1. Όταν σιδηροδρομική επιχείρηση διαπιστώνει, κατά τη λειτουργία, ότι ένα όχημα που χρησιμοποιεί δεν πληροί μια από τις εφαρμοστέες βασικές απαιτήσεις, λαμβάνει τα απαραίτητα διορθωτικά μέτρα για τη συμμόρφωση του οχήματος προς τις απαιτήσεις αυτές. Επιπλέον, μπορεί να ενημερώσει τον Οργανισμό και τη Ρυθμιστική Αρχή Σιδηροδρόμων για τα μέτρα που έλαβε. Αν η σιδηροδρομική επιχείρηση διαθέτει στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η μη συμμόρφωση υφίστατο ήδη κατά το χρόνο έκδοσης της έγκρισης για διάθεση στην αγορά, ενημερώνει τον Οργανισμό και τη Ρυθμιστική Αρχή Σιδηροδρόμων.
2. Όταν περιέρχεται στη γνώση της Ρυθμιστικής Αρχής Σιδηροδρόμων, ιδίως στο πλαίσιο της διαδικασίας εποπτείας που προβλέπεται στο άρθρο 69 του παρόντος νόμου, ότι, όταν χρησιμοποιείται όπως προβλέπεται, ένα όχημα ή ένας τύπος οχήματος στο οποίο έχει χορηγηθεί έγκριση για διάθεση στην αγορά είτε από τον Οργανισμό, σύμφωνα με το την παρ. 5 του άρθρου 21 ή το άρθρο 24, είτε από τη Ρυθμιστική Αρχή Σιδηροδρόμων, σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου 21 ή το άρθρο 24, δεν πληροί μια από τις εφαρμοστέες βασικές απαιτήσεις, ενημερώνει τη σιδηροδρομική επιχείρηση που χρησιμοποιεί το όχημα ή τον τύπο οχήματος και της ζητά να λάβει τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα για τη συμμόρφωση του οχήματος ή των οχημάτων με τις απαιτήσεις αυτές. Η Ρυθμιστική Αρχή Σιδηροδρόμων ενημερώνει τον Οργανισμό και τυχόν λοιπές εθνικές αρχές ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένων αυτών που βρίσκονται σε έδαφος, όπου εκκρεμεί αίτηση για την έγκριση διάθεσης οχήματος του ίδιου τύπου στην αγορά.
3. Όταν, στις περιπτώσεις που προβλέπονται στις παρ. 1 ή 2 του παρόντος άρθρου, τα διορθωτικά μέτρα που εφαρμόζονται από τη σιδηροδρομική επιχείρηση δεν διασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τις εφαρμοστέες βασικές απαιτήσεις και η μη συμμόρφωση οδηγεί σε σοβαρό κίνδυνο ασφάλειας, η Ρυθμιστική Αρχή Σιδηροδρόμων μπορεί να εφαρμόζει προσωρινά μέτρα ασφάλειας στο πλαίσιο των εποπτικών της καθηκόντων, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 69. Η Ρυθμιστική Αρχή Σιδηροδρόμων ή ο Οργανισμός μπορεί παράλληλα να εφαρμόσει προσωρινά μέτρα ασφάλειας με τη μορφή αναστολής της έγκρισης τύπου του οχήματος, τα οποία υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο και στη διαδικασία διαιτησίας που προβλέπεται στην παρ. 7 του άρθρου 21.
4. Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παρ. 3 του παρόντος άρθρου, ο Οργανισμός ή η Ρυθμιστική Αρχή Σιδηροδρόμων που έχει εκδώσει την έγκριση έπειτα από εξέταση της αποτελεσματικότητας οποιωνδήποτε μέτρων που λήφθηκαν για την αντιμετώπιση του σοβαρού κινδύνου ασφάλειας, μπορούν να αποφασίσουν την ανάκληση ή την τροποποίηση της έγκρισης, εφόσον αποδεικνύεται ότι κατά το χρόνο της έγκρισης δεν τηρούνταν κάποια από τις βασικές απαιτήσεις. Για το σκοπό αυτό, κοινοποιούν την απόφασή τους στον κάτοχο της έγκρισης για διάθεση στην αγορά ή της έγκρισης του τύπου οχήματος, αιτιολογώντας την απόφασή τους.
