1. Η παρ. 3 του άρθρου 103 του Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 3528/2007), όπως αντικαταστάθηκε με την περ. 3 της υποπαραγράφου Ζ.3 του άρθρου πρώτου Ν.4093/2012 λήγει μετά τη φράση «αντίστοιχης διαπιστωτικής πράξης», και προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:
«4. Εφόσον έχει επιβληθεί αυτοδίκαιη αργία στις περιπτώσεις β΄, γ΄, δ΄ και ε΄ της παραγράφου 1, η οποία δεν έχει αρθεί σύμφωνα με την παράγραφο 2, και δεν έχει επιβληθεί στον υπάλληλο πειθαρχική ποινή οριστικής παύσης, το πειθαρχικό συμβούλιο στο οποίο εκκρεμεί η υπόθεση γνωμοδοτεί μετά την πάροδο ενός έτους από τη θέση του υπαλλήλου σε αυτοδίκαιη αργία και κάθε επόμενο έτος σχετικά με την τυχόν συνδρομή λόγων που καθιστούν μη αναγκαία τη συνέχιση της. Το όργανο που είναι αρμόδιο για το διορισμό του υπαλλήλου, εφόσον κρίνει μετά την ανωτέρω γνωμοδότηση του πειθαρχικού συμβουλίου ή μετά από γνωμοδότηση του ίδιου συμβουλίου που μπορεί να ζητηθεί οποτεδήποτε, ότι με βάση τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης και το συμφέρον της υπηρεσίας, δεν είναι αναγκαία η συνέχιση της αργίας, συνεκτιμώντας την τυχόν συνδρομή στο πρόσωπο του αιτούντος υπαλλήλου σοβαρών οικονομικών, κοινωνικών ή οικογενειακών λόγων, μπορεί να διατάσσει την αναστολή της και την επάνοδο του υπαλλήλου στα καθήκοντα του ή τη μετακίνηση του σύμφωνα με το άρθρο 66. Την αναστολή της αργίας, μπορεί να ζητήσει οποτεδήποτε και ο υπάλληλος με αίτησή του προς το αρμόδιο για το διορισμό όργανο, το οποίο αποφασίζει μετά την τήρηση της ως άνω διαδικασίας και εφόσον συντρέχουν οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις και εφόσον συντρέχουν στο πρόσωπο του αιτούντος υπαλλήλου σοβαροί οικονομικοί, κοινωνικοί ή οικογενειακοί λόγοι. Το πειθαρχικό συμβούλιο, γνωμοδοτεί το αργότερο σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την περιέλευση σε αυτό του σχετικού αιτήματος. Σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της ως άνω προθεσμίας, ο υπάλληλος παραμένει σε αργία.
Η αναστολή της αργίας μπορεί να διατάσσεται και για ορισμένο χρόνο και να ανακαλείται οποτεδήποτε, εφόσον επιβάλλεται από το συμφέρον της υπηρεσίας και ιδίως σε περίπτωση υποτροπής, που οφείλεται στην τέλεση οποιουδήποτε νέου παραπτώματος από τον υπάλληλο».
2. Η παρ. 4 του άρθρου 107 του ν. 3584/2007, όπως αντικαταστάθηκε με την περ. 3 της υποπαραγράφου Ζ.3 του άρθρου πρώτου Ν.4093/2012, λήγει μετά τη φράση «αντίστοιχης διαπιστωτικής πράξης», και προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:
« 4. Εφόσον έχει επιβληθεί αυτοδίκαιη αργία στις περιπτώσεις β΄, γ΄, δ΄ και ε΄ της παραγράφου 1, η οποία δεν έχει αρθεί σύμφωνα με την παράγραφο 2, και δεν έχει επιβληθεί στον υπάλληλο πειθαρχική ποινή οριστικής παύσης, το πειθαρχικό συμβούλιο στο οποίο εκκρεμεί η υπόθεση γνωμοδοτεί μετά την πάροδο ενός έτους από τη θέση του υπαλλήλου σε αυτοδίκαιη αργία και κάθε επόμενο έτος σχετικά με την τυχόν συνδρομή λόγων που καθιστούν μη αναγκαία τη συνέχιση της. Το όργανο που είναι αρμόδιο για το διορισμό του υπαλλήλου, εφόσον κρίνει μετά την ανωτέρω γνωμοδότηση του πειθαρχικού συμβουλίου ή μετά από γνωμοδότηση του ίδιου συμβουλίου που μπορεί να ζητηθεί οποτεδήποτε, ότι με βάση τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης και το συμφέρον της υπηρεσίας, δεν είναι αναγκαία η συνέχιση της αργίας, συνεκτιμώντας την τυχόν συνδρομή στο πρόσωπο του αιτούντος υπαλλήλου σοβαρών οικονομικών, κοινωνικών ή οικογενειακών λόγων, μπορεί να διατάσσει την αναστολή της και την επάνοδο του υπαλλήλου στα καθήκοντα του ή τη μετακίνηση του σύμφωνα με το άρθρο 66. Την αναστολή της αργίας, μπορεί να ζητήσει οποτεδήποτε και ο υπάλληλος με αίτησή του προς το αρμόδιο για το διορισμό όργανο, το οποίο αποφασίζει μετά την τήρηση της ως άνω διαδικασίας και εφόσον συντρέχουν οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις και εφόσον συντρέχουν στο πρόσωπο του αιτούντος υπαλλήλου σοβαροί οικονομικοί, κοινωνικοί ή οικογενειακοί λόγοι. Το πειθαρχικό συμβούλιο, γνωμοδοτεί το αργότερο σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την περιέλευση σε αυτό του σχετικού αιτήματος. Σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της ως άνω προθεσμίας, ο υπάλληλος παραμένει σε αργία.
Η αναστολή της αργίας μπορεί να διατάσσεται και για ορισμένο χρόνο και να ανακαλείται οποτεδήποτε, εφόσον επιβάλλεται από το συμφέρον της υπηρεσίας και ιδίως σε περίπτωση υποτροπής, που οφείλεται στην τέλεση οποιουδήποτε νέου παραπτώματος από τον υπάλληλο».
