Αρχική Κώδικας Ιδιωτικού Ναυτικού ΔικαίουΜΕΡΟΣ ΕΝΔΕΚΑΤΟ ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ (άρθρα 272-279)Σχόλιο του χρήστη Ανδρέας | 21 Ιανουαρίου 2023, 16:24
Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής Ταχ. Δ/νση Ακτή Βασιλειάδη, Πύλη Ε 1 - Ε 2, Τ.Κ. 185 10 τηλ: 213 1371700 - 213 1374700, φαξ: 210 4191561- 210 4191562 Επικοινωνία με το υπουργείο Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Επί του άρθρου 275: Η διάταξη της προτεινόμενης νέας παρ. 4 είναι εξαιρετική και καθιστά πλέον περιττή την, μέχρι πρότινος, αναγκαία κατάθεση αίτησης ασφαλιστικών μέτρων (για την χορήγηση Προσωρινού Σημειώματος), προκειμένου να αποτραπεί ο απόπλους του πλοίου εντός της προθεσμίας των 24 ωρών από την επίδοση της επιταγής. Επί του άρθρου 273: Εκλαμβάνεται ως δεδομένο ότι η «δικαστική απόφαση» της παρ. 1 αναφέρεται στην απόφαση που απορρίπτει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και όχι τυχόν απόφαση που ανακαλεί την εκδοθείσα Προσωρινή Διαταγή, κατόπιν ανακλητικής αίτησης του καθού η αίτηση (δεδομένου ότι αυτή ασκείται μόνο αν έχουν εμφιλοχωρήσει νέα πραγματικά περιστατικά, μετά τη συζήτηση του αιτήματος χορήγησης Προσωρινής Διαταγής). Μολονότι ο σκοπός της διάταξης είναι αναγκαίος (αποτροπή του φαινομένου της «καταχρηστικής»/για λόγους πίεσης, άσκησης αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων), είναι βέβαιο ότι η διάταξη στην πράξη θα αποδειχθεί πολλαπλώς προβληματική. Εκτιμάται ότι, αφενός, θα αποθαρρύνει τους δανειστές από την άσκηση της αίτησης, ακόμη και όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις λήψεως ασφαλιστικών μέτρων και, αφετέρου, θα παρερμηνευθεί και θα οδηγήσει στην άσκηση νόμω αβάσιμων αγωγών μετά την απόρριψη αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων. 1. Αρχικά, είναι δεδομένο ότι η πλειοψηφία των αιτήσεων έκδοσης Προσωρινών Σημειωμάτων (που συζητούνται ερήμην του καθού η αίτηση), γίνεται δεκτή. Είναι, επίσης, δεδομένο ότι η πλειοψηφία των αιτήσεων έκδοσης Προσωρινών Διαταγών γίνεται δεκτή (ακόμη και όταν ο αιτών δεν διαλαμβάνει συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, θεμελιούντα επικείμενο κίνδυνο), αφού ο Πρόεδρος Υπηρεσίας (ενίοτε ευλόγως) διστάζει να «ρισκάρει», κατόπιν σύντομης συζήτησης της αιτήσεως, να απορρίψει ολοσχερώς το αίτημα, δυνητικά ματαιώνοντας, με τον τρόπο αυτό, ολοσχερώς την ικανοποίηση της απαίτησης του αιτούντος. Για τον μετριασμό δε των επιπτώσεων, παγίως η Προσωρινή Διαταγή διαλαμβάνει διάταξη για την αυτοδίκαιη αντικατάσταση του μέτρου της απαγόρευσης απόπλου με την κατάθεση εγγυοδοσίας. Σε κάθε περίπτωση, η προβληματική εκκινεί από την δεδομένη παραδοχή ότι ο «κανόνας» είναι να χορηγείται το Προσωρινό Σημείωμα και η Προσωρινή Διαταγή και, εν συνεχεία, η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων να απορρίπτεται (πρώτη προϋπόθεση προτεινόμενης διάταξης). 2. Από την γραμματική διατύπωση της παρ. 1 της διάταξης συνάγεται ότι η αξίωση του καθού γεννάται ήδη με την απόρριψη της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων. 2.1. Με δεδομένο τούτο, σε συνδυασμό με την ρύθμιση του άρθρου 703 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι η «κακή πίστη» δεν μπορεί να αφορά στην, εν γνώσει του αιτούντος, ουσιαστική αβασιμότητα της εξασφαλιστέας απαίτησης. Ως γνωστόν, στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, η ασφαλιστέα αξίωση συνιστά μόνο παρεμπίπτον (και δευτερεύον) ζήτημα και αρκεί (όπως και για το κύριο αντικείμενο της δίκης) η πιθανολόγηση. Αντιθέτως, η οριστική επ’ αυτού δικανική κρίση επαφίεται στο δικαστήριο της κύριας