«Άρθρο 165
Ειδικές υγειονομικές επιτροπές
1. Με απόφαση του Υπουργού Υγείας σε κάθε Περιφέρεια συνιστώνται μία ή περισσότερες ειδικές υγειονομικές επιτροπές αποτελούμενες από τρεις (3) ιατρούς δημοσίων νοσοκομείων οποιασδήποτε βαθμίδας, που υπηρετούν στην Περιφέρεια. Με την ίδια απόφαση ορίζεται η συγκρότηση των ειδικών υγειονομικών επιτροπών κατά ειδικότητα σε σχέση προς τα είδη των δυσίατων νοσημάτων, η χωρική αρμοδιότητα τους και ο τρόπος λειτουργίας τους.
2. Οι ειδικές υγειονομικές επιτροπές γνωματεύουν αποκλειστικά:
α) για τη χορήγηση αναρρωτικών αδειών σε υπαλλήλους που πάσχουν από δυσίατα νοσήματα
β) για την απόλυση από την υπηρεσία των υπαλλήλων, εφόσον δεν μπορούν να εκτελούν τα καθήκοντα τους, λόγω σωματικής ή πνευματικής ανικανότητας
γ) για τη χορήγηση αναρρωτικής άδειας λόγω ψυχικής νόσου όταν αυτή ξεπερνά τις 10 ημέρες κατ’ έτος καθώς και για περιπτώσεις που παραπέμπονται από την υπηρεσία
δ) για το χαρακτηρισμό νοσημάτων που χρήζουν νοσηλείας για τη χορήγηση άδειας έως είκοσι δύο (22) εργάσιμων ημερών το χρόνο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 50 παρ. 2 του παρόντος
ε) για την κρίση της αποκατάστασης της υγείας όσων αναδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 21 του παρόντος και
η) για κάθε άλλο θέμα υγείας του υπαλλήλου το οποίο έχει σχέση με τα υπηρεσιακά του καθήκοντα.
Οι γνωματεύσεις των επιτροπών αυτών υπόκεινται σε προσφυγή στις επιτροπές του άρθρου 166 του παρόντος μόνο εκ μέρους της υπηρεσίας, μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από τη γνωστοποίηση τους. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να προσφύγει στις επιτροπές του άρθρου 166 του παρόντος μέσα στην ίδια προθεσμία μόνο στην περίπτωση της απόλυσης του από την υπηρεσία λόγω σωματικής ή πνευματικής ανικανότητας.
3. Με απόφαση του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, τον Ιανουάριο κάθε δεύτερου έτους, ορίζονται τα μέλη των επιτροπών αυτών, μετά από πρόταση των οικείων ιατρικών τμημάτων των νοσοκομείων, καθώς και ο γραμματέας. Η υπόδειξη ιατρών κατάλληλων ειδικοτήτων εκ μέρους των νοσοκομείων προκειμένου να συμμετάσχουν στις επιτροπές είναι υποχρεωτική.
4. Η υπηρεσία οφείλει να γνωστοποιεί άμεσα και ενυπογράφως στον υπάλληλο τις αρνητικές αποφάσεις των ειδικών υγειονομικών επιτροπών.
5. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης & Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Υγείας, καθορίζεται ο τρόπος λειτουργίας των ειδικών υγειονομικών επιτροπών, ο τρόπος εξέτασης των υπαλλήλων και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.»
Σωστή η πρόταση της Κυριακής Σ. Να τηρείται όμως αυστηρά το ΙΑΤΡΙΚΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ στις δημόσιες υπηρεσίες, το οποίο υπάρχει στην ιατρική δεοντολογία, δεν υπάρχει όμως στη Δημόσια Διοίκηση. Στο νομοσχέδιο πρέπει να προστεθεί διάταξη που θα προβλέπει αναζήτηση ευθυνών και ποινή σε περίπτωση διαρροής ιατρικών δεδομένων από τον φακέλο του υπαλλήλου (προϊστάμενος, μέλη υπηρεσιακών συμβουλίων..). Επίσης, να διασφαλιστεί το δικαίωμα, ώστε σε περίπτωση που ο υπάλληλος επικαλεστεί λόγο υγείας σε κάποιο αίτημα, π.χ. μετακίνηση, άδεια χωρίς αποδοχές (πλην της μετ’ αποδοχών αναρρωτικής) βάσει νόμου να μην είναι υποχρεωμένος να αναφέρει το πρόβλημα υγείας του είτε προφορικά, είτε σε αίτηση προς τον προϊστάμενο ή τα υπηρεσικά συμβούλια. Ενδεχομένως, να εξεταστεί πρόβλεψη για εξαιρετικές περιπτώσεις μεταδοτικών νοσημάτων. Γενικότερα, η νοοτροπία στο δημόσιο σχετικά με τον χειρισμό των ιατρικών δεδομένων των υπαλλήλων παραπέμπει κατευθείαν στο μεσαίωνα. Είναι ανάγκη στο νομοσχέδιο αυτό να καλυφθεί το νομοθετικό κενό με βάση τα σύγχρονα δεδομένα της προστασίας της προσωπικότητας.
