1. Οι φορείς εκμετάλλευσης δικτύου έχουν δικαίωμα να παρέχουν σε επιχειρήσεις που παρέχουν ή είναι εξουσιοδοτημένες να παρέχουν δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών, πρόσβαση στην υλική τους υποδομή, με σκοπό την εγκατάσταση στοιχείων υψίρρυθμων δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών.
2. Κάθε φορέας εκμετάλλευσης δικτύου υποχρεούται, με την επιφύλαξη των προβλέψεων της παραγράφου 4 του παρόντος Άρθρου, να ικανοποιεί κάθε εύλογη γραπτή αίτηση πρόσβασης στην υλική του υποδομή, που υποβάλλεται από φορέα που παρέχει ή είναι εξουσιοδοτημένος να παρέχει δημόσια δίκτυα επικοινωνιών υπό δίκαιους και εύλογους όρους, συμπεριλαμβανομένης της τιμής, ενόψει της εγκατάστασης στοιχείων υψίρρυθμων δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών.
3. Η αίτηση πρόσβασης της παραγράφου 2 οφείλει να περιλαμβάνει ακριβή προσδιορισμό των στοιχείων της υποδομής στα οποία ζητείται πρόσβαση, συμπεριλαμβανομένης κάθε σχετικής τεχνικής λεπτομέρειας. Ο φορέας εκμετάλλευσης δικτύου εξετάζει το αίτημα εντός των προθεσμιών που προβλέπονται από κείμενες διατάξεις και σε κάθε περίπτωση η εξέταση δεν υπερβαίνει τους δύο μήνες από την ημερομηνία παραλαβής της πλήρους αίτησης πρόσβασης.
4. Ο φορέας εκμετάλλευσης δικτύου δύναται να απορρίψει τη σχετική αίτηση πρόσβασης για λόγους, οι οποίοι δηλώνονται στον αιτούντα εντός των προθεσμιών που προβλέπονται από κείμενες διατάξεις και σε κάθε περίπτωση δεν υπερβαίνουν τους δύο μήνες από την ημερομηνία παραλαβής της πλήρους αίτησης πρόσβασης, και βασίζονται σε αντικειμενικά, διαφανή και αναλογικά κριτήρια, όπως:
α) τεχνική καταλληλότητα της υλικής υποδομής στην οποία ζητείται πρόσβαση για την υποδοχή των στοιχείων των αναφερόμενων στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου υψίρρυθμων δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών,
β) διαθεσιμότητα χώρου για την υποδοχή των στοιχείων των αναφερόμενων στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου υψίρρυθμων δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών, συμπεριλαμβανομένων των μελλοντικών αναγκών χώρου του φορέα εκμετάλλευσης του δικτύου, οι οποίες πρέπει να καταδεικνύονται δεόντως,
γ) λόγοι ασφάλειας και δημόσιας υγείας,
δ) ακεραιότητα και ασφάλεια οποιουδήποτε δικτύου, ιδίως κρίσιμης εθνικής υποδομής,
ε) κίνδυνος σοβαρών παρεμβολών των σχεδιαζόμενων υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών στην παροχή άλλων υπηρεσιών μέσω της ίδιας υλικής υποδομής,
στ) ύπαρξη βιώσιμων εναλλακτικών μέσων χονδρικής πρόσβασης σε υλική υποδομή δικτύου που παρέχονται από το φορέα εκμετάλλευσης του δικτύου και είναι κατάλληλα για την παροχή υψίρρυθμων δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών, εφόσον η πρόσβαση αυτή προσφέρεται υπό δίκαιους και εύλογους όρους.
5. Για την πρόσβαση στην υλική υποδομή φορέων εκμετάλλευσης δικτύου, εξαιρουμένων των δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών σε εφαρμογή των οριζομένων στα άρθρα 3 και 4 του παρόντος, καθορίζονται ειδικότεροι όροι, προϋποθέσεις και άλλες σχετικές λεπτομέρειες εφαρμογής, στο Παράρτημα 1 του παρόντος. Οι όροι, οι προϋποθέσεις και οι διαδικασίες εφαρμογής των άρθρων 3 και 4 τους παρόντος νόμου καθώς και κάθε σχετική λεπτομέρεια για την πρόσβαση σε υπάρχουσα υλική υποδομή των δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών καθορίζονται από Κανονισμό Συνεγκατάστασης που εκδίδει η ΕΕΤΤ, εφεξής «Κανονισμός Συνεγκατάστασης», όπως αυτός εκάστοτε ισχύει.
6. Σε περίπτωση µή επίτευξης συμφωνίας όσον αφορά συγκεκριμένους όρους, συμπεριλαμβανομένης της τιμής, ως προς την παροχή πρόσβασης σε υλική υποδομή εντός των χρονικών προθεσμιών που προβλέπονται στα άρθρα 2 ή 4 του Παραρτήματος 1 ή στον Κανονισμό Συνεγκατάστασης κατά περίπτωση, καθώς και σε περίπτωση απόρριψης συγκεκριμένου αιτήματος πρόσβασης σε υλική υποδομή σύμφωνα με το άρθρο 4 του Παραρτήματος 1 ή με τα οριζόμενα στον Κανονισμό Συνεγκατάστασης κατά περίπτωση, οποιοσδήποτε από τους δύο φορείς δύναται να ζητήσει, με γραπτό αίτημά του, την παρέμβαση του αρμόδιου Εθνικού Οργάνου Επίλυσης Διαφορών με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας, υποβάλλοντας ταυτόχρονα περιγραφή της διαφοράς και του ιστορικού των διαπραγματεύσεων.
