Αρχική Εκσυγχρονισμός του θεσμικού πλαισίου για τη δραστηριοποίηση των πλοίων αναψυχής και των τουριστικών ημερόπλοιωνΆρθρο 20 Διοικητικές κυρώσειςΣχόλιο του χρήστη HYCA Παενελληνια Ενωση Πληρωματων Σκαφων | 19 Ιανουαρίου 2022, 12:55
Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής Ταχ. Δ/νση Ακτή Βασιλειάδη, Πύλη Ε 1 - Ε 2, Τ.Κ. 185 10 τηλ: 213 1371700 - 213 1374700, φαξ: 210 4191561- 210 4191562 Επικοινωνία με το υπουργείο Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Στη διάταξη του άρθρου 20 παρ.2 προβλέπεται μεταξύ άλλων ότι: «θα. Για τα πλοία αναψυχής και τα επαγγελματικά τουριστικά ημερόπλοια της παρ. 3 του άρθρου 17, ισχύουν τα εξής: «θαα. Σε περίπτωση διαπίστωσης μη τήρησης της υποχρέωσης περί κατοχής επί πλοίου αναψυχής ή επαγγελματικού τουριστικού ημερόπλοιου του απαιτούμενου πιστοποιητικού ασφάλισης, σύμφωνα με την παρ. (α) της παρ. 1 του άρθρου 18, επιβάλλεται πρόστιμο ύψους πενήντα (50) ευρώ. θαβ. Σε περίπτωση διαπίστωσης μη τήρησης της υποχρέωσης περί ασφάλισης πλοίου αναψυχής ή επαγγελματικού τουριστικού ημερόπλοιου, σύμφωνα με το άρθρο 17, επιβάλλεται πρόστιμο ύψους δύο χιλιάδων (2.000) έως και είκοσι πέντε χιλιάδων (25.000) ευρώ. Υπόχρεοι για την καταβολή του προστίμου είναι αλληλεγγύως και εις ολόκληρο ο πλοιοκτήτης ή ο εφοπλιστής και ο πλοίαρχος ή ο κυβερνήτης του». Η ως άνω διάταξη μας βρίσκει κάθετα αντίθετους και δέον όπως παραληφθεί από το υπό κρίση νομοσχέδιο. Ειδικότερα, ο Πλοίαρχος είναι πράγματι το πρόσωπο που έχει την εν γένει διοίκηση του πλοίου και διαδραματίζει το σημαντικότερο ρόλο στην επιχείρηση εκμετάλλευσης αυτού, μετά τον (φορέα της) πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή, έχοντας ευρύτατα κυριαρχικά δικαιώματα τόσο στα πράγματα όσο και σ` αυτούς που επιβαίνουν στο πλοίο. Οι γενικές γραμμές των εξουσιών του πλοιάρχου ορίζονται στο άρθρο 104 ΚΔΝΔ, κατά το οποίο αυτός έχει τη διοίκηση του πλοίου, ασκεί εξουσία επί του πληρώματος και των επιβαινόντων, κατά τον κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας, λαμβάνει κάθε μέτρο μέσα στο πλοίο, στα πλαίσια πάντοτε του κανονισμού και του νόμου για την τήρηση της τάξεως, της πειθαρχίας, της υγιεινής και της ασφάλειας του πλοίου, των επιβαινόντων και του φορτίου. Ειδικότερα οι αρμοδιότητες του πλοιάρχου μπορούν να διακριθούν σ` εκείνες: 1)του νομίμου εκπροσώπου του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή, σύμφωνα με την οποία οι τελευταίοι (πλοιοκτήτης/εφοπλιστής) ενέχονται για τις δικαιοπραξίες που επιχειρεί ο πλοίαρχος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του (άρθρα 84, 105 ΚΙΝΔ). Η παραπάνω νόμιμη εκπροσώπηση διακρίνεται περαιτέρω σε: α)δικαστική εκπροσώπηση, η οποία συνίσταται στην ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση του πλοιάρχου, σε ό,τι αφορά την κοινοποίηση διαδικαστικών και εξώδικων εγγράφων, στη λήψη συντηρητικών μέτρων, στην έγερση αγωγών κλπ και β)δικαιοπρακτική εκπροσώπηση, η οποία είναι γενική και αφορά σε όλες τις δικαιοπραξίες που επιχειρεί ο πλοίαρχος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Ειδική εφαρμογή της ως άνω εκπροσώπησης (αν και προσεγγίζει περισσότερο τη διοίκηση αλλότριων υποθέσεων) αποτελεί η διάταξη του αρθρ. 45 ΚΙΝΔ, κατά την οποία, υπό ορισμένες προϋποθέσεις (όπως επιτακτική ανάγκη κατά τη διάρκεια του πλου, αδυναμία συνεννόησης με τον πλοιοκτήτη κ.