Ο κάτοχος δύναται εντός μηνός από την παραλαβή της απόφασης του Οργανισμού ή της Ρυθμιστικής Αρχής Σιδηροδρόμων, να ζητήσει την επανεξέταση της απόφασης. Στην περίπτωση αυτή, η εκτέλεση της απόφασης αναστέλλεται προσωρινά. Ο Οργανισμός ή η Ρυθμιστική Αρχή Σιδηροδρόμων διαθέτουν προθεσμία ενός (1) μήνα από την ημερομηνία παραλαβής της αίτησης επανεξέτασης για να επιβεβαιώσουν ή να ανακαλέσουν την απόφασή τους .
Όπου αρμόζει, σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ του Οργανισμού και της Ρυθμιστικής Αρχής Σιδηροδρόμων σχετικά με την ανάγκη περιορισμού ή ανάκλησης της έγκρισης, εφαρμόζεται η διαδικασία διαιτησίας που προβλέπεται στην παρ. 7 του άρθρου 21.
Αν από την εν λόγω διαδικασία προκύψει ότι η έγκριση του οχήματος δεν πρέπει ούτε να περιοριστεί ούτε να ανακληθεί, αναστέλλονται τα προσωρινά μέτρα ασφάλειας που αναφέρονται στην παρ. 3 του παρόντος άρθρου.
5. Αν επιβεβαιωθεί η απόφαση της Ρυθμιστικής Αρχής Σιδηροδρόμων, ο κάτοχος της έγκρισης του οχήματος δύναται να προσφύγει, εντός δύο (2) μηνών από την κοινοποίηση της εν λόγω απόφασης, δυνάμει του εθνικού συστήματος ενδίκων μέσων που αναφέρονται στην παρ. 3 του άρθρου 71 του παρόντος νόμου.
6. Όταν η Ρυθμιστική Αρχή Σιδηροδρόμων αποφασίζει την ανάκληση έγκρισης για διάθεση στην αγορά που έχει χορηγήσει η ίδια, ενημερώνει αμέσως τον Οργανισμό, αιτιολογώντας την απόφασή της. Ο Οργανισμός ενημερώνει ακολούθως τις υπόλοιπες εθνικές αρχές ασφάλειας.
7. Η απόφαση της Ρυθμιστικής Αρχής Σιδηροδρόμων για την ανάκληση της έγκρισης καταχωρίζεται στο κατάλληλο μητρώο οχημάτων, σύμφωνα με το άρθρο 22 ή, σε περίπτωση έγκρισης τύπου οχημάτων, στο ευρωπαϊκό μητρώο εγκεκριμένων τύπων οχήματος σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 24. Η Ρυθμιστική Αρχή Σιδηροδρόμων μεριμνά για την ενημέρωση των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν οχήματα του ίδιου τύπου με το όχημα ή τον τύπο οχήματος που ανακλήθηκε. Οι εν λόγω σιδηροδρομικές επιχειρήσεις ελέγχουν κατ’ αρχάς αν συντρέχει το ίδιο πρόβλημα μη συμμόρφωσης. Στην περίπτωση αυτή, εφαρμόζεται η διαδικασία που προβλέπεται στο παρόν άρθρο.
8. Σε περίπτωση ανάκλησης έγκρισης για διάθεση στην αγορά, το σχετικό όχημα παύει να χρησιμοποιείται πλέον και η περιοχή χρήσης του δεν επεκτείνεται. Σε περίπτωση ανάκλησης έγκρισης τύπου οχήματος, τα οχήματα που έχουν κατασκευαστεί βάσει αυτής δεν διατίθενται στην αγορά ή, αν έχουν ήδη διατεθεί στην αγορά, αποσύρονται. Μπορεί να ζητηθεί νέα έγκριση βάσει της διαδικασίας του άρθρου 21 για μεμονωμένα οχήματα ή του άρθρου 24 για τύπο οχήματος.
9. Όταν, στις περιπτώσεις που προβλέπονται στις παρ. 1 ή 2, η μη συμμόρφωση με τις βασικές απαιτήσεις περιορίζεται σε τμήμα της περιοχής χρήσης του σχετικού οχήματος και η εν λόγω μη συμμόρφωση υφίστατο ήδη κατά το χρόνο έκδοσης της έγκρισης για διάθεση στην αγορά, η έγκριση αυτή τροποποιείται ώστε να εξαιρεθούν τα σχετικά τμήματα της περιοχής χρήσης.