Με τις διατάξεις του άρθρου Ζ3 του ν.4093/2012, προβλέπεται, ότι ο υπάλληλος τίθεται αυτοδικαίως σε αργία, χωρίς δηλαδή καμία προηγούμενη δυνατότητα ακροάσεως ή εκθέσεως των απόψεων του, αφενός μόλις υπάρξει εις βάρος του παραπομπή στο ακροατήριο για κακουργήματα και μια σειρά πλημμελημάτων (περ.γ) και αφετέρου όταν υπάρξει παραπομπή του ενώπιον του αρμοδίου Πειθαρχικού Συμβουλίου για μια σειρά πειθαρχικών παραπτωμάτων (περ.ε).
Η επιβολή του δυσμενούς διοικητικού μέτρου της αυτοδίκαιης αργίας επέρχεται εκ του νόμου, χωρίς να προηγηθεί καμία προηγούμενη ακρόαση αυτού και χωρίς να του έχει παρασχεθεί δυνατότητα να προτείνει τους ισχυρισμούς του ενώπιον της Διοικήσεως προς υπεράσπιση των εννόμων δικαιωμάτων και συμφερόντων του.
Αντιστοίχως, στην περίπτωση των υπαλλήλων που παραπέμπονται στο ακροατήριο για ποινικά αδικήματα ειδικά δε για μια σειρά πλημμελημάτων, τα οποία μάλιστα δεν σχετίζονται με την άσκηση των καθηκόντων του, χωρίς να μπορέσει ο υπάλληλος να αναπτύξει τους ισχυρισμούς του διοικητικά, χωρίς να προηγηθεί η οποιαδήποτε ακρόαση του από την Διοίκηση, του επιβάλλεται η ποινή της αυτοδίκαιης αργίας, αντίκεινται στο άρθρο 20 παρ.2 του Συντάγματος και είναι συνεπεία αυτού ανεφάρμοστες, ως αντισυνταγματικές.
Α Παράβαση του τεκμηρίου της αθωότητας (άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ).
Οι διατάξεις της υποπαραγράφου Ζ3 του άρθρου Μόνου του νόμου 4093/2012 έχουν εκδοθεί κατά παράβαση του άρθρου 6 του Συντάγματος, κατά το μέρος, που εισάγει και προστατεύει το τεκμήριο της αθωότητας του κατηγορουμένου, στα πλαίσια της ευρύτερης λογικής της διατάξεως, που αφορά στην προσωπική ασφάλεια του ατόμου.
Εκτός όμως των ανωτέρω, το τεκμήριο της αθωότητας ρητώς και κατηγορηματικώς κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ατόμου (ΕΣΔΑ) (υπογράφηκε στις 04.11.1950 στη Ρώμη από το Συμβούλιο της Ευρώπης & κυρώθηκε με το ν.δ.53/1974, ΦΕΚ Α΄ 256, ΕΔΔΑ, υπόθεση Delcourt, απόφαση 17.1.70. τόμ. 1, σ.14 παρ.25) και στο άρθρο 14 παρ.2 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ) (υπογράφηκε στις 16.12.1966 στη Νέα Υόρκη από τον ΟΗΕ & κυρώθηκε με τον ν.2462/1997, ΦΕΚ Α΄ 96), τα οποία δυνάμει του άρθρου 28 παρ.1 του Συντάγματος αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του εθνικού δικαίου και υπερισχύουν κάθε άλλης αντίθετης διάταξης νόμου του εσωτερικού δικαίου.
Η § 2 του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), ορίζει ότι «παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του». Το άρθρο 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, προβλέπει, ότι «όλοι είναι ίσοι ενώπιον των δικαστηρίων. Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεση του να δικαστεί δίκαια και δημόσια από αρμόδιο, ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που έχει συσταθεί με νόμο, το οποίο θα αποφασίζει για το βάσιμο κάθε κατηγορίας σχετικά με το ποινικό αδίκημα, η οποία έχει απαγγελθεί εναντίον του (…)».
Σε κοινοτικό επίπεδο, με το αρ.6 παρ.2 της Συνθήκης για την ΕΕ το οποίο ορίζει ότι «Η Ένωση σέβεται τα θεμελιώδη Δικαιώµατα, όπως κατοχυρώνονται µε την Ευρωπαϊκή Σύµβαση για την Προστασία των Δικαιωµάτων του Ανθρώπου και των Θεµελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στην Ρώµη στις 4 Νοεµβρίου 1950, και όπως προκύπτουν από τις κοινές συνταγµατικές παραδόσεις των κρατών µελών, ως γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου», καθίσταται σαφές ότι το τεκµήριο αθωότητας αποτελεί µέρος όχι µόνο του εσωτερικού δικαίου αλλά και του κοινοτικού, µε κοινό µάλιστα τρόπο κατοχύρωσης τους το άρθρο 6§2 της ΕΣΔΑ.
Κατά τη διάρκεια της συνδιάσκεψης της Νίκαιας το 2000 διακηρύχθηκε από τα όργανα της Ένωσης ο «Χάρτης Θεµελιωδών Δικαιωµάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης», ο οποίος στο άρθρο 48§1 αυτού προβλέπει, ότι «Κάθε κατηγορούµενος τεκµαίρεται ότι είναι αθώος µέχρι αποδείξεως της ενοχής του» ενώ η παράγραφος 2 συνεχίζει ορίζοντας ότι «Διασφαλίζεται ο σεβασµός των δικαιωµάτων της υπεράσπισης σε κάθε κατηγορούµενο». Στη συνέχεια το άρθρο 52 προβλέπει ότι το παρόν δικαίωµα έχει το ίδιο νόηµα µε το αντίστοιχο του άρθρου 6 §§2 και 3 της ΕΣΔΑ τονίζοντας µε αυτό τον τρόπο την στενή σχέση του χάρτη µε την ΕΣΔΑ.
