δραστηριότητας του Κέντρου τα τελευταία χρόνια. Κάτι τέτοιο θα ξεπερνούσε κάθε όριο αυθαιρεσίας αλλά και θα αποτελούσε το επιστέγασμα μιας ιδιαίτερα επιζήμιας νομοθετικής παρέμβασης.
Έρση Ζακοπούλου
Διευθύντρια Ερευνών ΕΚΚΕ
Πέραν των όσων έχουν ήδη σημειωθεί, το άρθρο 9 σε συνδυασμό με το άρθρο 15 (Γενικές Διατάξεις) αποκαλύπτει τους κινδύνους που εγκυμονεί η κατάργηση του ΕΚΚΕ για την επιβίωση τόσο του μεταφερόμενου Ινστιτούτου όσο και του προσωπικού του Κέντρου.
1. Δεν προβλέπεται καμία κατοχύρωση των επιστημονικών αντικειμένων του Ινστιτούτου πλέον του ΕΚΚΕ το οποίο εντάσσεται στο ΕΙΕ.
2. Δεν προβλέπεται η διατήρηση της κυριότητας και χρήσης του αρχείου και της περιουσίας του Κέντρου από το Ινστιτούτο του ΕΚΚΕ. Αντιθέτως προβλέπεται η κτήση της κυριότητας και η χρήση τους από το ΕΙΕ.
3. Δεν προβλέπεται μεταφορά του προϋπολογισμού του ΕΚΚΕ.
4. Παραμένει μετέωρη η στέγαση του Ινστιτούτου του ΕΚΚΕ.
5. Μεταβιβάζεται η αποκλειστική χρήση του λογοτύπου του ΕΚΚΕ στο ΕΙΕ.
Αναφορικά με την τύχη του προσωπικού, πέραν της αντισυνταγματικής άρσης της μονιμότητας των δημοσίων λειτουργών που προβλέπει το άρθρο 9 η εφαρμογή των γενικών διατάξεων έχει τις εξής συνέπειες.
1. Λύση της σχέσης εργασίας του προσωπικού επί θητεία, δηλαδή ερευνητών Γ’ και Δ’ βαθμίδας του ΕΚΚΕ.
2. Άμεσο κίνδυνο απόλυσης του προσωπικού κατ’ εφαρμογή της έκδοσης των Κανονισμών λειτουργίας του εδαφίου 10,α και β, του άρθρου 15 του υπό διαβούλευση Σχεδίου Νόμου.
3. Απώλεια εργασιακών, μισθολογικών και ιδιαίτερα ασφαλιστικών δικαιωμάτων για το προσωπικό του ΕΚΚΕ (ενδεικτικά ΕΦΑΠΑΞ).
Ως εκ τούτων η προσεκτική και συνδυαστική ανάγνωση των διατάξεων του Σχεδίου Νόμου υπογραμμίζει περαιτέρω την ανάγκη της άμεσης απόσυρσης του άρθρου 9 πριν επέλθει οριστικά το καταστροφικό αποτέλεσμα που αυτό επαγγέλλεται για το ΕΚΚΕ.
Ιωάννα Τσίγκανου – Μαρία Θανοπούλου
Διευθύντριες Ερευνών – ΕΚΚΕ
Διαφωνώ με την συγχώνευση ΕΙΕ & ΕΚΚΕ, για τους παρακάτω λόγους
1.. Βρίσκονται σε απόλυτη αντίθεση με το ζητούμενο μιας ορθολογικής αναδιάρθρωσης του ερευνητικού ιστού της χώρας .Είναι προφανές ότι η επιχειρούμενη συγχώνευση είναι χωρίς μελέτη.
2. Καταλύουν το Ν. 1514/85.
3. Δεν διαφαίνεται όφελος (επιστημονικό/αναπτυξιακό/οικονομικό) για τη χώρα.
4. Ενισχύουν τη φυγή των νέων επιστημόνων στο εξωτερικό.
5. Δεν γίνεται αναφορά για την μελλοντική χρηματοδότηση του νέου φορέα , που ήδη σήμερα είναι ανεπαρκής , οπότε δεν εγγυάται η πολιτεία την ομαλή λειτουργία του νέου φορέα.
6. Το αποτέλεσμα θα είναι κατά την γνώμη μου , η δυσλειτουργία του φορέα στη διεξαγωγή των ερευνητικών τους προγραμμάτων.
Γεωργία Μαζιώτη
ΕΚΤ/ΕΙΕ
Μέλος ΔΣ ΣΠ – ΕΙΕ
Η υποβάθμιση μέσω συγχώνευσης και κατάργησης επί της ουσίας του ΕΚΚΕ αποτελεί ένα μεγάλο ολίσθημα. Σε μια εποχή που η ελληνική κοινωνία υφίσταται πρωτόγνωρες αλλαγές και μετασχηματισμούς, η κοινωνική έρευνα θα πρέπει όχι απλώς να ενισχυθεί, αλλά και να διαφυλαχθεί πάση θυσία ο δημόσιος χαρακτήρας της.
