1. Η Αρχή μπορεί να θέτει, κατά περίπτωση, στους λειτουργούς, στα όργανα και στους υπαλλήλους των φορέων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά της δεσμευτικές προθεσμίες απάντησης ή εξέτασης υποθέσεων ή χορήγησης στοιχείων ή εγγράφων σε αυτήν, η μη τήρηση των οποίων συνιστά αυτοτελές πειθαρχικό αδίκημα κατά την έννοια του άρθρου 107 παρ. 1 περ. ιη’ του ν.3528/2007 όπως ισχύει, ή των οικείων κατά περίπτωση διατάξεων καθώς και το ποινικό αδίκημα της παράβασης καθήκοντος.
2. Οι φορείς που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Αρχής υποχρεούνται να κοινοποιούν σε αυτήν άμεσα όλες τις πράξεις με τις οποίες ασκείται πειθαρχική δίωξη και τις πειθαρχικές αποφάσεις όλων των μονομελών και συλλογικών οργάνων.
3. Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών υποχρεούται να ανακοινώνει στην Αρχή την ποινική δίωξη που ασκείται με κάθε μορφής συμμετοχή κατά υπαλλήλου, λειτουργού ή οργάνου των φορέων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Αρχής, το κλητήριο θέσπισμα ή το παραπεμπτικό βούλευμα για παραβάσεις περιβαλλοντικής νομοθεσίας. Ο Γραμματέας του Δικαστηρίου ή του δικαστικού συμβουλίου υποχρεούται να ανακοινώνει στην Αρχή τα παραπεμπτικά ή απαλλακτικά βουλεύματα σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας, καθώς και τις εκδιδόμενες, επίσης σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας, καταδικαστικές ή αθωωτικές αποφάσεις κατά των ως άνω προσώπων και για τις αξιόποινες αυτές πράξεις. Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών ανακοινώνει στην Αρχή το κλητήριο θέσπισμα ή το παραπεμπτικό βούλευμα για παραβάσεις περιβαλλοντικής νομοθεσίας.
4. Η διαπίστωση, ύστερα από διενέργεια επιθεώρησης, ελέγχου, έρευνας ή ένορκης διοικητικής εξέτασης από την Αρχή ή τα Σώματα και τις Υπηρεσίες Επιθεώρησης και Ελέγχου πειθαρχικών παραπτωμάτων οργάνων, λειτουργών ή υπαλλήλων των φορέων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά του, δεσμεύει τα αρμόδια όργανα των φορέων αυτών για την άμεση άσκηση πειθαρχικής δίωξης.
Αν η διαπίστωση αφορά σε διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος ή σε παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας αιρετού οργάνου της τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου ή δεύτερου βαθμού, ο φάκελος διαβιβάζεται στον αρμόδιο Ελεγκτή Νομιμότητας και, μέχρι τη λειτουργία του, στον Γενικό Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, ο οποίος υποχρεούται να ασκήσει πειθαρχικό έλεγχο κατά τις κείμενες διατάξεις.
Η παραβίαση των ανωτέρω συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα για τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα.
5. Εάν κριθεί αναγκαίο κατά τη διάρκεια επιθεώρησης-ελέγχου, ο ΓΕΔΔ δίνει εντολή για διενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης σε Συντονιστή Επιθεωρητή ή σε Επιθεωρητή, το πόρισμα της οποίας συνυποβάλλεται με την έκθεση επιθεώρησης ελέγχου.
Η ένορκη διοικητική εξέταση διενεργείται κατά τα λοιπά, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3528/07 (Υ.Κ.) όπως ισχύει κάθε φορά, ή με τις οικείες κατά περίπτωση διατάξεις.
6. Η άρνηση κατάθεσης οργάνου, λειτουργού ή υπαλλήλου σε διενεργούμενη ένορκη διοικητική εξέταση από την Αρχή ή τα Σώματα και τις Υπηρεσίες Επιθεώρησης και Ελέγχου αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα κατά την έννοια του άρθρου 107 παρ. 1 περ. ιη’ του ν.3528/2007 όπως ισχύει ή των οικείων κατά περίπτωση διατάξεων και ποινικό αδίκημα κατά τις διατάξεις του άρθρου 130 του ν. 3528/2007.
7. Οι προϊστάμενοι ή τα όργανα διοίκησης των ελεγχόμενων φορέων υποχρεούνται το αργότερο εντός διμήνου από τη λήψη της έκθεσης ή του πορίσματος επιθεώρησης ή ελέγχου που διενεργήθηκε από την
Αρχή, ή κατόπιν εντολής του ΓΕΔΔ από τα Σώματα και τις Υπηρεσίες Επιθεώρησης και Ελέγχου, να αναφέρουν στην Αρχή τις ενέργειες στις οποίες προέβησαν προς συμμόρφωση με τις προτάσεις της έκθεσης ή του πορίσματος. Το αρμόδιο ή εποπτεύον Υπουργείο έχει την ευθύνη υλοποίησης των προτάσεων που περιέχονται στη έκθεση ή το πόρισμα επιθεώρησης ή ελέγχου. Οι αρχές και τα όργανα των αρμόδιων Υπουργείων ή άλλων φορέων του δημόσιου τομέα, που είναι αποδέκτες της έκθεσης ή του πορίσματος, εφόσον από την επιθεώρηση ή τον έλεγχο προκύπτει ανάγκη λήψης μέτρων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά τους, όπως ανάγκη παρεμβάσεων με νομοθετικές ή άλλες κανονιστικές ρυθμίσεις, υποχρεούνται να πληροφορούν την Αρχή, εντός διμήνου από την λήψη της έκθεσης ή του πορίσματος, για τα μέτρα που έλαβαν ή προτίθενται να λάβουν.
8. Η Αρχή έχει δικαίωμα στα πλαίσια της παρακολούθησης της υλοποίησης των προτάσεων των πορισμάτων ή εκθέσεων επιθεώρησης και ελέγχου των ιδιαίτερων Σωμάτων και των Υπηρεσιών Επιθεώρησης και Ελέγχου να ενημερώνεται από το Ελεγκτικό Συνέδριο για την πορεία των εκδικαζόμενων υποθέσεων καταλογισμού εις βάρος υπαλλήλων, λειτουργών ή οργάνων των φορέων της αρμοδιότητάς του.
9. Κατά τις προκαταρκτικές εξετάσεις ή προανακρίσεις που διενεργούνται κατ’ εντολή του ΓΕΔΔ σύμφωνα με τις διατάξεις του ανωτέρω άρθρου 3 παρ.2 περ. στ’, μπορούν να εκτελούν χρέη γραμματέα διοικητικοί υπάλληλοι που υπηρετούν στην Αρχή.
10. Τα Σώματα και οι Υπηρεσίες Επιθεώρησης και Ελέγχου κοινοποιούν στην Αρχή τα πορίσματα και τις εκθέσεις αμέσως μετά την ολοκλήρωση των σχετικών επιθεωρήσεων και ελέγχων.
11. Τα Σώματα και οι Υπηρεσίες Επιθεώρησης και Ελέγχου γνωστοποιούν στην Αρχή ετήσιο προγραμματισμό της δράσης τους το αργότερο μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου του προηγουμένου έτους.
12. Η διάταξη της εσωτερικής παραγράφου 2 της υποπαραγράφου Στ.11 της παραγράφου Στ του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 εφαρμόζεται και για την Αρχή.