Αρχική Ανασυγκρότηση Υπουργείου ΝαυτιλίαςΆρθρο 1: Σκοπός – ΑρμοδιότητεςΣχόλιο του χρήστη N.K. | 27 Δεκεμβρίου 2012, 23:12
Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής Ταχ. Δ/νση Ακτή Βασιλειάδη, Πύλη Ε 1 - Ε 2, Τ.Κ. 185 10 τηλ: 213 1371700 - 213 1374700, φαξ: 210 4191561- 210 4191562 Επικοινωνία με το υπουργείο Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Το θέμα εκσυγχρονισμού και ανάπτυξης της ελληνικής δημόσιας ναυτιλιακής διοίκησης μέσω της αναδιάρθρωσης των Υπηρεσιών του ΥΝΑ δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται σε καμία περίπτωση συντεχνιακά. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ούτε να αρνηθεί ότι τουλάχιστον μέχρι σήμερα η πλειοψηφία των αρμοδιοτήτων της ναυτιλιακής διοίκησης στην Ελλάδα βρίσκονταν υπό καθεστώς στρατιωτικής κηδεμονίας και διαχείρισης από το Λιμενικό Σώμα. Είναι γεγονός ότι σε ένα τέτοιο στρατιωτικά ιεραρχημένο μοντέλο διοίκησης, όπως συμβαίνει σε όλα τα αντίστοιχα, οι αποφάσεις παίρνονται με κάθετο τρόπο, ξεκινώντας από την ηγεσία (εκάστοτε αρχηγός του λιμενικού) και καταλήγοντας σε αυτή. Και φυσικά, ενώ το μοντέλο αυτό είναι εξαιρετικά χρήσιμο για στρατιωτικές, αστυνομικές ή εν γένει επιχειρησιακές δραστηριότητες, όπου απαιτείται απόλυτη πειθαρχία και συγκεντρωτισμός των αποφάσεων, στην περίπτωση που αυτό εφαρμόζεται σε πολιτικές, οικονομικές, αναπτυξιακές δραστηριότητες της ναυτιλίας, αποδεικνύεται μάλλον αναποτελεσματικό αλλά και παθογόνο. Νομοτελειακά λοιπόν αναπτύχθηκαν ισχυρά δεσμά διαπλοκής μεταξύ υψηλόβαθμων στελεχών του λιμενικού σώματος και των εφοπλιστικών συμφερόντων της χώρας. Μάλιστα ακόμη και σήμερα σε εποχή κρίσης κάποιοι στην ηγεσία του Λ.Σ. συνεχίζουν να ενισχύουν με μη ανταποδοτικές εισφορές και τέλη σε εισιτήρια, πιστοποιητικά, ακόμη και στην θεώρηση γνωσίων αντιγράφων, που πληρώνουν οι φορολογούμενοι (π.χ. υπέρ ΕΚΟΕΜΝ, ΕΛΟΑΝ, ΜΤΝ κλπ.), προκειμένου τα υψηλόβαθμα κυρίως στελέχη του Λιμενικού Σώματος να εξακολουθούν να παίρνουν ιδιαίτερα υψηλά εφάπαξ (της τάξης των εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ) και παχυλές συντάξεις. Είναι η ίδια η δομή του συστήματος που έχει ευνουχίσει κάθε προσπάθεια άρθρωσης διαφορετικών απόψεων ή αντιθέσεων των στελεχών του ή ανάληψης πρωτοβουλιών και ανάδειξης καινοτομιών στη ναυτιλιακή διοίκηση. Το σύστημα άλλωστε προαγωγής τους στις βαθμίδες διοίκησης, ακόμα και όταν λειτουργεί αξιοκρατικά, βασίζεται στην αναχρονιστική στείρα αξιολόγηση της αρχαιότητας (σύμφωνα με το βαθμό), ανεξάρτητα από τις πραγματικές ικανότητες, τυπικά προσόντα, γνώσεις και εξειδίκευση που απαιτούνται για τη θέση που καταλαμβάνεται. Ας αναρωτηθεί κανείς ποια είναι μέχρι σήμερα τα