Αρχική Μεταρρύθμιση Συστήματος Ανάθεσης Δημοσίων ΣυμβάσεωνΆρθρο 33Σχόλιο του χρήστη ΣΑΤΕ - ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΑΝΩΝΥΜΩΝ, ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ | 3 Μαρτίου 2011, 16:41
Υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
(συνέχεια σχολίου ΣΑΤΕ) Β.8. ΚΑΤΑΤΑΞΗ, ΕΓΓΡΑΦΗ, ΑΝΕΛΙΞΗ ΕΡΓΟΛΗΠΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΣΤΟ Μ.Ε.ΕΠ. Η παρ. 17 του άρθρου 16 του ν. 1418/1984 θα πρέπει να προσαρμοσθεί ώστε να καταστεί διάταξη διαρκούς εφαρμογής και η διενέργεια της τακτικής αναθεώρησης να μην αποτελεί κώλυμα για τη διαδικασία συγχώνευσης, αλλά ούτε και το αντίστροφο, δηλ. η διαδικασία συγχώνευσης να μην προκαλεί δυσχέρειες κατά την τακτική αναθεώρηση. Ήτοι, η υποβολή δήλωσης έναρξης της διαδικασίας συγχώνευσης στην υπηρεσία τήρησης του Μ.Ε.ΕΠ. του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. εντός των νομίμων προθεσμιών για την υποβολή αίτησης τακτικής αναθεώρησης υποκαθιστά την αίτηση για τη διενέργεια τακτικής αναθεώρησης, η οποία θα διενεργηθεί μετά την ολοκλήρωση της συγχώνευσης επί της εργοληπτικής επιχείρησης που θα προκύψει από τη συγχώνευση. Από την άλλη πλευρά, οι υπό συγχώνευση εργοληπτικές επιχειρήσεις δεν κωλύονται να υποβάλουν αιτήσεις τακτικής αναθεώρησης της εγγραφής τους στο Μ.Ε.ΕΠ. και ακολούθως, είτε μετά την ολοκλήρωση της τακτικής αναθεώρησης είτε εκ παραλλήλου, να υποβάλουν δήλωση συγχώνευσης, να ξεκινήσουν τη διαδικασία συγχώνευσης και μετά την ολοκλήρωσή της να υποβάλουν αίτηση κατάταξης στο Μ.Ε.ΕΠ. της ανώνυμης εταιρείας που θα προκύψει από τη συγχώνευση. Το ποια πορεία θα ακολουθηθεί, εναπόκειται στη βούληση των συγχωνευομένων εργοληπτικών επιχειρήσεων. Επ’ ουδενί όμως η διαδικασία της συγχώνευσης και η παράλληλη διαδικασία της τακτικής αναθεώρησης δύνανται να αποτελέσουν, εκάστη εξ αυτών, εμπόδιο για την ομαλή και πρόσφορη ολοκλήρωση της άλλης. Τούτο επιβάλλεται από τη συνταγματικώς αλλά και σε επίπεδο πρωτογενούς κοινοτικού δικαίου προστατευόμενη αρχή της οικονομικής και επιχειρηματικής ελευθερίας, η οποία επιτάσσει την ακώλυτη διενέργεια των συγχωνεύσεων ανωνύμων εταιρειών, υπό τις ειδικότερες βεβαίως προϋποθέσεις που προβλέπονται στο δίκαιο περί ανωνύμων εταιρειών. Επομένως, αντιβαίνει προς την εν λόγω συνταγματικώς και σε επίπεδο κοινοτικού δικαίου κατοχυρωμένη γενική αρχή του δικαίου, η συγχώνευση ανωνύμων εταιρειών να αποκλείεται ή να παρεμποδίζεται είτε αμέσως είτε εμμέσως από διαδικαστικής φύσεως προσκόμματα, τα οποία εγείρονται καθ’ ερμηνεία διατάξεων που ανήκουν σε άλλο τομέα του δικαίου, όπως εν προκειμένω της ειδικής περί