Αρχική Κώδικας Ιδιωτικού Ναυτικού ΔικαίουΜΕΡΟΣ ΕΝΑΤΟ ΣΥΝΟΛΙΚΟΣ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ (άρθρα 222-251)Σχόλιο του χρήστη Ανδρέας | 21 Ιανουαρίου 2023, 00:39
Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής Ταχ. Δ/νση Ακτή Βασιλειάδη, Πύλη Ε 1 - Ε 2, Τ.Κ. 185 10 τηλ: 213 1371700 - 213 1374700, φαξ: 210 4191561- 210 4191562 Επικοινωνία με το υπουργείο Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Επί του άρθρου 251: Η θέσπιση της υποχρέωσης προτέρας αναγγελίας ως προϋπόθεση του παραδεκτού της αγωγής κατά του Διεθνούς Κεφαλαίου -όπως και η παραδοχή ότι η δευτερογενής ευθύνη του Διεθνούς Κεφαλαίου γεννάται «μόνο αν δεν επιτευχθεί» μέσω της εξέλεγξης απαιτήσεων (κεφάλαιο περιορισμού) ή (αντίστοιχα) μέσω τελεσίδικης κρίσης επί της αγωγής κατά του πλοιοκτήτη, «η πλήρης και επαρκής αποζημίωση» (βλ. ΠΠΠ 2293/2022) - παρίσταται εξόχως προβληματική, όπως ήδη αναδείχθηκε από τις πρόσφατες αποφάσεις του Πρωτοδικείου Πειραιά επί της ρύπανσης του "ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ ΙΙ". Η ρύπανση έλαβε χώρα τον Σεπτέμβριο του 2017. Η πρωτόδικη απόφαση επί των ανακοπών κατά του πίνακα κατάταξης του κεφαλαίου περιορισμού εκδόθηκε μόλις στα τέλη του 2022 (ΠΠΠ 1891/2022), ήτοι πάνω από 5 έτη αργότερα. Το δε άρθρο 6 της Σύμβασης Κεφαλαίου (εδ. β') προβλέπει πως "σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να εγερθεί αγωγή μετά παρέλευση έξι χρόνων από την ημερομηνία που έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός". Συνεπώς, η παραγραφή/προθεσμία του άρθρου 6 θα έχει μετά βεβαιότητας παρέλθει όταν θα εκδοθεί η τελεσίδικη (πολλώ δε μάλλον, η αμετάκλητη) κρίση επί των ανακοπών, εκ της οποίας θα προκύψει αν θα έχει «επιτευχθεί η πλήρης και επαρκής αποζημίωση» για εκάστη απαίτηση (ήτοι, η γέννηση ή μη της δευτερογενούς ευθύνης του Κεφαλαίου). Συνεπώς, προκειμένου ο ζημιωθείς να μην απωλέσει τα δικαιώματά του έναντι του Κεφαλαίου θα πρέπει, αφενός να αναγγείλει την απαίτησή του και να συμμετάσχει σε άπαντες τους βαθμούς εκδίκασης των ανακοπών, αφετέρου, ταυτοχρόνως, να ασκήσει και την αγωγή κατά του Κεφαλαίου (ή, ελλείψει συστάσεως κεφαλαίου περιορισμού, να ασκήσει αγωγή, αφενός κατά του πλοιοκτήτη, αφετέρου κατά του Κεφαλαίου). Πέραν του γεγονότος ότι (1) κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής κατά του Κεφαλαίου, αυτή θα "ακροβατεί" στα όρια του άρθρου 69 παρ. 1 εδ. ε' ΚΠολΔ, αφού θα είναι αγωγή «υπό αίρεση» (υπό την αίρεση της εν όλω ή εν μέρει απόρριψης της αναγγελθείσας απαίτησης/αγωγής ως προς τον πρωτογενώς ευθυνόμενο) και μη ληξιπρόθεσμη (ελέω της μη γέννησης της δευτερογενούς ευθύνης), αλλά και θα είναι