Συμφωνώ απόλυτα με τις θέσεις του Συλλόγου των εργαζομένων στο ΕΚΚΕ.
Σταυριανή Κουτσού
Αγροτοκοινωνιολόγος
Επίκουρη Καθηγήτρια ΤΕΙ Θεσσαλονίκης
Η προτεινόμενη ένταξη του ΕΚΚΕ στο ΕΙΕ επιχειρείται εκτός του προαναγγελθέντος πλαισίου συντεταγμένης αξιολόγησης του συνόλου των ερευνητικών δομών που σκοπό φέρεται να έχει την ορθολογική αναδιάρθρωση του ερευνητικού ιστού της χώρας. Είναι λοιπόν αναμενόμενο η συγχώνευση των δύο ερευνητικών κέντρων έτσι όπως επιχειρείται στην παρούσα χρονική συγκυρία να εμπνέει σοβαρές ανησυχίες σε σχέση μ τη βιωσιμότητα του νέου σχήματος. Οι τοποθετήσεις της ερευνητικής κοινότητας στη δημόσια διαβούλευση περιγράφουν αναλυτικά την πιθανότητα η συγχώνευση να βλάψει ανεπανόρθωτα το ερευνητικό γίγνεσθαι σε δυο από τους πλέον καταξιωμένους διεθνώς ερευνητικούς φορείς της χώρας.
Αναφορικά με τις επιμέρους διατάξεις πιστεύω ότι, 1) δεν υπάρχει πραγματικά ανάγκη αλλαγής της ονομασίας «Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών» (ΕΙΕ) σε « Ε.Ι.Ε. – Ίδρυμα Ερευνών-Κέντρο Θετικών, Ιστορικών και Κοινωνικών Επιστημών», 2) πρέπει να υπάρξει πρόβλεψη η κρατική επιχορήγηση να μπορεί να καλύπτει τις ανελαστικές δαπάνες του νέου Κέντρου – ως προς αυτό η διαφοροποίηση από την περίπτωση ΚΕΤΑΘ-ΕΚΕΤΑ προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία, 3) η σύνθεση του ΔΣ του νέου Κέντρου πρέπει να είναι σύμφωνη με το ν1514 και, 4) τα ασφαλιστικά δικαιώματα των συναδέλφων που υποχρεούνται σε αλλαγή εργασιακού καθεστώτος πρέπει να διασφαλιστούν.
Μιχαήλ Ν. Αλέξης
Ερευνητής ΙΒΦΧΒ/ΕΙΕ
Οι ερευνητές-ΕΛΕ του Ε.Κ «Αθηνά» θεωρούν αναγκαία την αναδιάρθρωση του ερευνητικού ιστού της χώρας, υπό την προϋπόθεση ότι η δεύτερη φάση θα γίνει αφού ολοκληρωθεί, μελετηθεί και αποτιμηθεί η πρώτη φάση αναδιάρθρωσης στα ΕΚ της ΓΓΕΤ. Η δεύτερη φάση θα πρέπει να προχωρήσει συντεταγμένα, αφού γίνει η επεξεργασία των δεδομένων της πρώτης φάσης και αφού προηγουμένως έχει γίνει η αξιολόγηση του συνόλου των ΕΚ (εντός και εκτός ΓΓΕΤ) και των ΑΕΙ. Στόχος της αναδιάρθρωσης πρέπει να είναι η ενδυνάμωση των ερευνητικών φορέων μέσω της ορθολογικής συγκέντρωσης δυνάμεων, και όχι μια απλή αριθμητική συγχώνευση μόνο για λόγους εντυπώσεων. Ένα από τα βασικά κριτήρια για τις όποιες συγχωνεύσεις θα πρέπει να είναι και η συγκράτηση του νέου ερευνητικού δυναμικού της χώρας.
Για όλους αυτούς τους λόγους πιστεύουμε ότι η αποσπασματική συγχώνευση ΕΚ χωρίς να έχουν καλυφθεί προηγουμένως οι όροι τους οποίους προαναφέραμε δεν πρόκειται να δημιουργήσει το αναγκαίο κλίμα συνεργασίας και εμπιστοσύνης μεταξύ της ερευνητικής κοινότητας και της πολιτείας, κλίμα το οποίο απαιτείται για να προχωρήσει μια τέτοιας μακράς πνοής μεταρρυθμιστική διαδικασία.
Σύσσωμη η ερευνητική, επιστημονική και πανεπιστημιακή κοινότητα παρεμβαίνει στη διαβούλευση και επισημαίνει την αντισυνταγματικότητα, την παρανομία και την προχειρότητα του νομοσχεδίου που αφορά στην κατάργηση και συγχώνευση οργανισμών του δημοσίου τομέα και ειδικότερα τις συγχωνεύσεις των ερευνητικών κέντρων. Κοινή θέση όλων των συμμετεχόντων στη διαβούλευση είναι ότι:
Επειδή η έρευνα είναι δημόσιο αγαθό (άρθρο 16παρ.1 Σ)
Επειδή το Σύνταγμα ως καταστατικός χάρτης της χώρας πρέπει να τηρείται και δεν μπορεί να καταργείται η μονιμότητα των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων με νόμο (αθρο 103 παρ.4 Σ)
Επειδή οι συγχωνεύσεις των συγκεκριμένων ερευνητικών κέντρων δεν επιφέρουν κανένα οικονομικό όφελος.
