1. Η διερεύνηση αποβλέπει στην απόκτηση και αποτύπωση των διαθέσιμων σχετικών πληροφοριών, την ανάλυση των υπαρχόντων αποδεικτικών στοιχείων, καθώς και τη διαπίστωση των πιθανών αιτίων ενός ατυχήματος ή συμβάντος. Η διαδικασία και οι τεχνικές διερεύνησης είναι σύμφωνες με το Παράρτημα 13 της Σύμβασης του Σικάγο, τα εγχειρίδια του Διεθνούς Οργανισμού Πολιτικής Αεροπορίας (Δ.Ο.Π.Α.) και τον Κανονισμό 996/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ης Οκτωβρίου 2010 σχετικά με τη διερεύνηση και την πρόληψη ατυχημάτων και συμβάντων στην πολιτική αεροπορία.
2. Ο Πρόεδρος του Ε.Ο.Δ.Α.Σ.Α.Α.Μ. ορίζει για κάθε ατύχημα ή συμβάν την ομάδα διερεύνησης και τον επικεφαλής διερεύνησης, ο οποίος διευθύνει τη συγκεκριμένη έρευνα. Σε περίπτωση ατυχήματος ή σοβαρού συμβάντος που συνδέεται με τη χρησιμοποίηση αεροσκάφους ύδατος εντός των ορίων τοπικής αρμοδιότητας του Λιμενικού Σώματος − Ελληνικής Ακτοφυλακής (Λ.Σ.- ΕΛ.ΑΚΤ.), στην ομάδα διερεύνησης μπορεί να μετέχει και στέλεχος της Ελληνικής Υπηρεσίας Διερεύνησης Ναυτικών Ατυχημάτων και Συμβάντων που έχει συσταθεί με τον ν. 4033/2011 (Α΄ 264), το οποίο ορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Υποδομών και Μεταφορών και Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής.
3. Η ομάδα διερεύνησης καθορίζει την έκταση της διερεύνησης ανάλογα με το μέγεθος και το είδος του ατυχήματος ή του συμβάντος, λαμβάνοντας υπόψη τα συμπεράσματα που ενδέχεται να προκύψουν για τη βελτίωση της ασφάλειας των πτήσεων.
4. Η διερεύνηση που διεξάγεται από τον Ε.Ο.Δ.Α.Σ.Α.Α.Μ. έχει προτεραιότητα έναντι όλων των άλλων ειδικών και τεχνικών ερευνών που προσανατολίζονται σε στόχους διαφορετικούς από αυτούς που αναφέρονται στο άρθρο 17. Με την επιφύλαξη της παρ. 1 του άρθρου 37, οι αρμοδιότητες και το έργο των διωκτικών, δικαστικών και λοιπών κρατικών αρχών δεν επηρεάζονται, εφόσον δεν παρεμποδίζεται το έργο της ομάδας διερεύνησης.