επιτεύγματα, η ανάπτυξη και οι προοπτική τομέων όπως η ναυτιλιακή, λιμενική και οικονομική πολιτική, η ναυτική εκπαίδευση και εργασία, η διεθνής συμμετοχή σε οργανισμούς, η ασφάλεια της ναυσιπλοΐας και η προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος, οι νέες τεχνολογίες κλπ. υπό τη διαχείριση και ευθύνη του λιμενικού σώματος για ολόκληρες δεκαετίες. Σε ποιους άλλους τομείς της ελληνικής δημόσιας διοίκησης υπάρχει στρατιωτική λειτουργική δομή σε παρόμοιους αναπτυξιακούς οικονομικούς τομείς όπως αυτός της ναυτιλίας; Μήπως υπάρχει η ανάγκη αναθεώρησης της δημόσιας διοίκησης ώστε να επανασυσταθεί η ΜΟΜΑ του ελληνικού στρατού για τα δημόσια έργα ή ακόμη και το τηλεοπτικό κανάλι της ΥΕΝΕΔ; Πόσα και ποια ευρωπαϊκά κράτη ασκούν ναυτιλιακή πολιτική και διοίκηση μέσω ένστολων σωμάτων; Διευκρινίζεται, πως κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί, ότι δεν υπάρχουν ικανά, έμπειρα και με υψηλή τεχνογνωσία στελέχη του λιμενικού σώματος με αξιόλογα τυπικά προσόντα, χωρίς βέβαια να έχει ιδιαίτερη σημασία ότι προσλήφθηκαν με αδιαφανείς διαδικασίες εκτός ΑΣΕΠ ή πανελληνίων εξετάσεων (σε αντίθεση με το υπόλοιπο δημόσιο και όλα βέβαια τα υπόλοιπα στρατιωτικά σώματα και σώματα ασφαλείας). Άλλωστε στο σύνολο των περίπου 7500 στελεχών του λιμενικού δεν ξεπερνούν τους περίπου 450 οι αξιωματικοί υπαξιωματικοί και λιμενοφύλακες που υπηρετούν σε κεντρικές Υπηρεσίες σχετικές με τη ναυτιλία, δηλ. όχι πάνω από το 6 %!!! του δυναμικού του λιμενικού σώματος. Η τεχνογνωσία δε, που αποκτάται κατά την ολιγοετή κατά κανόνα υπηρεσία τους σε μία θέση ευθύνης, πολλές φορές κατασπαταλάται με τη μη ορθολογική και ρουσφετολογική διαχείρισή τους κατά τις μεταθέσεις τους ανά την Ελλάδα σε ετερόκλητες υπηρεσίες καθώς και κατά τη διεκπεραίωση δευτερευόντων καθηκόντων μέτρων τάξης και συμμετοχής σε παρελάσεις. Και ας μην λησμονούμε ότι τα στελέχη του Λιμενικού Σώματος αμείβονται με ειδικά μισθολόγια και χαίρουν μειωμένης απαιτούμενης υπηρεσίας πριν συνταξιοδοτηθούν (τουλάχιστον 10 έτη λιγότερα από τους δημοσίους υπαλλήλους) επειδή είναι ένστολοι και θεωρούνται ότι απασχολούνται σε αντίστοιχα στρατιωτικά αστυνομικά καθήκοντα. Κοστίζουν λοιπόν στον ελληνικό λαό τουλάχιστον 10 χρόνια παραπάνω από τους λοιπούς δημοσίους υπαλλήλους συνταξιοδοτικό κόστος και δικαίως εφόσον επιτελούν το δύσκολο και επικίνδυνο στρατιωτικό αστυνομικό τους καθήκον και μάλιστα σε μία εποχή όπου το πρόβλημα της λαθρομετανάστευσης διά θαλάσσης είναι ιδιαίτερα έντονο. Όταν όμως «αναλώνονται» σε καθήκοντα που κανονικά αφορούν σε πολιτικό προσωπικό τότε δεν μιλάμε για σπατάλη αλλά για σκανδαλώδη διαπλοκή και συναλλαγή. Αποτελεί όμως και υποχρέωση απέναντι