Οι ως άνω υπερνομοθετικού χαρακτήρα διατάξεις επιβάλλουν σε όλες τις διοικητικές αρχές να αντιμετωπίζουν τον κατηγορούμενο ως αθώο, μέχρι την δικαστική διαπίστωση της ενοχής του (ενδεικτικώς Διοικητικό Εφετείο Πειραιώς 1837/2002 ΝΟΜΟΣ) και απαγορεύουν την επέλευση εις βάρος του διοικητικών συνεπειών, πριν την παύση της ισχύος του τεκμηρίου αυτού, με την έκδοση καταδικαστικής ποινικής αποφάσεως.
Η επιβολή, ωστόσο, µέτρων «τιµωρητικού» χαρακτήρα πριν την κρίση του δικαστηρίου για την ενοχή του κατηγορουµένου µε την έκδοση οριστικής αποφάσεως με το σκεπτικό τυχόν, ότι προέχει η προστασία της υπηρεσίας, έρχεται σε άµεση σύγκρουση µε το τεκµήριο αθωότητας, που επιβάλλει την αντιµετώπιση του κατηγορουµένου ως αθώου µέχρι την οριστική καταδίκη του. Η παραβίαση αυτή καθίσταται έτι εναργέστερη εάν αναλογιστεί κανείς τις ανυπολόγιστες υλικές και ηθικές συνέπειες, που υφίσταται ο υπάλληλος, ο οποίος στερείται ουσιαστικώς τα μέσα βιοπορισμού του ενώ παράλληλα γίνεται θύμα ηθικού στιγματισμού με την απομάκρυνση του από την υπηρεσία, χωρίς την μεσολάβηση, οποιασδήποτε κρίσεως και χωρίς να παρέχεται σε αυτόν η δυνατότητα να εκθέσει τις απόψεις του. Επιπρόσθετα, η καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης, η οποία δυστυχώς στην χώρα μας αποτελεί μια εξαιρετικά συνήθη πραγματικότητα, επιβαρύνει έτι περαιτέρω την εξαιρετικά δυσμένη θέση του υπαλλήλου, ο οποίος θα χρειαστεί να περιμένει επί σειρά ετών, μέχρι αφενός να αποδείξει την αθωότητα του και αφετέρου να απαλλαγεί από την εις βάρος του γενόμενη παραβίαση, βασικών συνταγματικών του δικαιωμάτων. Υπό την έννοια αυτή παραβιάζονται ομοίως και οι εκ του Συντάγματος απορρέουσες αρχές της προστασίας του ανθρώπου (άρθρο 2) αλλά και το δικαίωμα ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας του ατόμου (άρθρο 5).
ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Άρθρο 14
Αναστολή της αργίας
1. Η παρ. 3 του άρθρου 103 του Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 3528/2007), όπως
αντικαταστάθηκε με την περ. 3 της υποπαραγράφου Ζ.3 του άρθρου πρώτου
Ν.4093/2012 λήγει μετά τη φράση «αντίστοιχης διαπιστωτικής πράξης», και προστίθεται
παράγραφος 4 ως εξής:
«4. Εφόσον έχει επιβληθεί αυτοδίκαιη αργία στις περιπτώσεις β΄, γ΄, δ΄ και ε΄ της
παραγράφου 1, η οποία δεν έχει αρθεί σύμφωνα με την παράγραφο 2, και δεν έχει
επιβληθεί στον υπάλληλο πειθαρχική ποινή οριστικής παύσης, το πειθαρχικό συμβούλιο
στο οποίο εκκρεμεί η υπόθεση γνωμοδοτεί μετά την πάροδο ενός έτους από τη θέση του υπαλλήλου σε αυτοδίκαιη αργία και κάθε επόμενο έτος σχετικά με την τυχόν συνδρομή λόγων που καθιστούν μη αναγκαία τη συνέχιση της. Το όργανο που είναι αρμόδιο για το διορισμό του υπαλλήλου, εφόσον κρίνει μετά την ανωτέρω γνωμοδότηση του πειθαρχικού συμβουλίου ή μετά από γνωμοδότηση του ίδιου συμβουλίου που μπορεί να ζητηθεί οποτεδήποτε, ότι με βάση τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης και το συμφέρον της
υπηρεσίας, δεν είναι αναγκαία η συνέχιση της αργίας, συνεκτιμώντας την τυχόν συνδρομή στο πρόσωπο του αιτούντος υπαλλήλου σοβαρών οικονομικών, κοινωνικών ή οικογενειακών λόγων, μπορεί να διατάσσει την αναστολή της και την επάνοδο του
υπαλλήλου στα καθήκοντα του ή τη μετακίνηση του σύμφωνα με το άρθρο 66. Την
αναστολή της αργίας, μπορεί να ζητήσει οποτεδήποτε και ο υπάλληλος με αίτησή του
προς το αρμόδιο για το διορισμό όργανο, το οποίο αποφασίζει μετά την τήρηση της ως
άνω διαδικασίας και εφόσον συντρέχουν οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις και εφόσον
συντρέχουν στο πρόσωπο του αιτούντος υπαλλήλου σοβαροί οικονομικοί, κοινωνικοί ή
οικογενειακοί λόγοι. Το πειθαρχικό συμβούλιο, γνωμοδοτεί το αργότερο σε προθεσμία
τριάντα (30) ημερών από την περιέλευση σε αυτό του σχετικού αιτήματος. Σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της ως άνω προθεσμίας, ο υπάλληλος παραμένει σε αργία.
Η αναστολή της αργίας μπορεί να διατάσσεται και για ορισμένο χρόνο και να ανακαλείται οποτεδήποτε, εφόσον επιβάλλεται από το συμφέρον της υπηρεσίας και ιδίως σε περίπτωση υποτροπής, που οφείλεται στην τέλεση οποιουδήποτε νέου παραπτώματος από τον υπάλληλο».