δημοσίων έργων νομοθεσίας. Υπό την έννοια αυτή, εφόσον η υποβολή δήλωσης έναρξης της διαδικασίας συγχώνευσης εντός των νομίμων προθεσμιών υποκαθιστά την υποβολή αίτησης για διενέργεια τακτικής αναθεώρησης, κατά μείζονα λόγο, εάν υποβληθούν για τη διενέργεια τακτικής αναθεώρησης αιτήσεις από τις υπό συγχώνευση εταιρείες, το γεγονός αυτό δεν εμποδίζει ούτε την πρόοδο της συγχώνευσης, ούτε την κατάταξη στο Μ.Ε.ΕΠ. της ανώνυμης εταιρείας που θα προκύψει από τη συγχώνευση, οποτεδήποτε και αν ολοκληρωθεί η τελευταία. Για τους λόγους αυτούς προτείνουμε την ακόλουθη τροποποίηση, που κατ’ ουσία συνιστά αυθεντική ερμηνεία υφισταμένων διατάξεων: Στο τέλος του άρθρου 96 του Κ.Δ.Ε. προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος, η οποία λαμβάνει αριθμό 4: «4. Οι εργοληπτικές επιχειρήσεις που είναι εγγεγραμμένες σε οποιαδήποτε τάξη του Μ.Ε.ΕΠ. δύνανται ύστερα από συγχώνευση, μόνο με βάση τις διατάξεις του ν. 2166/1993 (ΦΕΚ 137 Α) και του κ.ν. 2190/1920, να υποβάλουν αίτηση έκτακτης επανάκρισης για την κατάταξή τους στην αντίστοιχη κατηγορία και τάξη, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος αυτός, τα προεδρικά διατάγματα και οι υπουργικές αποφάσεις που θα εκδοθούν με εξουσιοδότησή του. Οι ενδιαφερόμενες για συγχώνευση εργοληπτικές επιχειρήσεις υποβάλλουν στην υπηρεσία τήρησης του Μ.Ε.ΕΠ. δήλωση έναρξης της διαδικασίας συγχώνευσης. Στην ανωτέρω δήλωση έναρξης διαδικασίας συγχώνευσης πρέπει να αναγράφονται υποχρεωτικά οι εταιρείες του Μ.Ε.ΕΠ. που θα συμμετέχουν στη συγχώνευση, χωρίς δυνατότητα αλλαγής. Η δήλωση μπορεί να υποβληθεί οποτεδήποτε, ανεξαρτήτως του χρόνου της προηγούμενης τακτικής ή έκτακτης αναθεώρησης. Η συγχώνευση πρέπει να έχει ολοκληρωθεί εντός δώδεκα μηνών από του χρόνου υποβολής της δήλωσης, διαφορετικά η δήλωση θεωρείται ως μη γενόμενη. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας συγχώνευσης παρατείνεται ο χρόνος ισχύος των πτυχίων των συγχωνευομένων εταιρειών. Εντός ενός μηνός από την ολοκλήρωση της συγχώνευσης η εταιρεία που θα προέλθει από αυτήν υποβάλλει στην υπηρεσία τήρησης του Μ.Ε.ΕΠ. αίτηση για κατάταξή της στο Μ.Ε.ΕΠ. και κατατάσσεται σ’ αυτό σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του παρόντος νόμου. Μέχρι την έκδοση του νέου πτυχίου, η εταιρεία που προέρχεται από τη συγχώνευση δύναται να μετέχει στους διαγωνισμούς χρησιμοποιώντας οιοδήποτε από τα πτυχία των εταιρειών που συγχωνεύθηκαν. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται και επί αποσχίσεως -εισφοράς κατασκευαστικού κλάδου εργοληπτικών επιχειρήσεων Μ.Ε.