Αρχική Μεταρρύθμιση Συστήματος Ανάθεσης Δημοσίων ΣυμβάσεωνΆρθρο 33Σχόλιο του χρήστη ΣΑΤΕ - ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΑΝΩΝΥΜΩΝ, ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ | 3 Μαρτίου 2011, 15:39
Υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Στο παρόν άρθρο 33, ως το πρώτο άρθρο του νομοσχεδίου που αφορά στο σύστημα ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων έργων, υποβάλλονται οι προτάσεις και παρατηρήσεις του ΣΑΤΕ επίτου σχεδίου νόμου που σχετίζονται με: α) τις γενικές παρατηρήσεις επί της φιλοσοφίας του νομοσχεδίου και των νομοτεχνικών ζητημάτων και β) τις προτάσεις νομοθετικών τροποποιήσεων επί θεμάτων που δεν θίγονται από το σχέδιο νόμου. Οι παρατηρήσεις του ΣΑΤΕ που αφορούν επιμέρους διατάξεις του νομοσχεδίου υποβάλλονται στα αντίστοιχα άρθρα, ενώ το σύνολο των παρατηρήσεων και προτάσεων του ΣΑΤΕ έχει ήδη υποβληθεί στην πολιτική ηγεσία του ΥΠΟΜΕΔΙ (διαθέσιμο στην ιστοσελίδα του ΣΑΤΕ). Α. ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ Α.1. ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ Το σχέδιο νόμου διαπνέεται από εντονότατη ανισομέρεια αντιμετώπισης του κυρίου του έργου έναντι του αναδόχου. Από τη μία πλευρά διευρύνονται σχεδόν απεριορίστως οι δυνατότητες των υπηρεσιών του κυρίου του έργου να διορθώνουν προηγούμενα σφάλματά τους, να συμπληρώνουν παραλείψεις τους, να ανατρέπουν υπέρ τους τα παγιωμένα δεδομένα εκτέλεσης της σύμβασης και από την άλλη ο ανάδοχος οφείλει να ενεργεί εντός ασφυκτικών προθεσμιών, διαφορετικά κινδυνεύει να απολέσει ζωτικά του δικαιώματα. Η καθυστέρηση ή η αδράνεια των υπηρεσιών του φορέα κατασκευής, ακόμη και για ενέργειες απολύτως τυπικές και απλούστατες, δεν συνεπάγεται καμία δυσμενή συνέπεια για τον κύριο του έργου, αντιθέτως πολλές φορές επιβραβεύεται˙ ενώ για τον ανάδοχο, η μη τήρηση έστω και κατ’ ελάχιστο των ασφυκτικών και εκ των πραγμάτων συχνά αδύνατο να τηρηθούν προθεσμιών, επιφέρει την ολοσχερή έκπτωση από τα δικαιώματά του. Οι υπηρεσίες του κυρίου του έργου έχουν όλα τα περιθώρια να κάνουν λάθη, ακόμη και τεράστια, να χάνουν προθεσμίες, να μην τηρούν τις υποχρεώσεις τους, και όλα αυτά «ατιμωρητί»˙ δεν υπάρχει καμία δυσμενής έννομη συνέπεια γι’ αυτά τα σφάλματα, τα οποία μπορούν να «διορθώνουν» όποτε και όπως θέλουν, ανατρέποντας ακόμη και παγιωμένες έννομες καταστάσεις και γεγενημένα δικαιώματα. Μπορούν επίσης να ανακαλούν κατά το δοκούν και χωρίς σχεδόν καμία αιτιολογία, προηγούμενες πράξεις τους, με τις οποίες έχουν αναγνωρισθεί δικαιώματα του αναδόχου ή έχουν εγκριθεί αιτήματά του, έστω και αν αυτές οι εκ των υστέρων αναδρομικές «ανακλήσεις» παραβιάζουν κάθε έννοια κράτους δικαίου, χρηστής διοίκησης, προστασίας της εύλογης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, καλής πίστης και τήρησης των συναλλακτικών ηθών και γκρεμίζουν την ασφάλεια δικαίου και το πλέγμα των εκατέρωθεν συμβατικών υποχρεώσεων. Ενώ όμως οι υπηρεσίες έχουν όλη την άνεση να αδρανούν και να «κοιμούνται» καθ’ όλη τη διάρκεια εκτέλεσης του έργου, ο ανάδοχος από την πλευρά του είναι εξαναγκασμένος να ευρίσκεται σε κατάσταση διαρκούς εγρήγορσης, κοιτώντας συνεχώς το ημερολόγιο, μη και τυχόν παρέλθει έστω και μία ημέρα από κάποια δήλη ή άδηλη προθεσμία και απολέσει το σύνολο των δικαιωμάτων του! Εάν επρόκειτο για σχέση ιδιωτικού δικαίου, μία σύμβαση έργου με τέτοιους όρους δεν θα μπορούσε να σταθεί σε κανένα δικαστήριο! Θα αναγνωριζόταν η ακυρότητα και το ανεφάρμοστο των όρων αυτών και κατ’ ακολουθία του συνόλου της σύμβασης – διότι οι όροι αυτοί αποτελούν τον κορμό της συμβατικής σχέσης και ρυθμίζουν τα πλέον κρίσιμα ζητήματα κατά την εκτέλεση ενός έργου, επομένως η ακύρωσή τους προκαλεί άνευ ετέρου ακυρότητα του συνόλου της συμβατικής σχέσης – λόγω πρόδηλης καταχρηστικότητας! Διότι, εν προκειμένω, το σχέδιο νόμου δεν διαμορφώνει απλώς ένα πρότυπο «λεόντειας» σύμβασης έργου, όπου το ένα συμβαλλόμενο μέρος υπερέχει κατά παράβαση των αρχών της καλής πίστης έναντι του άλλου˙ προχωράει ακόμη περισσότερο και εγκαθιδρύει μία σχέση απόλυτης μονομέρειας, όπου το ένα συμβαλλόμενο μέρος (ο κύριος του έργου) ενεργεί δίκην απόλυτου αυθέντη, μόνο με δικαιώματα και σχεδόν χωρίς υποχρεώσεις, ενώ το άλλο (ο ανάδοχος) επέχει θέση «άκληρου υπηκόου», που μόνο ευθύνες και υποχρεώσεις φέρει, αλλά σχεδόν καθόλου δικαιώματα και καμία δυνατότητα προστασίας έναντι της ενδεχόμενης αυθαιρεσίας του «αυθέντη». Αντιλαμβανόμαστε ότι μία σύμβαση δημοσίου έργου δεν μπορεί να είναι απόλυτα ισομερής, όπως άλλωστε ποτέ δεν υπήρξε υπό οιοδήποτε νομοθετικό καθεστώς στο παρελθόν. Ως διοικητική σύμβαση, που έχει ως πρώτιστο στόχο την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, είναι αυτονόητο και παραδεκτό από