Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 7 ν. 3448/2006 αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Οι φορείς του δημόσιου τομέα επιτρέπουν την ελεύθερη διάθεση και περαιτέρω χρήση εγγράφων, πληροφοριών και δεδομένων που εκδίδουν ή κατέχουν και διαχειρίζονται ή, κατ’ εξαίρεση, επιβάλλουν όρους μέσω αδειοδότησης, ή με άλλους τρόπους, συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης αναφοράς της πηγής, της ρήτρας για την προστασία των προσωπικών δεδομένων και της επιβολής τελών, κατόπιν ειδικής αιτιολογίας. Οι όροι που επιβάλλονται δεν μπορεί να οδηγούν σε περιορισμό ή στρέβλωση του ανταγωνισμού. Με απόφαση του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού καθορίζεται το ύψος των τελών, όπου αυτά επιβάλλονται.»
2. Στις εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου για την περαιτέρω χρήση εγγράφων, πληροφοριών ή δεδομένων προβλέπονται άδειες, οι φορείς του δημόσιου τομέα εξασφαλίζουν, όπου τούτο είναι δυνατόν, τη διάθεση ανοικτών αδειών που διατίθενται διαδικτυακά, παρέχουν ευρύτερα δικαιώματα περαιτέρω χρήσης χωρίς τεχνολογικούς, οικονομικούς ή γεωγραφικούς περιορισμούς και οι οποίες στηρίζονται σε μορφότυπους ανοικτών δεδομένων. Οι άδειες αυτές είναι δυνατόν να προσαρμόζονται, προκειμένου να αντιμετωπίζουν ειδικότερες περιπτώσεις αιτήσεων αδειοδότησης. Σε κάθε περίπτωση οι άδειες θέτουν τους λιγότερους δυνατούς περιορισμούς στην περαιτέρω χρήση σύμφωνα με την αρχή της εξ ορισμού ανοικτής διάθεσης της δημόσιας πληροφορίας.»
Το άρθρο αυτό σωστά θέτει την Υπουργική Απόφαση ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη χρήση αδειών ως εξαίρεση στην εξορισμού ανοικτότητα της πληροφορίας του δημοσίου τομέα, καθώς πρόκειται για απόφαση που θα πρέπει να έχει νομιμοποίηση στο επίπεδο της κυβέρνησης. Η διάταξη θα μπορούσε να βελτιωθεί έαν η Υπουργική Απόφαση ήταν απαραίτητη όχι μόνο για την επιβολή τελών αλλά και για την επιλογή των όρων των αδειών, ειδικά στην περίπτωση που αυτές δεν είναι ανοικτές. Επίσης, στην περίπτωση επιβολής τελών ίσως θα ήταν σκοπιμότερο να υπάρχει ΚΥΑ μεταξύ του αρμοδίου υπουργού και του υπουργού οικονομικών. Είναι ορθή η προσέγγιση σύμφωνα με την οποία μέχρι να εκδοθούν οι σχετικές αποφάσεις, τα δεδομένα και περιεχόμενο παραμένουν ανοικτά, καθώς δίνει κίνητρο στους φορείς του δημοσίου τομέα να εντοπίσουν τα δεδομένα για τα οποία επιθυμούν να επιβάλουν τέλη ή να αδειοδοτήσουν με άδειες περαιτέρω χρήσης που δεν είναι ανοικτές και να αιτιολογήσουν ειδικά την απόφασή τους αυτή.
Συμφωνούμε με τα σχόλια του ΟΠΙ, ιδίως ως προς την ανάγκη ρητής πρόβλεψης περί της δυνατότητας αδειοδότησης και μέσω αυτής επιβολής συγκεκριμένων όρων στις περιπτώσεις των μουσείων.
Συμφωνούμε απόλυτα με τα σχόλια του Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας επί του συγκεκριμένου άρθρου και ειδικότερα σε ό,τι αφορά τις περιπτώσεις των αρχείων και ιδίως των μουσείων. Θεωρούμε δε ότι πέρα από τις περιπτώσεις των βιβλιοθηκών, αρχείων και ιδίως των μουσείων, θα πρέπει να προβλεφθεί ρητά και για τα έγγραφα, τις πληροφορίες ή τα δεδομένα που αφορούν πολιτιστικούς πόρους (κατ’ αντιστοιχία με τα άρθρα 19 και 20, βλ. και σχόλιό μας στο άρθρο 16), η δυνατότητα αδειοδότησης και μέσω αυτής επιβολής συγκεκριμένων όρων, χωρίς ανάγκη ειδικής αιτιολόγησης.
Επιπλέον, επισημαίνουμε και εμείς ότι στην παράγραφο 1 του άρθρου 7 η επιβολή όρων μέσω αδειοδότησης δεν μπορεί να είναι «κατ’ εξαίρεση», αλλά «οσάκις ενδείκνυται» (όπως προβλέπει η Οδηγία 2013/37) ή/και εφόσον προβλέπεται από ειδικές διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας. Επίσης, η διατύπωση «κατ’ εξαίρεση» προκειμένου για επιβολή όρων μέσω αδειοδότησης (συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης αναφοράς της πηγής, της ρήτρας για την προστασία των προσωπικών δεδομένων και της επιβολής τελών), είναι κάπως ασαφής και ενδεχομένως έρχεται σε αντίθεση με την παράγραφο 3 του άρθρου 6, όπου η περαιτέρω χρήση των εγγράφων εξ ορισμού «υπόκειται στον περιορισμό ότι το περιεχόμενό τους δεν πρέπει να αλλοιωθεί ούτε να διαστρεβλωθεί με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και ότι πρέπει να γίνεται αναφορά στην πηγή προέλευσής τους και στην ημερομηνία τελευταίας επικαιροποίησής τους».