ΕΠ.. Στην περίπτωση αυτή ο αποσχιζόμενος -εισφερόμενος κλάδος λογίζεται, για τους σκοπούς του άρθρου αυτού, ως αυτοτελής εργοληπτική επιχείρηση Μ.Ε.ΕΠ. και στα μεταβιβαζόμενα περιουσιακά στοιχεία περιλαμβάνεται και το εργοληπτικό πτυχίο της επιχείρησης από την οποία προέρχεται ο κλάδος που αποσχίσθηκε και εισφέρθηκε στη νέα εταιρεία.» Η παρ. 3 του άρθρου 97 του Κ.Δ.Ε. αντικαθίσταται ως ακολούθως: «Μετά την παρέλευση διετίας από την τελευταία τακτική αναθεώρηση μπορεί να γίνει έκτακτη αναθεώρηση με αίτηση της επιχείρησης. Στην περίπτωση αυτή τα αποτελέσματα της έκτακτης αναθεώρησης ισχύουν μέχρι την παρέλευση της τριετίας για τη διενέργεια της επόμενης τακτικής αναθεώρησης.» Αναγκαία τροποποίηση, ώστε να συμβαδίζει με την ορθή ερμηνευτική προσέγγιση της ΓνΝΣΚ 105/2008. Η περίπτωση iii του εδαφίου α της παραγράφου 2 του άρθρου 99 του Ν.3669/2008 τροποποιείται ως ακολούθως: 4. Για ιδιωτικά έργα που εκτελέστηκαν στο εσωτερικό λαμβάνεται υπόψη μόνο αυτός που προκύπτει από τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος της επιχείρησης και αποδεικνύεται από τα τιμολόγια εσόδων που εκδόθηκαν από αυτή προς τον κύριο του έργου ή από τα οριστικά συμβόλαια πώλησης των ακινήτων. Για τον έλεγχο της ακρίβειας των υποβαλλόμενων στοιχείων που αφορούν ιδιωτικά έργα, η επιχείρηση υποχρεούται να υποβάλει επικυρωμένα αντίγραφα των συμβολαίων πώλησης, επικυρωμένα αντίγραφα των πιστοποιητικών των κυρίων των έργων, κατάσταση των τιμολογίων εσόδων και κάθε άλλο συμπληρωματικό στοιχείο που ζητείται από την υπηρεσία τήρησης του ΜΕΕΠ. Για τα απούλητα ακίνητα η αξία προσδιορίζεται από την αντικειμενική αξία τους, όπως αυτή βεβαιώνεται από συμβολαιογράφο και από βεβαίωση του επιβλέποντος μηχανικού για το στάδιο της κατασκευής στην οποία βρίσκεται το ακίνητο. Όπου δεν υπάρχει το σύστημα του αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων λαμβάνεται η αξία από την εκτίμηση ορκωτών εκτιμητών. Το εδάφιο γ της παρ.2 του άρθρου 99 του Ν.3669/2008 τροποποιείται ως ακολούθως: i) Ως αριθμητής του κλάσματος α2 λαμβάνεται το μέγεθος των παγίων στοιχείων, που ανήκουν στην κυριότητα της εγγεγραμμένης στο ΜΕΕΠ εργοληπτικής επιχείρησης ή στην κατοχή της δυνάμει συμβάσεων χρηματοδοτικής μίσθωσης, στα οποία περιλαμβάνεται η αξία γηπέδων, οικοπέδων, κτιρίων, μηχανολογικού εξοπλισμού και μεταφορικών μέσων, εκτός επιβατικών αυτοκινήτων. Επίσης συνυπολογίζεται και η αξία του κύριου και βοηθητικού μηχανολογικού εξοπλισμού και των μεταφορικών μέσων, εκτός από τα επιβατικά αυτοκίνητα, που ανήκουν στις κοινοπραξίες στις οποίες συμμετέχει η εργοληπτική επιχείρηση που κρίνεται, κατά τα ποσοστά συμμετοχής της σε