7. Το αρμόδιο Εθνικό Όργανο Επίλυσης Διαφορών αφού λάβει πλήρως υπόψη την αρχή της αναλογικότητας, εκδίδει δεσμευτική απόφαση για την επίλυση της διαφοράς που του υποβλήθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου, συμπεριλαμβανομένου του καθορισμού δίκαιων και εύλογων όρων και προϋποθέσεων, των τεχνικών προδιαγραφών, του χρονοδιαγράμματος υλοποίησης και κατά περίπτωση, της τιμής.
Κατά τη λήψη της απόφασής του στο πλαίσιο της ανωτέρω διαδικασίας επίλυσης διαφοράς, το αρμόδιο Εθνικό Όργανο Επίλυσης Διαφορών λαμβάνει υπ’ όψιν:
α) εφόσον ενδείκνυται, τους στόχους του άρθρου 3 του Νόμου 4070/2012
β) ιδίως τα κριτήρια της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου και τα οριζόμενα στο άρθρο 6 του Παραρτήματος 1 του παρόντος νόμου
γ) μεταξύ άλλων τα κάτωθι:
• το κόστος και τις άλλες τυχόν δυσκολίες ανεξάρτητης εγκατάστασης και λειτουργίας του εξοπλισµού ή των συστηµάτων που αποτελούν το αντικείμενο της συµφωνίας,
• το όφελος που προκύπτει για τους καταναλωτές από τη συµφωνία, ως προς το κόστος των υπηρεσιών, την ανάπτυξη, κάλυψη και ποιότητα του δικτύου, καθώς και την προστασία του περιβάλλοντος και την δηµόσια ασφάλεια.
8. Κατά τον καθορισμό των τιμών, το αρμόδιο Εθνικό Όργανο Επίλυσης Διαφορών μεριμνά ώστε ο φορέας εκμετάλλευσης δικτύου που παρέχει την πρόσβαση να έχει την εύλογη δυνατότητα να ανακτήσει τα έξοδά του και συνεκτιμά τις επιπτώσεις της ζητηθείσας πρόσβασης στο επιχειρηματικό σχέδιο του φορέα εκμετάλλευσης που παρέχει την πρόσβαση, συμπεριλαμβανομένων των επενδύσεων που έχουν γίνει από αυτόν ιδίως στις υλικές υποδομές που χρησιμοποιούνται για την παροχή υψίρρυθμων υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών.
9. Το αρμόδιο Εθνικό Όργανο Επίλυσης Διαφορών εκδίδει δεσμευτική απόφαση για την επίλυση της διαφοράς το συντομότερο δυνατόν και οπωσδήποτε εντός τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της πλήρους αίτησης, πλην έκτακτων περιστάσεων, με την επιφύλαξη της δυνατότητας δικαστικής προσφυγής των μερών.
10. Το παρόν άρθρο δεν θίγει το δικαίωμα ιδιοκτησίας του κυρίου της υλικής υποδομής στις περιπτώσεις που δεν πρόκειται για τον φορέα εκμετάλλευσης του δικτύου, ούτε τα δικαιώματα του φορέα εκμετάλλευσης, ούτε το δικαίωμα ιδιοκτησίας τρίτων, όπως ιδιοκτητών εκτάσεων γης και ακινήτων.
Άρθρο 3, παράγραφος 4.(στ)
Προτείνεται η τροποποίησή του ως εξής:
«Ο φορέας εκμετάλλευσης δικτύου δύναται να απορρίψει τη σχετική αίτηση πρόσβασης για λόγους, οι οποίοι …. βασίζονται σε αντικειμενικά, διαφανή και αναλογικά κριτήρια, όπως: …
…
στ) ύπαρξη βιώσιμων εναλλακτικών μέσων χονδρικής πρόσβασης σε υλική υποδομή δικτύου που παρέχονται από το φορέα εκμετάλλευσης του δικτύου στον οποίο κατατέθηκε αρχικά το αίτημα πρόσβασης σε υπάρχουσα υλική υποδομή και είναι κατάλληλα και απολύτως επαρκή για την παροχή υψίρρυθμων δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών και την εξυπηρέτηση των αναγκών και του επιχειρηματικού πλάνου του φορέα που κατέθεσε το αίτημα, εφόσον η πρόσβαση αυτή προσφέρεται υπό δίκαιους και εύλογους όρους.
Οι μελλοντικές ανάγκες του φορέα εκμετάλλευσης δικτύου ενδέχεται συχνά να είναι εμπιστευτικού χαρακτήρα και να υπάρχει ανάγκη προστασίας του επιχειρηματικού απορρήτου. Σε τέτοιες περιπτώσεις εκτιμάται ότι η συγκεκριμένη πρόβλεψη του νόμου δε θα μπορεί να τύχει εφαρμογής. Υπό αυτό το πρίσμα προτείνεται να υιοθετηθεί αντίστοιχη πρόβλεψη με αυτή που έχει περιληφθεί στην ΚΥΑ για την λειτουργία του Ψηφιακού Μητρώου Υποδομών σχετικά με τη δήλωση της διαθέσιμης χωρητικότητας κάθε στοιχείου υποδομής δικτύου που δύναται να φιλοξενήσει στοιχεία δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών στα πλαίσια της συνεγκατάστασης. Κατά τη δήλωση της διαθέσιμης χωρητικότητας ο εκάστοτε φορέας οφείλει να έχει λάβει υπόψη του τυχόν απαιτήσεις για ίδιες μελλοντικές επεκτάσεις.