1. Συνιστάται στην Ε.Ε.Τ.Τ. θεσμός μόνιμης διαιτησίας για την επίλυση των διαφορών που αναφύονται μεταξύ επιχειρήσεων ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή μεταξύ αυτών και του Δημοσίου ή χρηστών και άπτονται της εφαρμογής της νομοθεσίας περί ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή των κανόνων του ανταγωνισμού στον τομέα αυτόν.
2. Στη μόνιμη διαιτησία της Ε.Ε.Τ.Τ. υπάγονται ιδίως οι παρακάτω διαφορές, που ανακύπτουν:
α) Από την παροχή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όπως πρόσβαση, διασύνδεση, πρόσβαση στον τοπικό βρόχο, συνεγκατάσταση.
β) Από την εγκατάσταση δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών, ιδίως κατά την πρόσβαση ή και διέλευση σε ή και μέσω δημοσίων πραγμάτων ή και κοινόχρηστων χώρων ή και ιδιοκτησίας τρίτων.
γ) Από την εγκατάσταση και λειτουργία κατασκευών κεραιών και τερματικού εξοπλισμού.
δ) Από την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού και της προστασίας του καταναλωτή στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, στο μέτρο που το αντικείμενο της διαφοράς υπόκειται στην εξουσία διάθεσης των ενδιαφερομένων.
3. Στη μόνιμη διαιτησία της Ε.Ε.Τ.Τ. μπορεί να προσφύγει οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων με ή χωρίς νομική προσωπικότητα.
4. Για να υπαχθούν οι διαφορές που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στη διαιτησία της Ε.Ε.Τ.Τ. απαιτείται είτε προηγούμενη έγγραφη συμφωνία των ενδιαφερομένων, είτε αίτηση υπαγωγής του ενός μέρους και ρητή έγγραφη αποδοχή από το άλλο.
5. Σε περίπτωση έγγραφης συμφωνίας, στο έγγραφο προσδιορίζεται η διαφορά ή οι διαφορές που τα μέρη επιθυμούν να υπαγάγουν στη διαιτησία. Στο έγγραφο αυτό οι συμβαλλόμενοι μπορούν να καθορίζουν ορισμένες συμβάσεις ή έννομες σχέσεις και να συμφωνούν ότι όσες διαφορές προκύπτουν κατά την εφαρμογή τους υπάγονται στη διαιτησία αυτή, καθώς και ειδικότερες συμφωνίες τους για θέματα διαδικασίας, εφόσον δεν είναι αντίθετες με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
6. Οι διαιτητές εφαρμόζουν το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο και, αν πρόκειται για διεθνείς διαφορές ιδιωτικού δικαίου, το εφαρμοστέο δίκαιο κρίνεται κατά τις διατάξεις του ισχύοντος στην Ελλάδα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου.
7. Η Ολομέλεια της Ε.Ε.Τ.Τ. ορίζει επιτροπή που είναι αρμόδια για το διορισμό των διαιτητών ή επιδιαιτητών, την αντικατάστασή τους σε περίπτωση θανάτου, αρνήσεως, κωλύματος ή ανάκλησής τους, τον προσδιορισμό των εξόδων, καθώς και για κάθε άλλο θέμα της διαιτησίας, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο. Η Επιτροπή είναι τριμελής και αποτελείται από τον Πρόεδρο ή τον αναπληρωτή του και δύο τακτικά μέλη με ισάριθμα αναπληρωματικά μέλη. Η θητεία των μελών της επιτροπής είναι τριετής και λήγει αυτοδίκαια σε περίπτωση λήξης της θητείας τους ως μέλη της Ε.Ε.Τ.Τ..
8. Όπου, στο παρόν άρθρο, γίνεται λόγος για τριμελή Επιτροπή, νοείται η προβλεπόμενη από την παράγραφο 7 του άρθρου αυτού.