την έννομη τάξη να απονέμεται στο ένα μέρος (το Δημόσιο) υπερέχουσα θέση έναντι του αντισυμβαλλομένου του. Άλλο ζήτημα, όμως, η υπερέχουσα θέση – που εξειδικεύεται στη δυνατότητα μονομερούς ρύθμισης επιμέρους ζητημάτων της συμβατικής σχέσης μέσω της έκδοσης διοικητικών πράξεων – και άλλο η καταστρατήγηση ή/και η ευθεία παραβίαση θεμελιωδών αρχών του δικαίου, που πηγάζουν ευθέως από το Σύνταγμα και από την έννοια του κράτους δικαίου. Για τους λόγους αυτούς θεωρούμε ότι θα πρέπει να υπάρξει μία γενική επανεξέταση του σχεδίου νόμου, με στόχο να επαναδιατυπωθεί στο σύνολό του με γνώμονα τις προαναφερθείσες αρχές και ειδικά αυτές που διέπουν και οριοθετούν τη δράση και τις υποχρεώσεις της Διοίκησης έναντι των διοικουμένων. Α.2. ΝΟΜΟΤΕΧΝΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ Το σχέδιο νόμου, κατά το μέρος του που αφορά τα δημόσια έργα, τροποποιεί την κωδικοποιημένη με το ν. 3669/2008 νομοθεσία για τα δημόσια έργα, όχι τα επί μέρους κωδικοποιηθέντα νομοθετήματα. Αυτό μάλλον δεν αποτελεί δόκιμη νομοτεχνική επιλογή, αν και βεβαίως απλοποιεί την όλη διαδικασία. Ειδικότερα: Η κωδικοποίηση της ισχύουσας νομοθεσίας περί δημοσίων έργων έγινε δυνάμει νομοθετικής εξουσιοδότησης που παρασχέθηκε με το άρθρο 26 παρ. 4 του Ν. 2508/1997, η οποία έχει επί λέξει ως ακολούθως: «Με απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Οικονομίας και Οικονομικών και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων `Εργων μπορεί να συσταθεί στη Γενική Γραμματεία Δημόσιων `Εργων του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων `Εργων ειδική νομοπαρασκευαστική επιτροπή για τη σύνταξη Κώδικα Δημόσιων `Εργων, Ο Κώδικας θα περιλαμβάνει τις ισχύουσες διατάξεις των νόμων και των κανονιστικών πράξεων που αφορούν τη μελέτη, την κατασκευή και τη συντήρηση των δημόσιων έργων, Για τη συγκρότηση της Επιτροπής, τη σύνταξη του Κώδικα και την αποζημίωση των μελών της Επιτροπής εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 και το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παραγράφου 3.» Η κωδικοποίηση της ισχύουσας νομοθεσίας για τα δημόσια έργα έγινε από νομοπαρασκευαστική επιτροπή που συστάθηκε ειδικά για τον σκοπό αυτό, η οποία, ενεργώντας μέσα στα πλαίσια της κατά τα άνω παρασχεθείσας νομοθετικής εξουσιοδότησης, κωδικοποίησε τις ισχύουσες διατάξεις των νόμων και των κανονιστικών πράξεων που αφορούν τη μελέτη, την κατασκευή και τη συντήρηση των δημόσιων έργων. Ακολούθως, η ανωτέρω κωδικοποίηση κυρώθηκε με τον κωδικοποιητικό νόμο 3669/2008, ο οποίος και αυτός εκδόθηκε δυνάμει της κατά τα άνω παρασχεθείσας ειδικής νομοθετικής εξουσιοδότησης. Ο νόμος αυτός περιέχει δύο και μόνο άρθρα: Το άρθρο 1 αναφέρει τα εξής (το άρθρο 2 απλώς αναφέρει τον χρόνο ενάρξεως της ισχύος του): «Κυρώνεται, σύμφωνα με το άρθρο 76 παράγραφοι 6 και 7 του Συντάγματος, η κωδικοποίηση της νομοθεσίας που αφορά στην κατασκευή των δημόσιων έργων, όπως καταρτίσθηκε από την Ειδική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή, η οποία συστάθηκε, κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 26 παρ. 4 του ν. 2508/1997 (ΦΕΚ 124 Α`), όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 11 παρ. 1 περ. γ` του ν. 3044/2002 (ΦΕΚ 197 Α`), με την αριθμ. Δ17α/01/8/Φ.Ν 433/17.1.2003 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Εργων και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ 36 Β`) και συγκροτήθηκε με την υπ` αριθμ. Δ17α/10/14/Φ.Ν 433/10.2.2003 απόφαση του Υφυπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Εργων (ΦΕΚ 164 Β`), της οποίας το κείμενο έχει ως εξής:» Όπως προκύπτει από τη σαφή εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 26 παρ. 4 του Ν. 2508/1997, η παρασχεθείσα εξουσιοδότηση αποσκοπούσε αποκλειστικά και μόνο στην κωδικοποίηση των ισχυουσών διατάξεων της νομοθεσίας δημοσίων έργων και όχι στην εξαρχής κατάρτιση κώδικα νομοθεσίας δημοσίων έργων υπό τη μορφή πρωτογενούς παραγωγής νομοθετικού έργου. Εν προκειμένω, ουσιώδης είναι η διάκριση μεταξύ νόμων – κωδίκων και απλών κωδικοποιητικών νόμων: Οι νόμοι – κώδικες (άρθρ. 76 παρ. 6 του Συντάγματος) περιέχουν νέους ή και νέους κανόνες δικαίου˙ επεμβαίνουν δηλ., από νομική άποψη, πρωτογενώς προκειμένου να ρυθμίσουν ένα συγκεκριμένο αντικείμενο. Αντιθέτως, οι κωδικοποιητικοί νόμοι (άρθρ. 76 παρ. 7 του Συντάγματος) δεν περιέχουν, κατ’ ουσία, νέους ή και νέους κανόνες δικαίου, εφόσον είτε απλώς περιέχουν τους ήδη ισχύοντες κατά τον χρόνο της κωδικοποίησης κανόνες δικαίου, είτε επαναφέρουν σε ισχύ ήδη καταργημένους νόμους, χωρίς όμως να μπορούν να αλλοιώσουν το ρυθμιστικό τους πλαίσιο. Σ’ αυτή την περίπτωση το ρυθμιστικό τους πλαίσιο οριοθετείται από τους κανόνες δικαίου που κωδικοποιούν. Ο Ν. 3669/2008 ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Πρόκειται για κωδικοποιητικό νόμο, όπως συνάγεται σαφώς από την εξουσιοδοτική διάταξη επί της οποίας ερείδεται, από την πρόδηλη βούληση του ιστορικού νομοθέτη, καθώς και από την όλη δομή του και τη διαδικασία ψήφισής του στη Βουλή. Προς επίρρωση της συγκεκριμένης διαπίστωσης, παραθέτουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα από την Εισηγητική του Έκθεση: «…….2. Η παρούσα κωδικοποίηση συντάχθηκε από την Ειδική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή, η οποία συστήθηκε στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Έργων του ΥΠΕΧΩΔΕ και αποτελεί έργο μακράς και επισταμένης επεξεργασίας σε ενιαίο κείμενο όλων των κειμένων διατάξεων που αφορούν την κατασκευή των δημοσίων έργων. 3. Το κείμενο αυτό αποτελεί την κωδικοποίηση όλων των νομοθετημάτων (νόμων, προεδρικών διαταγμάτων και κανονιστικών υπουργικών αποφάσεων) που έχουν εκδοθεί από το 1984 μέχρι και τον Δεκέμβριο 2007 και περιλαμβάνουν ρυθμίσεις για την εκτέλεση των δημοσίων έργων. Ειδικότερα έχουν κωδικοποιηθεί τα εξής νομοθετήματα :…….» Το ανωτέρω συμπέρασμα ενισχύεται και από την Εγκύκλιο 18/2008 του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. (αρ. πρωτ. Δ17/05/107/ΦΝ 433/16-9-2008)], η οποία διευκρινίζει την έννοια, τη λειτουργία και τον τρόπο εφαρμογής της εν λόγω κωδικοποίησης. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η εν λόγω Εγκύκλιος, «σε περίπτωση αντιφάσεων μεταξύ διατάξεων του ν. 3669/08 και των κωδικοποιούμενων εφόσον, οι τελευταίες υπερέχουν εφόσον η τυχόν διαφοροποίηση στο ν. 3669/08 δεν οφείλεται σε θεμιτή και επιτρεπόμενη (με βάση την σχετική εξουσιοδότηση) παρέμβαση στην ισχύουσα νομοθεσία, όπως είναι η απαλοιφή καταργημένων διατάξεων ή η σύμπτυξη διατάξεων με παρόμοιο περιεχόμενο». Αποτελεί δε πάγια πρακτική από πλευράς των αρμόδιων υπηρεσιών του Υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων (πρώην ΥΠΕΧΩΔΕ) να προσεγγίζεται ερμηνευτικά η προκείμενη κωδικοποίηση κατά τον συγκεκριμένο τρόπο˙ δηλ. ως κωδικοποίηση ισχυουσών διατάξεων της ειδικής νομοθεσίας περί δημοσίων έργων και όχι ως κώδικας δημοσίων έργων που εισάγει πρωτογενείς κανόνες δικαίου. Είναι, συνεπώς, εν όψει των προαναφερθέντων, κατά την άποψή μας, προφανές, ότι η κωδικοποίηση της νομοθεσίας των δημοσίων έργων που έγινε με το Ν. 3669/2008 προέβη απλώς σε ταξινόμηση – στην οποία (ως έννοια) περιλαμβάνεται και η απαλοιφή διατάξεων που είχαν σιωπηρώς καταργηθεί, ή η σύμπτυξη σε ενιαίο κείμενο διάσπαρτων στη νομοθεσία διατάξεων που ρύθμιζαν το ίδιο αντικείμενο, με τις αναγκαίες προσαρμογές στη διατύπωση και τη δομή τους – των ισχυόντων τότε κανόνων δικαίου για τα δημόσια έργα, χωρίς να θεσπίζει πρωτογενώς νέους κανόνες δικαίου. Κατά την κωδικοποίηση, μάλιστα, του ν. 3669/2008 έχουν συμβεί σφάλματα και σε ορισμένες περιπτώσεις οι κωδικοποιηθείσες διατάξεις δεν αποδίδουν τη νομοθεσία όπως κωδικοποιήθηκε. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις ισχύουν οι διατάξεις στην αρχική τους προ της κωδικοποίησης μορφή και οι ερμηνευτικοί κανόνες επιβάλλουν να προσφεύγει ο ερμηνευτής και εφαρμοστής του δικαίου στην αρχική μορφή των διατάξεων και, σε περίπτωση αντίθεσης με τις κωδικοποιηθείσες, να εφαρμόζει τις αρχικές διατάξεις προ της κωδικοποίησής τους, οι οποίες σε κάθε περίπτωση είναι οι μόνες που αποδίδουν το πράγματι ισχύον δίκαιο. Επομένως, η κατά την άποψή μας ορθή διαδικασία τροποποίησης της νομοθεσίας για τα δημόσια έργα θα επέβαλλε να γίνει η τροποποίηση των αρχικών διατάξεων των νομοθετημάτων που συγκροτούν την ειδική αυτή νομοθεσία (ν. 1418/1984, ν. 3263/2004 & π.δ. 609/1985), τα οποία (νομοθετήματα) εξακολουθούν να ισχύουν ως θεσπίσθηκαν, ακόμη και μετά την κωδικοποίηση του ν. 3669/2008. Αφού δε γίνει η τροποποίησή τους, ακολούθως να κωδικοποιηθούν οι τροποποιηθείσες αρχικές διατάξεις στον υφιστάμενο Κ.Δ.Ε. (Ν.3669/2008). Με τον τρόπο που γίνεται η τροποποίηση, πέραν του ότι δεν είναι νομοτεχνικά ο πλέον δόκιμος, ενδέχεται να δημιουργηθούν προβλήματα κατά την ερμηνεία των διατάξεων. Οι νέες διατάξεις που εισάγονται με το νομοσχέδιο, εφόσον ψηφισθούν και τεθούν σε ισχύ, θα έχουν την ισχύ ψηφισθέντος από τη Βουλή τυπικού νόμου˙ δεν θα πρόκειται για κωδικοποιηθείσες διατάξεις, όπως θα εξακολουθούν να είναι οι λοιπές μη τροποποιηθείσες διατάξεις. Επιπροσθέτως, οι τροποποιητικές διατάξεις τροποποιούν διατάξεις της κωδικοποίησης της νομοθεσίας και όχι τις αρχικές και μόνες πρωτογενώς ισχύουσες, οι οποίες κατ’ αρχήν παραμένουν άθικτες. Τα ανωτέρω δεδομένα είναι ιδιαίτερα πιθανό να αποτελέσουν στο μέλλον αιτία για τη γένεση αναιρετικών διαφορών σχετικά με την ερμηνεία και την εφαρμογή τους. Βεβαίως, η τροποποίηση των αρχικών διατάξεων και η εν συνεχεία κωδικοποίησή τους προϋποθέτει μεγαλύτερη και δυσκολότερη εργασία και διαδικαστικά είναι σαφώς πιο σύνθετη, όμως, κατά την άποψή μας, ο τρόπος αυτός είναι νομοτεχνικά ορθότερος και περιορίζει την πιθανότητα να ανακύψουν ερμηνευτικά προβλήματα που θα άγονται επί δεκαετίες προς επίλυση στα δικαστήρια. Β. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΩΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΩΝ Παρακάτω παρατίθενται ενότητες θεμάτων επί των οποίων χρειάζεται να υπάρξει νομοθετική παρέμβαση. Οι προτάσεις αναπτύσσονται ως περίγραμμα νομοθετικής παρέμβασης, χωρίς να περιλαμβάνουν την ακριβή νομική διατύπωση, παρά μόνο τις βασικές αρχές και κατευθύνσεις της: Β.1.ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ ΤΙΜΟΛΟΓΙΑ Μεγάλο μέρος των παθογενειών που ταλαιπωρούν τα δημόσια έργα οφείλονται στην ανυπαρξία σύγχρονων, αξιόπιστων και καταρτισμένων βάσει διεθνώς αναγνωρισμένων επιστημονικών μεθόδων αναλυτικών τιμολογίων. Ο Ν. 3263/2004 περιέχει στο άρθρο 8 πρόβλεψη για τη σύνταξη τιμολογίων δημοσίων έργων και σχετική εξουσιοδοτική διάταξη για την έγκρισή τους με υπουργική απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε.. Βάσει αυτής της διάταξης εκδόθηκαν και ανανεώνονται τα περιγραφικά τιμολόγια που ισχύουν σήμερα στα δημόσια έργα, τα αποκαλούμενα και «Τιμολόγια Σουφλιά». Τα τιμολόγια αυτά, ως είναι κοινός τόπος σε όσους ασχολούνται με τα δημόσια έργα, έχουν αποτύχει, διότι στερούνται των δύο βασικότερων στοιχείων που πρέπει να πληρούν τα σύγχρονα τιμολόγια δημοσίων έργων: α) Είναι μόνο περιγραφικά, δηλ. απλώς περιγράφουν τις εργασίες που περιλαμβάνονται σε κάθε τιμή μονάδας - πολλές φορές δε, ακόμη και αυτή η περιγραφή είναι ιδιαίτερα ατελής, ελλιπής και ασαφής - χωρίς να περιλαμβάνουν ανάλυση της τιμής μονάδας ανά επιμέρους στοιχείο κόστους της. β) Η διαπίστωση των βασικών τιμών που διαμορφώνουν τα στοιχεία κόστους μιας τιμής μονάδας γίνεται με μεθόδους επιεικώς χαρακτηριζόμενες ως ερασιτεχνικές, αντιεπιστημονικές και εν τέλει παντελώς αυθαίρετες. Εξ αιτίας των ανωτέρω προβλημάτων η τιμολόγηση των έργων γίνεται κατά τρόπο απολύτως εσφαλμένο, χωρίς να απεικονίζει το πραγματικό κόστος τους. Οι επιμέρους συνέπειες της εσφαλμένης τιμολόγησης είναι πολλές και σημαντικότατες: α) Ο αρχικός προϋπολογισμός των έργων δεν καταρτίζεται επί ορθής τιμολογιακής βάσης, με αποτέλεσμα να μην αποδίδει σωστά το προεκτιμώμενο κόστος του έργου. β) Άμεσο επακόλουθο αυτού, είναι η αδυναμία κοστολόγησης του έργου από πλευράς της ενδιαφερόμενης εργοληπτικής επιχείρησης. γ) Η τιμολόγηση των νέων εργασιών γίνεται κατά τρόπο αυθαίρετο και ολότελα αντιεπιστημονικό. δ) Σωρεία δικαστικών διαφορών ανακύπτει εξ αιτίας της γενικότητας και ασάφειας των εφαρμοζόμενων περιγραφικών τιμολογίων. ε) Προκαλείται τεράστια επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού και αλόγιστη διασπάθιση κονδυλίων, λόγω των εσφαλμένων τιμολογήσεων, των διαρκών αναπροσαρμογών, των καθορισμών νέων τιμών μονάδας, των συνεχών διαφορών που οδηγούνται εν τέλει προς επίλυση στα δικαστήρια, γενικότερα της αδυναμίας ορθής κοστολόγησης των δημοσίων έργων. στ) Θίγεται βαρύτατα η ποιότητα των εκτελούμενων έργων και άλλες πολλές δυσμενέστατες συνέπειες, που δεν έχουμε τον χρόνο και χώρο να παραθέσουμε εδώ. Ως ένα πρώτο βήμα για την επίλυση του προβλήματος, απαιτούνται οι ακόλουθες νομοθετικές τροποποιήσεις, που θα θέσουν τη βάση για την εγκαθίδρυση ενός συστήματος επιστημονικής και σύγχρονης τιμολόγησης των έργων: 1. Στο Άρθρο 1 «Πεδίο Εφαρμογής -Έννοιες - Γενικές Αρχές», παράγραφος 7 του Ν. 3669/2008 προστίθεται νέο εδάφιο η) ως εξής: «η) «Τιμολόγιο Εργασιών» είναι η ανάλυση του προς εκτέλεση κατασκευαστικού αντικειμένου σε επιμέρους εργασίες, οι οποίες περιγράφονται κατά τρόπο μονοσήμαντο, η δε τιμή τους αναλύεται και τεκμηριώνεται με βάση την ποσότητα και αξία των μέσων παραγωγής, που συμμετέχουν άμεσα στην εκτέλεσή τους. Η ανάλυση κατά τα ανωτέρω, της τιμής μονάδος κάθε εργασίας του Τιμολογίου, αναφέρεται συνοπτικά ως «Ανάλυση Τιμής» και περιλαμβάνει, κατ΄ ελάχιστο, τα ακόλουθα επιμέρους στοιχεία άμεσου κόστους: • Το άμεσα απασχολούμενο εργατοτεχνικό προσωπικό • Τον άμεσα απασχολούμενο μηχανικό εξοπλισμό • Τα άμεσα αναλωνόμενα υλικά και υπηρεσίες τρίτων Στα Τιμολόγια Εργασιών που καταρτίζονται και εγκρίνονται κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου, περιλαμβάνονται όλες οι εργασίες που είναι δυνατόν να απαιτηθούν σε κάθε κατηγορία έργων. Τα Τιμολόγια αυτά διαμορφώνονται με ενιαίες αρχές και τυποποιημένη μεθοδολογία σύμφωνα με τις προβλέψεις του παρόντος νόμου και εφαρμόζονται ενιαία από όλες τις Δημοπρατούσες Αρχές του Δημόσιου και του ευρύτερου Δημόσιου Τομέα, και ως εκ τούτου καλούνται και ενιαία τυποποιημένα τιμολόγια. Τα επιμέρους στοιχεία κόστους στα οποία αναλύεται η τιμή μονάδος κάθε εργασίας των ενιαίων τυποποιημένων Τιμολογίων, υπολογίζονται με βάση τις Βασικές Τιμές ημερομισθίων εργατοτεχνικού προσωπικού, υλικών και μισθωμάτων μηχανημάτων, οι οποίες διαπιστώνονται για κάθε χρονική περίοδο (ημερολογιακό τρίμηνο),σύμφωνα με τις προβλέψεις του παρόντος νόμου.» 