Σε κάθε περίπτωση, ο αρμόδιος Υπουργός θα πρέπει να καθορίζει και τους όρους αδειοδότησης και όχι μόνον το ύψος των τελών.
Διατηρώντας τις επιφυλάξεις μας σχετικά με την καθιέρωση της αρχής της εξ ορισμού ανοικτής διάθεσης, θα πρέπει να διορθωθεί στο πρώτο εδάφιο η «ελεύθερη διάθεση» σε «ανοικτή διάθεση» για λόγους ομοιομορφίας και συνέπειας στη χρήση εννοιών.
Η δυνατότητα επιβολής όρων μέσω αδειοδότησης ή με άλλους τρόπους (οι οποίοι δεν διευκρινίζονται ούτε και στην αιτιολογική έκθεση) υφίσταται μόνο «κατ’ εξαίρεση» αλλά δεν διευκρινίζεται ούτε στο σχέδιο νόμου ούτε στην αιτιολογική ποιες μπορεί να είναι αυτές οι εξαιρετικές περιπτώσεις και ποιος μπορεί να τις καθορίσει. Στην αιτιολογική όμως δεν γίνεται αναφορά σε εξαιρετικές περιπτώσεις αλλά ότι η επιβολή όρων εφαρμόζεται «οσάκις ενδείκνυται», ακολουθώντας το λεκτικό της Οδηγίας 2013/37 (Προοίμιο αρ. 26). Συνεπώς, ίσως κρίνεται σκοπιμότερη η χρήση της ίδιας έκφρασης και στο νομοσχέδιο αντί για τη φράση «κατ’ εξαίρεση». Επίσης, από τη διατύπωση της παρ. 1 προκύπτει ότι απαιτείται ειδική αιτιολόγηση για την επιβολή όρων, όπως η υποχρέωση αναφοράς της πηγής και η ρήτρα για την προστασία των προσωπικών δεδομένων αλλά και για την επιβολή τελών. Κατ’ αρχάς αναφορικά με τη ρήτρα για την προστασία των προσωπικών δεδομένων αναφέρεται στην ίδια την αιτιολογική ότι στην περίπτωση που παρέχονται προσωπικά δεδομένα πρέπει να συμπεριλαμβάνεται ρήτρα προστασίας των προσωπικών δεδομένων (παρόλο που στο νομοσχέδιο δεν αναφέρεται μια τέτοια υποχρέωση) και συνεπώς δεν χρειάζεται ειδική αιτιολόγηση εκ μέρους του οικείου φορέα. Όσον αφορά στην επιβολή τελών η Οδηγία δεν αναφέρεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις που μπορούν να επιβληθούν αλλά περιορίζει απλώς το ύψος αυτών στο «οριακό κόστος» ή και περισσότερο από αυτό αν πρέπει να μη παρεμποδιστεί η κανονική λειτουργία των φορέων του δημόσιου τομέα, οι οποίοι υποχρεούνται να παράγουν έσοδα για να καλύπτουν σημαντικό μέρος του κόστους τους όσον αφορά στην εκτέλεση της δημόσιας αποστολής τους, ή του κόστους που συνδέεται με τη συλλογή, παραγωγή, αναπαραγωγή και διάδοση ορισμένων εγγράφων που διατίθενται για περαιτέρω χρήση ή στις περιπτώσεις των βιβλιοθηκών, μουσείων και αρχείων (προοίμιο αρ. 22 και 23). Μια τέτοια επιβολή τέλους «κατ’ εξαίρεση» είναι περιοριστική και ξεπερνά τις υποχρεώσεις εναρμόνισης της Οδηγίας. Όπως, επίσης, εκτός των υποχρεώσεων της εναρμόνισης της εθνικής νομοθεσίας τίθεται επιπλέον και η υποχρέωση της ειδικής αιτιολόγησης της επιβολής τελών.
Ειδικότερα, θεωρούμε ότι για τις περιπτώσεις των βιβλιοθηκών, αρχείων και ιδίως των μουσείων θα πρέπει να προβλεφθεί ρητά χωρίς ανάγκη ειδικής αιτιολόγησης η δυνατότητα αδειοδότησης και μέσω αυτής επιβολής συγκεκριμένων όρων, όπως της αναφοράς της πηγής, η δήλωση της καθ’ οιονδήποτε τρόπο τροποποίησης του εγγράφου, των δεδομένων ή της πληροφορίας από τον περαιτέρω χρήστη αλλά και η επιβολή τελών. Ο καθορισμός των όρων θα μπορούσε να πραγματοποιείται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού, κατόπιν εισήγησης του οικείου φορέα.