Επειδή δεν επέρχεται κανένα εξορθολογισμός στη διοίκηση των ερευνητικών κέντρων, αλλά αντίθετα δημιουργούνται προβλήματα όσον αφορά στη συνέχεια των ερευνητικών τους προγραμμάτων και των υποχρεώσεων τους.
Επειδή οι συγχωνεύσεις των ερευνητικών κέντρων που εξαγγέλονται από το Υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης έρχονται σε αντίθεση με το θεσμικό πλαίσιο (Ν.1514/85) που διέπει την έρευνα.
Για τους λόγους αυτούς είναι απαραίτητη η απόσυρση των άρθρων 7 και 9 του σχεδίου νόμου.
Νίκος Σαρρής
Πρόεδρος Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων Ερευνητικών Κέντρων και Ιδρυμάτων
Η «φιγούρα» της Ιφιγένειας – ΕΚΚΕ
EKKE, μια Ιφιγένεια που δεν συναινεί στη θυσία της, γιατί ξέρει καλά ότι κανένας «ούριος άνεμος για την έρευνα ή για τη δημόσια διοίκηση» δεν θα φυσήξει από αυτή την παράλογη θυσία.
Απέναντί της στέκεται μια άλλη «φιγούρα», η Ελένη του Στησιχόρου και του Ευριπίδη.
αρπαγή της Ελένης δεν υπήρξε, το είδωλό της έκλεψε ο Πάρης,
ο τρωικός πόλεμος έγινε λοιπόν για ένα είδωλο,
και η θυσία της Ιφιγένειας αδειάζει από νόημα …
όλα για μία ΠΛΑΝΗ.
Οι θέσεις της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων Ερευνητικών Κέντρων – Ιδρυμάτων και της Ένωσης Ελλήνων Ερευνητών με βρίσκουν απολύτως σύμφωνο.
Καρακώστας Χρήστος
Διευθυντής Ερευνών
ΟΑΣΠ
Ο Ελληνικός ερευνητικός ιστός έχει υποστεί σημαντικό πλήγμα με το πρόσχημα της ανάγκης για αναδιάταξη. Το Eθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (Ε.Κ.Κ.Ε), ο μόνος Δημόσιος ερευνητικός φορέας που δραστηριοποιείται στον πεδίο των κοινωνικών επιστημών, συγχωνεύεται με το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (Ε.Ι.Ε). Η απόφαση αυτή είναι απαράδεκτη γιατί εμποδίζεται η διασφάλιση αξιόπιστων δεδομένων κοινωνικής πολιτικής χωρίς συνταγματική προστασία για τη Δημόσια έρευνα, η οποία συρρικνώνεται σε μία ιδιαίτερα κρίσιμη στιγμή για την επιστήμη και την κοινωνία.
Σε μία περίοδο όπου η έρευνα αποτελεί βασική συνιστώσα ανάκαμψης το προτεινόμενο σχέδιο νόμου αποδεικνύεται κατώτερο των περιστάσεων. Η χώρα καθίσταται ουραγός των εξελίξεων τη στιγμή που και σε Ευρωπαϊκό αλλά και σε Παγκόσμιο επίπεδο έχει τεθεί πολύ ψηλά ο πήχης για μέγιστη προώθηση της ερευνητικής δράσης και των αποτελεσμάτων που αυτή αναμένεται να φέρει στην ανάπτυξη και την πρόοδο.
Δημήτρης Τσουκαλάς
Βουλευτής Επικρατείας
ΣΥ.ΡΙΖ.Α-Ε.Κ.Μ
H επιχειρούμενη συγχώνευση δείχνει να προτείνεται «εκ του πονηρού» (έμμεση κατάργηση μονιμότητας δημοσίων υπαλλήλων) με την υπαγωγή ΝΠΔΔ σε ΝΠΙΔ ενώ δεν παρουσιάζει κανένα πειστικό επιχείρημα για την οικονομική, κοινωνική, επιστημονική αναγκαιότητά της. Η ιστορία και η αναγνώριση των υψηλών επιστημονικών επιδόσεων του ΕΚΚΕ δεν μπορεί να διαγράφεται με τόση προχειρότητα και βιασύνη, σε μια εποχή κρίσης όπου η κοινωνική έρευνα μπορεί να συμβάλλει τα μέγιστα στην διερεύνηση, οριοθέτηση και αντιμετώπιση των επώδυνων αλλαγών που υφίσταται η ελληνική κοινωνία . Τα αντικείμενα που θεραπεύουν τα ΕΙΕ και το ΕΚΚΕ σε καμία περίπτωση δεν ταυτίζονται και η προτεινόμενη «πολτοποίηση» ανθρωπιστικών επιστημών και κοινωνικής έρευνας μοιάζει απλώς μια περαιτέρω συμβολή στην υπηρεσία ενός τυχάρπαστου, «επαρχιώτικου» νεοφιλελευθερισμού στην πιο αγοραία εκδοχή του.