δίκης (με την έκδοση τελεσίδικης απόφασης), που κρίνει επί τη βάσει της πλήρους αποδείξεως. Κατά συνέπεια, τυχόν μεταγενέστερη κρίση της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων ότι, τελικά, δεν πιθανολογείται η βασιμότητα της απαίτησης, η οποία είχε πιθανολογηθεί από τον Πρόεδρο Υπηρεσίας κατά την έκδοση της Προσωρινής Διαταγής, δεν μπορεί να είναι οριστική, αναφορικά με το ζήτημα της ουσιαστικής αβασιμότητας της απαίτησης και, παρεπομένως, της συνδρομής της «κακής πίστης», αφού, το Δικαστήριο της κύριας δίκης, είναι πιθανόν, στη συνέχεια να δεχθεί την ουσιαστική βασιμότητα της απαίτησης. Για αυτό και το άρθρο 703 ΚΠολΔ προβλέπει ότι τέτοια αξίωση αποζημίωσης γεννάται μόνο αν «απορριφθεί τελεσίδικα ως αβάσιμη η αγωγή για την κύρια υπόθεση» (και μόνο αν ο αιτών «γνώριζε ή από βαριά αμέλεια αγνοούσε ότι δεν υπήρχε το δικαίωμα»). Όχι με την απόρριψη της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων. 2.2. Πιο προβληματική παρίσταται η έννοια της «κακής πίστης» αναφορικά με το κύριο αντικείμενο της αίτησης των ασφαλιστικών μέτρων (επείγουσα περίπτωση/επικείμενος κίνδυνος). (α) Άπασες σχεδόν οι αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων για την συντηρητική κατάσχεση/μεσεγγύηση πλοίου, που πάντοτε περιλαμβάνουν και αίτημα χορήγησης Σημειώματος/Διαταγής για την απαγόρευση απόπλου, διαλαμβάνουν ότι συντρέχει κίνδυνος διότι (α) «μπορεί, ανά πάσα στιγμή» το πλοίο να πωληθεί και μεταβιβασθεί και (β) «μπορεί, ανά πάσα στιγμή» το πλοίο, που φέρει ξένη σημαία, να αναχωρήσει από την ημεδαπή και να μην επιστρέψει στο μέλλον. Παγίως, επίσης, γίνεται αναφορά και στην έλλειψη έτερων περιουσιακών στοιχείων του καθού, η οποία, ωστόσο, κατά τις πάγιες νομολογιακές παραδοχές, ουδόλως ενδιαφέρει (αφού τούτο θα δικαιολογούσε την λήψη ασφαλιστικών μέτρων στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων). Μολονότι άπαντα τα παραπάνω είναι γενικόλογα ενδεχόμενα και, φυσικά, δεν αποτελούν συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά στοιχειοθετούντα επικείμενο κίνδυνο, ενίοτε οδηγούν στην έκδοση Σημειώματος-Διαταγής για την απαγόρευση του απόπλου. Και, όλως φυσιολογικά, στη συνέχεια οι συναφείς αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων απορρίπτονται. Στις περιπτώσεις αυτές δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί «κακή πίστη» του αιτούντος, διότι η δέσμευση του πλοίου οφείλεται, αποκλειστικά, στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου από τον Πρόεδρο Υπηρεσίας (που κρίνει ότι στοιχειοθετείται επικείμενος κίνδυνος από γενικόλογα ενδεχόμενα ή/και από την έλλειψη έτερων περιουσιακών στοιχείων). (β) Άπασες οι αιτήσεις διαλαμβάνουν επίσης ότι συντρέχει επικείμενος κίνδυνος και διότι «εξ αντικειμένου, όλα τα πλοία υπόκεινται σε θαλάσσιους κινδύνους και μπορούν να απωλεσθούν». Και, μολονότι, σαφώς η αιτίαση αυτή είναι μη νόμιμη (αφού, στην περίπτωση αυτή θα συνέτρεχε ο εξαιρετικός επικείμενος κίνδυνος για όλα τα πλοία ανά την υφήλιο) και αυτή γίνεται περιστασιακά δεκτή (και μάλιστα, όχι μόνο από Προέδρους Υπηρεσίας, αλλά ακόμη και με αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων, ενδ. ΜΠΠ 1070/2022, αδημ.). Ομοίως, και πάλι δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί «κακή πίστη» του αιτούντος, διότι η δέσμευση οφείλεται, αποκλειστικά, στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου από τον Πρόεδρο Υπηρεσίας. 2.3. Παραμένει, συνεπώς, το ερώτημα: πότε (μπορεί να) συντρέχει «κακή πίστη» του αιτούντος; Όταν λ.