2. Η παρ. 4 του άρθρου 107 του ν. 3584/2007, όπως αντικαταστάθηκε με την περ. 3 της
υποπαραγράφου Ζ.3 του άρθρου πρώτου Ν.4093/2012, λήγει μετά τη φράση
«αντίστοιχης διαπιστωτικής πράξης», και προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:
« 4. Εφόσον έχει επιβληθεί αυτοδίκαιη αργία στις περιπτώσεις β΄, γ΄, δ΄ και ε΄ της
11 παραγράφου 1, η οποία δεν έχει αρθεί σύμφωνα με την παράγραφο 2, και δεν έχει
επιβληθεί στον υπάλληλο πειθαρχική ποινή οριστικής παύσης, το πειθαρχικό συμβούλιο
στο οποίο εκκρεμεί η υπόθεση γνωμοδοτεί μετά την πάροδο ενός έτους από τη θέση του υπαλλήλου σε αυτοδίκαιη αργία και κάθε επόμενο έτος σχετικά με την τυχόν συνδρομή λόγων που καθιστούν μη αναγκαία τη συνέχιση της. Το όργανο που είναι αρμόδιο για το διορισμό του υπαλλήλου, εφόσον κρίνει μετά την ανωτέρω γνωμοδότηση του πειθαρχικού συμβουλίου ή μετά από γνωμοδότηση του ίδιου συμβουλίου που μπορεί να ζητηθεί οποτεδήποτε, ότι με βάση τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης και το συμφέρον της υπηρεσίας, δεν είναι αναγκαία η συνέχιση της αργίας, συνεκτιμώντας την τυχόν συνδρομή στο πρόσωπο του αιτούντος υπαλλήλου σοβαρών οικονομικών, κοινωνικών ή
οικογενειακών λόγων, μπορεί να διατάσσει την αναστολή της και την επάνοδο του
υπαλλήλου στα καθήκοντα του ή τη μετακίνηση του σύμφωνα με το άρθρο 66. Την
αναστολή της αργίας, μπορεί να ζητήσει οποτεδήποτε και ο υπάλληλος με αίτησή του
προς το αρμόδιο για το διορισμό όργανο, το οποίο αποφασίζει μετά την τήρηση της ως
άνω διαδικασίας και εφόσον συντρέχουν οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις και εφόσον συντρέχουν στο πρόσωπο του αιτούντος υπαλλήλου σοβαροί οικονομικοί, κοινωνικοί ή οικογενειακοί λόγοι. Το πειθαρχικό συμβούλιο, γνωμοδοτεί το αργότερο σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την περιέλευση σε αυτό του σχετικού αιτήματος. Σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της ως άνω προθεσμίας, ο υπάλληλος παραμένει σε αργία.
Η αναστολή της αργίας μπορεί να διατάσσεται και για ορισμένο χρόνο και να ανακαλείται οποτεδήποτε, εφόσον επιβάλλεται από το συμφέρον της υπηρεσίας και ιδίως σε περίπτωση υποτροπής, που οφείλεται στην τέλεση οποιουδήποτε νέου παραπτώματος από τον υπάλληλο».
Παρατήρηση. Εδώ να προστεθούν:
Α. Η διευκρινιστική φράση: Η Αίτηση αναστολής της αυτοδίκαιης αργίας, από τον υπάλληλο γίνεται οποτεδήποτε και το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο, πρέπει να συνεδριάσει εντός 30 ημερών από την κατάθεση της αίτησης (και όχι μετά ένα χρόνο, όπως εσφαλμένα πολλοί διαβάζουν το κείμενο του νόμου). Σε περίπτωση απόρριψης ο υπάλληλος μπορεί ανά μήνα να κάνει νέα αίτηση αναστολής της αυτοδίκαιης αργίας ή της δυνητικής αργίας.
Β. Μετά από 6 μήνες και αφού δεν επιβληθεί καμιά πειθαρχική ποινή στον υπάλληλο, δικαιούται να επιστρέψει στην υπηρεσία του, εφόσον οι κατηγορίες δεν είναι κακουργηματικού περιεχομένου ή υπεξαίρεσης χρημάτων, ή παιδεραστία, ή βιασμού, ή απιστία στην υπηρεσία.
Γ. Αίτηση αναστολής της δυνητικής αργίας από τον υπάλληλο, γίνεται οποτεδήποτε και το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο, πρέπει να συνεδριάσει εντός 30 ημερών από την κατάθεση της αίτησης (και όχι μετά ένα χρόνο, όπως εσφαλμένα πολλοί διαβάζουν το κείμενο του νόμου). Σε περίπτωση απόρριψης της αναστολής της αυτοδίκαιης ή της δυνητικής αργίας, ο υπάλληλος μπορεί ανά μήνα να κάνει νέα αίτηση αναστολής της αυτοδίκαιης αργίας, (με πρόσθετα δικαιολογητικά και λόγους).
Γ. Αρμόδιος Υπουργός ή το όργανο που είναι υπεύθυνο για τον διορισμό ου υπαλλήλου, μπορεί να αναστείλει την αυτοδίκαιη αργία, ή την δυνητική αργία ανά πάσα στιγμή, ακόμα και χωρίς την γνωμοδότηση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, αφού συνεκτιμήσει τα στοιχεία του φακέλου, το ότι ο υπάλληλος έχει προσφύγει στα διοικητική δικαστήρια, τα οικονομική του υπαλλήλου και το συμφέρον της υπηρεσίας.
Δ. Δύναται ο υπάλληλος να επιδιώξει την αναστολή της αυτοδίκαιης αργίας ή της δυνητικής αργίας, ανεξάρτητα από την ποινική έκβαση της εναντίον του μήνυσης ή έγκλησης ή με προσφυγή στο Διοικητικό Εφετείο, ή με αίτηση στον Αρμόδιο Υπουργό ή στο Αρμόδιο Πειθαρχικό όργανο…
Ε. Υπάλληλος που δικαιώθηκε τελεσίδικα, δικαιούται αναδρομικά όλες τις αποδοχές του τα μισθολογικά του κλιμάκια επανέρχεται στην οργανική του θέση αν επιθυμεί και αποκαθίσταται διοικητικά και ηθικά.