Αξιότιμε κύριε Υπουργέ,
Συνήθως τα παιδιά στη χώρα μας μετράνε τ’ άστρα ! Εμείς, παιδιά ερευνήτριας του ΕΚΚΕ, από την ώρα που γεννηθήκαμε μέχρι σήμερα που ενηλικιωθήκαμε, συχνά αναγκαστήκαμε να μετράμε τις μέρες που απέμεναν κάθε φορά μέχρι την οριστική κατάργηση του ΕΚΚΕ. Βιώσαμε γι’ αυτό – όπως και σήμερα – ανησυχία και αβεβαιότητα. Ποτέ δεν καταλάβαμε τους λόγους.
Στο σχολείο συχνά μας έβαζαν στο μάθημα της νεοελληνικής γλώσσας να σχολιάζουμε κείμενα από βιβλία των ερευνητών και των εκδόσεων του ΕΚΚΕ, ιδιαίτερα κατά την προετοιμασία μας για τις πανελλαδικές εξετάσεις όταν χειριστήκαμε κοινωνικά θέματα όπως, η ξενοφοβία και ο ρατσισμός, η δημοκρατία και η πολιτική, η παιδεία και ο πολιτισμός , η βία και η νεολαία, η φτώχεια και ο κοινωνικός αποκλεισμός.
Πείτε μας κ. Υπουργέ, γιατί το ΕΚΚΕ πρέπει να πάψει να υπάρχει; Τι μπορεί να σημαίνει αυτό για την παιδεία και τον πολιτισμό μας;
Ως νέοι πολίτες αυτής της χώρας, σας παρακαλούμε κ. Υπουργέ, να διασώσετε το ΕΚΚΕ που με το έργο του ακόνισε την κοινωνική μας ευαισθησία.
Με τιμή και ελπίδα,
Ηλίας και Γιώργος Βασιλόπουλος
Η παρουσία Ερευνητικών Ινστιτούτων και Κέντρων της ΓΓΕΤ μεταξύ των φορέων που πρέπει «επειγόντως και κατά προτεραιότητα» να συγχωνευθούν, μετονομασθούν, καταργηθούν, κ.λπ., είναι, δυστυχώς, φαινόμενο «διαχρονικό» -από το 2009 και μετά. Το καινοφανές, ωστόσο, στο παρόν σχέδιο νόμου είναι η πρόβλεψη περί της άμεσης μετατροπής των σχέσεων εργασίας του μόνιμου ερευνητικού, τεχνικού και διοικητικού προσωπικού του ΕΚΚΕ (Ερευνητικού Κέντρου που λειτουργεί υπό καθεστώς ΝΠΔΔ) σε σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, μετά τη συγχώνευση ΕΚΚΕ και ΕΙΕ. Οι σχετικές ανακοινώσεις των συλλογικών φορέων του ΕΚΚΕ, της Ένωσης Ελλήνων Ερευνητών (ΕΕΕ) καθώς και η επιστολή των Προέδρων των τεσσάρων Ερευνητικών Κέντρων-ΝΠΔΔ της ΓΓΕΤ είναι διαφωτιστικές.
Όσο υπάρχει ακόμη χρόνος, το άρθρο 9 (όπως και τα σχετικό άρθρο 7) πρέπει να αποσυρθεί(ούν).
Συμφωνώ απόλυτα με τις θέσεις της Ένωσης Ελλήνων Ερευνητών για το εν λόγο σ/ν. Το Υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης κατά παράβαση, και σε πλήρη αντίθεση με τους κανόνες του ειδικού θεσμικού πλαισίου για την έρευνα, εντάσσει στη λίστα των φορέων του δημοσίου που κλείνουν το μοναδικό ερευνητικό κέντρο για την κοινωνική έρευνα στη χώρα. Το άρθρο 9 πρέπει να αποσυρθεί.
Μανίνα Κακεπάκη
Ερευνήτρια Δ’
ΕΚΚΕ
Διαφωνώ ριζικά με τη σκέψη συγχωνεύσεως ΕΙΕ & ΕΚΚΕ.
Είναι προφανές οτι η επιχειρούμενη συγχώνευση είναι χωρίς μελέτη και δεν έχει δοθεί η πρέπουσα σημασία στη σχετική διαδικασία και στον τρόπο, ενώ δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο το αποτέλεσμα που θέλει κάποιος να πετύχει.