9. Καθήκοντα γραμματέα σε κάθε διαιτησία αναλαμβάνει υπάλληλος της Ε.Ε.Τ.Τ., που ορίζεται από τον Πρόεδρο της Ε.Ε.Τ.Τ. ή τον αναπληρωτή του, ύστερα από αίτημα της τριμελούς Επιτροπής.
10. Ο γραμματέας τηρεί τα πρακτικά της διαιτησίας και όλα τα διαδικαστικά έγγραφα, τηρεί το βιβλίο του πρωτοκόλλου, το βιβλίο δημοσίευσης των εκδιδόμενων διαιτητικών αποφάσεων, το συνολικό αρχείο και τα πρωτότυπα των αποφάσεων της τριμελούς Επιτροπής και του Προέδρου της Ολομέλειας της Ε.Ε.Τ.Τ. και γενικά κάνει ό,τι είναι αναγκαίο για τη διεκπεραίωση του έργου της Γραμματείας της μόνιμης διαιτησίας, φροντίζοντας ιδιαίτερα για την κίνηση της διαδικασίας διαιτησίας και την τήρηση των προθεσμιών.
11. Ο γραμματέας είναι υπεύθυνος για τη φύλαξη των εγγράφων που παραδίδονται από τους συμβαλλόμενους για τη διεξαγωγή της διαιτησίας και το σχηματισμό του φακέλου της υπόθεσης.
12. Τα έγγραφα της Γραμματείας και των διαιτητών επιδίδονται με δικαστικό επιμελητή ή υπάλληλο της Ε.Ε.Τ.Τ., ο οποίος συντάσσει και υπογράφει τη σχετική έκθεση επίδοσης.
13. Η Ολομέλεια της Ε.Ε.Τ.Τ., εντός εξήντα ημερών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, συντάσσει κατάλογο διαιτητών ιδίως από μέλη των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας και του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας (Τ.Ε.Ε.), ο οποίος τοιχοκολλάται στα γραφεία της Ε.Ε.Τ.Τ., του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών και του Τ.Ε.Ε. και δημοσιεύεται σε μία καθημερινή εφημερίδα πανελλαδικής κυκλοφορίας, καθώς και στο διαδίκτυο. Ο κατάλογος αυτός ανανεώνεται κάθε χρόνο εντός τους μηνός Δεκεμβρίου με την ίδια δημοσιότητα. Οι διαιτητές επιλέγονται με κριτήριο την επιστημονική κατάρτιση και την εξειδικευμένη εμπειρία τους σε θέματα εφαρμογής της νομοθεσίας περί τηλεπικοινωνιών ή των κανόνων του ανταγωνισμού. Από τον κατάλογο αποκλείονται εκείνοι που ορίστηκαν διαιτητές ή επιδιαιτητές μέσα στην προηγούμενη τριετία ή δεν περάτωσαν τη διαιτησία που τους είχε ανατεθεί προηγούμενα. Αποκλείονται ομοίως και τα μέλη της Ε.Ε.Τ.Τ. κατά τη διάρκεια της θητείας τους και για πέντε χρόνια μετά την, με οποιονδήποτε τρόπο, λήξη αυτής.
14. Οι ενδιαφερόμενοι επιλέγουν τους διαιτητές και τον επιδιαιτητή από τον κατάλογο της προηγούμενης παραγράφου. Επίσης επιλέγουν τους αναπληρωτές τους, σε αριθμό μεγαλύτερο του αναγκαίου, ώστε να είναι δυνατή η άμεση αναπλήρωση με βάση την επιθυμία του ενδιαφερομένου σε περιπτώσεις κωλύματος.