Άρθρο 15
1. Tα δυο πρώτα εδάφια της παραγράφου 7 του άρθρου 141 του Κώδικα Κατάστασης
Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (Υπαλληλικός
Κώδικας, ν.3528/2007), όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο δεύτερο του Ν.4057/2012, αντικαθίστανται ως εξής:
«7. Η ένσταση κατά των αποφάσεων των πειθαρχικώς προϊσταμένων κατατίθεται, με
ποινή απαραδέκτου, στο αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο, συντασσομένης εκθέσεως. Η
ένσταση κατά αποφάσεων του πειθαρχικού συμβουλίου που έκρινε σε πρώτο βαθμό
κατατίθεται, με ποινή απαραδέκτου, σε αυτό, συντασσομένης εκθέσεως, το οποίο τη
διαβιβάζει αμελλητί στο Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο με τον πλήρη φάκελο της
πειθαρχικής υπόθεσης».
2. Tα δυο πρώτα εδάφια της παραγράφου 7 του άρθρου 145 του ν. 3584/2007
αντικαθίστανται ως εξής:
«7. Η ένσταση κατά των αποφάσεων των πειθαρχικώς προϊσταμένων κατατίθεται, με
ποινή απαραδέκτου, στο αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο, συντασσομένης εκθέσεως. Η
ένσταση κατά αποφάσεων του πειθαρχικού συμβουλίου που έκρινε σε πρώτο βαθμό
κατατίθεται, με ποινή απαραδέκτου, σε αυτό, συντασσομένης εκθέσεως, το οποίο τη
διαβιβάζει αμελλητί στο Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο με τον πλήρη φάκελο της
πειθαρχικής υπόθεσης».
Παρατήρηση. Εδώ να προστεθεί η φράση:
Α. Κατά την συνεδρίαση των Πειθαρχικών Συμβουλίων δύνανται να παρίστανται ως παρατηρητές δύο αιρετοί, εκπρόσωποι των δημοσίων υπαλλήλων
Β.Ο αρμόδιος Προϊστάμενος που λαμβάνει πόρισμα ΕΔΕ, που οδηγεί τον υπάλληλο σε αυτοδίκαιη αργία, ιδιαίτερα για την ανάρμοστη συμπεριφορά εντός και εντός υπηρεσίας, δύναται να αναπέμψει την ΕΔΕ σε άλλον για «συμπληρωματική διενέργεια ΕΔΕ», όταν η πρόταση ή το πόρισμα της ΕΔΕ είναι εξόφθαλμα αβάσιμο, ή έγιναν σοβαρές παρατυπίες στην διενέργεια της ΕΔΕ.
Γ. Η λεγόμενη ανάρμοστη συμπεριφορά δημοσίου υπαλλήλου, αν δεν είναι κακουργηματικής υφής, είναι δυνητικής μορφής αργία και πρέπει να επιβάλλεται με φειδώ και πλήρως αιτιολογημένη. Ειδικά η λεγόμενη ανάρμοστη συμπεριφορά εκτός υπηρεσίας αν δεν είναι κακουργηματικής υφής, δεν ενδιαφέρει άμεσα την υπηρεσία.
Δ. Η υπηρεσία οφείλει να προστατεύει τον υπάλληλο και τα προσωπικά του δεδομένα και δεν μπορεί να επεμβαίνει στην προσωπική, κοινωνική συνδικαλιστική ζωή του υπαλλήλου.
Ε. Απαγορεύεται η παράνομη παρακολούθηση και η καταγραφή της προσωπικής, επαγγελματικής, κοινωνικής ζωής του υπαλλήλου και ιδιαίτερα της ζωής του και των δραστηριοτήτων του εκτός υπηρεσίας, από τους ανωτέρους του και κάτι τέτοιο τιμωρείται ως κατάχρηση εξουσίας
ΣΤ. Διωκόμενοι υπάλληλοι, παρά το ότι διώκονται πειθαρχικά, αν έχουν ήδη υποστεί βλάβη υγείας και δικαιούνται συνταξιοδότησης, μπορούν να καταθέσουν αίτηση για μερική ή ολική συνταξιοδότηση ανάλογα τις συνθήκες
Άρθρο 16
Σύσταση, συγκρότηση και λειτουργία Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου
1. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 146 του Κώδικα Κατάστασης
Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (Υπαλληλικός
Κώδικας, ν.3528/2007), αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο λειτουργεί σε δύο τμήματα, καθένα από τα
οποία αποτελείται από:»
2. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 146 Β του Κώδικα Κατάστασης
Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (Υπαλληλικός
Κώδικας, ν.3528/2007), που προστέθηκε με το άρθρο δεύτερο του Ν.4057/2012,
αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Τα πειθαρχικά συμβούλια είναι τριμελή και αποτελούνται από:».
3. Η περίπτωση α) της παραγράφου 2 του άρθρου 146Β του Κώδικα Κατάστασης
Δημοσίων Πολιτικιών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (Υπαλληλικός
Κώδικας, ν. 3528/2007, ΦΕΚ 26/ ΄) όπως προστέθηκε με το άρθρο δεύτερο του ν.
4057/2012 (ΦΕΚ 54/ ΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«α) Τον Πρόεδρο, ο οποίος είναι πάρεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή εφέτης ή
πρόεδρος πρωτοδικών ή πρωτοδίκης των διοικητικών ή των πολιτικών δικαστηρίων ή
εισαγγελέας ή αντεισαγγελέας εφετών ή εισαγγελέας ή αντεισαγγελέας πρωτοδικών με τον
αναπληρωτή του, οι οποίοι υποδεικνύονται από τον πρόεδρο του οικείου δικαστηρίου ή
από τον προϊστάμενο της οικείας εισαγγελίας.»
