Αρχική Μεταρρύθμιση Συστήματος Ανάθεσης Δημοσίων ΣυμβάσεωνΆρθρο 31Σχόλιο του χρήστη Κίμων Σαϊτάκης, Δικηγόρος | 17 Φεβρουαρίου 2011, 22:18
Υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Το άρθρο 31 § 2 του Σχεδίου Νόμου, το οποίο αφορά την τροποποίηση μόνο του πρώτου εδαφίου της § 14 του άρθρου 41 του ν. 3316/2005, σκόπιμο είναι να περιλάβει στην τροποποίηση και το δεύτερο εδάφιο του ως άνω άρθρου, αναδιατουπούμενο ως εξής: «2. Η παρ. 14 του άρθρου 41 του ν. 3316/2005 αντικαθίσταται ως εξής: «14. Για τη δικαστική επίλυση των διαφορών που προκύπτουν μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, κατά την εκτέλεση των συμβάσεων του άρθρου 1, εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου 77 του ν. 3669/2008 (ΦΕΚ Α΄116), όπως ισχύουν κάθε φορά. Αρμόδιο δικαστήριο είναι το διοικητικό εφετείο της περιφέρειας στην οποία υπογράφηκε η σύμβαση. Παρέκταση της αρμοδιότητας δεν επιτρέπεται». (απαλείφονται δηλαδή οι λέξεις «ή το πολιτικό» πριν από τη λέξη «εφετείο»). Αιτιολόγηση της προτεινόμενης τροποποίησης: Στο άρθρο 41 § 14 εδ. β΄ του ν. 3316/2005, το οποίο δεν περιλήφθηκε μεταξύ των αναθεωρητέων με το Σχέδιο Νόμου διατάξεων, αναφέρονται τα εξής: «Αρμόδιο δικαστήριο είναι το διοικητικό ή το πολιτικό εφετείο της περιφέρειας στην οποία υπογράφηκε η σύμβαση». Είναι γεγονός ότι η διάσπαση της δικαιοδοσίας μεταξύ διοικητικών και πολιτικών εφετείων για την εκδίκαση των διαφορών που ανακύπτουν κατά το στάδιο εκτέλεσης των συμβάσεων δημιουργεί ποικίλλα προβλήματα τόσο στους αιτούντες δικαστική προστασία αναδόχους (οι οποίοι διατρέχουν τον κίνδυνο να προσφύγουν σε αναρμόδια δικαστήρια) όσο και στους ίδιους τους δικαστές, ιδίως των πολιτικών δικαστηρίων, οι οποίοι δεν είναι βεβαίως εξοικειωμένοι με τις διαφορές που ανακύπτουν από την εκτέλεση συμβάσεων μελετών και συναφών υπηρεσιών και το διέπον αυτές νομικό καθεστώς, ενώ δημιουργεί και τον κίνδυνο διαμόρφωσης αντιφατικών νομολογιών μεταξύ των δικαστηρίων κάθε δικαιοδοσίας (διοικητικών και πολιτικών). Με βάση τέτοιες σκέψεις αλλά και -όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3886/2010- εξ αιτίας της έντονης αμφισβήτησης που εκφράστηκε κατ’ επανάληψη από παράγοντες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την επάρκεια και ποιότητα της δικαστικής προστασίας που παρεχόταν από τα Μονομελή Πρωτοδικεία στις περιπτώσεις ανάθεσης συμβάσεων από φορείς με μορφή νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, ο πρόσφατος νόμος 3886/2010 προχώρησε στην ενοποίηση της δικαιοδοσίας επίλυσης των διαφορών που ανακύπτουν στο προσυμβατικό στάδιο, δηλαδή στο πλαίσιο των διαδικασιών ανάθεσης συμβάσεων δημοσίων έργων και μελετών, με την ανάθεσή τους στα κατά τόπους διοικητικά εφετεία, ανεξαρτήτως της μορφής της αναθέτουσας αρχής ως νομικού προσώπου δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου. Ως εκ τούτου, καθίσταται επιτακτική μια παρόμοια ενοποίηση της δικαιοδοσίας και για τις διαφορές που ανακύπτουν κατά το στάδιο της εκτέλεσης συμβάσεων μελετών και συναφών υπηρεσιών. Εξάλλου, οι συμβάσεις αυτές θα έχουν κατά κανόνα εξ ορισμού τον χαρακτήρα διοικητικών συμβάσεων -και άρα οι εξ αυτών διαφορές θα πρέπει να υπάγονται αποκλειστικώς στα διοικητικά δικαστήρια-, δεδομένου ότι θα πληρούν ως επί το πλείστον τις αναγκαίες προϋποθέσεις του λειτουργικού κριτηρίου που έχει διαπλασθεί από τη νομολογία (βλ. ενδεικτικώς ΑΕΔ 10/1992, 15/1992, 21/1997, ΣτΕ 3709/1987, 120/1987, 4617/1988, 342/1989, 3317/1991, 2931/1994, 1031/1995, 1547/1995, 1334/2003, 2660/2005, ΟλΑΠ 7/2001, ΑΠ 1333/1987) για τον χαρακτηρισμό μιας σύμβασης ως διοικητικής, εφόσον: α) Το αντικείμενο των εν λόγω συμβάσεων έχει εξ ορισμού σχέση με την εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού και β) η εκτέλεση των συμβάσεων διέπεται, έστω εν μέρει, από κανόνες του διοικητικού δικαίου (ιδίως το νόμο 3316/2005 και τα εκτελεστικά του διατάγματα), οι δε συμβάσεις περιέχουν σχεδόν πάντοτε όρους που παρέχουν στο συμβαλλόμενο δημόσιο νομικό πρόσωπο (ΝΠΔΔ ή ΝΠΙΔ) δυνατότητες μονομερούς επέμβασης στις συμβατικές σχέσεις και συνεπώς δημιουργούν υπέρ αυτού εξαιρετικό συμβατικό καθεστώς. Συνεπώς, πρόκειται -στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων- για διοικητικές κατ’ ουσίαν συμβάσεις, οι οποίες πρέπει να υπάγονται εξ ολοκλήρου (τόσο για το προσυμβατικό όσο και για το στάδιο εκτέλεσης της σύμβασης) στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων.