Στο μακροοικονομικό περιβάλλον, πριν από 5 περίπου χρόνια, η Ελλάδα εισήλθε σε φάση ύφεσης, που τα τελευταία χρόνια μπορεί να χαρακτηριστεί ως βαθιά ύφεση, από την οποία προσπαθεί να ανακάμψει με ριζικές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας του κράτους και της αγοράς. Στην τετραετία ύφεσης 2008-2011, η αθροιστική μείωση του ΑΕΠ, σε σταθερές τιμές, ανήλθε σε περίπου 14,5%, ενώ σωρευτικά, στην πενταετία ύφεσης 20082012, η ελληνική οικονομία θα έχει χάσει πάνω από το 1/5 του προϊόντος της. Ύφεση της τάξης του 7,1% υπέστη η ελληνική οικονομία και κατά το 2012, η οποία συνεχίστηκε -αν και μειωμένη σε σχέση με το προηγούμενο έτος- και το 2013, φτάνοντας το 4,3%, σύμφωνα με πρώτη εκτίμηση της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ).
Ο ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας είναι πολύ χαμηλότερος από τον μέσο όρο της ευρωζώνης και, παρά τις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας, η ύφεση μετατρέπεται ραγδαία σε κρίση απασχόλησης, με το επίσημο ποσοστό ανεργίας να πλησιάζει το 25%.
Η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας είναι ασθενής, λόγω της επιδείνωσής της επί σειρά ετών. Η θέση της Ελλάδας στο Δείκτη Ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης σύμφωνα με το «The Europe 2020 Competitiveness Report» του World Economic Forum για το 2012 είναι απογοητευτική, καθώς η χώρα κατατάσσεται στην 25η θέση στο σύνολο των 27 κρατών μελών της Ε.Ε.
Στους παράγοντες που επηρεάζουν την ανταγωνιστικότητα και συνεπώς στην οικονομική ευημερία και ανάπτυξη μιας χώρας περιλαμβάνονται το Επιχειρηματικό Περιβάλλον (27η θέση για την Ελλάδα), η Ψηφιακή Ατζέντα (25η θέση για την Ελλάδα), η Καινοτομία (23η θέση για την Ελλάδα), η Εκπαίδευση και Κατάρτιση (24η θέση για την Ελλάδα), η Αγορά Εργασίας και Απασχόληση (26η θέση για την Ελλάδα), η Κοινωνική Ένταξη (22η θέση για την Ελλάδα) και η Περιβαλλοντική Αειφορία (22η θέση για την Ελλάδα). Είναι προφανές ότι σε όλους αυτούς τους επιμέρους τομείς η Ελλάδα επιδεικνύει πολύ χαμηλές επιδόσεις.
Οι υφιστάμενες συνθήκες της ελληνικής οικονομίας συνοψίζονται ως εξής:
• Ασταθές οικονομικό μοντέλο που στερείται ανταγωνιστικότητας. Η ανάπτυξη της χώρας βασίστηκε πάνω σε ασταθές οικονομικό πλαίσιο και υπολείπεται σε βασικούς τομείς όπως οι απευθείας εξωτερικές επενδύσεις και η απασχόληση, ενώ κατατάσσεται σε χαμηλές θέσεις σχετικά με την ανταγωνιστικότητα και παραγωγικότητα. Παράλληλα, η οικονομία βασίζεται εξ ολοκλήρου σε επιχειρήσεις πολύ μικρού μεγέθους και οι πολύ μικρές εταιρείες αντιμετωπίζουν δυσκολίες να αναπτυχθούν, εν μέρει λόγω και του μη παραγωγικού μοντέλου της δημόσιας διοίκησης. Περαιτέρω χαρακτηριστικά της είναι η απουσία δομημένου και σταθερού περιβάλλοντος επενδύσεων, η έλλειψη εμπιστοσύνης προς την δημόσια διοίκηση, η έλλειψη πρόσβασης σε χρηματοδοτικά εργαλεία, η έλλειψη των εργαλείων ΤΠΕ που σχετίζονται με την χωρική διάταξη και την διαδικασία των προμηθειών και τέλος η έλλειψη υποστήριξης στο άνοιγμα διεθνών αγορών.
• Υψηλός δείκτης ανεργίας ειδικότερα στους νέους που έφτασε σε επίπεδα ρεκόρ, ξεπερνώντας το 50%, και με αυξητική τάση στους δείκτες σχετικά με την κοινωνική απομόνωση και την φτώχεια. Η μεγάλης διάρκειας ανεργία είναι ένας καθοριστικός παράγοντας που επηρεάζει το επίπεδο φτώχειας, που, στο σύνολο του πληθυσμού της Ελλάδος, είναι μεγαλύτερο του μέσου όρου μεταξύ της ΕΕ-27 μελών-κρατών κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες και το δεύτερο μεγαλύτερο μεταξύ των ΕΕ-15 κρατών μελών.
• Το επίπεδο επαγγελματικής επιμόρφωσης και δια βίου μάθησης είναι ιδιαίτερα χαμηλό συγκρινόμενο με τα επίπεδα της ΕΕ, δεδομένου του χαμηλού επιπέδου απασχόλησης στους νέους. Σε μια περίοδο δημοσιονομικής προσαρμογής και μείωσης των δημόσιων δαπανών στην παιδεία (2.75% του ΑΕΠ 2011), η επίτευξη του στόχου «Ευρώπη 2020» στον τομέα εκπαίδευσης είναι μια σοβαρή πρόκληση.