2. Στο Άρθρο 2 «Γενικές Διατάξεις» του Ν.3669/2008, όπως αυτό προβλέπεται να αντικατασταθεί με το Άρθρο 34 του προτεινόμενου ν/σ, προστίθεται, μετά την παράγραφο 2, παράγραφος 2α, ως εξής: «2.α.Για την έκδοση της αναφερόμενης στην προηγούμενη παράγραφο βεβαίωσης ωριμότητας, η αρμόδια για την κατασκευή του έργου Υπηρεσία οφείλει να υποβάλει στην ΑΕΠΕ, πλήρη φάκελο με τα εγκεκριμένα οικονομικά τεύχη που τεκμηριώνουν τον Προϋπολογισμό Δημοπράτησης του Έργου, συνοδευόμενα από τη σύμφωνη περί αυτού γνώμη του Μελετητή. Μέχρι τη σύσταση της ΑΕΠΕ, η σχετική βεβαίωση εκδίδεται από την αρμόδια διαχειριστική αρχή, ανεξάρτητα από το ύψος του προϋπολογισμού ή την πηγή χρηματοδότησης του έργου. Η περί της ωριμότητας εκδιδόμενη βεβαίωση πρέπει να επισυνάπτεται στην διακήρυξη του έργου.» 3. Στο Άρθρο 17 «Συμβατικά Τεύχη» του Ν.3669/2008 αντικαθίστανται οι παράγραφοι 4 και 5 ως εξής: «4. Με απόφαση του Υπουργού Υποδομών Μεταφορών και Δικτύων εγκρίνεται η κατάρτιση, συμπλήρωση και τροποποίηση ενιαίων τυποποιημένων Τιμολογίων Εργασιών, για όλες τις κατηγορίες έργων. 5. Τα τιμολόγια, μετά την έγκρισή τους, εφαρμόζονται ενιαία από όλες τις Δημοπρατούσες Αρχές που διέπονται από τον παρόντα νόμο.» 4. Στο Άρθρο 17 «Συμβατικά Τεύχη» του Ν.3669/2008 τροποποιείται η παράγραφος 6 ως εξής: «6. Οι τιμές των τιμολογίων αυτών, που προκύπτουν από τις αντίστοιχες αναλύσεις τιμών, εφαρμόζονται αυτούσιες ή σε συνδυασμό μεταξύ τους για τη σύνταξη του προϋπολογισμού των έργων». 5. Στο Άρθρο 54 «Αναθεώρηση τιμών» του Ν.3669/2008 καταργούνται οι διατάξεις των παραγράφων 16 και 17 και αντικαθίστανται ως εξής: «16. Τα θέματα διαπίστωσης των βασικών τιμών και τα της σύνθεσης και λειτουργίας της Επιτροπής Διαπίστωσης Βασικών Τιμών ΔΕ, καθώς και όλα τα θέματα που αναφέρονται στην εφαρμογή της αναθεώρησης τιμών, ρυθμίζονται με Υπουργικές Αποφάσεις. 17. Η διαπίστωση των βασικών τιμών των ημερομισθίων του εργατοτεχνικού προσωπικού, των μισθωμάτων των μηχανημάτων έργων και των ενσωματούμενων υλικών, γίνεται με βάση μεθοδολογία που εγκρίνεται με Υπουργική Απόφαση, μετά από εισήγηση της Επιτροπής Παρακολούθησης και Βελτίωσης του Συστήματος Τιμολόγησης Έργων, που συγκροτήθηκε με την απόφαση ΥΠΥΜΕΔΙ/Δ 11γ/ο/393/02-08-2010.» 6. Στο Άρθρο 179 «Εξουσιοδοτικές διατάξεις» παράγραφος 4 του Ν.3669/2008 καταργείται η περίπτωση ιβ και αντικαθίστανται ως εξής: «ιβ) Μέχρι την έκδοση των σχετικών αποφάσεων, η ΕΔΤΔΕ, με τη γραμματειακή και τεχνική υποστήριξη της αρμόδιας υπηρεσίας της ΓΓΔΕ και του ΙΟΚ, εφαρμόζουν τις προτάσεις της Επιτροπής «Παρακολούθησης και Βελτίωσης του Συστήματος Τιμολόγησης Έργων», που συγκροτήθηκε με την απόφαση ΥΠΟΜΕΔΙ Δ11γ/ο/393 – 02.08.2010, ως προς τον τρόπο αντικειμενικού προσδιορισμού των μέσων μισθωμάτων μηχανημάτων και των ωρομισθίων εργατοτεχνικού προσωπικού, όπως αυτές τελικά θα οριστικοποιηθούν και θα εγκριθούν, και διαμορφώνουν τους πίνακες και την ονοματολογία των βασικών υλικών που περιλαμβάνονται στα Πρακτικά Διαπίστωσης, σύμφωνα με τις προτάσεις της εν λόγω Επιτροπής». Β.2.ΣΥΣΤΗΜΑ ΑΝΑΘΕΣΗΣ ΕΡΓΩΝ Επειδή: α. ο Νόμος 3263/2004 που εισήγαγε το ισχύον σύστημα ανάθεσης των έργων απέτυχε και στους δύο στόχους του, αυτόν της συγκράτησης των εκπτώσεων και αυτόν της εξυγίανσης και της επιβολής κανόνων διαφάνειας, β. οι προϋποθέσεις: i) των πλήρων και αξιόπιστων μελετών, ii) της σωστής και επαρκούς επίβλεψης και iii) της ευνομούμενης και χρηστής Δημόσιας Διοίκησης, που αποτελούν τις αναγκαίες συνθήκες για την λειτουργία της απόλυτης μειοδοσίας, δεν υφίστανται και ουδείς γνωρίζει πότε θα διασφαλιστούν, γ. η εντεινόμενη κρίση και η δραματική μείωση των έργων ευνοούν την εμφάνιση φαινομένων άκριτου και νοσηρού ανταγωνισμού με αποτέλεσμα να «εκδιώκονται» από τον κλάδο οι, κατά τεκμήριο, συνεπέστεροι, δ. οι μεγάλες εκπτώσεις υποβαθμίζουν την ποιότητα των έργων και υπονομεύουν την ολοκλήρωσή τους, με δυσμενείς επιπτώσεις για τους αναδόχους αλλά και τους εργαζομένους και προμηθευτές των αναδόχων, είναι προφανής η ανάγκη καθιέρωσης ενός νέου αντικειμενικού συστήματος ανάθεσης των έργων. Ανεξάρτητα πάντως από το πώς θα ονομάζεται το σύστημα και με ποιόν τρόπο θα αναδεικνύεται ο ανάδοχος, πρέπει να καλύπτονται σε κάθε περίπτωση οι παρακάτω βασικές προϋποθέσεις: 1. Διεξαγωγή του διαγωνισμού σε δύο διακριτά στάδια: 1ο Στάδιο η κατάθεση των δικαιολογητικών. 