α.), ο πλοίαρχος, προκειμένου να εξεύρει χρήματα χάριν επιτακτικών επισκευών του πλοίου ή χάριν άλλων επειγουσών αναγκών, μπορεί να πουλήσει ή να ενεχυριάσει μέρος του φορτίου ή να συνομολογήσει τις σχετικές συμβάσεις με πίστωση. Η παραπάνω διάταξη εφαρμόζεται επίσης και όταν ανακύψουν και άλλοι λόγοι επείγουσας φύσης, όπως είναι η πληρωμή καθυστερούμενων μισθών, η καταβολή ασφαλίστρων, η εκπλήρωση ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων που απειλούν με κατάσχεση το πλοίο κ.α. 2)του νομίμου εκπροσώπου των ενδιαφερομένων για το φορτίο 3)του νομίμου εκπροσώπου του πληρώματος και των επιβατών και 4)του εκπροσώπου της πολιτειακής εξουσίας (δημόσιου λειτουργού), ενόψει του ότι λόγω της απομόνωσης του πλοίου διαρκούντος του πλου και της αδυναμίας παρουσίας ή επέμβασης της κρατικής εξουσίας, ο πλοίαρχος περιβάλλεται προσωρινά με τις αρμοδιότητες του ληξιάρχου, του συμβολαιογράφου, του ανακριτικού υπαλλήλου (υποχρεούμενος μεταξύ άλλων, να προβεί σε προανάκριση για κάθε τελούμενο στο πλοίο αδίκημα) και του έχοντος πειθαρχική εξουσία επί του πληρώματος και των επιβατών, για την τήρηση της τάξεως, της πειθαρχίας και της ομαλής διεξαγωγής του πλου. Εκτός όμως από τις προαναφερθείσες αρμοδιότητες και εξουσίες του πλοιάρχου, ο νόμος του επιβάλλει και ορισμένα ειδικά καθήκοντα, τα οποία μπορούν να διακριθούν σε δύο γενικότερες κατηγορίες: 1)σε καθήκοντα που συνδέονται με την κυβέρνηση του πλοίου, τα οποία διακρίνονται περαιτέρω σε: α) καθήκοντα πριν από τον απόπλου, που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την κατάρτιση του πληρώματος (αρθρ.39ΚΙΝΔ), τη βεβαιότητα ότι το πλοίο είναι ικανό για τον επιχειρούμενο πλου, ότι φέρει τα απαραίτητα εφόδια, ότι το πλήρωμα έχει την κανονική σύνθεση και ότι το φορτίο είναι καλώς στοιβαγμένο (αρθρ. 106 ΚΔΝΔ) β)καθήκοντα που αφορούν στην καθεαυτή κυβέρνηση του πλοίου και περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την υποχρέωση του πλοιάρχου να κυβερνά το πλοίο με κάθε επιμέλεια, να τηρεί τις διατάξεις και τους κανονισμούς που αναφέρονται στην ασφάλεια της ναυσιπλοίας, να κυβερνά αυτοπροσώπως το πλοίο σε κάθε περίπτωση δυσχερούς πλου (αρθρ. 113 ΚΔΝΔ) γ)καθήκοντα που αφορούν τα ναυτιλιακά έγγραφα δ)καθήκοντα που αφορούν τους επιβαίνοντες του πλοίου και περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την αίτηση προς την αρμόδια λιμενική ή προξενική αρχή για την αποβίβαση επιβάτη που διαταράσσει σοβαρά την τάξη (αρθρ. 111 ΚΔΝΔ) και ε)γενικότερα δημόσιου συμφέροντος καθήκοντα που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την παροχή κάθε δυνατής βοήθειας σε πλοία, αεροσκάφη ή πρόσωπα που κινδυνεύουν στη θάλασσα, στην αναγγελία σε πολεμικά πλοία που συναντά στη θάλασσα κάθε θαλάσσιου, διεθνώς διωκόμενου, εγκλήματος (π.χ. πειρατία) κ.