1. Σε περίπτωση που οι καταναλωτές είναι συνδρομητές υπηρεσιών παροχής σύνδεσης σε δημόσιο δίκτυο επικοινωνιών ή και διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, δικαιούνται να συνάπτουν σύμβαση με επιχείρηση παροχής των υπηρεσιών αυτών, υπό τους όρους και συμφωνίες που περιλαμβάνονται σε ειδικό, κατά περίπτωση, έντυπο, το οποίο διαθέτει η εταιρεία, και στους οποίους όρους και συμφωνίες προσχωρεί ο συνδρομητής.
2. Με την επιφύλαξη του ν. 2251/1994 (ΦΕΚ 191 Α΄), η σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ συνδρομητή ή τελικού χρήστη και επιχείρησης παροχής σύνδεσης ή / και πρόσβασης στο δημόσιο τηλεφωνικό δίκτυο ή μεταξύ καταναλωτή ή τελικού χρήστη και άλλων παρόχων υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών περιλαμβάνει τουλάχιστον τα εξής:
α) Τα στοιχεία και τη διεύθυνση της επιχείρησης.
β) Τις παρεχόμενες υπηρεσίες, όπου περιλαμβάνονται ειδικότερα:
– το αν παρέχεται πρόσβαση σε υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης και σε πληροφορίες για τον εντοπισμό του καλούντος καθώς και τυχόν περιορισμούς αναφορικά με την παροχή υπηρεσιών έκτακτης ανάγκης σύμφωνα με το άρθρο 70 του παρόντος,
– πληροφορίες σχετικά με τυχόν άλλους όρους που περιορίζουν την πρόσβαση σε υπηρεσίες και εφαρμογές ή/και τη χρήση τους, όπου, βάσει του εθνικού και κοινοτικού δικαίου, επιτρέπεται η ύπαρξη τέτοιων όρων,
– τα ελάχιστα προσφερόμενα επίπεδα ποιότητας υπηρεσιών, ιδίως το χρονικό διάστημα της αρχικής σύνδεσης και, κατά περίπτωση, άλλες παράμετροι της ποιότητας της υπηρεσίας, όπως ορίζονται από την Ε.Ε.Τ.Τ.,
– πληροφορίες σχετικά με τυχόν μεθόδους που εφαρμόζει η επιχείρηση για τη μέτρηση και τη διαμόρφωση της κίνησης, προκειμένου να αποφεύγεται η φόρτωση της ζεύξης μέχρι το όριο χωρητικότητάς της ή η υπερφόρτωσή της, καθώς και πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο που οι μέθοδοι αυτές θα μπορούσαν να επηρεάσουν την ποιότητα της υπηρεσίας,
– οι μορφές των παρεχόμενων υπηρεσιών συντήρησης και υποστήριξης των πελατών, καθώς και οι δυνατοί τρόποι επικοινωνίας με τις υπηρεσίες αυτές,
– τυχόν περιορισμοί που επιβάλλονται από τον πάροχο όσον αφορά στη χρήση του τερματικού εξοπλισμού.
γ) Οι επιλογές του συνδρομητή σχετικά με το εάν τα προσωπικά του δεδομένα θα περιληφθούν σε κατάλογο συνδρομητών και το είδος αυτών των δεδομένων.
δ) Οι λεπτομέρειες των τιμών και των τιμολογίων, τα μέσα με τα οποία δύναται να αποκτώνται επικαιροποιημένες πληροφορίες για όλα τα ισχύοντα τιμολόγια και τέλη συντήρησης, οι προσφερόμενες μέθοδοι πληρωμής και κάθε διαφορά κόστους που οφείλεται στη μέθοδο πληρωμής.
ε) Η διάρκεια της σύμβασης και οι όροι για την ανανέωση και τον τερματισμό παροχής των υπηρεσιών καθώς και της σύμβασης, συμπεριλαμβανομένων και:
– κάθε ελάχιστου ορίου χρήσης ή διάρκειας που απαιτείται για να επωφεληθεί ο συνδρομητής από προσφορές,
– κάθε επιβάρυνσης για τη φορητότητα αριθμών και άλλων σχετικών αναγνωριστικών,
– κάθε επιβάρυνσης κατά τον τερματισμό της σύμβασης, συμπεριλαμβανομένης της ανάκτησης του κόστους του τερματικού εξοπλισμού.
στ) Κάθε όρου για αποζημίωση και επιστροφή σε περίπτωση μη τήρησης των επιπέδων ποιότητας της υπηρεσίας που προβλέπονται στη σύμβαση.
ζ) Του μηχανισμού εκκίνησης των διαδικασιών εξώδικης επίλυσης διαφοράς σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου.
η) Των μέτρων που ενδέχεται να λάβει η επιχείρηση προκειμένου να αντιμετωπίσει περιστατικά που αφορούν στην ασφάλεια, την ακεραιότητα, τυχόν απειλές και άλλες αδυναμίες των συστημάτων.
θ) Της χρήσης της ελληνικής γλώσσας για οποιαδήποτε παρεχόμενη υπηρεσία.