Απόδειξη αυτού είναι οτι δεν προβλέπεται ρητά η ενίσχυση του προϋπολογισμού του ΕΙΕ και υπάρχει άμεσα κίνδυνος πλήθους οικονομικών και λειτουργικών προβλημάτων.
Η χωρίς μελέτη η επιχειρούμενη συγχώνευση θα αποσυντονίσει και θα αποσταθεροποιήσει τη λειτουργία και των δύο Ιδρυμάτων στη διεξαγωγή των ερευνητικών τους προγραμμάτων, στις διαδικασίες αναζήτησης και εξεύρεσης πόρων, ενώ ουδείς εγγυάται τη διατήρηση των εργασιακών δικαιώματα των εργαζομένων των 2 φορέων.
Επίσης τονίζεται ότι πρέπει απαραίτητα να διατηρηθεί το ισχυρό brand name που έχει δημιουργήσει το ΕΙΕ τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό
Ι. Σαραντοπούλου
Βιβλιοθήκη ΕΚΤ/ΕΙΕ
Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων
Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού (ΠΟΣΔΕΠ)
Ομοσπονδία Συλλόγων
Εκπαιδευτικού Προσωπικού Τ.Ε.Ι. (ΟΣΕΠ-ΤΕΙ)
Ένωση Ελλήνων Ερευνητών (EEE)
Α Ν Ο Ι Κ Τ Η Ε Π Ι Σ Τ Ο Λ Η
Αθήνα, 8 Οκτωβρίου 2012
Προς: Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού
Καθηγητή Κωνσταντίνο Αρβανιτόπουλο
Υπουργό Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης
Καθηγητή Αντώνη Μανιτάκη, ypourgos@ydmed.gov.gr
Θέμα: Παρέμβαση των ΠΟΣΔΕΠ, ΟΣΕΠ-ΤΕΙ και ΕΕΕ στα Άρθρα 7, 9 και 16 του υπό δημόσια διαβούλευση νομοσχεδίου «Κατάργηση και Συγχώνευση νομικών προσώπων του δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα» του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης
Αξιότιμοι κύριοι Υπουργοί,
Τα 11 Ερευνητικά Κέντρα που εποπτεύονται από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας αποτελούν οργανικό τμήμα του ευρύτερου ερευνητικού ιστού της χώρας.
Αποτελούν, επίσης, ένα ιδιαίτερα παραγωγικό τμήμα του Ελληνικού Δημοσίου, καθώς για κάθε 1 Ευρώ που «επενδύει» η Πολιτεία σε αυτά, «φέρνουν» κατά μέσο όρο 2 Ευρώ, μέσω κυρίως ευρωπαϊκών και διεθνών ανταγωνιστικών ερευνητικών προγραμμάτων, παρέχοντας ταυτόχρονα εργασία σε περίπου 2.000 ανθρώπους, κυρίως νέους επιστήμονες (που εργάζονται στα ερευνητικά προγράμματα) και συνεισφέροντας στην αξιοπρεπή παρουσία της χώρας στο επιστημονικό Ευρωπαϊκό και διεθνές γίγνεσθαι, καθώς και στην ανάπτυξή της, με τα ερευνητικά και τα τεχνολογικά τους αποτελέσματα.
Είναι επιπλέον οι μόνοι δημόσιοι ερευνητικοί φορείς που αξιολογούνται συστηματικά, με εξωτερικές αξιολογήσεις από διεθνείς επιτροπές κριτών, από το 1995 (βάσει του Ν. 1514/1985), καθώς και οι πρώτοι και μοναδικοί -έως σήμερα- δημόσιοι ερευνητικοί φορείς που αναδιαρθρώθηκαν, με τη συγχώνευση των 56 Ινστιτούτων τους σε 31, με το νόμο 4051/2012 (εφαρμοστικός του Μνημονίου ΙΙ, http://www.eee-researchers.gr/Katastatiko-Nomothesia/N_4051-2012_Sugxoneuseis-EK.pdf).
Παρά το ότι :
• η πρόσφατη αυτή πρώτη φάση αναδιάρθρωσης στα ΕΚ της ΓΓΕΤ δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί (εκκρεμούν οι εκλογές διευθυντών σε πολλά νέα/συγχωνευμένα Ινστιτούτα, οι εκλογές Επιστημονικών Γνωμοδοτικών Συμβουλίων, η επικαιροποίηση των Οργανισμών Κέντρων, η σύνθεση νέων επιχειρησιακών σχεδίων Ινστιτούτων, κλπ.),
• οι αστοχίες που εντοπίζονται σε αυτήν δεν έχουν συζητηθεί, πόσο δε μάλλον αντιμετωπιστεί, και
• δεν έχει γίνει καμιά αποτίμηση του εγχειρήματος, επιστημονική ή οικονομική,
στο σύντομο διάστημα υπαγωγής της ΓΓΕΤ στο Υπουργείο Ανάπτυξης (21/06/2012 – 10/08/2012) προτάθηκαν από το Υπουργείο αυτό προς συγχώνευση και πάλι Ερευνητικά Κέντρα της ΓΓΕΤ, συμπεριλαμβανόμενα σε ένα κατάλογο προς συγχώνευση φορέων του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης, μαζί με άλλους, άσχετους με την έρευνα φορείς.