Θεωρώ ότι πρέπει να καθιερωθεί ένα σύστημα υποχρεωτικής παρακολούθησης της υγείας των ΔΥ σε ετήσια βάση. Δηλαδή ο κάθε ΔΥ μία φορά το χρόνο να παραπέμπεται υπηρεσιακά σε πλήρη ιατρικό έλεγχο. Μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου θα ενημερώνεται η υπηρεσία του ΔΥ, από τον φορέα που διεξήγαγε τον ιατρικό έλεγχο,για την κατασταση της υγείας του υπαλλήλου. Η έγκαιρη προγνωση τυχόν ασθενειών θα μειώσει το ενδεχόμενο εξέλιξης σε μία κατάσταση «κακής υγείας» του υπαλλήλου με ότι αυτό συνεπάγεται.
Επίσης ο θεσμός του ιατρού εργασίας θα πρέπει να καθιερωθεί και στο Ελληνικό Δημόσιο, όπως ισχύει στην υπόλοιπη ΕΕ.
Φυσικά ούτε οι ΔΥ θα πρέπει να κάνουν κατάχρηση αναρρωτικών αδειών αλλά ούτε και το Κράτος θα πρέπει να «τιμωρεί» τους υπαλλήλους που θα τύχει να ασθενήσουν.
Άρθρο 165,
1: Η εμμονή στην επάνδρωση των υγειονομικών επιτροπών από ιατρούς δημοσίων νοσοκομείων είναι αναχρονιστική. Επίσης, οι ιατροί των νοσοκομείων είναι πλέον πάρα πολύ λίγοι σε αριθμό για να ασχολούνται με αλλότρια καθήκοντα όπως η συμμετοχή σε υγειονομικές επιτροπές. Επίσης, δεν έχουν την κατάλληλη εκπαίδευση για αυτό το έργο.
2β: Με ποία κριτήρια, ιατροί, θα γνωματεύουν για την απόλυση υπαλλήλου;
2γ: Οι μεγάλη πλειοψηφία των ψυχικών νόσων απαιτούν αναρρωτική άδεια άνω των δέκα ημερών. Άρα, όλοι σχεδόν οι ασθενείς με ψυχική νόσο θα παραπέμπονται σε υγειονομικές επιτροπές.
2δ: Θα ήταν ενδιαφέρον να μας αναφέρει ο συντάκτης του παρόντος αν υπάρχει στη διεθνή Ιατρική βιβλιογραφία κατάλογος με νοσήματα που να πληρούν αυτό το κριτήριο.
2η: Δεν είμαι νομικός, αλλά η φράση «Οι γνωματεύσεις των επιτροπών αυτών υπόκεινται σε προσφυγή στις επιτροπές του άρθρου 166 του παρόντος μόνο εκ μέρους της υπηρεσίας, …» εκτός από αντιδημοκρατική, ενδεχομένως, να είναι και αντισυνταγματική.
Ο περιορισμός , ειδικά, του δικαιώματος του υπαλλήλου περί προσφυγής στις αποφάσεις της Επιτροπής καταδεικνύει την μονομέρεια του νομοθέτη, το έλλειμα δημοκρατικότητας και την τάση συγκεντρωτισμού της εξουσίας.
Είναι λάθος.
Εάν στήν έννοια τής «κάθε άλλης λεπτομέρειας» περιλαμβάνονται καί χρηματική αποζημίωση τών μελών τών επιτροπών, τότε από τήν σύνθεσή τους δέν θά πρέπει νά αποκλείονται καί ιατροί από ιδιωτικά νοσηλευτικά ιδρύματ ή απλώς ιδιώτες ιατροί γιά τούς ίδιους λόγους πού ανέφερα στόν σχολιασμό τού άρθρου 5 αλλά καί σεβασμό στήν αρχή τής ισότητας.
Το κυριότερο θέμα δυστυχώς δεν συζητείται: η κατάργηση της μονιμότητας. Επίσης δεν συζητείται ούτε καθορίζεται ο ανώτατος αριθμός ΔΥ, ούτε και οι χώροι που πρέπει να καλύπτει η διοίκηση. Χωρίς αυτά, κατά τη γνώμη μου, κάθε συζήτηση είναι χάσιμο χρόνου.