4. Η περίπτωση β΄ της παραγράφου 3 του άρθρου πέμπτου του ν. 4057/2012 (ΦΕΚ 54/ ΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«β) δύο (2) Νομικούς Συμβούλους του Κράτους με τους αναπληρωτές τους, επιπλέον των προβλεπόμενων στο άρθρο 146 του παρόντος»
5. Στο άρθρο πέμπτο του Ν.4057/2012 προστίθεται παράγραφος 6 ως ακολούθως:
«6. Τα τακτικά μέλη της περιπτώσεως β΄ της παραγράφου 3 είναι πλήρους και
αποκλειστικής απασχόλησης στο Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο. Η θητεία τους σε
αυτό θεωρείται χρόνος πραγματικής υπηρεσίας τους στις οργανικές τους θέσεις και στο
βαθμό τον οποίο κατέχουν, για όλες τις συνέπειες. Τα ανωτέρω μέλη μπορούν να
συμμετέχουν στις συνεδριάσεις της Ολομέλειας, των Τμημάτων και των λοιπών
συλλογικών οργάνων του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους».
6. Πρόεδροι των πειθαρχικών συμβουλίων που κατά τη διάρκεια της θητείας τους
προάγονται σε βαθμό ανώτερο από αυτόν τον οποίο κατείχαν κατά τον ορισμό τους στο
πειθαρχικό συμβούλιο διατηρούν την ιδιότητα του προέδρου του πειθαρχικού συμβουλίου.
Οι μέχρι την ισχύ του παρόντος πρόεδροι των πειθαρχικών συμβουλίων που τυχόν
προήχθησαν σε βαθμό ανώτερο από αυτόν τον οποίο κατείχαν κατά τον ορισμό τους στο
πειθαρχικό συμβούλιο μετείχαν νομίμως στη σύνθεση του οικείου πειθαρχικού
συμβουλίου.
Παρατήρηση. Εδώ πρέπει να προστεθεί η φράση:
Α. Κατά την συνεδρίαση των Πειθαρχικών Συμβουλίων δύνανται να παρίστανται ως παρατηρητές δύο αιρετοί, εκπρόσωποι των δημοσίων υπαλλήλων
Β.Ο αρμόδιος Υπουργός δεν υπογράφει «αμελλητί την αυτοδίκαιη αργία», αλλά κατόπιν αιτιολογημένης εκθέσεως και μπορεί να αναπέμψει το αίτημα για « πράξη θέσεως σε αυτοδίκαιη αργία, δύναται να αναπέμψει τον φάκελο της ΕΔΕ σε άλλον προϊστάμενο, για «συμπληρωματική διενέργεια ΕΔΕ», όταν η πρόταση ή το πόρισμα της ΕΔΕ για αυτοδίκαιη αργία είναι εξόφθαλμα αβάσιμο, ή είναι προϊόν εκδικήσεως, ή έγιναν σοβαρές παρατυπίες στην διενέργεια της ΕΔΕ, ή για το συμφέρον της υπηρεσίας και να αναπέμψει ή να ακυρώσει την ΕΔΕ.
Γ. Ο χρόνος της αυτοδίκαιης αργίας είναι χρόνος, που λογίζεται ως συντάξιμος.
Δ. Υπάλληλοι σε θέση αυτοδίκαιης αργίας, οι οποίοι δεν κατηγορούνται για κακουργηματικές πράξεις και δεν έχουν ακόμα πειθαρχική ποινή έως τις 30-9-2013, επιστρέφουν αυτόματα στην υπηρεσία τους με την δημοσίευση του νόμου αυτού.
Ανάλυση Παρατηρήσεις
Γίνεται κατάχρηση του όρου «αναξιοπρεπής ή ανάρμοστη συμπεριφορά εντός ή εκτός υπηρεσίας» και πολλοί υπάλληλοι τέθηκαν σε αυτοδίκαιη αργία, για ανυπόστατα αδικήματα! Πρέπει να οριστεί τι σημαίνει αναξιοπρεπής και ανάρμοστη συμπεριφορά, γατί ο κάθε διενεργών την ΕΔΕ, ερμηνεύει τους όρους αυτούς κατά το δοκούν!
Καταργείται η Συνταγματική αρχή του τεκμηρίου της αθωότητας! Ο ένας αρχίζει σκόπιμα να καταγγέλλει τον άλλον, για άσχετα θέματα, με σκοπό την εκδίκηση του άλλου! Οι υπηρεσίας διαλύονται, το κλίμα συνεργασίας εξανεμίζεται και ο καθένας σκέπτεται, πώς θα «βάλει τρικλοποδιά στον άλλον»!
Προσοχή: Από τώρα και μετά οι μισοί Δημόσιοι Υπάλληλοι θα κάνουν μηνύσεις και αναφορές στους άλλους μισούς και δεν θα υπάρχει πλέον υπάλληλος! Επίσης οι μηνύσεις θα στραφούν και κατά Υπουργών και Υπηρεσιακών Συμβουλίων και δεν θα υπάρχει ούτε υπηρεσιακό Συμβούλιο.Οι μηνύσεις θα στραφούν και Διευθυντών και δεν θα υπάρχει ούτε Διευθυντής! Τέλος τα σχολεία για παράδειγμα, θα μεταβληθούν σε ένα απέραντο ψευδο-δικαστήριο, όπου ο κάθε γονιός, μαθητής καθηγητής θα καταγγέλλει για ο,τιδήποτε, οποιονδήποτε και θα τιναχτεί το εκπαιδευτικό σύστημα και η διοίκηση σον αέρα!
Θέμα:2 Μια κακόβουλη ή σκόπιμη καταγγελία ή μήνυση είναι αρκετή για να επιβληθεί το ιδιαίτερα εξοντωτικό μέτρο της Αργίας. Πρέπει να μπουν όρια σε αυτό. Πολλοί Διευθυντές «στήνουν» αδικήματα για να διώξουν τους υπαλλήλους, που δεν επιθυμούν. Η μαζική διάθεση υπαλλήλων σε αυτοδίκαιη αργία, στο τέλος θα βλάψει και οικονομικά και διοικητικά το ίδιο το κράτος, αφού όταν δικαιωθούν θα πάρουν τα χρήματα πίσω!