2ο Στάδιο (μετά την ολοκλήρωση του πρώτου) η κατάθεση των οικονομικών προφορών που θα ανοίγονται αμέσως ενώπιον των συμμετεχόντων. Με την ρύθμιση αυτή αφενός διασφαλίζεται η διαφάνεια και αφετέρου οδηγούμαστε σε γρήγορη ανάδειξη αναδόχου, αφού θα ελαχιστοποιηθούν οι ενστάσεις. 2. Να διατηρηθούν οι περιορισμοί αυτοπρόσωπης κατάθεσης των προσφορών (για τις ατομικές εργοληπτικές επιχειρήσεις) ή μέλος Δ.Σ. (για τις εταιρείες), διεξαγωγής διαγωνισμών μία φορά την εβδομάδα την ίδια ώρα και μέρα, πρωτότυπο βεβαίωσης ΜΕΕΠ. 3. Πρέπει να αποκλειστεί η δυνατότητα οποιουδήποτε κριτηρίου αξιολόγησης επιδέχεται υποκειμενική κρίση. Β.3.ΜΕΤΡΑ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΓΝΗΣΙΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΕΓΓΥΗΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ Τα κρούσματα του φαινομένου των πλαστών εγγυητικών επιστολών, καλής εκτέλεσης κυρίως, έχουν αυξηθεί ανησυχητικά το τελευταίο διάστημα. Τα παρακάτω μέτρα, εφόσον υιοθετηθούν και θεσμοθετηθούν, πιστεύουμε ότι θα επιλύσουν οριστικά το ζήτημα: Προϋπόθεση της υπογραφής οποιασδήποτε σύμβασης, είτε αρχικής είτε συμπληρωματικής, είναι η προηγούμενη χορήγηση βεβαίωσης του εκδόντος την εγγυητική επιστολή καλής εκτέλεσης πιστωτικού ιδρύματος περί της γνησιότητας της προσκομισθείσας από τον ανάδοχο εγγυητικής, κατόπιν επίσημου αιτήματος που θα υποβάλλει απευθείας η υπηρεσία προς πιστωτικό ίδρυμα, χωρίς μεσολάβηση του αναδόχου. Η βεβαίωση του πιστωτικού ιδρύματος μαζί με το επίσημο αίτημα της υπηρεσίας προς το πιστωτικό ίδρυμα θα επισυνάπτονται στη σύμβαση και θα αποτελούν προϋπόθεση του κύρους της. Επομένως, σύμβαση στην οποία δεν θα έχει επισυναφθεί αυτή η βεβαίωση, που θα πρέπει να έχει ληφθεί κατά την επίσημη διαδικασία που προβλέπεται παραπάνω, θα είναι άκυρη και ο ανάδοχος δεν θα μπορεί να εισπράξει το εργολαβικό αντάλλαγμα, ακόμη και αν εκτελέσει τις εργασίες. Με τον τρόπο αυτό εξαλείφεται το κίνητρο πονηρά σκεπτόμενου εργολάβου να προσκομίσει εξ αρχής πλαστή εγγυητική επιστολή. Προϋπόθεση πληρωμής του πρώτου και μετά την ημερομηνία περαίωσης του έργου συντασσόμενου λογαριασμού είναι η προηγούμενη χορήγηση βεβαίωσης από το αρμόδιο πιστωτικό ίδρυμα, αφού τηρηθεί η παραπάνω διαδικασία (δηλ. υποβολή επίσημου αιτήματος από τη διευθύνουσα υπηρεσία κατευθείαν στο πιστωτικό ίδρυμα και απάντηση του τελευταίου κατευθείαν στην υπηρεσία, χωρίς μεσολάβηση του αναδόχου), περί της γνησιότητας της κατατεθειμένης στην υπηρεσία εγγυητικής επιστολής καλής εκτέλεσης. Η βεβαίωση του πιστωτικού ιδρύματος (με το έγγραφο αίτημα της υπηρεσίας προς αυτό) θα επισυνάπτεται στο χρηματικό ένταλμα πληρωμής του λογαριασμού και χωρίς αυτήν δεν θα θεωρείται από τον Επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Η βεβαίωση θα πρέπει να έχει ημερομηνία μεταγενέστερη αυτής της έγκρισης του λογαριασμού. Με τον τρόπο αυτό αποτρέπεται το ενδεχόμενο (πολύ συχνό τελευταία) ο ανάδοχος να αντικαταστήσει την αρχικώς προσκομισθείσα έγκυρη εγγυητική με άλλη πλαστή. Για την πληρωμή κάθε λογαριασμού, από τον πρώτο μέχρι και τον τελευταίο, θα πρέπει να διαπιστώνεται η γνησιότητα της κατατεθειμένης εγγυητικής (ή εγγυητικών) καλής εκτέλεσης. Επομένως, εξαλείφεται το κίνητρο του πονηρού αναδόχου, σε συνεννόηση με διεφθαρμένους υπαλλήλους της υπηρεσίας, να αντικαθιστά κατά τη διάρκεια εκτέλεσης του έργου τις γνήσιες εγγυητικές με πλαστές. Και να το κάνει, δεν θα έχει κανένα όφελος, εφόσον δεν πρόκειται να πληρωθεί κανένα λογαριασμό. Θέσπιση αυστηρότατων κυρώσεων σε βάρος των εργοληπτικών επιχειρήσεων που διαπράττουν τέτοια αδικήματα. Υποχρεωτική ποινή οριστικής διαγραφής από το ΜΕΕΠ, σε περίπτωση που θα διαπιστωθεί η διάπραξη του αδικήματος. Άμεση παραπομπή στο πειθαρχικό συμβούλιο κατ’ απόλυτη προτεραιότητα με πρόβλεψη επιβολής ποινών και στον υπεύθυνο εφ’ όσον είναι γραμμένος στο ΜΕΚ. Β.4. ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ ΕΓΓΥΗΤΙΚΩΝ ΚΑΛΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ Συχνό φαινόμενο, που δεν αντιμετωπίζει ο νέος νόμος, είναι και η άρνηση ή αδιαφορία των υπηρεσιών να επιστρέψουν στον ανάδοχο τις κατατεθειμένες εγγυητικές καλής εκτέλεσης, όταν πληρούνται οι προς τούτο προϋποθέσεις. Οι εγγυητικές επιστολές καλής εκτέλεσης επιστρέφονται στον ανάδοχο ολοσχερώς (δηλ. και ως προς το απομένον μετά τις σταδιακές απομειώσεις ποσοστό του 40% της αρχικής βασικής εγγύησης) με την οριστική παραλαβή του έργου και τη σύνταξη του τελικού λογαριασμού. Στην πράξη συχνά αυτό δεν γίνεται, γιατί οι παραλαβές καθυστερούν πολύ πέραν της παρόδου του χρόνου εγγύησης ή διενεργούνται αυτοδίκαια ή και για ποικίλους άλλους λόγους. Το πρόβλημα γεννάται από το γεγονός