σε όλους αυτούς που τίμησαν και τιμούν τη στολή τους προσφέροντας καθημερινά στα πεδία επιχειρησιακής δράσης, να επισημανθεί ότι όταν η ίδια στολή χρησιμοποιείται για άσκηση έργου στο οποίο δεν προσδίδει κάποια πρόσθετη αξία όπως οι υπηρεσίες της ναυτιλιακής διοίκησης και πολιτικής ή ακόμη και όταν χρησιμοποιείται για δόλιους σκοπούς, τότε απαξιώνεται με τρόπο προσβλητικό για τους «πραγματικούς» αξιωματικούς και την ιστορία του λιμενικού σώματος. Οι συνεχείς άλλωστε αναφορές από κάποιους στην αναγκαιότητα ιστορικής συνέχειας του «πολυσχιδούς» ρόλου του λιμενικού σώματος (επιτέλους άλλες οι ανάγκες του κράτους το 1919 και άλλες τον 21ο αιώνα) με το επιχείρημα περί εξαιρετικής συμβολής του λιμενικού σώματος στο ελληνικό ναυτιλιακό «θαύμα» ξεπερνά τα όρια του αστείου αποτελώντας μάλλον ύβρη έναντι του ελληνικού εφοπλιστικού δαιμονίου και ναυτιλιακής επιχειρηματικότητας που ουδέποτε άλλωστε στηρίχθηκαν στις πλάτες του ελληνικού κράτους, πόσο μάλλον της διοικητικής γραφειοκρατίας του. Αναφορικά δε με την κριτική των λεγόμενων «πειραματισμών» των τελευταίων ετών η αλήθεια είναι ότι ουσιαστικά εξαντλήθηκαν σε απλές αλλαγές του ονόματος του Υπουργείου, ενώ δεν προωθήθηκε καμία απολύτως οργανωτική αλλαγή ή αλλαγή στη στελέχωσή του (το Υπουργείο εξακολούθησε όλο το προηγούμενο διάστημα και εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να λειτουργεί με τον Οργανισμό του 1999) με εξαίρεση την ίδρυση του Αρχηγείου ΛΣ-ΕΛΑΚΤ που παρότι ήταν στη σωστή κατεύθυνση και αυτό μέσω του προτεινόμενου σχεδίου νόμου οδεύει προς διάλυση. Το ζητούμενο σήμερα είναι ο εκσυγχρονισμός της δημόσιας ναυτιλιακής διοίκησης προς όφελος της ελληνικής οικονομίας και ανάπτυξης, της κοινωνίας και της χώρας. Σε αυτή την προσπάθεια αποτελεί μονόδρομο η υπαγωγή όλων των αρμοδιοτήτων της ναυτιλιακής διοίκησης και πολιτικής υπό ενιαίο φορέα, σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα, με προϋπόθεση τη σύγχρονη, μινιμαλιστική, ορθολογική και ευέλικτη οργάνωσή του με ταυτόχρονη μείωση των λειτουργικών και οργανωτικών δαπανών προηγούμενων αναχρονιστικών δομών και κυρίως με τη συμμετοχή όλων των στελεχών που μπορούν να προσφέρουν, με τρόπο διαφανή ισότιμο και αξιοκρατικό. Κάθε άλλη επιλογή προς διατήρηση αναχρονιστικών δομών ή ακόμη η περαιτέρω ολίσθησή τους, όπως λόγου χάριν η κυοφορούμενη υπαγωγή των σημαντικότερων αρμοδιοτήτων της ναυτιλίας σε στρατιωτική δομή, στο πλαίσιο υποταγής σε συντεταγμένα και κατεστημένα μεμονωμένα οικονομικά και συντεχνιακά συμφέροντα, υπονομεύει κάθε προοπτική ανάπτυξης της ελληνικής ναυτιλίας, με ιδιαίτερα δυσμενείς επιπτώσεις για την ελληνική οικονομία, την κοινωνία και τα εθνικά συμφέροντα.