αυτές, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα συμφωνητικά σύστασης αυτών, αν δεν έχουν εισφερθεί από τα μέλη τους προς αυτούς. ii) Ως αξία του κύριου και βοηθητικού μηχανολογικού εξοπλισμού και των μεταφορικών μέσων, εκτός από τα επιβατικά αυτοκίνητα της επιχείρησης και τα ανήκοντα σ’ αυτή από τη συμμετοχή κοινοπραξίες, λαμβάνεται η αναπόσβεστη αξία τους προσαυξημένη κατά σαράντα τοις εκατό (40%) μετά και την πραγματοποίηση των αποσβέσεων που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία. Η συνολικά προσδιοριζόμενη αξία του ανωτέρω κύριου και βοηθητικού εξοπλισμού και των μεταφορικών μέσων, εκτός από των επιβατικών αυτοκινήτων, δεν μπορεί να υπερβεί τη συνολική αξία κτήσης αυτού. Εναλλακτικά, κατ’ επιλογή της επιχείρησης, που υποβάλλει την αίτηση, λαμβάνεται υπόψη η αξία του ανωτέρου κύριου και βοηθητικού μηχανολογικού εξοπλισμού και των μεταφορικών μέσων, εκτός των επιβατικών αυτοκινήτων, μετά από εκτίμηση ορκωτού εκτιμητή. Η συνολικά προσδιοριζόμενη αξία του ανωτέρου κύριου και βοηθητικού μηχανολογικού εξοπλισμού και των μεταφορικών μέσων, εκτός των επιβατικών αυτοκινήτων, δεν μπορεί να υπερβεί το εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) της αξίας κτήσης αυτού, ανεξάρτητα από την εκτίμηση που θα έχει υποβληθεί από την επιχείρηση στην υπηρεσία τήρησης του ΜΕΕΠ. Η αξία του κύριου και βοηθητικού μηχανολογικού εξοπλισμού και των μεταφορικών μέσων, εκτός των επιβατικών αυτοκινήτων, προκύπτει από την οικονομική κατάσταση του προηγούμενου έτους της επιχείρησης ή από προσωρινή οικονομική κατάσταση που βεβαιώνεται από ορκωτό ελεγκτή και δημοσιεύεται πριν από την υποβολή της αίτησης. Για τον υπολογισμό της αναπόσβεστης αξίας του εξοπλισμού και των μεταφορικών μέσων της επιχείρησης, περιλαμβανομένης της προσαύξησης αυτής κατά σαράντα τοις εκατό (40%), συνυποβάλλεται ειδική βεβαίωση ορκωτού ελεγκτή. Σε περίπτωση υπολογισμού της αξίας του εξοπλισμού και των μεταφορικών μέσων της επιχείρησης με χρήση ορκωτών εκτιμητών συνυποβάλλεται έκθεση ορκωτού εκτιμητή εγγεγραμμένου στο Σώμα Ορκωτών Εκτιμητών. Η έκθεση του ορκωτού εκτιμητή ισχύει την επόμενη αναθεώρηση αφού πραγματοποιηθούν οι αποσβέσεις που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία. Η επιχείρηση υποβάλλει ειδική κατάσταση με βεβαίωση ορκωτού ελεγκτή στην οποία περιλαμβάνονται αναλυτικά τα πάγια της έκθεσης του ορκωτού εκτιμητή. Στο τέλος της παρ. 4 του άρθρου 99 του Κ.Δ.Ε. προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο: «Για τις εταιρείες που δεν είναι ήδη εγγεγραμμένες στο ΜΕΕΠ ή είναι εγγεγραμμένες σε τάξη κατώτερη της τρίτης, ο Συντελεστής Γ΄ του Τύπου Κατάταξης ορίζεται σε ποσοστό 80% του Συντελεστή Γ΄, όπως αυτός καθορίζεται από τις κείμενες διατάξεις για τις επιχειρήσεις τρίτης τάξης του ΜΕΕΠ.» Η ανωτέρω διάταξη υφίσταται ήδη στο άρθρο 100 παρ. 6 του Κ.