1. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 18 του ν. 2882/2001, όπως αντικαταστάθηκε με την περ. ε’ του άρθρου 31 του ν. 3130/2003 (ΦΕΚ Α 76), αντικαθίσταται ως εξής:
«Η δικαστική δαπάνη, μετά της νομίμου, κατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 92 του Κώδικα Δικηγόρων, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 5 του ν. 3919/2011, αμοιβής των πληρεξουσίων δικηγόρων, βαρύνει τον υπόχρεο προς αποζημίωση, επιδικάζεται από το Δικαστήριο με την ίδια απόφαση, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά από το νόμο αυτόν και παρακατατίθεται στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων (Τ.Π.& Δ.) υπέρ του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου.»
2. Το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 18 του ν. 2882/2001 αντικαθίσταται ως εξής:
« Όταν υπόχρεος προς αποζημίωση είναι φορέας που υπάγεται στη Γενική Κυβέρνηση κατά την έννοια του άρθρου 1Β του ν. 2362/1995 (Α΄247) η επιδικαζόμενη από τα Δικαστήρια αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου των δικαιούχων αποζημίωσης στις περιπτώσεις που υπολογίζεται με βάση την αξία του αντικειμένου της δίκης, καθορίζεται υποχρεωτικά στο ήμισυ των νόμιμων αμοιβών του Κώδικα Δικηγόρων και με ανώτατο όριο επιδικαζόμενης αμοιβής δικηγόρου κατά δικαιούχο, τις τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ.»
3. Στο τέλος της παραγράφου 6 του άρθρου 18 προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Η αίτηση για την ιδιαίτερη αποζημίωση υποβάλλεται στην οικεία Κτηματική Υπηρεσία ή στην αρμόδια για την εκτέλεση του έργου υπηρεσία, εφόσον η προεκτίμηση διενεργείται ή διενεργήθηκε από το Σώμα Ορκωτών Εκτιμητών, εξήντα (60) τουλάχιστον ημέρες πριν την εκδίκαση του αιτήματος από το αρμόδιο για τον καθορισμό της προσωρινής ή οριστικής αποζημίωσης δικαστήριο. Με την αίτηση, συνυποβάλλονται υποχρεωτικά α) απόσπασμα του κτηματολογικού διαγράμματος, επί του οποίου εμφαίνεται το απομένον εδαφικό τμήμα του ακινήτου μετά την απαλλοτρίωση και επισημειωματική δήλωση, ύστερα από έλεγχο των τίτλων του ακινήτου, την οποία υπογράφει διπλωματούχος μηχανικός, ο οποίος βεβαιώνει περί της πολεοδομικής κατάστασης του ακινήτου, των ισχυόντων όρων δόμησης, της αρτιότητας και οικοδομησιμότητας του ακινήτου, πριν και μετά την απαλλοτρίωση, με ρητή αναφορά περί της τυχόν ισχύουσας παρέκκλισης, β) πλήρεις τίτλοι ιδιοκτησίας και σε περίπτωση έκτακτης χρησικτησίας κάθε δημόσιο έγγραφο από το οποίο να προκύπτει το ακριβές εμβαδό και η θέση του ακινήτου.
Αν δεν συνυποβληθούν τα παραπάνω στοιχεία, η αρμόδια Υπηρεσία εκδίδει σχετική βεβαίωση και το δικαστήριο ελέγχει, στην περίπτωση αυτή, κατά τη συζήτηση του αιτήματος επιδίκασης ιδιαίτερης αποζημίωσης, τα στοιχεία που επικαλείται ο καθού η απαλλοτρίωση, για την απόδειξη της μείωσης της αξίας των απομενόντων τμημάτων, όπως, ιδίως, του εμβαδού και των λοιπών προσδιοριστικών στοιχείων τους και του όγκου των κτισμάτων».
4. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 8 του άρθρου 19 του ν. 2882/2001 αντικαθίσταται ως εξής :
«Οι διάδικοι δύνανται να καταθέσουν υπόμνημα, στο οποίο να αναπτύσσουν τους ισχυρισμούς που πρόβαλλαν, μέσα σε πέντε εργάσιμες ημέρες από τη συζήτηση και να αντικρούσουν τους ισχυρισμούς του αντιδίκου τους μέσα στις δύο επόμενες εργάσιμες ημέρες.»