α. 2)σε καθήκοντα ως εμπορικού βοηθού του πλοιοκτήτη, στα οποία περιλαμβάνεται η υποχρέωση του πλοιάρχου να εκδίδει φορτωτικές για τα επί του πλοίου φορτία (αρθρ. 168 ΚΙΝΔ) και η απαγόρευση φόρτωσης εμπορευμάτων για δικό του λογαριασμό, χωρίς τη ρητή έγγραφη άδεια του πλοιοκτήτη (αρθρ. 46 ΚΙΝΔ). Εκτός όμως από τις ευρείας εκτάσεως εξουσίες και τα ειδικότερα καθήκοντα που προαναφέρθηκαν ο πλοίαρχος υπέχει και ευθύνες, τόσο απέναντι στον πλοιοκτήτη ή στον εφοπλιστή από τη μεταξύ τους σχέση, όσο και απέναντι στους τρίτους, (αρθρ. 40 ΚΙΝΔ). Ειδικότερα: α)ως προς την ευθύνη απέναντι στον πλοιοκτήτη ή στον εφοπλιστή, αυτή ρυθμίζεται από τη νομική φύση της σχέσης μεταξύ των τελευταίων και του πλοιάρχου, η οποία αποτελεί μικτή σύμβαση που περιέχει τόσο τα στοιχεία της μίσθωσης εργασίας όσο και της εντολής. Έτσι η διάταξη του αρθρ. 40 ΚΙΝΔ, την οποία ορίζεται ότι ο πλοίαρχος ευθύνεται για κάθε πταίσμα, τελεί σε αρμονία τόσο προς την ευθύνη του εκμισθωτή εργασίας έναντι του εργοδότη (άρθ.652 ΑΚ), όσο και του εντολοδόχου έναντι του εντολέως (αρθρ.714 ΑΚ), με τη διαφορά ότι στην ευθύνη του πλοιάρχου δεν έχουν εφαρμογή οι διακρίσεις του άρθ.652 εδ. 2 ΑΚ ως προς το βαθμό της επιμέλειας. Αυτονόητο είναι επίσης ότι εάν ο πλοίαρχος ενήργησε βάσει οδηγιών του πλοιοκτήτη δεν υπάρχει πταίσμα ούτε ευθύνη απέναντι στον τελευταίο. β)ως προς την ευθύνη απέναντι τους τρίτους, αυτή εξαρτάται από το αν προέρχεται: αα)από δικαιοπραξία, οπότε ο πλοίαρχος δεν ευθύνεται κατ` αρχήν, διότι κατά κανόνα συνάπτει δικαιοπραξίες ως άμεσος αντιπρόσωπος του πλοιοκτήτη, με βάση τη γενική από το νόμο ή την ειδική από τον πλοιοκτήτη εξουσιοδότηση ή ββ)από αδικοπραξία κατά την άσκηση των καθηκόντων του, οπότε προκύπτει κατά κανόνα προσωπική του ευθύνη, με τις προϋποθέσεις και τους όρους των άρθ. 914 ΑΚ επ., μπορεί δε να αφορά αποκλειστικά τον πλοίαρχο ή να συντρέχει παράλληλα με την ευθύνη του αντιπροσωπευόμενου πλοιοκτήτη. Για τις πράξεις όμως του πληρώματος δεν μπορεί να ευθύνεται κατ` αρχήν ο πλοίαρχος, κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, αφού το πλήρωμα θεωρείται ότι συνίσταται από βοηθούς εκπλήρωσης ή προστηθέντες του πλοιοκτήτη και όχι βοηθούς εκπλήρωσης του πλοιάρχου. Μόνον όταν υπάρχει ίδιο πταίσμα του πλοιάρχου, σχετικά με τις πράξεις του πληρώματος, είναι δυνατόν να προκύψει ιδία αυτού ευθύνη, διότι π.χ. παρέλειψε να εμποδίσει τις εν λόγω πράξεις, με βάση την αναγνωριζόμενη από το νόμο πειθαρχική του εξουσία. (Ν.Δελούκας: Ναυτικόν Δίκαιον, §109-121 σελ.162-181, Δ.Καμβύσης: Ναυτεργατικόν Δίκαιον, εκδ.1977, σελ.38-41,43,49-56, Ιω. Κοροτζής: Ναυτικό Εργατικό Δίκαιο, εκδ.1990, παρ. 9-14α, σελ.45-71). Για την τήρηση της υποχρέωσης περί ασφάλισης πλοίου αναψυχής ή επαγγελματικού τουριστικού ημερόπλοιου, σύμφωνα με το άρθρο 17 του νομοσχεδίου, ασφαλώς ευθύνεται ο πλοιοκτήτης ή ο εφοπλιστής του σκάφους, και όχι ο Πλοίαρχος ή Κυβερνήτης του σκάφους, ο οποίος, ανεξαρτήτως των ως άνω σημαντικών εξουσιών που διαθέτει, ουσιαστικά είναι ένας απλός εργαζόμενος ναυτικός, όπως και τα λοιπά μέλη του πληρώματος, συνεπώς δεν είναι δυνατόν ο πλοίαρχος ή ο κυβερνήτης ενός σκάφους να είναι υπόχρεος για την καταβολή του προστίμου σε περίπτωση μη τήρησης της υποχρέωσης ασφάλισης αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή του σκάφους. Υπό τα ως άνω δεδομένα, η ως άνω διάταξη του άρθρου 20 παρ.2 περ. θαα και θαβ, κατά το μέρος που προβλέπου την αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ευθύνη του Πλοιάρχου ή Κυβερνήτη με τον Πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή, δέον όπως παραληφθεί από το υπό κρίση σχέδιο νόμου.