και προδήλως αόριστη (αφού θα πρέπει πρώτα να αφαιρεθεί το ποσό της απαίτησης που θα καταστεί δυνατό να εισπραχθεί από τον πρωτογενώς ευθυνόμενο, ώστε να προσδιοριστεί το ύψος της ευθύνης του δευτερογενώς ευθυνόμενου), (2) σε κάθε περίπτωση, η συμμετοχή του ζημιωθέντος σε αμφότερες τις διαδικασίες συνεπάγεται αδικαιολόγητη οικονομική επιβάρυνση, την οποία η πλειοψηφία των ζημιωθέντων αδυνατεί να καλύψει. Και ακόμη και αν δύναται να την καλύψει, η αναμονή για την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της αγωγής κατά του Κεφαλαίου, μετά βεβαιότητας, θα ξεπερνά την δεκαετία, κατά τα αμέσως κατωτέρω αναφερόμενα. Ειδικότερα, στην επιλογή αυτή (αναγγελία και άσκηση αγωγής κατά του Κεφαλαίου) κατέφυγαν μόνο οι οικονομικά ισχυροί διάδικοι (επιχειρήσεις απορρύπανσης), το δε Δικαστήριο ανέστειλε τη συζήτηση των αγωγών κατά του κεφαλαίου έως την αμετάκλητη κρίση επί των ανακοπών (ως προβλέπει και το προτεινόμενο άρθρο 251 παρ. 2).Δεδομένου ότι η απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου επί των ανακοπών εκδόθηκε μόλις στα τέλη του 2022, η τελεσίδικη κρίση επί των αγωγών του Κεφαλαίου αναμένεται να εκδοθεί περί τα τέλη της τρέχουσας δεκαετίας (και, μετά βεβαιότητας, πάνω από 10 έτη από το συμβάν). Άπαντα τα παραπάνω, σαφώς, προσκρούουν και στον σκοπό του διεθνούς νομοθέτη για ταχεία εκκαθάριση των διαφορών και καταβολή των αποζημιώσεων. Στην περίπτωση του «ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ ΙΙ» η συντριπτική πλειοψηφία των οικονομικά ασθενέστερων ζημιωθέντων αποφάσισε να μην προβεί σε αναγγελία (και να μη συμμετάσχει στην βεβαία διαδικασία των ανακοπών) διότι ήταν εξαρχής βέβαιο ότι το κεφάλαιο περιορισμού δεν θα καλύψει (αναλογικώς) ούτε το 1/20 των απαιτήσεών τους (συνεπώς, τούτο θα ήταν, πέρα από οικονομικά επιζήμιο, και αλυσιτελές). Εν ολίγοις, ήταν βεβαία η συνδρομή των όρων του άρθρου 4 παρ. 1 της Σύμβασης Κεφαλαίου. Για τούτο και άσκησαν αγωγές απευθείας κατά του Κεφαλαίου (το οποίο, άλλωστε, είχε ήδη ιδρύσει Γραφείο στον Πειραιά για την εξώδικη εξόφληση των απαιτήσεων) -άπασες εκ των οποίων έχουν απορριφθεί για τους παραπάνω λόγους (βλ. ΠΠΠ 2293/2022). Εν συνόλω, εν προκειμένω: (α) δεν θα πρέπει, για το παραδεκτό της αγωγής κατά του Κεφαλαίου να έχει προηγηθεί αναγγελία (ούτε, φυσικά, άσκηση αγωγής κατά του πλοιοκτήτη) και (β) δεν θα πρέπει η γέννηση της δευτερογενούς ευθύνης του Κεφαλαίου να προϋποθέτει τελεσίδικη κρίση επί της ευθύνης του πλοίου. Η τελευταία (δηλαδή η συνδρομή ή μη των όρων του άρθρου 4 παρ. 1 της Σύμβασης Κεφαλαίου) θα πρέπει να είναι ζήτημα πραγματικό (αναγόμενο στην ουσιαστική βασιμότητα), που θα κρίνεται κατά περίπτωση.