Δ.Ε., η σωστή της θέση όμως είναι εδώ, ως διάταξη γενικότερης εφαρμογής. Στο τέλος της παρ. 5 του άρθρου 99 του Κ.Δ.Ε. προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο: “Εργοληπτική Επιχείρηση που υποβάλλει αίτηση τακτικής ή έκτακτης αναθεώρησης ή έχει προκύψει από συγχώνευση και υποβάλλει αίτηση κατάταξης στο Μ.Ε.ΕΠ., δύναται να καταταγεί σε οιαδήποτε τάξη του Μ.Ε.ΕΠ., εφόσον πληροί τις προς τούτο απαιτούμενες προϋποθέσεις.” Τροποποίηση του άρθρ. 107 του Ν.3669/08: Προτείνεται η αντικατάσταση των παρ 7 και 8 του άρθρου 107 σχετικών με την αναβάθμιση στο ΜΕΚ . Από την επιτροπή του ΜΕΚ ζητείται κατά την αναβάθμιση από βαθμίδα σε βαθμίδα τριετής απασχόληση για κάθε κατηγορία έργου, ως απαραίτητη προϋπόθεση ανεξάρτητα από το ύψος της προσκομιζόμενης εμπειρίας, δηλαδή εάν η προσκομιζόμενη εμπειρία υπερκαλύπτει την απαιτούμενη για την αναβάθμιση αλλά το έργο κατασκευάστηκε σε μικρότερο διάστημα των τριών ετών πχ. 1,5 έτη η αίτηση απορρίπτεται και ζητείται να προσκομίσει απασχόληση καθ’ όλη τη διάρκεια της τριετίας. Για την αναβάθμιση καθοριστική είναι το ύψος της εμπειρίας και όχι σε πόσο διάστημα κατασκευάστηκε το έργο, αν και ικανότερος μπορεί να θεωρηθεί αυτός ο οποίος αποπερατώνει ένα έργο σε μικρότερο διάστημα. Οι παράγραφοι 7 και 8 του άρθρου 107 του Ν. 3669/08 αντικαθίστανται ως εξής: (7) Η εξέλιξη από βαθμίδα σε βαθμίδα των εγγεγραμμένων στο ΜΕΚ διπλωματούχων ή πτυχιούχων ΑΕΙ για όλες τις κατηγορίες έργων, μπορεί να γίνει με την υποβολή αίτησης μετά την παρέλευση, από την τελευταία αναβάθμιση, τριών (3) ετών ή δύο(2) ετών κατά την παρ 9 του παρόντος, εφ’ όσον για την απόδειξη της εμπειρίας επικαλούνται την απασχόληση στην κατασκευή ή την παρέλευση έξι (6) ετών ή εννέα (9) ετών εφ όσον επικαλούνται εμπειρία σε επίβλεψη ή μελέτη έργων αντίστοιχα. Αν η απασχόληση είναι εναλλασσόμενη ο χρόνος απασχόλησης σε επίβλεψη και μελέτη ανάγεται σε χρόνο κατασκευής για τη συμπλήρωση των τριών (3) ετών κατά τη σχετική αναλογία των πιο πάνω συνολικών απαιτήσεων χρόνου. Ειδικά για την εξέλιξη από τη Γ’ βαθμίδα στη Δ’ βαθμίδα για όλες τις κατηγορίες έργων απαιτείται η εντός της τριετίας απασχόληση στην κατασκευή έργων που δεν μπορεί να αναπληρωθεί με άλλου είδους απασχόληση. (8) Η εξέλιξη από βαθμίδα σε βαθμίδα των εγγεγραμμένων στο ΜΕΚ πτυχιούχων ΤΕΙ , ΚΑΤΕΕ και υπομηχανικών μπορεί να γίνει, για όλες τις κατηγορίες έργων, μετά την παρέλευση ,από την