15. Στην περίπτωση προηγούμενης συμφωνίας για την υπαγωγή ορισμένης διαφοράς σε διαιτησία, μπορούν να ορισθούν από τους συμβαλλόμενους οι διαιτητές, ένας από τον κάθε συμβαλλόμενο και ο επιδιαιτητής. Αν οι συμβαλλόμενοι δεν επιλέξουν τον επιδιαιτητή, οι διαιτητές ορίζουν τον επιδιαιτητή μεταξύ των προσώπων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο διαιτητών. Αν δεν οριστεί από τους διαιτητές επιδιαιτητής, αυτός ορίζεται από την τριμελή Επιτροπή και μέχρι τη σύστασή της ή, σε αδυναμία λειτουργίας της, από τον Πρόεδρο της Ε.Ε.Τ.Τ. ή το νόμιμο αναπληρωτή του.
16. Αν με τη συμφωνία δεν ορίζονται οι διαιτητές, ο επιδιαιτητής και οι αναπληρωτές τους ή σε περίπτωση μη ύπαρξης προηγούμενης συμφωνίας για την υπαγωγή ορισμένης διαφοράς στη διαιτησία, ο επισπεύδων, με αίτησή του στην Ε.Ε.Τ.Τ., που υποβάλλεται σύμφωνα με την παράγραφο 23, ορίζει ένα διαιτητή και προτείνει το πρόσωπο του επιδιαιτητή. Αντίγραφο της αίτησης αυτής κοινοποιεί στον προτεινόμενο διαιτητή και επιδιαιτητή προς αποδοχή του διορισμού τους, καθώς και στον ή στους συμβαλλόμενους, με την πρόσκληση να ορίσουν τον ή τους διαιτητές τους και να συμφωνήσουν στο πρόσωπο του επιδιαιτητή μέσα σε οκτώ ημέρες από την κοινοποίηση της κλήσης. Η προθεσμία αυτή είναι 30ήμερη αν ο καλούμενος κατοικεί οπουδήποτε στο εξωτερικό.
17. Αν δεν ορισθεί εμπρόθεσμα διαιτητής από το καλούμενο μέρος ή οι συμβαλλόμενοι ή οι διαιτητές δεν συμφωνήσουν στο πρόσωπο του επιδιαιτητή ή σε οποιαδήποτε περίπτωση που τα συμβαλλόμενα μέρη δεν προτείνουν διαιτητές και επιδιαιτητή, η τριμελής επιτροπή ή, μέχρι τη σύστασή της ή σε περίπτωση αδυναμίας λειτουργίας της ο Πρόεδρος της Ε.Ε.Τ.Τ. ορίζει αυτούς, καθώς και τους αναπληρωτές τους από τον κατάλογο της παραγράφου 13.
18. Σε περίπτωση που τα συμβαλλόμενα μέρη προτείνουν περισσότερα πρόσωπα για διαιτητές ή επιδιαιτητές, από όσα προβλέπει η συμφωνία της διαιτησίας ή απαιτείται, η σειρά με την οποία καταχωρούνται στις σχετικές δηλώσεις ή αιτήσεις δεσμεύει την τριμελή επιτροπή ή τον Πρόεδρο της Ε.Ε.Τ.Τ..
19. Εκείνος που ορίζεται διαιτητής ή επιδιαιτητής δεν είναι υποχρεωμένος να αποδεχτεί το διορισμό.
20. Εκείνος που τον αποδέχθηκε μπορεί να απαλλαγεί από την εκπλήρωση των καθηκόντων του για σοβαρούς λόγους, ύστερα από άδεια του Προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ..
21. Οι διαιτητές και ο επιδιαιτητής μπορούν να προτείνουν την εξαίρεσή τους ή να εξαιρεθούν από τους συμβαλλόμενους, σύμφωνα με το άρθρο 883 παρ. 2 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
22. Σε περίπτωση που ο διορισμένος διαιτητής κωλύεται ή εξαιρεθεί ή αρνηθεί ή καταστεί ανίκανος ή αποβιώσει, το μέρος που τον διόρισε, εφόσον δεν υπάρχει αναπληρωτής, πρέπει να ορίσει άλλον διαιτητή και τον αναπληρωτή του μέσα σε δέκα ημέρες από τότε που θα κληθεί με σχετικό έγγραφο γι’ αυτό από τη Γραμματεία της παρ. 9. Αν περάσει άπρακτη η προθεσμία αυτή, η τριμελής επιτροπή ή, μέχρι τη σύστασή της ή σε περίπτωση αδυναμίας λειτουργίας της, ο Πρόεδρος της Ε.Ε.Τ.Τ. διορίζει το νέο διαιτητή από το σχετικό κατάλογο μέσα σε πέντε ημέρες από την αίτηση του ενδιαφερομένου.