Οι συγχωνεύσεις αυτές περιλαμβάνονται σήμερα στα Άρθρα 7 και 9 του υπό διαβούλευση σ/ν του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης «Κατάργηση και Συγχώνευση νομικών προσώπων του δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα» (http://www.opengov.gr/minreform/?p=587) και αφορούν, αντίστοιχα, το Κέντρο Έρευνας Τεχνολογίας & Ανάπτυξης Θεσσαλίας (ΚΕΤΕΑΘ, ΝΠΙΔ ΕΚ) που απορροφάται από το Εθνικό Κέντρο Έρευνας & Τεχνολογικής Ανάπτυξης (ΕΚΕΤΑ, ΝΠΙΔ ΕΚ) και το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ, ΝΠΔΔ ΕΚ) που καταργείται και στη συνέχεια συγχωνεύεται με το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (ΕΙΕ, ΝΠΙΔ ΕΚ).
Οι υπό διαβούλευση συγχωνεύσεις των Ερευνητικών Κέντρων της ΓΓΕΤ:
1. Βρίσκονται σε απόλυτη αντίθεση με το ζητούμενο μιας ορθολογικής αναδιάρθρωσης του συνόλου του δημόσιου ερευνητικού ιστού της χώρας (ΑΕΙ, Ερευνητικά κέντρα της ΓΓΕΤ και άλλοι ερευνητικοί δημόσιοι φορείς) η οποία, όπως συνομολογεί και η τριμερής του Υπουργείου Παιδείας, πρέπει να γίνει συντεταγμένα, με επιστημονικά κριτήρια, μετά από (τη θεσμοθετημένη) αξιολόγηση και με αναπτυξιακά/οικονομικά οφέλη.
2. Προωθούνται χωρίς σαφή κριτήρια και δεν εμπεριέχουν κανένα προφανές επιστημονικό ή οικονομικό πλεονέκτημα (δεν εντάσσονται σε κανέναν ευρύτερο στρατηγικό σχεδιασμό για την έρευνα, δεν υπάρχει σχετική μελέτη σκοπιμότητας, ανάλυση κόστους-οφέλους, κλπ.).
3. Έχουν συμπεριληφθεί στο προαναφερθέν σ/ν κατά παράβαση του Νόμου 1514/85 περί Έρευνας, ο οποίος προβλέπει σαφείς διαδικασίες αξιολόγησης των Ερευνητικών Ινστιτούτων και Κέντρων της ΓΓΕΤ, αξιολόγηση που δεν μπορεί ως εκ τούτου να γίνει από υπηρεσιακούς παράγοντες του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης, όπως για άλλους φορείς του Δημοσίου.
4. Προωθούν την απόσυρση της Πολιτείας από τη συνταγματική της υποχρέωση να εγγυάται την Έρευνα ως δημόσιο αγαθό και, ταυτόχρονα, την άρση της συνταγματικά κατοχυρωμένης μονιμότητας δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων.
5. Καταλύουν το Ν. 1514/85, ως προς την ύπαρξη ΝΠΔΔ Ερευνητικών Κέντρων, το σύστημα Διοίκησης των Ερευνητικών Κέντρων, τα προσόντα και το “status” των Ερευνητών που με βάση το ισχύον νομικό πλαίσιο είναι αντίστοιχα των καθηγητών ΑΕΙ.
6. Δημιουργούν πληθώρα επί μέρους προβλημάτων σε όλα τα υπό συγχώνευση Κέντρα, αλλά ιδιαιτέρα στα ΕΚΚΕ και ΚΕΤΕΑΘ που κινδυνεύουν με άμεση διάλυση, δίχως κανένα προφανές όφελος (επιστημονικό/αναπτυξιακό/οικονομικό) για τη χώρα.
7. Ενισχύουν τη φυγή νέων και πρεσβύτερων επιστημόνων στο εξωτερικό και την υποβάθμιση της Έρευνας στη χώρα (συνδυαζόμενες και με τις εξαγγελθείσες υπέρογκες περικοπές στο ειδικό μισθολόγιο ερευνητών και καθηγητών ΑΕΙ), καθιστώντας άνευ περιεχομένου τις επαναλαμβανόμενες κυβερνητικές ανακοινώσεις περί ανάπτυξης της χώρας μέσω ενίσχυσης της Έρευνας και της Καινοτομίας.
Με βάση τα ανωτέρω, τα Άρθρα 7 και 9 θα πρέπει να αποσυρθούν άμεσα από το υπό διαβούλευση σ/ν, και :
– Η αναδιάρθρωση του ερευνητικού/ακαδημαϊκού ιστού της χώρας θα πρέπει να προχωρήσει στο εξής συντεταγμένα, με στρατηγικό σχέδιο που θα βασίζεται σε επιστημονικά κριτήρια και με στόχο την ενδυνάμωση των δημόσιων ερευνητικών φορέων μέσω της «συγκέντρωσης δυνάμεων».