τελευταία αναβάθμιση της εγγραφής τριών (3) ετών εφ όσον για την απόδειξη της εμπειρίας επικαλούνται την απασχόληση στην κατασκευή ή οκτώ(8) ετών εφ όσον επικαλούνται εμπειρία σε επίβλεψη. Αν η απασχόληση είναι εναλλασσόμενη ο χρόνος απασχόλησης σε επίβλεψη ανάγεται σε χρόνο κατασκευής για τη συμπλήρωση των τριών (3) ετών κατά τη σχετική αναλογία των πιο πάνω συνολικών απαιτήσεων χρόνου. Ειδικά για την εξέλιξη από τη Γ΄ βαθμίδα στη Δ΄ βαθμίδα γι όλες τις κατηγορίες έργων απαιτείται η εντός της τριετίας απασχόληση στην κατασκευή έργων που δεν μπορεί να αναπληρωθεί με άλλου είδους απασχόληση. Η παρ. 9 του άρθρου αντικαθίσταται ως ακολούθως «Οι δείκτες βιωσιμότητας, όπως ορίζονται στο άρθρο 99 του παρόντος κώδικα, λαμβάνονται υπόψη μόνο κατά την τακτική και την, με πρωτοβουλία της επιχείρησης, έκτακτη αναθεώρηση των επιχειρήσεων του Μητρώου Εργοληπτικών Επιχειρήσεων (Μ.Ε.ΕΠ.) και δεν θεωρούνται δυσμενές στοιχείο κατά της παρ. 11 του άρθρου 92 του παρόντος κώδικα, για τη διενέργεια έκτακτης αναθεώρησης της εγγραφής των εργοληπτικών επιχειρήσεων. Σε περίπτωση που διαπιστωθεί κατά τα άνω η μη τήρηση των δεικτών βιωσιμότητας, η εργοληπτική επιχείρηση διαγράφεται από το Μ.Ε.ΕΠ. ή υποβιβάζεται σε τάξη όπου δεν απαιτείται η τήρηση των δεικτών βιωσιμότητας.» Β.9. ΛΟΙΠΑ ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΡΥΘΜΙΣΘΟΥΝ ΜΕ ΤΟ ΝΕΟ ΝΟΜΟ Παρακάτω παρατίθενται μία σειρά από ζητήματα, άλλα σημαντικότερα άλλα περισσότερο λεπτομερειακά, τα οποία πρέπει να αντιμετωπισθούν με το νέο νόμο. Πολλά από τα ζητήματα χρονίζουν και ταλανίζουν υπηρεσίες και αναδόχους, άλλα αφορούν αναγκαίες νομοτεχνικής φύσης παρεμβάσεις, που όμως είναι σημαντικές για την ορθή εφαρμογή της νομοθεσίας και την ύπαρξη ενός σαφούς και ξεκάθαρου θεσμικού πλαισίου. Η παράθεση είναι ενδεικτική, δεδομένου ότι τα επιμέρους μικροζητήματα της νομοθεσίας που χρήζουν αντιμετώπιση είναι πολλά: Νομοθετικός ενιαίος ορισμός της έννοιας του προϋπολογισμού. Ανακύπτουν ένα σωρό ζητήματα σχετικά με το αν στα πλαίσια της εφαρμογής της μιας ή της άλλης διάταξης ο όρος προϋπολογισμός περιλαμβάνει ή όχι τα απρόβλεπτα, την αναθεώρηση, τον ΦΠΑ, τα κονδύλια απολογιστικών εργασιών κ.λπ. Πρέπει να υπάρξει ένας ενιαίος ορισμός του προϋπολογισμού, ο οποίος θα εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση που απαιτείται η προσφυγή στον όρο αυτό (καθορισμός κατωτάτων και ανωτάτων ορίων, καλουμένων τάξεων κ.λπ.). Ασφαλτικά: Εισαγωγή ρύθμισης που θα καθορίζει τον τρόπο υπολογισμού της τιμής της ασφάλτου. Νομοθετική πρόβλεψη για την απολογιστική κάλυψη του κόστους ασφάλισης έργου και εργαστηριακών ελέγχων.