23. Για την έναρξη της διαδικασίας της μόνιμης διαιτησίας είναι απαραίτητο να κατατεθεί αίτηση από ένα τουλάχιστον από τα ενδιαφερόμενα μέρη στην Ε.Ε.Τ.Τ., στην οποία περιέχονται τα κάτωθι στοιχεία:
α) Ονοματεπώνυμο, πατρώνυμο, επάγγελμα, Α.Φ.Μ. και διεύθυνση κατοικίας για καθένα από τα συμβαλλόμενα μέρη. Αν συμβαλλόμενος είναι εταιρία, πρέπει να ορίζεται με ακρίβεια η μορφή, η επωνυμία, η έδρα και η διεύθυνση και, αν είναι αλλοδαπή εταιρεία, να γίνεται ορισμός αντιπροσώπου και αντικλήτου της στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου Αθηνών.
β) Ονοματεπώνυμο, πατρώνυμο και διεύθυνση κατοικίας του αντικλήτου.
γ) Ιστορικό της διαφοράς που υποβάλλεται σε διαιτησία και συνοπτική έκθεση των απόψεων και ισχυρισμών των συμβαλλομένων.
δ) Το ονοματεπώνυμο των διαιτητών, των αναπληρωτών τους, καθώς και του επιδιαιτητή, εφόσον έχουν οριστεί.
24. Μαζί με την αίτηση υποβάλλεται αντίγραφο της συμφωνίας υπαγωγής της διαφοράς στη διαιτησία της Ε.Ε.Τ.Τ. ή, σε περίπτωση μη ύπαρξης προηγούμενης συμφωνίας, αντίγραφο της πρόσκλησης του επισπεύδοντος προς το άλλο μέρος της διαφοράς και της έγγραφης συναίνεσης αυτού για την υπαγωγή της διαφοράς στη διαιτησία.
25. Η παραπάνω αίτηση, όταν κατατίθεται στην Ε.Ε.Τ.Τ., συνοδεύεται από έκθεση που υπογράφεται από τους αιτούντες ή τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους και τον γραμματέα της μόνιμης διαιτησίας της Ε.Ε.Τ.Τ.. Η ημερομηνία της έκθεσης αυτής καθορίζει την έναρξη της διαδικασίας της διαιτησίας.
26. Η Γραμματεία αποστέλλει το φάκελο της υπόθεσης στην τριμελή επιτροπή, η οποία ορίζει διαιτητές και επιδιαιτητή, αν δεν έχουν οριστεί από τους συμβαλλόμενους και καθορίζει τις δαπάνες που πρέπει να προκαταβληθούν.
27. Η τριμελής επιτροπή αφού λάβει υπόψη της το φάκελο της διαιτησίας, όπως αυτός διαμορφώνεται κατά την υπαγωγή της διαφοράς στην Ε.Ε.Τ.Τ., ορίζει τα έξοδα φακέλου της διαιτησίας, σύμφωνα με την παράγραφο 45. Η επιτροπή αυτή ορίζει επίσης προσωρινά τις αμοιβές των διαιτητών, του επιδιαιτητή, καθώς και τα έξοδα της διαιτησίας και επιμερίζει σε καθένα από τα συμβαλλόμενα μέρη τα άνω ποσά, που πρέπει να καταβληθούν πριν από τον ορισμό δικασίμου.
28. Η Γραμματεία κοινοποιεί στους συμβαλλόμενους τα ονόματα των διαιτητών και του επιδιαιτητή και τα σχετικά έγγραφα και γνωστοποιεί το ποσό που υποχρεώνονται να καταβάλουν στο ταμείο της Ε.Ε.Τ.Τ..
29. Αν ο ένας συμβαλλόμενος δυστροπεί ή αρνείται να καταβάλει το ποσό που του αναλογεί, η τριμελής επιτροπή έχει την εξουσία να αποφασίσει αν θα προχωρήσει τη διαιτησία χωρίς την καταβολή αυτού του ποσού ή αν πρέπει να καταβάλει το άλλο μέρος ολόκληρο το ποσό αυτό ή τμήμα του.
30. Για την είσπραξη της παραπάνω δαπάνης εκδίδεται τριπλότυπη απόδειξη της Ε.Ε.Τ.Τ.. Από τα τριπλότυπα, το ένα παραδίδεται στον συμβαλλόμενο που κατέβαλε και το άλλο επισυνάπτεται στη δικογραφία.
31. Ο προσδιορισμός της ημέρας για συζήτηση της υπόθεσης γίνεται μετά την προκαταβολή της παραπάνω δαπάνης και κοινοποιείται με φροντίδα της Γραμματείας της μόνιμης διαιτησίας της Ε.Ε.Τ.Τ. τουλάχιστον τριάντα ημέρες πριν από τη δικάσιμο στα συμβαλλόμενα μέρη, τους διαιτητές και τον επιδιαιτητή. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά τριάντα ημέρες αν οι διάδικοι είναι κάτοικοι ή έχουν την έδρα τους στο εξωτερικό.
32. Η διεξαγωγή της συζήτησης και η αποδεικτική διαδικασία καθορίζεται από τους διαιτητές και τον επιδιαιτητή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού. Δεν λαμβάνεται υπόψη και δεν εφαρμόζεται όρος της συμφωνίας αυτής που αντίκειται στην ημεδαπή δημόσια τάξη ή αποκλείει την υπαγωγή της διαφοράς στην κρίση των τακτικών δικαστηρίων.
33. Ο επιδιαιτητής προεδρεύει στις συνεδριάσεις των διαιτητών και διευθύνει τη συζήτηση.
34. Οι συμβαλλόμενοι παρίστανται κατά τη συζήτηση της υπόθεσής τους είτε οι ίδιοι προσωπικά είτε με αντιπρόσωπο ειδικά εξουσιοδοτημένο. Έχουν το δικαίωμα να εκπροσωπηθούν από έναν ή περισσότερους δικηγόρους και να ζητήσουν τη βοήθεια τεχνικών συμβούλων που έχουν ειδικές γνώσεις για το αντικείμενο της διαιτησίας.
35. Ο διορισμός των αντιπροσώπων και των πληρεξουσίων δικηγόρων γίνεται με έγγραφο ιδιωτικό που φέρει ημερομηνία και υπογραφή του εντολέα, βεβαιωμένη από δημόσια αρχή, ή με απλή δήλωση κατά την πρώτη συνεδρίαση των διαιτητών, που καταχωρείται στα πρακτικά.
36. Οι συμβαλλόμενοι έχουν τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις. Στην πρώτη δικάσιμο καλούνται να αναπτύξουν τους ισχυρισμούς τους γραπτά ή προφορικά και να προσκομίσουν τα αποδεικτικά τους στοιχεία, καθώς και κατάλογο μαρτύρων στη Γραμματεία, στο χρόνο που ορίζουν οι διαιτητές.
37. Η απουσία ενός ή όλων των συμβαλλομένων σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, εφόσον νόμιμα κλήθηκαν, δεν επηρεάζει τη συνέχεια της διαιτητικής διαδικασίας. Δύνανται όμως οι διαιτητές να αναβάλουν τη συζήτηση για άλλη δικάσιμο σε σύντομο χρόνο, και να διατάξουν την κλήση εκείνων που δεν εμφανίστηκαν.
38. Τα μέσα και τα θέματα για απόδειξη ορίζουν ελεύθερα οι διαιτητές. Μπορούν συνεπώς να εξετάζουν τους συμβαλλόμενους, μάρτυρες με όρκο ή χωρίς όρκο, να κάνουν αυτοψίες, να διατάσσουν πραγματογνωμοσύνη διορίζοντας τους πραγματογνώμονες και γενικά να ζητούν και να λαμβάνουν υπόψη τους οποιαδήποτε πρόσφορη απόδειξη, χωρίς να δεσμεύονται από αποδεικτικούς κανόνες. Εάν επιτευχθεί συμβιβασμός, συντάσσεται πρακτικό συμβιβασμού, που περιέχει τους όρους αυτούς και υπογράφεται από τα συμβαλλόμενα μέρη, τους διαιτητές, τον επιδιαιτητή και τον γραμματέα.
39. Η διαιτητική απόφαση πρέπει να εκδοθεί εντός προθεσμίας τριών μηνών από την τελευταία συνεδρίαση.
40. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο προθεσμία δύναται να παραταθεί:
α) Με συμφωνία των μερών.
β) Με απόφαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου, εφόσον υπάρχει βάσιμος λόγος και πάντως όχι πέραν των συνολικά έξι μηνών μετά την τελευταία συνεδρίαση.
41. Η διαιτητική απόφαση λαμβάνεται κατά πλειοψηφία, εκτός αν η συμφωνία υπαγωγής σε διαιτησία ορίζει διαφορετικά. Αν δεν σχηματιστεί πλειοψηφία υπερισχύει η γνώμη του επιδιαιτητή. Στην απόφαση αυτή διατυπώνεται και η γνώμη της μειοψηφίας χωριστά για κάθε θέμα.
42. Η διαιτητική απόφαση συντάσσεται σε δύο πρωτότυπα, από τα οποία το ένα παραμένει στο αρχείο της Ε.Ε.Τ.Τ. σε ειδικό βιβλίο και το άλλο διαβιβάζεται στο Πρωτοδικείο Αθηνών μετά την υπογραφή του από τους διαιτητές, τον επιδιαιτητή και τον γραμματέα. Αν κάποιο από τα πρόσωπα αυτά αρνείται να υπογράψει, η απόφαση που υπογράφεται από τους υπόλοιπους πρέπει να βεβαιώνει τόσο την άρνηση υπογραφής όσο και το γεγονός της συμμετοχής του στη διαιτητική διαδικασία και τη διάσκεψη.
43. Η απόφαση περιέχει συνοπτικά το ιστορικό της διαφοράς, τη συμφωνία περί διαιτησίας, το ονοματεπώνυμο των διαιτητών, του επιδιαιτητή, των συμβαλλομένων και των πληρεξουσίων τους, τον τόπο και την ημερομηνία έκδοσης, έκθεση των πραγματικών στοιχείων και των νομικών ισχυρισμών όλων των συμβαλλομένων, αιτιολογημένο πλήρως σκεπτικό και σαφές διατακτικό.
44. Οι αμοιβές των διαιτητών, του επιδιαιτητή, καθώς και τα έξοδα διαιτησίας καθορίζονται στο σύνολό τους, σύμφωνα με την παράγραφο 46 του παρόντος άρθρου, από τους διαιτητές στην οριστική απόφασή τους, στην οποία προσδιορίζεται η αμοιβή του καθενός από τα μέλη της διαιτησίας.
45. Το ύψος των εξόδων του φακέλου της διαιτησίας καθορίζεται ανάλογα με την αξία του αντικειμένου της διαφοράς με βάση τον επόμενο πίνακα:
α) μέχρι 1.467 ευρώ, 146,7 ευρώ
β) από 1.468− 5.869 ευρώ, 440 ευρώ
γ) από 5.870 − 14.673 ευρώ, 880 ευρώ
δ) από 14.674 − 29.347 ευρώ, 1.320 ευρώ
ε) από 29.348 − 146.735 ευρώ, 1.760 ευρώ
στ) από 146.736 − 293.470 ευρώ, 4.402 ευρώ
ζ) από 293.471 ευρώ και άνω, 5.869 ευρώ
Η αμοιβή των διαιτητών και τα έξοδά τους σε περίπτωση αυτοψίας, πραγματογνωμοσύνης, μετακίνησης μαρτύρων, υπολογίζονται πλέον του ως άνω παραβόλου.