• Αναποτελεσματική διοίκηση του κράτους που δρα ανασταλτικά στις αναπτυξιακές προσπάθειες της χώρας, αφού το επίπεδο απόδοσης της δημόσιας διοίκησης της Ελλάδας και η ποιότητα των δημόσιων υπηρεσιών της είναι αρκετά κάτω του μέσου όρου της ΕΕ (0.52 σε σχέση με την ΕΕ 1.18). Αυτή η χαμηλή ποιότητα σε συνδυασμό με την υψηλή δημόσια δαπάνη, καταδεικνύει την τεράστια αναποτελεσματικότητα του ελληνικού δημόσιου τομέα. Ταυτόχρονα ο δημόσιος τομέας πάσχει από κατακερματισμό, επικάλυψη αρμοδιοτήτων μεταξύ οργανισμών και υπουργείων και έλλειψη μηχανισμών ελέγχων κυρίως σε ό, τι αφορά στη δημόσια δαπάνη.
• Η υλοποίηση πολιτικών και αναδιαρθρώσεων αποτελεί μεγάλη αδυναμία, λόγω του συνδυασμού μιας αδύναμης κεντρικής διαχείρισης, πολύπλοκων νομοθετικών πλαισίων και λανθασμένη πολιτική και διοικητική κουλτούρα που ευνοεί την δημιουργία νόμων σε βάρος των αποτελεσμάτων. Η έλλειψη συντονισμού θέτει σε κίνδυνο τις αναδιαρθρώσεις και την εφαρμογή των πολιτικών που θα αποφέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα της δημιουργίας μιας βιώσιμης οικονομίας, εκεί όπου απαιτείται συνολική προσπάθεια από διαφορετικούς φορείς του δημόσιου τομέα.
Ο κλάδος ΤΠΕ υφίσταται τη γενικότερη οικονομική κρίση που διανύει η Ελλάδα και τις συνέπειες του περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας, λόγω της παρατεταμένης ύφεσης της οικονομίας, ενώ εμφανής είναι και η επιρροή από τις δυσκολίες εφαρμογής του σταθεροποιητικού προγράμματος. Οι επιπτώσεις αυτές είναι ορατές με τη μορφή της μείωσης της ζήτησης σε όλα τα επίπεδα (δημόσιος τομέας, ιδιώτες καταναλωτές, επιχειρήσεις που προμηθεύονται προϊόντα και υπηρεσίες ΤΠΕ), της υποχώρησης των εσόδων των επιχειρήσεων, των επενδύσεων και της παραγωγής ενώ παράλληλα οδηγούν σε αύξηση της ανεργίας στον κλάδο. Οι σημερινές τάσεις αντιστρέφουν την αυξητική δυναμική της περιόδου 1999-2008 και επαναφέρουν, με μια έννοια, τον κλάδο ΤΠΕ στα μεγέθη του 2003-04.
Σύμφωνα με το European Information Technology Observatory (EITO) το σύνολο της αξίας της ελληνικής αγοράς Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών, έφτασε το 2013 τα €5,844 δις, με απώλειες 3,4%. Από το σύνολο αυτό, τα €1,331 δις αντιστοιχούν στην αξία της αγοράς πληροφορικής, παρουσιάζοντας μείωση 2,7%. Το σύνολο της αξίας της αγοράς τηλεπικοινωνιών υπολογίζεται στα €4,513 δις, με μείωση 3,6%. Σύμφωνα με τις προβλέψεις για το 2014, το σύνολο της αξίας της αγοράς ΤΠΕ αναμένεται να φτάσει τα €5,724 δις, με συνολική μείωση 2,1%. Από το σύνολο αυτό, τα €1,382 δις αντιστοιχούν στην αξία της αγοράς πληροφορικής, παρουσιάζοντας αύξηση 3,9% για πρώτη φορά μετά από πέντε χρόνια. Το σύνολο της αξίας της αγοράς τηλεπικοινωνιών υπολογίζεται στα €4,341 δις, με μείωση 3,8%. Μια κατανομή, ενδεικτική των προϊόντων και υπηρεσιών ΤΠΕ< από την ICD το 2011 σε σχέση με τις δαπάνες (δημόσιες και ιδιωτικές) φαίνεται παρακάτω: [1]
Ο δείκτης τεχνολογικής ετοιμότητας (Networked Readiness Index – NRI) που δημοσιεύει το World Economic Forum, σε συνεργασία με το INSEAD , και καθορίζεται ισοβαρώς από το τεχνολογικό περιβάλλον, την τεχνολογική ετοιμότητα, την τεχνολογική χρήση και την επίδραση της τεχνολογίας, το 2012 κατατάσσει την Ελλάδα στην 59η θέση μεταξύ 142 χωρών, με βαθμολογία 3,9, που κυμαίνεται λίγο πάνω από το «άσχημα», αποδεικνύοντας στην πράξη την αδυναμία της χώρας να αποκομίσει τα οφέλη της τεχνολογικής υποδομής που διαθέτει. Αυτό που επηρέασε αρνητικά την συνολική τεχνολογική επίδοση της χώρας μας είναι το χαμηλό επίπεδο διείσδυσης της τεχνολογίας σε επιχειρήσεις και κράτος. Σε μια ιστορική αναδρομή από το 2006 μέχρι σήμερα, η Ελλάδα εμφανίζει μια σταθερή πορεία που κινείται μεταξύ άσχημης και μέτριας επίδοσης. Ο δείκτης NRI είναι ένας από τους πιο σημαντικούς οικονομικούς δείκτες γιατί δεν αντικατοπτρίζει απλώς την τεχνολογική υποδομή μιας χώρας και το βαθμό διείσδυσης των νέων τεχνολογιών στην οικονομία και την κοινωνία, αλλά και τη δυνατότητα η υπεραξία της τεχνολογίας να μετουσιωθεί σε αποτέλεσμα της πραγματικής οικονομίας και της καλύτερης λειτουργίας του κράτους.