3. Σε περίπτωση τροποποίησης των συμβατικών όρων μονομερώς από την επιχείρηση, οι συνδρομητές έχουν το δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης αζημίως εντός ενός μηνός από τη σχετική κοινοποίηση. Οι επιχειρήσεις υποχρεούνται να ενημερώνουν τουλάχιστον μέσω του λογαριασμού τους συνδρομητές σχετικά με τις τροποποιήσεις και το δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης, τουλάχιστον ένα μήνα πριν από την έναρξη ισχύος τους, με την επιφύλαξη των περιπτώσεων μείωσης τιμολογίων. Με Απόφαση της Ε.Ε.Τ.Τ. καθορίζεται η μορφή και ο τρόπος ενημέρωσης των τελικών χρηστών ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματική και έγκαιρη ενημέρωσή τους.
4. Η Ε.Ε.Τ.Τ. δύναται με Απόφασή της να επιβάλλει στις επιχειρήσεις την υποχρέωση οι συμβάσεις που συνάπτουν με τους συνδρομητές τους να περιλαμβάνουν κάθε είδους πληροφορία παρεχόμενη από τις σχετικές δημόσιες αρχές που αφορά στη χρήση των δικτύων και των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών με σκοπό τη συμμετοχή σε παράνομες δραστηριότητες ή τη διανομή υλικού επιβλαβούς περιεχομένου, καθώς και τα μέσα προστασίας έναντι των κινδύνων για την προσωπική ασφάλεια, την ιδιωτική ζωή και τα προσωπικά δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 66 παρ.4 και αφορούν την παρεχόμενη υπηρεσία.
5. Ο Συνήγορος του Καταναλωτή, σε συνεργασία με την Ε.Ε.Τ.Τ. όπου κρίνεται αναγκαίο, αντιμετωπίζει τις ανεπίλυτες διαφορές μεταξύ αφενός των καταναλωτών, των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και άλλων τελικών χρηστών και αφετέρου των επιχειρήσεων παροχής δικτύων ή/ και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, οι οποίες αφορούν τους συμβατικούς όρους ή/ και την εκτέλεση συμβάσεων παροχής των εν λόγω δικτύων ή/και υπηρεσιών όπως προκύπτουν από τον παρόντα νόμο. Με απόφαση των Υπουργών Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων και του Υπουργού Εργασίας & Κοινωνικής Ασφάλισης, κατόπιν εισήγησης του Συνηγόρου του Καταναλωτή, καθορίζονται διαφανείς, απλές και μη δαπανηρές εξώδικες διαδικασίες, ώστε να εξασφαλιστεί η αμερόληπτη, δίκαιη και ταχεία επίλυση των διαφορών που ανακύπτουν, θεσπίζοντας σε περίπτωση επαρκούς αιτιολόγησης σύστημα επιστροφής χρημάτων ή αποζημίωσης, βάσει και του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου προστασίας του Καταναλωτή. Στο διάστημα μέχρι την έκδοση της κοινής υπουργικής απόφασης, οι ανεπίλυτες διαφορές που ανακύπτουν αντιμετωπίζονται από το Συνήγορο του Καταναλωτή σε συνεργασία με την Ε.Ε.Τ.Τ. βάσει του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου. Οι καταναλωτές και οι άλλοι τελικοί χρήστες διατηρούν κάθε άλλη δυνατότητα νομικής προστασίας -δικαστικής ή μη- που τους παρέχεται από την έννομη τάξη. Οι παρούσες διατάξεις δε θίγουν τη λειτουργία των γραφείων παραπόνων και την παροχή υπηρεσιών ανοικτής γραμμής που διευκολύνουν την πρόσβαση των καταναλωτών και των άλλων τελικών χρηστών.
Βασικός όρος στις συμβάσεις με ιδιώτες χρήστες δικτύων DSL θα πρέπει να είναι η ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΣΥΝΔΕΣΗΣ την οποία ο Πάροχος θα υποχρεούται να εγγυηθεί έναντι συγκεκριμένων οικονομικών ρύτρων προς τον χρήστη.
Η σημερινή ασυδοσία με το συμβατικό «…ταχύητα ΜΕΧΡΙ 24 Mbps…» ΔΕΝ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΣΥΜΒΑΣΗ παρά μόνο μονομερή υποχρέωση του καταναλωτή να πληρώνει κανονικά και να υφίσταται χρονοβόρες τηλεφωνικές επαφές παραπόνων ΧΩΡΙΣ αποτέλεσμα.
Και τούτο διότι το πρόβλημα βρίσκεται στην έλλειψη επενδύσεων των Παρόχων σε κόμβους διανομής, οι οποίοι πρέπει να βρίσκονται σε απόστάσεις ΟΧΙ μεγαλύτερες των 300 μ. από τον χρήστη.
Αν οι Πάροχοι υποχρεωθούν σε μη παραπλανητικές διαφημιστικές καμπάνιες και στην παροχή ΕΛΑΧΙΣΤΗΣ εγγυημένης ταχύτητας στον χρήστη DSL, τότε ίσως αλλάξει και η τρέχουσα πολιτική της αδιαφορίας στην ποιότητα της υπηρεσίας με τα τέλη παροχής των «κουτσουρεμένων» υπηρεσιών να παραμένουν πάντα σταθερά σε υψηλά επίπεδα, χωρίς αυτόματη μείωση αυτών σε περίπτωση υποβάθμισμένων υπηρεσιών (διακοπών, μικρών ταχυτήτων, κτλ).
Η μέτρηση των ταχυτήτων στην «πηγή» ΔΕΝ αποτελεί άλλοθι για τις εταιρείες των Παρόχων!