ότι, κατά πάγια πρακτική, οι εγγυητικές επιστολές καλής εκτέλεσης είναι αορίστου χρόνου. Επισημαίνουμε ότι ο νόμος δεν απαιτεί οι εγγυητικές καλής εκτέλεσης να είναι αορίστου χρόνου, αλλά παρέχει την ευχέρεια στην εκάστοτε δημοπρατούσα αρχή να καθορίσει τον χρόνο ισχύος τους στη διακήρυξη του διαγωνισμού. Οι δημοπρατούσες αρχές επιλέγουν πάντα την πλέον εύκολη και ασφαλή γι’ αυτές λύση: Ζητούν οι εγγυητικές καλής εκτέλεσης να είναι αορίστου χρόνου. Ο βασικός άξονας είναι να εκδίδονται εγγυητικές καλής εκτέλεσης ορισμένης διάρκειας (ως αρχική διάρκεια της εγγυητικής καλής εκτέλεσης θα πρέπει να ορίζεται η αρχική συμβατική προθεσμία συν τέσσερις μήνες), οι οποίες, σε περίπτωση παρατάσεων και καθυστερήσεων πέραν των προεκτιμώμενων χρονικών ορίων ολοκλήρωσης του έργου, θα ανανεώνονται με επιστολή του πιστωτικού ιδρύματος ανάλογα, μέχρι και τη διενέργεια της οριστικής παραλαβής και την υποβολή του τελικού λογαριασμού. Εάν ο ανάδοχος αρνηθεί την αντικατάσταση της εγγυητικής επιστολής κατά τον χρόνο λήξης της, μπορεί να κηρύσσεται έκπτωτος ή να του επιβάλλονται άλλου είδους κυρώσεις (π.χ. κατάπτωση της εγγυητικής της οποίας αρνείται ή αμελεί την αντικατάσταση). Με τον τρόπο αυτό θα παύσει η σημερινή κατάσταση, που ταλανίζει πλήθος εργοληπτικών επιχειρήσεων, οι οποίες, αντιμετωπίζοντας την παράνομη άρνηση των υπηρεσιών να τους επιστρέψουν τις εγγυητικές επιστολές καλής εκτέλεσης, είναι αναγκασμένες να προσφεύγουν σε μακροχρόνιους δικαστικούς αγώνες. Εν τω μεταξύ όμως, οι εγγυητικές παραμένουν εις χείρας του κυρίου του έργου και βαρύνονται ετησίως με προμήθειες, χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτε επ’ αυτού η εργοληπτική επιχείρηση, παρά μόνο να ελπίζει στη δικαστική της δικαίωση, στο απώτερο μέλλον. Β.5. ΣΤΕΛΕΧΩΣΗ Ο θεσμός της ελάχιστης υποχρεωτικής στελέχωσης των εργοληπτικών επιχειρήσεων έχει καταστεί γράμμα κενό περιεχομένου και δεν εξυπηρετεί τον σκοπό για τον οποίο θεσμοθετήθηκε, ήτοι τον εμπλουτισμό κάθε εργοληπτικής επιχείρησης με ικανό στελεχιακό δυναμικό που απασχολείται πραγματικά σ’ αυτήν, προσφέροντας τις επιστημονικές γνώσεις, την τεχνογνωσία και την εμπειρία του. Είναι παγκοίνως γνωστό ότι ο θεσμός της υποχρεωτικής στελέχωσης έχει εκφυλισθεί και μετατραπεί σε σύστημα εικονικής απασχόλησης και υποχρεωτικών αργομισθιών, που απομυζούν τις εργοληπτικές επιχειρήσεις. Για τον λόγο αυτό το υπάρχον καθεστώς θα πρέπει να αναθεωρηθεί πάνω σε δύο βασικούς άξονες: α) Τη δραστική μείωση των στελεχών που πρέπει να έχει κάθε εργοληπτική επιχείρηση για την κατάταξή της στις αντίστοιχες τάξεις του Μ.Ε.ΕΠ.. β) Τη δυνατότητα υποκατάστασης στελεχών ΜΕΚ (που κατά κανόνα απασχολούνται εικονικά στις επιχειρήσεις που στελεχώνουν επισήμως) από μηχανικούς αποδεδειγμένης πολυετούς εμπειρίας, οι οποίοι απασχολούνται πραγματικά στις εργοληπτικές επιχειρήσεις με τις οποίες συνδέονται με σχέση εργασίας. Ως εκ τούτου, η πρότασή μας συνοψίζεται ως εξής: Τάξη Βασική κατηγορία (Βασική στελέχωση ) Πρόσθετη κατηγορία (Συμπληρωματική στελέχωση ) Α1 1 Α 1 Α Α2 1 Β 1 Β 1η 1 Γ 1 Β 2η 1 Δ 1 Γ 3η 1 Δ + 1 Γ 1 Γ 4η 2 Δ 1 Δ 5η 2 Δ και 1 Γ 1 Δ + 1 Γ 6η 3 Δ και 2 Γ 2 Δ 7η 12 Δ και 10 Γ εκ των οποίων οι 8 Δ να είναι εγγεγραμμένοι σε 3 κατηγορίες έργων 2Δ σε Η/Μ και 2Δ σε Β/Ε 1. Τα στελέχη για κάθε πρόσθετη κατηγορία έργων εκτός της βασικής κατηγορίας μπορεί να είναι τα ίδια πρόσωπα της βασικής στελέχωσης εγγεγραμμένα σε αντίστοιχη κατηγορία και τάξη του ΜΕΚ. 2. Εναλλακτικά για τις τάξεις τέταρτη, Πέμπτη, έκτη και έβδομη μπορεί να αντικατασταθεί στη βασική και στη συμπληρωματική τους στελέχωση κάθε τεχνικός ΜΕΚ Δ’ βαθμίδας με δύο (2) τεχνικούς Γ’ βαθμίδας, κάθε τεχνικός ΜΕΚ Γ’ βαθμίδας με δύο (2) τεχνικούς ΜΕΚ Β’ βαθμίδας και κάθε τεχνικός ΜΕΚ Β’ βαθμίδας με δύο (2) τεχνικούς Α’ βαθμίδας. Για τις πιο πάνω τάξεις τα στελέχη για κάθε πρόσθετη κατηγορία έργων, εκτός της βασικής κατηγορίας, μπορεί να είναι τα ίδια πρόσωπα της βασικής στελέχωσης εγγεγραμμένα σε αντίστοιχη κατηγορία και τάξη του ΜΕΚ ή και άλλα πρόσωπα. 3. Επί προσωπικών επιχειρήσεων η βασική στελέχωση μόνο της κύριας κατηγορίας πρέπει να συντρέχει στο πρόσωπο που ασκεί την ατομική επιχείρηση στις δε λοιπές νομικές μορφές (ΟΕ, ΕΕ) δεν απαιτείται η σύνδεση της βασικής στελέχωσης με την ιδιότητα του εταίρου. 4. Σε εταιρία οποιασδήποτε νομικής μορφή (ΟΕ, ΕΕ, ΕΠΕ, ΑΕ) η ιδιότητα του εταίρου, διαχειριστή, μετόχου ή μέλους ΔΣ αποτελεί επαρκή απόδειξη στελέχωσης χωρίς την προϋπόθεση αποδεδειγμένης ετήσιας αμοιβής. Η παρ.6 και η περίπτωση i, ii και iii της παρ. 8 του άρθρου 100 του Ν. 3669/2008 αντικαθίστανται ως εξής: i. Στην τέταρτη τάξη, για τη βασική κατηγορία έργων απαιτείται στελέχωση δύο (2) τεχνικών ΜΕΚ Δ’ βαθμίδας. Για κάθε πρόσθετη κατηγορία έργων απαιτείται συμπληρωματική στελέχωση τουλάχιστον ενός (1) τεχνικού ΜΕΚ Δ’ βαθμίδας. ii. Στην πέμπτη τάξη, για τη βασική κατηγορία έργων απαιτείται στελέχωση τουλάχιστον δύο (2) τεχνικών ΜΕΚ Δ’ βαθμίδας και ενός (1) τεχνικού ΜΕΚ Γ’ βαθμίδας. Για κάθε πρόσθετη κατηγορία έργων απαιτείται συμπληρωματική στελέχωση τουλάχιστον ενός (1) τεχνικού ΜΕΚ Δ’ βαθμίδας και ενός (1) τεχνικού ΜΕΚ Γ’ βαθμίδας. iii. Στην έκτη τάξη, για τη βασική κατηγορία έργων απαιτείται στελέχωση τουλάχιστον τριών (3) τεχνικών ΜΕΚ Δ’ βαθμίδας και δύο (2) τεχνικών ΜΕΚ Γ’ βαθμίδας. Για κάθε πρόσθετη κατηγορία έργων απαιτείται συμπληρωματική στελέχωση τουλάχιστον δύο (2) τεχνικών ΜΕΚ Δ’ βαθμίδας. iv. Για την έβδομη τάξη, για τη βασική κατηγορία έργων απαιτείται στελέχωση τουλάχιστον δώδεκα (12) τεχνικών ΜΕΚ Δ’ βαθμίδας και δέκα (10) τεχνικών ΜΕΚ Γ’ βαθμίδας, εκ των οποίων οι οκτώ (8) να είναι γραμμένοι σε τρεις (3) κατηγορίες έργων, δύο (2) Δ’ βαθμίδας σε Η/Μ και δύο (2) βαθμίδας Δ’ σε Β/Ε. Β.6. ΜΗ ΙΣΧΥΣ ΚΑΤΩΤΑΤΩΝ ΟΡΙΩΝ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΥΠΕΡΓΟΛΑΒΙΩΝ Η εφαρμογή των κατωτάτων ορίων και στις περιπτώσεις υπεργολαβιών συνιστά μία υπερβολικά περιοριστική ρύθμιση, που δεν εξυπηρετεί κανένα καλώς νοούμενο και έλλογο σκοπό˙ αντιθέτως, αποκλείει την υπεργολαβική εκτέλεση συγκεκριμένων τμημάτων έργων, τα οποία δύνανται να εκτελεσθούν μόνο από εξειδικευμένες και πεπειραμένες στο συγκεκριμένο αντικείμενο εργοληπτικές επιχειρήσεις, από τις επιχειρήσεις εκείνες που διαθέτουν την τεχνογνωσία να τα εκτελέσουν. Υπ’ αυτή την έννοια ο συγκεκριμένος περιορισμός έχει ως μόνο αποτέλεσμα τη διακινδύνευση της ποιότητας του τελικού έργου και την καθυστέρηση της ολοκλήρωσής του. Για τον λόγο αυτό κρίνεται απολύτως αναγκαία και προτείνεται η προσθήκη στο τέλος της περ. α’ της παρ.1 του άρθρου 68 του ΚΔΕ του ακόλουθου εδαφίου (με έντονα γράμματα): «Άρθρο 68 Υπεργολαβία 1. Όταν συνάπτεται σύμβαση μίσθωσης έργου μεταξύ του αναδόχου δημοσίου έργου και εργοληπτικής επιχείρησης του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 80 για την κατασκευή μέρους του έργου που έχει αναληφθεί από τον ανάδοχο (υπεργολαβία), ο υπεργολάβος θεωρείται «εγκεκριμένος» με τις συνέπειες του κώδικα αυτού, μετά από έγκριση του κυρίου του έργου ή του φορέα κατασκευής όταν συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις: α) Ο υπεργολάβος έχει τα αντίστοιχα προσόντα για την εκτέλεση του έργου που αναλαμβάνει και ανήκει σε τάξη και κατηγορία έργου, αντίστοιχη με το ποσό της σύμβασης υπεργολαβίας. Ειδικώς για την ανάληψη υπεργολαβικών συμβάσεων δεν ισχύουν τα κατώτερα όρια των τάξεων του Μ.Ε.ΕΠ. του άρθρου 102 (άρθρ. 16 του Ν. 1418/1984).» Β.7. ΘΕΜΑΤΑ ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΩΝ Με το υπάρχον καθεστώς επιτρέπεται η απαγόρευση με τη διακήρυξη συμμετοχής στον διαγωνισμό κοινοπραξιών που πληρούν τις προϋποθέσεις νομιμότητας και επίσης απαγορεύεται η σύσταση κοινοπραξιών εντός της ίδιας κατηγορίας από επιχειρήσεις που διαφέρουν μεταξύ τους περισσότερες από μία τάξεις, έστω και αν ανήκουν όλες στις καλούμενες στη δημοπρασία τάξεις στη συγκεκριμένη κατηγορία (π.χ. στην κατηγορία οικοδομικών κάποιου έργου μπορεί να είναι καλούμενες τάξεις οι 5η, 4η και 3η, όμως, σύμφωνα με το ισχύον καθεστώς, κοινοπραξία μπορούν να συστήσουν μόνο η 3η με την 4η τάξη ή η 4η με την 5η, όχι η 5η με την 3η). Αμφότερες οι ανωτέρω ρυθμίσεις, ήτοι η δυνατότητα απαγόρευσης σύστασης κοινοπραξιών με τη διακήρυξη και ο περιορισμός των τάξεων που δύνανται να κοινοπρακτήσουν, δεν φαίνεται να εξυπηρετούν κάποια έλλογη σκοπιμότητα και ως εκ τούτου προτείνεται η κατάργησή τους. Για τον λόγο αυτό προτείνεται η τροποποίηση της παρ. 7 του άρθρου 16 του ΚΔΕ ως εξής: «7. Οι εργοληπτικές επιχειρήσεις γίνονται δεκτές στις δημοπρασίες και σε κοινοπραξία. Οι εργοληπτικές επιχειρήσεις που κοινοπρακτούν και είναι της αυτής κατηγορίας πρέπει να ανήκουν όλες σε μία από τις καλούμενες στη δημοπρασία τάξεις. Η κάθε μία από τις επιχειρήσεις που κοινοπρακτούν, συμμετέχει στην κοινοπραξία με ποσοστό όχι μικρότερο του 25% του προϋπολογισμού της υπηρεσίας του δημοπρατούμενου έργου. Αν το έργο περιλαμβάνει εργασίες περισσότερων κατηγοριών το ποσοστό του προηγούμενου εδαφίου αναφέρεται στον προϋπολογισμό της κάθε κατηγορίας.» Β.8. ΚΑΤΑΤΑΞΗ, ΕΓΓΡΑΦΗ, ΑΝΕΛΙΞΗ ΕΡΓΟΛΗΠΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΣΤΟ Μ.Ε.ΕΠ. Η παρ. 17 του άρθρου 16 του ν. 1418/1984 θα πρέπει να προσαρμοσθεί ώστε να καταστεί διάταξη διαρκούς εφαρμογής και η διενέργεια της τακτικής αναθεώρησης να μην αποτελεί κώλυμα για τη διαδικασία συγχώνευσης, αλλά ούτε και το αντίστροφο, δηλ. η διαδικασία συγχώνευσης να μην προκαλεί δυσχέρειες κατά την τακτική αναθεώρησ