Σημείωση: Το θέμα μπορούν να το δουν «πονηρά κάποιοι», όπως π.χ. διορίζεται μια καθηγήτρια στην Κάσο και δεν θέλει να πάει, τότε ένας «δικός της» της κάνει αναφορά και μήνυση φια ένα άσχετο θέμα, στην συνέχεια η Καθηγήτρια βγαίνει σε αργία (και κάθεται στην Αθήνα). Στο τέλος μετά από ένα χρόνο η «δικός της» αποσύρει την μήνυση, η Καθηγήτρια παίρνει πίσω τα χρήματα που στερήθηκε και τα μόρια μετάθεσης και έρχεται Αθήνα… εις υγείαν του Νόμου Μανιτάκη!
Θέμα:3. Κατασκευάζονται «επίορκοι» ενώ οι πραγματικοί επίορκοι ή οι υπάλληλοι με «πλαστά πτυχία και προσόντα», οι «καταχραστές δημοσίου χρήματος», μένουν στο «απυρόβλητο», δια της «αρχειοθέτησης της υπόθεσης»!. Α γίνει αμέσως έλεγχος των πτυχίων και τυπικών προσόντων αρχίζοντας από του Πανεπιστημιακούς (όπου βοά η κοινωνία για πλαστά πτυχία και πλασματικές εικονικές προϋπηρεσίες και λοιπά δήθεν προσόντα)!
Επίσης, για να μην βγαίνουν πορίσματα εντελώς αβάσιμα, πρέπει να προστεθεί η φράση: Ο αρμόδιος Προϊστάμενος ή Πρωτοβάθμια Πειθαρχικά όργανα ή ο αρμόδιος Υπουργός, που λαμβάνει πόρισμα ΕΔΕ ή απόφαση, που οδηγεί τον υπάλληλο σε «αυτοδίκαιη αργία» ή «απόλυση», δεν υπογράφει «αμμελητί» αλλά βάσει αιτιολογημένης εκθέσεως και δύναται να αναπέμψει την ΕΔΕ σε άλλον για «συμπληρωματική διενέργεια ΕΔΕ», όταν η πρόταση ή το πόρισμα της ΕΔΕ είναι εξόφθαλμα αβάσιμο, ή ο υπάλληλος ή μάρτυρας δεν απολογήθηκε ένεκα προβλημάτων ή έγιναν σοβαρές παρατυπίες στην διενέργεια της ΕΔΕ.
Δεν μπορεί να γίνονται χρονικά παράλληλα δύο ή περισσότερες ΕΔΕ για τον ίδιο υπάλληλο. Απαγορεύεται η «στοχοποίηση» υπαλλήλου και η δίωξη και η τιμωρία του για τις προσωπικές, συνδικαλιστικές και κοινωνικές του απόψεις. Διευθυντές ή Προϊστάμενοι, δεν επιτρέπεται να προσβάλλουν την προσωπικότητα του υπαλλήλου, να τον υβρίζουν, να τον διασύρουν και τιμωρούνται για παράβαση εξουσίας.
Υπάλληλοι, που αναμείχθηκαν σύμφωνα με τον νόμο με τα «κοινά» δηλ. συνδικαλιστές, υποψήφιοι σύμβουλοι Δήμων, Περιφέρειας, υποψήφιοι Βουλευτές, δύνανται να έχουν ειδικά μεταχείριση, μήπως οι καταγγελίες είναι προϊόν αντεκδίκησης αντιπάλων ή φθόνου ή σκευωρίας.
Υπάλληλος που κατέθεσε καταγγελίες ή ήταν μάρτυρας κατά της διαφθοράς και κακοδιοίκησης εντός ή εκτός υπηρεσίας, δικαιούται αυτομάτως «Προστασία Μάρτυρα Δημοσίου Συμφέροντος» και προστατεύεται από αντεκδικήσεις από πειθαρχικές διώξεις και αμείβεται αναλόγως της προσφοράς του.
Η αυτοδίκαιη αργία δεν μπορεί να επιβάλλεται για πλημμελήματα τα οποία είναι άσχετα με την υπηρεσιακή δραστηριότητα του δημόσιου υπαλλήλου. Η δυνητική αργία μπορεί να επιβληθεί για λίγους μήνες μόνο για τα σοβαρά πλημμελλήματα και δύναται να αρθεί με α΄’ιτηση του υπαλλήλου ανά πάσα στιγμή, σταθμίζοντας και το συμφέρον της υπηρεσίας. Δεν αφορούν την υπηρεσία αναφορές ή «αγωγές» που κατατίθενται κατά υπαλλήλου για την δράση του εκτός υπηρεσίας, γιατί τότε επαναφέρουμε το «ιδιώνυμο» του Μεταξά, που είναι αντισυνταγματικό… Απαγορεύεται η παράνομη παρακολούθηση των εκτός υπηρεσίας δραστηριοτήτων του υπαλλήλου
Η ανάκληση της αργίας θα πρέπει να γίνεται και με αίτηση του υπαλλήλου αμέσως, από την επίδοση, στο αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο, αν συντρέχουν ουσιαστικοί λόγοι «μεροληψίας ή εξόφθαλμης αδικίας, αυθαιρεσίας εναντίον του υπαλλήλου» με νόμιμη διαδικασία, αλλά και για οικονομικούς και κοινωνικούς λόγους.
Να καταργηθεί η επιβολή της Αυτοδίκαιης Αργίας για τα πειθαρχικά παραπτώματα όπως αυτά ορίζονται στην παράγραφο 1 περίπτωση ε του ν.4093/12 όπως η «ανάρμοστη αναξιοπρεπή συμπεριφορά εκτός υπηρεσίας», κλπ τα οποία δεν έχουν τελεσιδικήσει.
Υπάρχει το τεκμήριο της αθωότητας. Ουδείς υπάλληλος δεν διώκεται ή τίθεται σε αυτοδίκαιη αργία, αν δεν αποδειχτεί ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου ή Ποινικού Δικαστηρίου η ενοχή του
Οι αδυναμίες του Νόμου Μανιτάκη.
Στην πρώτη του εφαρμογή ο νέος Δημοσιοϋπαλληλικός Κώδικας και το Πειθαρχικό Δίκαιο, έφερε τα αντίθετα από τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Αντί να διωχτούν οι «πράγματι επίορκοι», διώχτηκαν οι «κατασκευασμένοι επίορκοι»!
Επανέρχομαι και θεωρώ ότι η διάταξη έρχεται να βολέψει διάφορους επίορκους.
κατά την άποψή μου η αυτοδίκαιη θέση σε αργία είναι αυτό ακριβώς που εννοεί η λέξη «αυτοδίκαιη» δηλ. επιβάλλεται ως διοικητικό μέτρο, απευθείας από το νόμο. Δεν μπορεί να ανασταλεί με απόφαση πειθαρχικού συμβουλίου που σε καμία περίπτωση δεν έχει αρμοδιότητα για τα διοικητικά μέτρα.Ούτε το ΣτΕ δεν δίνει αναστολή μετά την επιβολή των διοικητικών μέτρων που επιβάλλονται για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος. Καλό είναι να ρωτήσετε και κανένα νομικό.
Η ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣΤΗΣ ΑΥΤΟΔΙΚΑΙΗΣ ΑΡΓΙΑΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΥΖΗΤΕΙΤΑΙ ΜΕΤΑ ΠΑΡΕΛΕΥΣΗ 30 ΗΜΕΡΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΤΗΣ. ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΣΦΑΛΜΕΝΗ ΕΝΤΥΠΩΣΗ ΟΤΙ Η ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ ΤΗΣ ΑΥΤΟΔΙΚΑΙΗΣ ΑΡΓΙΑΣ – ΟΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΔΙΑΤΥΠΩΜΕΝΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ – ΘΑ ΣΥΖΗΤΗΘΕΙ ΜΕΤΑ ΕΝΑ ΕΤΟΣ….
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΥΠΑΡΞΕΙ ΣΑΦΗΣ ΔΙΑΤΥΠΩΣΗ ΟΤΙ ΤΟ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕΙ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΣΗ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ ΜΕΤΑ 30 ΜΕΡΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ.
ΜΕΤΑ ΑΠΟ 6 ΜΗΝΕΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΤΑΙ ΑΥΤΟΜΑΤΑ Η ΑΥΤΟΔΙΚΑΙΗ ΑΡΓΙΑ – ΠΛΗΝ ΤΩΝ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΩΝ – ΑΦΟΥ ΤΟ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΕΠΙΒΑΛΕΙ ΚΑΜΙΑ ΠΟΙΝΗ ΣΤΗΝ ΥΠΑΛΛΗΛΟ
ΠΡΕΠΕΙ ΕΠΙΣΗΣ ΝΑ ΔΙΑΣΑΦΗΘΕΙ Ο ΟΡΟΣ » ΑΝΑΡΜΟΣΤΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΕΝΤΟΣ ΚΑΙ ΕΚΤΟΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ» ΓΙΑΤΙ ΓΙΑ ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΠΡΑΞΗ ΤΑ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ ΕΠΙΚΑΛΟΥΝΤΑΙ ΤΟΝ ΟΡΟ » ΑΝΑΡΜΟΣΤΗ ΝΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ». Η ΑΝΑΡΜΟΣΤΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΧΕΙ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΑ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ Ο ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ ΝΟΜΟΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΓΙΑ ΜΙΚΡΟ-ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ.
ΠΕΡΑΝ ΤΩΝ ΔΥΟ ΕΤΩΝ ΔΕ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΕΔΕ ΓΙΑ ΟΠΟΙΣΔΗΠΟΤΕ ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ.
ΕΠΙΣΗΣ Η ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΑΥΤΟΔΙΚΑΙΗΣ ΑΡΓΙΑΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΡΜΟΔΙΟ ΥΠΟΥΡΓΟ – ΑΝΑΞΑΡΤΗΤΑ ΤΗΣ ΦΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΥ – ΑΝΑ ΠΑΣΑ ΣΤΙΓΜΗ ΟΤΑΝ ΚΡΙΝΕΙ ΟΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΝΑΣΤΑΛΕΙ Η ΑΡΓΙΑ
ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΑΠΛΑ ΝΑ ΣΧΟΛΙΑΣΩ ΟΤΙ ΠΟΛΛΕΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΛΛΑΓΕΣ ΛΑΜΒΑΝΟΥΝ ΧΩΡΑ ΓΙΑ ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΙΣΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ «ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ» ΜΕΤΑΞΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ!ΕΞΟΥ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΗΣ ΜΗΧΑΝΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΑΔΕΙΑΣ.ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑΤΕ ΛΟΙΠΟΝ ΝΑ ΕΠΑΝΑΦΕΡΕΤΕ ΤΑ ΕΠΙΔΟΜΑΤΑ ΠΑΣΧΑ,ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΚΑΙ ΑΔΕΙΑΣ ΟΠΩΣ ΙΣΧΥΟΥΝ ΣΤΟΝ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΤΟΜΕΑ.
ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ Ν.4024/2011 ΟΙ ΔΗΜΟΣΙΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ ΘΑ ΑΛΛΑΖΟΥΝ ΒΑΘΜΟ ΚΑΙ ΠΡΟΑΓΟΝΤΑΙ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ.
Κ.ΥΠΟΥΡΓΕ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΡΥΘΜΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ ΟΠΩΣ ΤΟΝ ΟΡΑΜΑΤΙΖΕΣΤΕ ΝΑ ΦΡΟΝΤΙΖΕΤΕ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΡΥΘΜΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΓΙΑΤΙ ΟΠΩΣ ΚΑΛΑ ΞΕΡΕΤΕ ΕΝΑΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΚΡΙΝΕΤΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ!ΦΡΟΝΤΙΣΤΕ ΛΟΙΠΟΝ Ο ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΣ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟ ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ ΚΑΙ ΟΧΙ ΣΤΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ!!
ΕΤΣΙ ΠΡΑΤΤΟΥΝ ΚΑΙ ΟΙ ΙΔΙΩΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΕΓΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΕΡΔΟΥΣ ΤΟΥΣ.ΒΑΣΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ!
ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