5. Στην παράγραφο 10 του άρθρου 19 του ν. 2882/2001 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Η προσωρινή αποζημίωση που προσδιορίζεται δικαστικά, δεν μπορεί να υπερβαίνει σε ποσοστό 80% ή να υπολείπεται σε ποσοστό 50% της αξίας που έχει καθορισθεί με το αντικειμενικό σύστημα του Υπουργείου Οικονομικών ή άλλως της εκτίμησης που αποτελεί στοιχείο της προδικασίας, επιτρεπόμενης της ανταπόδειξης».
Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα Στο "ΑΡΘΡΟ 9"
#1 Σχόλιο Από Βασίλειος Στις 10 Οκτώβριος, 2011 @ 19:51
«Η δικαστική δαπάνη, μετά της νομίμου, κατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 92 του Κώδικα Δικηγόρων, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 5 του ν. 3919/2011, αμοιβής των πληρεξουσίων δικηγόρων, βαρύνει τον υπόχρεο προς αποζημίωση, επιδικάζεται από το Δικαστήριο με την ίδια απόφαση, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά από το νόμο αυτόν και παρακατατίθεται στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων (Τ.Π.& Δ.) υπέρ του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου.»
Έχω την άποψη ότι και η προηγούμενη διάταξη αλλά και αυτή που επιχειρείται με την παρούσα είναι τελείως contra στο πραγματικό δικαίωμα του δικαιούχου της δικαστικής δαπάνης αλλά και προσβάλει τον δικηγόρο που χειρίζεται την υπόθεση του, της απαλλοτρίωσης, εάν παραμείνει έτσι η διάταξη παύει να υπάρχει «το πραγματικό» άνοιγμα του επαγγέλματος και εξυπηρετεί το συμφέρον άλλου, δεν καταλαβαίνω γιατί θα πρέπει η δικαστική δαπάνη να κατατίθεται υπέρ του ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ και όχι στο όνομα του ΔΙκηγόρου που παραστάθηκε και δίκασε την υπόθεση, στο κάτω κάτω αυτός προασπίζει τα συμφέροντα του πελάτη του.
#2 Σχόλιο Από Κώστας Δημητρίου Στις 11 Οκτώβριος, 2011 @ 16:19
Θα πρέπει να μείνει ως έχει για τον δικηγορικό σύλλογο , γιατί αλλιώς οδηγεί σε αθέμιτο ανταγωνισμό μεταξύ των δικηγόρων.
#3 Σχόλιο Από Πέτρος Στόκος Στις 12 Οκτώβριος, 2011 @ 12:14
Έχω την άποψη ότι η κατάθεση της αμοιβής των δικηγόρων στο ΔΙΚ.ΣΥΛ. δημιουργεί περίπτωση «ιδίου οφέλους» δεδομένου ότι και οι Δικαστές ανήκουν στον ίδιο οικείο Δικ. Σύλλογο.Πιστεύω ότι αυτός είναι ο λόγος των μέχρι τώρα υπέρογκων δεδικασμένων αποζημιώσεων.
Θα μπορούσε η αμοιβή να καταβάλλεται στον δικηγόρο της υπόθεσης με «Συμφωνητικό» μεταξύ του Πελάτη και του Δικηγόρου του που θα κατατίθεται στο Δικαστήριο με τα υπόλοιπα έγγραφα της Δίκης πριν την έναρξή της, πιθανόν επικυρωμένη και από την Εφορεία.