χ. ισχυρίζεται ψευδώς ότι επίκειται πώληση και μεταβίβαση του πλοίου; Όταν ισχυρίζεται ψευδώς ότι επίκειται ο απόπλους του πλοίου στο εξωτερικό και ότι έχει ληφθεί απόφαση να μην επιστρέψει στο μέλλον; Όταν κατέχει ήδη έτερο μέσο εξασφάλισης της απαίτησής του και το αποκρύβει στην αίτησή του; Άπαντα τα παραπάνω δύνανται να αντικρουσθούν από τον καθού κατά τη συζήτηση της Προσωρινής Διαταγής. Αν, κατόπιν της εκτίμησης των εκατέρωθεν ισχυρισμών και αποδεικτικών μέσων, ο Πρόεδρος Υπηρεσίας χορηγήσει την Προσωρινή Διαταγή και, εν συνεχεία, η απόφαση ασφαλιστικών μέτρων (επί τη βάσει των ίδιων ισχυρισμών και αποδεικτικών μέσων) απορρίψει την αίτηση, θα στοιχειοθετείται «κακή πίστη» του αιτούντος; 3. Είναι αδόκιμη η χρήση του όρου «ανάκληση». Η Προσωρινή Διαταγή ανακαλείται, κατά πάντα χρόνο (στην πράξη, έως και τη συζήτηση της αίτησης), έως την έκδοση της απόφασης. Με την έκδοση της απόφασης δεν ανακαλείται. Παύει να ισχύει αυτοδικαίως, και μάλιστα, είτε η απόφαση κάνει δεκτή την αίτηση, είτε την απορρίψει. 4. Κακόπιστη ακινητοποίηση μπορεί να επιβληθεί κυρίως με την έκδοση Προσωρινού Σημειώματος, που διατηρεί την ισχύ του μέχρι την συζήτηση της Προσωρινής Διαταγής (με όμοια ζημία του καθού κατά τη διάρκεια της δέσμευσης). Μάλιστα, η κακόπιστη διαγωγή του αιτούντος συνήθως εντοπίζεται κατά τη διάρκεια της συζήτησης του αιτήματος έκδοσης Προσωρινού Σημειώματος, αφού η ερημοδικία του καθού καθιστά το «έδαφος» πιο πρόσφορο για την διατύπωση ψευδών και παραπλανητικών ισχυρισμών (τους οποίους αντικρούει ο καθού κατά τη συζήτηση της Προσωρινής Διαταγής). Γενικώς επί της Συντηρητικής Κατάσχεσης: Για την αντιμετώπιση του συχνότατου φαινομένου της κακόπιστης ακινητοποίησης πλοίων, για την αποσυμφόρηση των Δικαστηρίων, αλλά και σε εκπλήρωση της πάγιας παράκλησης των απανταχού "ναυτοδικηγόρων", θα μπορούσε να συμπεριληφθεί στο παρόν Κεφάλαιο διάταξη (ενδεχομένως, συναφής με το άρθρο 705 ΚΠολΔ), αναγνωρίζουσα τις Εγγυητικές Επιστολές (Letters of Undertaking) των (ομολογουμένως, παντελώς φερέγγυων) Αλληλασφαλιστικών Οργανισμών (P & I Clubs) - τις οποίες, έως και σήμερα, τα Δικαστήρια αρνούνται να "εξομοιώσουν" με τις εγγυητικές επιστολές αξιόχρεων τραπεζών. Και τούτο, μολονότι το ελληνικό κράτος (και τα αρμόδια Λιμεναρχεία) αποδέχεται αυτές για την εξασφάλιση των απαιτήσεών του (λ.χ. για τις δαπάνες μέτρων πρόληψης της ρύπανσης/απορρύπανσης). Στην πράξη, ο διατεινόμενος δανειστής, είτε λαμβάνει το LoU και απέχει από την άσκηση της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, είτε λαμβάνει αυτό ευθύς μόλις λάβει Προσωρινό Σημείωμα από τον Πρόεδρο Υπηρεσίας και παραιτείται από την αίτησή του. Ωστόσο, οι δανειστές που γνωρίζουν την μεγίστη οικονομική ζημία που υφίσταται το δεσμευμένο πλοίο, αρκετά συχνά αρνούνται να παραιτηθούν από την αίτηση έναντι της λήψεως του LoU, προκειμένου (και μόνο) να ασκήσουν πίεση. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα ο πλοιοκτήτης: (α) είτε να εξοφλεί την απαίτησή του δανειστή (ακόμη και αν αυτή είναι προδήλως ουσία αβάσιμη), για να σταματήσει την υφιστάμενη οικονομική «αιμορραγία» του (δεδομένου ότι ο ημερήσιος ναύλος του πλοίου μπορεί ακόμη και να ξεπερνά, σε ύψος, την απαίτηση του αιτούντος) (β) είτε να σπεύδει να μεριμνήσει για την έκδοση εγγυητικής επιστολής αξιόχρεης τραπέζης, της οποίας, ωστόσο, η έκδοση ενδέχεται να απαιτήσει ημέρες (ακόμη μεγαλύτερη καθυστέρηση παρατηρείται στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων). Η δε «διατήρηση» της εγγυητικής επιστολής έως την τελεσιδικία της κύριας αγωγής συνεπάγεται σημαντικό ετήσιο κόστος. Αντιθέτως, τα LoUs εκδίδονται και χορηγούνται αμέσως και δεν επιφέρουν την παραμικρή οικονομική επιβάρυνση.