– Η αναδιάρθρωση, σε αυτήν τη φάση, θα πρέπει να συμπεριλάβει όλον τον ερευνητικό ιστό, δηλ. και τα δημόσια Ερευνητικά Κέντρα και Ινστιτούτα που δεν εποπτεύονται από τη ΓΓΕΤ, καθώς και τα ΑΕΙ.
– Εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για την αναδιάρθρωση αποτελεί η αξιολόγηση όλων των ερευνητικών φορέων, βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας για τα Ερευνητικά Κέντρα της ΓΓΕΤ και τα ΑΕΙ, και αφού γίνουν οι σχετικές νομοθετικές παρεμβάσεις για αντίστοιχη αξιολόγηση και των λοιπών ερευνητικών φορέων που δεν αξιολογούνται ως σήμερα βάσει νόμου.
– Οι όποιες συγχωνεύσεις θα πρέπει να έχουν ουσιαστικό και όχι προσχηματικό χαρακτήρα (να μη δείχνουμε δηλ., απλά και μόνο, μείωση του αριθμού των δημόσιων φορέων στην Τρόικα), αλλά και να καταλήγουν σε πραγματικές μειώσεις κόστους μέσω συνεργειών, όπως π.χ. κοινής Κεντρικής Διοίκησης ομοειδών φορέων.
– Οι όποιες συγχωνεύσεις θα πρέπει να αναχαιτίζουν το κύμα φυγής ερευνητικού προσωπικού προς το εξωτερικό.
– Επαναλαμβάνουμε (το από 19/09/12) αίτημά μας για τη σύσταση ειδικής επιτροπής από το Υπουργείο Παιδείας, στην οποία θα συμμετέχουν εκπρόσωποι των Ομοσπονδιών ΠΟΣΔΕΠ, ΟΣΕΠ/ΤΕΙ και της ΕΕΕ, καθώς και των τριών Συνόδων Πρυτάνεων / Προέδρων του χώρου της Ανώτατης Εκπαίδευσης & της Έρευνας, και η οποία θα διαμορφώσει τα κριτήρια, θα συντονίζει και θα παρακολουθεί τις εξελίξεις της διαδικασίας που θα αποσκοπεί σε μια ορθολογική αναδιάρθρωση του δημόσιου ακαδημαϊκού και ερευνητικού ιστού της χώρας.
Επαναλαμβάνουμε, τέλος, για άλλη μια φορά, ότι οι αυτονόητες υποδείξεις της Maire Geoghegan-Quinn, Επιτρόπου της Ε.Ε. για την Έρευνα, την Καινοτομία και τις Επιστήμες, η οποία δήλωσε πρόσφατα ότι «Η επένδυση στην έρευνα και την καινοτομία διασφαλίζει την ανταγωνιστικότητά μας, πράγμα που μεταφράζεται σε θέσεις εργασίας. Γνωρίζουμε ότι οι χώρες οι οποίες επένδυσαν τα μάλα στην έρευνα και την καινοτομία, αντεπεξήλθαν με τον καλύτερο τρόπο την οικονομική κρίση», θα πρέπει να εφαρμοστούν επιτέλους και στη χώρα μας.
για την ΠΟΣΔΕΠ
Ο Πρόεδρος
Νικόλαος Μ. Σταυρακάκης, Καθηγητής Ε.Μ.Π.
Η Γραμματέας
Ευγενία Μπουρνόβα, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Ε.Κ.Π.Α.
για την ΟΣΕΠ-ΤΕΙ
Ο Πρόεδρος
Γιάννης Τσάκνης, Καθηγητής ΤΕΙ Αθήνας
Ο Γραμματέας
Γεώργιος Ανδρεάδης, Καθηγητής Εφαρμογών ΤΕΙ Θεσ/νίκης
για την ΕΕΕ
Η Πρόεδρος
Μαρία Θ. Στουμπούδη, Δ/ντρια Ερευνών ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε.
Η Γραμματέας
Μαρία Κωνσταντοπούλου, Κύρια Ερευνήτρια ΕΚΕΦΕ «Δ»
Αξιότιμε Κύριε Υπουργέ,
Το νομοσχέδιο για τη συγχώνευση του ΕΚΚΕ με το ΕΙΕ περιλαμβάνει ορισμένα σημεία που χρειάζονται αναθεώρηση.
Συγκεκριμένα, η μετονομασία του ΕΙΕ, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 2, εκτός από εξαιρετικά δύσχρηστη στην πράξη, είναι και περιττή, δεδομένου ότι το ΕΙΕ, φορέας με διακριτή ταυτότητα στην Ελλάδα και το εξωτερικό, είχε ανέκαθεν διεπιστημονικό χαρακτήρα, περιλαμβάνοντας ερευνητικά Ινστιτούτα τόσο ανθρωπιστικών όσο και θετικών επιστημών.