46. Το ύψος της συνολικής αμοιβής των διαιτητών και του επιδιαιτητή υπολογίζεται σε ποσοστό επί της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς, με βάση τον επόμενο πίνακα:
α) μέχρι 1.467 ευρώ 6%−8%
β) από 1.468 − 5.869 ευρώ 5%−7%
γ) από 5.870 − 14.673 ευρώ 4%−6%
δ) από 14.674 − 29.347 ευρώ 3%−5%
ε) από 29.348 − 146.735 ευρώ 2%−4%
στ) από 146.736 ευρώ και άνω 1%−3%
Στον τελικό καθορισμό της αμοιβής εκτιμάται το αντικείμενο και η φύση της διαφοράς, ο χρόνος που χρειάσθηκε για τη μελέτη του φακέλου και η διάρκεια της διαιτητικής δίκης.
47. Τα έξοδα διαιτησίας περιλαμβάνουν ο,τιδήποτε έχει δαπανηθεί για τη διεξαγωγή της, όπως τη διεξαγωγή αυτοψίας, πραγματογνωμοσύνης, τα έξοδα μετακίνησης μαρτύρων, καθώς και την αμοιβή της Γραμματείας.
48. Οι συμμετέχοντες στη διαιτησία δύνανται να αποφασίσουν τη διακοπή και ματαίωση της διαιτητικής δίκης. Στην περίπτωση αυτή, ο συμβαλλόμενος που έχει την πρωτοβουλία της διακοπής είτε και όλοι οι συμβαλλόμενοι μπορούν, με έγγραφη δήλωσή τους προς τους διαιτητές που έχουν αναλάβει την επίλυση της διαφοράς, να ζητήσουν τον καθορισμό μειωμένης αμοιβής διαιτητών και εξόδων, ανάλογα με την εργασία που είχε γίνει μέχρι την ημέρα της ματαίωσης της διαιτησίας. Αν παραλείψουν την έγγραφη δήλωση, υποχρεούνται να καταβάλουν ολόκληρη την αμοιβή σύμφωνα με την παράγραφο 45 του παρόντος άρθρου.
49. Ο συμβαλλόμενος που χάνει τη διαιτητική δίκη καταδικάζεται να καταβάλει τις αμοιβές των διαιτητών και τα έξοδα. Οι διαιτητές μπορούν να αποφασίζουν τον επιμερισμό και καταλογισμό της δαπάνης (αμοιβής και εξόδων) στα συμβαλλόμενα μέρη, ανάλογα με το βαθμό υπαιτιότητας του καθενός.
50. Οι αμοιβές των διαιτητών και τα έξοδα της διαιτησίας καταβάλλονται από τους υπόχρεους σε τραπεζικό λογαριασμό της Ε.Ε.Τ.Τ., στους οποίους παραδίδεται έγγραφη απόδειξη πληρωμής. Οι διαιτητές εισπράττουν την αμοιβή τους από την αρμόδια υπηρεσία της Ε.Ε.Τ.Τ., η οποία εκδίδει τα αντίστοιχα εντάλματα πληρωμής, σύμφωνα με σχετικό έγγραφο της Γραμματείας της Επιτροπής. Η διάταξη του άρθρου 161 του ν.δ. 3026/1954 (ΦΕΚ 235 Α΄) εφαρμόζεται και στις αμοιβές των δικηγόρων από διαιτησίες.
51. Οι διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας για τη διαιτησία εφαρμόζονται συμπληρωματικά σε κάθε περίπτωση που δεν ρυθμίζεται ειδικά ή διαφορετικά από το παρόν άρθρο.