1. Κατά τη μεταφορά του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην ελληνική έννομη τάξη, τα όργανα ενσωμάτωσης μεριμνούν για:
α. Την τήρηση των αρχών καλής νομοθέτησης του άρθρου 2 και των νομοτεχνικών κανόνων του άρθρου 4.
β. Την αποφυγή ασαφειών ή νομοτεχνικών ελλείψεων καθώς και την αποφυγή της προσθήκης διατάξεων άσχετων με το περιεχόμενο της προς ενσωμάτωση ρύθμισης.
γ. Την έγκαιρη εναρμόνιση.
2. Τα Γραφεία Νομοθετικής Πρωτοβουλίας των Υπουργείων κατά την ενσωμάτωση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης μεριμνούν για την εφαρμογή των αρχών καλής νομοθέτησης, ιδίως κατά τη σύνταξη της Ανάλυσης Συνεπειών Ρυθμίσεων.
α) Αναγκαία για τη διαμόρφωση του άρθρου αυτού θεωρώ τη συνεργασία με τους αρμόδιους φορείς (Γραφείο Διεθνών και Κοινοτικών Θεμάτων της Γενικής Γραμματείας της Κυβέρνησης που έχει συντάξει πρακτικές οδηγίες για την προσαρμογή του εθνικού στο κοινοτικό δίκαιο, ΕΝΥΕΚ ΥΠΕΞ κ.λπ.), καθώς η ενσωμάτωση νομοθεσίας παρουσιάζει κάποιες ιδιαιτερότητες που ενδεχομένως πρέπει να επισημανθούν είτε στο υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου, είτε στα εγχειρίδια οδηγιών που θα εκδοθούν. Για παράδειγμα, η εσφαλμένη μετάφραση των οδηγιών και των κανονισμών, οδηγεί αρκετές φορές σε ασαφείς και εκτός του σκοπού της Οδηγίας ρυθμίσεις, ενώ άλλοτε κατά το στάδιο της σύνταξης των πράξεων της κοινοτικής νομοθεσίας, για διάφορους λόγους δεν διαμορφώνονται ή δεν υποστηρίζονται σωστά οι εθνικές θέσεις (σχετικό το άρθρο 13 παρ. 2δ του σχεδίου).
β) Προσοχή χρειάζεται και στη χρήση της ορθής νομοθετικής εξουσιοδότησης για την εναρμόνιση οδηγιών ή τη λήψη συμπληρωματικών μέτρων Κανονισμών με κανονιστικές πράξεις.
γ) Η αναφορά στην παρ 1β της αποφυγής ασαφειών ή νομοτεχνικών ελλείψεων θεωρώ ότι είναι πλεονασμός, αφού οι αρχές αυτές αναφέρονται στα άρθρα 2 και 4 στα οποία παραπέμπει η ρύθμιση.
δ) Η παρ. 2 αποτελεί στην ουσία επανάληψη της παρ. 2 του άρθρου 2, ενώ όσον αφορά τη βαρύτητα που πρέπει να δοθεί στην τήρηση των αρχών κατά τη σύνταξη της ανάλυσης συνεπειών ρυθμίσεων, θεωρώ ότι οι αρχές καλής νομοθέτησης πρέπει να τηρούνται σε όλα τα στάδια της νομοθετικής παραγωγής και ως εκ τούτου είναι άστοχη.
«Την έγκαιρη εναρμόνιση» αλλά όχι μόνο την έγκαιρη, αλλά και την βέλτιστη, επι της ουσίας, εναρμόνιση στο Ελληνικό Δίκαιο.
Εναρμόνιση που θα αρχίζει από μια καλή μετάφραση και θα τηρούνται περισσότερες διατάξεις του παρόντος νομομοσχεδίου,κι όχι μόνο «α. Την τήρηση των αρχών καλής νομοθέτησης του άρθρου 2 και των νομοτεχνικών κανόνων του άρθρου 4′»