Η σχεδιαζόμενη στο άρθρο 4 ενισχυμένη εκπροσώπηση του υπό ενσωμάτωση ΕΚΚΕ στο Διοικητικό Συμβούλιο του ΕΙΕ αντίκειται στους κανόνες αναλογικής εκπροσώπησης σε διοικητικά όργανα και στην πράξη θα δημιουργήσει προσκόμματα στην ομαλή συγχώνευση των δύο φορέων.
Η απουσία οποιασδήποτε αναφοράς από το άρθρο 5 σχετικά με την πηγή χρηματοδότησης του εντασσόμενου φορέα θα λειτουργήσει ως βρόγχος στην ήδη πολύ προβληματική μισθοδοσία του ΕΙΕ, με απρόβλεπτες συνέπειες και για τους δύο φορείς.
Με τιμή,
Γιούλη Ευαγγέλου
Ιστορικός
Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών,
Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών
Η προτιθέμενη κατάργηση και συγχώνευση του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, η μετατροπή του σε ΝΠΙΔ, αλλά και η μετονομασία του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, δηλώνει σαφή πρόθεση υποβάθμισης του ρόλου της Έρευνας και της Ανάπτυξης στην Ελλάδα, αλλά και ιδιωτικοποίησης της γνώσης.
Τα Ερευνητικά Κέντρα ΝΠΔΔ, το ΕΚΚΕ, το ΕΑΑ, το ΕΛΚΕΘΕ & το ΕΚΕΦΕ ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ, πρέπει να παραμείνουν ΝΠΔΔ, διότι παρέχουν πολύτιμες υπηρεσίες στην Πολιτεία ως σύμβουλοι σε θέματα που άπτονται του Δημοσίου Συμφέροντος. Έχουν αναγνωρισμένα διεθνώς ονόματα, επιτελούν αξιόλογο και διεθνώς αναγνωρισμένο έργο, και ενισχύουν τα δημόσια έσοδα μέσω χρηματοδοτήσεων από εξωτερικά και Ευρωπαϊκά Ερευνητικά κονδύλια. Δεν είναι οργανισμοί που φτιάχνονται και διαλύονται εν μία νυκτί, ούτε μαϊμούδες ΜΚΟ που εκμεταλλεύονται κρατικές χρηματοδοτήσεις.
Επιπροσθέτως, τα δημόσια ερευνητικά κέντρα διαθέτουν εξειδικευμένο επιστημονικό, τεχνικό & διοικητικό προσωπικό, το οποίο όχι μόνον δεν προορίζεται να αξιοποιηθεί για την ανάπτυξη της χώρας, αλλά με βάση το υπό «διαβούλευση» άρθρο 9, αντιμετωπίζει την αντισυνταγματικά επιχειρούμενη άρση των εργασιακών του δικαιωμάτων και την απόλυση.
Η ένταξη ερευνητικών κέντρων σε συνοπτικές λίστες συγχωνεύσεων, και μάλιστα υπό διαφορετικό υπουργείο από αυτό που υπάγονται, αποδεικνύει μόνο προχειρότητα αφού όχι μόνο δεν τεκμηριώνει κανένα άμεσο όφελος, αλλά παραβιάζει και σοβαρούς θεσμούς του Συντάγματος μας, όπως είναι ο δημόσιος χαρακτήρας της Έρευνας.
Με αυτή την τακτική, αγνοούνται επιδεικτικά αποτελέσματα διεθνών αξιολογήσεων των Ερευνητικών Κέντρων, και μένουν αναξιοποίητες μελέτες που μπορούν να βοηθήσουν ακόμα και την οικονομία, όπως η πρόσφατη μελέτη του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών με τίτλο «Το κοινωνικό πορτρέτο της Ελλάδας 2012», που προσφέρει χρήσιμες πληροφορίες για την διαμόρφωση της ύφεσης στην οικονομία.
Τέτοιες προχειρότητες και αυθαιρεσίες οδηγούν μόνο στη σταδιακή συρρίκνωση της γνώσης, της καινοτομίας και των επιστημών, επηρεάζουν τα δημόσια έσοδα και υπονομεύουν την ανάπτυξη της χώρας.
Το Δ.Σ. του Συλλόγου Εργαζομένων Ε.Κ.Ε.Φ.Ε. «ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ»
Κύριο γνώρισμα της διαδικασίας της διαβούλεψης είναι η περιορισμένη χρονική διάρκειά της.
Το εν λόγω άρθρο αντίκειται του Συντάγματος άρωντας τα εργασιακά δικαιώματα των Δημοσίων υπαλλήλων και εξαλείφοντας από την κοινωνική έρευνα το Δημόσιο χαρακτήρα της.
Συμφωνώ απολύτως με τις θέσεις της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων Ερευνητικών Κέντρων – Ιδρυμάτων και της Ένωσης Ελλήνων Ερευνητών.