Αρχική Μεταρρύθμιση Συστήματος Ανάθεσης Δημοσίων ΣυμβάσεωνΆρθρο 33Σχόλιο του χρήστη ΣΑΤΕ - ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΑΝΩΝΥΜΩΝ, ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ | 3 Μαρτίου 2011, 15:15
Υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
ΣΥΜΦΩΝΟ ΑΚΕΡΑΙΟΤΗΤΑΣ (ΑΡΘΡ. 33 § 3 ) Στην παρ. 3 (εδ. 2ο) του νέου άρθρου 1 Α του Ν. 3669/2008 αναφέρονται τα εξής: «Εάν διαπιστωθεί η παραβίαση της απαγόρευσης αυτής, η υπαίτια εργοληπτική επιχείρηση ή κοινοπραξία κηρύσσεται έκπτωτη από όλες τις εκτελούμενες συμβάσεις της, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 61 παρόντος Κώδικα, χωρίς να απαιτείται η προηγούμενη κοινοποίηση ειδικής πρόσκλησης». ΣΧΟΛΙΑ: Οι συνέπειες της «διαπίστωσης» είναι σοβαρότατες και βαρύτατες για την εργοληπτική επιχείρηση. Έτσι όπως είναι διατυπωμένη η διάταξη, ο όρος είναι απολύτως αόριστος και δεκτικός οιασδήποτε ερμηνείας ή παρερμηνείας κατά το δοκούν. Ο όρος πρέπει να συγκεκριμενοποιηθεί και να διασαφηνισθεί με αναφορά σε οριστές νομικές έννοιες. Το κυριότερο: Η επέλευση των σοβαρότατων και δυσμενέστατων για την εργοληπτική επιχείρηση συνεπειών πρέπει να εξαρτάται από την έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, η οποία θα βεβαιώνει τη διάπραξη των σχετικών αδικημάτων. Επομένως, η διάταξη πρέπει να αναδιατυπωθεί ως εξής: «Εάν διαπιστωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση η παραβίαση της απαγόρευσης αυτής, …………». Η επιλογή της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης ως μέτρο κρίσης της συνδρομής του όρου «διαπίστωση» δεν είναι τυχαία. Από την τελεσίδικη δικαστική απόφαση απορρέει, σύμφωνα με όλες τις δικονομικές διατάξεις, δεδικασμένο. Υπό την έννοια αυτή δεν αρκεί η οριστική δικαστική απόφαση, αλλά ούτε απαιτείται η αμετάκλητη (κατόπιν αναιρέσεως) δικαστική απόφαση. Κατά μείζονα λόγο, βεβαίως, δεν είναι δυνατόν να εξαρτώνται οι κατά τα άνω συνέπειες από την υποκειμενική κρίση ενός ελεγκτικού οργάνου. Περαιτέρω, η έκπτωση της εργοληπτικής επιχείρησης από όλα τα έργα που εκτελεί και όχι μόνο από εκείνο στο οποίο «διαπιστώθηκε» η παράβαση του συμφώνου ακεραιότητας εμφανίζεται ως υπερβολική ποινή, η οποία εκφεύγει των ορίων των συμβατικών υποχρεώσεων που αναλαμβάνει η εργοληπτική επιχείρηση με το σύμφωνο ακεραιότητας. Επισημαίνουμε ότι οι υποχρεώσεις που αναλαμβάνει η επιχείρηση με το σύμφωνο ακεραιότητας είναι συμβατικές και εκτείνονται εντός των ορίων εκτέλεσης του έργου για το οποίο υπογράφεται. Δεν είναι εύλογο οι συμβατικές συνέπειες, όπως η έκπτωση, να εκτείνονται και επί των λοιπών έργων που εκτελεί η εργοληπτική επιχείρηση, ως προς τα οποία δεν έχει διαπιστωθεί η παραμικρή παράβαση. Άλλο ζήτημα, βεβαίως, οι πειθαρχικές κυρώσεις και οι ποινικές συνέπειες, οι οποίες επιβάλλονται σε βάρος της εργοληπτικής επιχείρησης και των υπαίτιων φυσικών προσώπων. Επομένως, η κήρυξη της έκπτωσης θα πρέπει να περιορισθεί αποκλειστικά στο έργο όπου διαπιστώθηκε η παράβαση του συμφώνου και να μην εκτείνεται και επί των λοιπών.