Για τους σκοπούς του παρόντος, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
1 1. «απόφαση έγκρισης»: η απόφαση που εκδίδεται από τον προϊστάμενο της εντεταλμένης αρχής, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 45 και 49 του ν. 4412/2016 (Α’ 147) και του άρθρου 29 του ν. 4413/2016 (Α’ 148), η οποία καθορίζει αν ο φορέας προώθησης έργου δικαιούται να εκτελέσει το έργο στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή και δεν θίγει τις αποφάσεις που λαμβάνονται κατόπιν προσφυγής ενώπιον διοικητικής αρχής ή δικαστηρίου,
2 2. «διαδικασία αδειοδότησης»: η διαδικασία που ακολουθείται σε κάθε έργο που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 18, προκειμένου να λάβει την απόφαση έγκρισης, με εξαίρεση τον πολεοδομικό ή χωροταξικό σχεδιασμό, τις διαδικασίες που σχετίζονται με την ανάθεση δημόσιων συμβάσεων και τα μέτρα που λαμβάνονται σε στρατηγικό επίπεδο και που δεν παραπέμπουν σε συγκεκριμένο έργο, όπως η στρατηγική περιβαλλοντική εκτίμηση, ο δημοσιονομικός σχεδιασμός, καθώς και τα εθνικά ή περιφερειακά σχέδια μεταφορών, όπως περιγράφεται στο άρθρο 23,
3 3. «έργο»: η πρόταση κατασκευής, προσαρμογής ή τροποποίησης ορισμένου τμήματος της υποδομής μεταφορών, η οποία στοχεύει στη βελτίωση της χωρητικότητας, της ασφάλειας και της αποτελεσματικότητας της εν λόγω υποδομής και της οποίας η εκτέλεση απαιτεί απόφαση έγκρισης,
4. «διασυνοριακό έργο»: το έργο που καλύπτει ένα διασυνοριακό τμήμα μεταξύ δύο (2) ή περισσοτέρων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
5. «φορέας προώθησης έργου»: ο αιτών έγκριση για υλοποίηση έργου ή η δημόσια αρχή που αναλαμβάνει την πρωτοβουλία για ένα έργο,
6 6. «εντεταλμένη αρχή»: η αρχή η οποία, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 21, αποτελεί το σημείο επαφής για τον φορέα προώθησης του έργου και η οποία διευκολύνει την αποτελεσματική και διαρθρωμένη διεκπεραίωση των διαδικασιών αδειοδότησης, σύμφωνα με τον παρόντα,
7 7. «κοινή αρχή»: αρχή που ιδρύεται με αμοιβαία συμφωνία δύο (2) ή περισσοτέρων κρατών μελών για να διευκολύνει τις διαδικασίες αδειοδότησης διασυνοριακών έργων, συμπεριλαμβανομένων των κοινών αρχών που συστάθηκαν από εντεταλμένες αρχές, εξουσιοδοτημένες προς τούτο από τα κράτη μέλη.