#4 Σχόλιο Από Θεοτοκάς Γεώργιος Στις 17 Οκτώβριος, 2011 @ 15:41
Ο περιορισμός του καθορισμού τιμής μονάδας το πολύ μέχρι 80% της αντικειμενικής αξίας, περιορίζει τη δικαιοδοτική λειτουργία του δικαστηρίου, παρά την προσθήκη της ρήτρας «επιτρεπεομένης της αναταπόδειξης», η οποά προστέθηκε για τον προφανή λόγω ότι ο καθορισμός ανωτάτου ορίου είναι αντισυνταγματικός. Οι απαλλοτριώσεις αφορούν κυρίως εδαφικές εκτάσεις, για τις οποίες η διαφορά μεταξύ εμπορικής αξίας και αντικειμενικής τιμής είναι μεγάλη. Σε πολλές περιπτώσεις, η εμπορική αξία στα οικόπεδα είναι πολλαπλά υπέρτερη (ακόμη και δεκαπλάσια)της αντικειμενικής. Ο καθορισμός της τιμής μονάδος για την αποζημίωση του ιδιοκτήτη του απαλλοτριούμενου ακινήτου με βάση την πραγματική αξία του ακινήτου κατά την κήρυξη της απαλλοτρίωσης είναι συνταγματική επιταγή. Ως εκ τούτου, ο περιορισμός του 80% ως τεκμήριο, έστω και μαχητό(δεδομένης της πρόβλεψης «επιτρεπομένης της ανταπόδειξης»), είναι αντισυνταγματικός και συνιστά περιορισμό στην ελεύθερη δικαστική κρίση. Πρέπει ο περιορισμός αυτός να εξαληφθεί, επειδή στην πράξη θα αποτελέσει κανόνα, σε βάρος των δικαιωμάτων των ιδιοκτητών. Το Σύνταγμα στις προβλέψεις του για την αναγκαστική απαλλοτρίωση, προστατεύει κυρίως το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, επειδή αυτό θίγεται από την διαδικασία. Το εν λόγω σχέδιο νόμου προτάσσει στο άρθρο 1 την προστασία των συμφερόντων του δημοσίου και δεν αναφέρει τίποτα για την προστασία της ιδιοκτησίας. Αυτό δείχνει και τις προθέσεις του, που φαίνεται να είναι η συρρίκνωση των δικαιωμάτων των θιγόμενων από την απαλλοτρίωση ιδιοκτητών.
#5 Σχόλιο Από Γιώργος Στις 18 Οκτώβριος, 2011 @ 13:23
Ίσως θα πρέπει να μεταβληθούν τα όρια διακύμανσης της καθοριζομένης αποζημίωσης στις περιπτώσεις που η εκτίμηση έχει γίνει με το αντικειμενικό σύστημα και στις περιπτώσεις που η εκτίμηση είναι με βάση την αγοραία αξία ή αντικατάσταση, δεδομένου ότι οι δύο τρόποι εκτίμησης έχουν σημαντικότατες αποκλίσεις.
#6 Σχόλιο Από Πανελλήνια Ομοσπονδία Ιδιοκτητών Ακινήτων Στις 18 Οκτώβριος, 2011 @ 22:36
Με την παρ. 3 του άρθρου αυτού, προστίθεται ως επιπλέον γραφειοκρατική διαδικασία η βεβαίωση μηχανικού περί της πολεοδομικής κατάστασης του ακινήτου. Μάλιστα ο πολίτης προκειμένου να μπορέσει να ανταποκριθεί στις προϋποθέσεις της διαδικασίας αυτής θα κληθεί να καταβάλλει και τη σχετική αμοιβή του μηχανικού, αυξάνοντας το κόστος της διαδικασίας.
Εξάλλου με την παρ. 5 του άρθρου αυτού καθιερώνεται για πρώτη φορά όριο ως προς το ύψος της καθορισθείσας αποζημίωσης, κατά τρόπο πρωτοφανώς προκλητικό, που μάλιστα προσκρούει ευθέως στην παρ. 2 του άρ. 17 του Συντάγματος η οποία ορίζει ότι «κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια (…) αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση που να ανταποκρίνεται στην αξία την οποία είχε το απαλλοτριούμενο (…)» Μάλιστα η ρύθμιση αυτή όχι μόνο δεν σέβεται την Συνταγματική διάταξη, αλλά αντίθετα καθιερώνει αποζημίωση μικρότερη ακόμα και από την αντικειμενική αξία, ακόμα κι αν το Δικαστήριο διαγνώσει ότι η αξία του ακινήτου είναι ίση η μεγαλύτερη της αντικειμενικής! Η ρύθμιση αυτή οδηγεί ανοίγει το δρόμο για τη δήμευση της ιδιωτικής περιουσίας με προσχηματικές τιμές, ιδίως σε περιοχές εκτός σχεδίου πόλεως όπου οι αντικειμενικές αξίες υπολείπονται σημαντικά των πραγματικών. Είναι προφανές ότι τα Δικαστήρια δεν είναι δυνατόν να εφαρμόσουν μία τέτοια αντισυνταγματική διάταξη, η οποία θα πρέπει να απαλειφθεί από το σχέδιο νόμου.