Αρχική Κώδικας Ιδιωτικού Ναυτικού ΔικαίουΜΕΡΟΣ ΕΝΑΤΟ ΣΥΝΟΛΙΚΟΣ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ (άρθρα 222-251)Σχόλιο του χρήστη Γιώργος | 25 Ιανουαρίου 2023, 17:53
Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής Ταχ. Δ/νση Ακτή Βασιλειάδη, Πύλη Ε 1 - Ε 2, Τ.Κ. 185 10 τηλ: 213 1371700 - 213 1374700, φαξ: 210 4191561- 210 4191562 Επικοινωνία με το υπουργείο Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Για την παρ. 1 του άρθρου 233: α) Είναι ορθό να περιληφθεί στο νέο Κώδικα διάταξη για το επιτόκιο με το οποίο τοκίζεται το ποσό του κεφαλαίου περιορισμού πριν τη σύστασή του, δεδομένου ότι η Δ.Σ. δεν προβλέπει σχετικά. Όμως, είναι εσφαλμένη η επιλογή του επιτοκίου EURIBOR, δηλαδή επιτοκίου ευρώ, ως βάσης καθορισμού. Ειδικότερα, ενώ η νομοπαρασκευαστική επιτροπή αντιλήφθηκε ορθώς το ζήτημα (ότι το ποσόν που φέρει τόκο στο χρονικό διάστημα μεταξύ του ζημιογόνου περιστατικού και της σύστασης του κεφαλαίου δεν είναι ποσότητα ευρώ αλλά ποσότητα ειδικών τραβηκτικών δικαιωμάτων (SDR) του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, αφού η μετατροπή του ποσού SDR στο εθνικό νόμισμα του συμβαλλόμενου Κράτους, εν προκειμένω σε ευρώ, γίνεται κατ’ άρθ. 8 της Δ.Σ. με την ισοτιμία της ημέρας σύστασης του κεφαλαίου ή της πληρωμής της αξίωσης ή της παροχής ασφάλειας), παρά ταύτα εσφαλμένα επέλεξε επιτόκιο ευρώ ως βάση για τον καθορισμό του επιτοκίου που φέρει η ποσότητα αυτή των SDR. Το δεδομένο που φαίνεται να ελήφθη υπόψη σαν δικαιοπολιτική στάθμιση, ότι δηλαδή το επιτόκιο του ΔΝΤ είναι σχεδόν μηδενικό, μπορεί να αντιμετωπισθεί με την θέσπιση προσαύξησης μεγαλύτερης από αυτή των τεσσάρων ποσοστιαίων μονάδων που προβλέπει το σχέδιο της διάταξης, λ.χ. πέντε ή επτά μονάδων, όπως ισχύει για το σύνηθες νόμιμο και εξ υπερημερίας επιτόκιο οφειλών σε ευρώ (κατά την ΠΥΣ 1/2000 σε συνδ. με το άρθ. 3 παρ. 2 Ν. 2842/2000). Το επιτόκιο βάσης, όμως, πρέπει να είναι επιτόκιο της νομισματικής μονάδας η οποία τοκίζεται (SDR) και όχι άλλης, διότι αλλιώς παράγεται αποτέλεσμα παράλογο από οικονομική άποψη. Κρίσιμο είναι να υπενθυμισθεί εδώ ότι το ύψος του επιτοκίου μιας νομισματικής μονάδας συνδέεται άμεσα με την ανατιμητική ή υποτιμητική τάση της μονάδας αυτής έναντι των λοιπών νομισμάτων (για την όλη συλλογιστική σε σχέση με τα επιτόκια νομίμου και εξ υπερημερίας τόκου, βλ. Γ. Καλλιμόπουλο, Το δίκαιο του χρήματος (1993), σελ. 367-368). Χαμηλό επιτόκιο σημαίνει ανατιμώμενο νόμισμα και υψηλό επιτόκιο σημαίνει υποτιμώμενο νόμισμα, αντίστοιχα. Το γεγονός ότι τα επιτόκια του ΔΝΤ για το SDR είναι, σήμερα, πολύ χαμηλά, χαμηλότερα εκείνων του ευρώ, αντανακλά τη (σχετική) «αδυναμία» του ευρώ έναντι του SDR, η οποία όμως αντανακλάται στην ανατιμώμενη ισοτιμία του SDR έναντι του ευρώ. Ειδικότερα, στην περίπτωση του περιορισμού ευθύνης κατά τη Δ.Σ. 1976/1996, ως έχει το σχέδιο νόμου, οι δανειστές θα επωφελούνται σε βάρος του οφειλέτη-πλοιοκτήτη από το επιτόκιο του ευρώ, που είναι υψηλότερο εκείνου του SDR λόγω της σχετικής «σταθερότητας» του τελευταίου σε σύγκριση με το ευρώ, ενώ ο διεθνής νομοθέτης έχει ήδη προστατέψει, και ορθώς, τους δανειστές (δια του άρθρου 8 παρ. 1 της Δ.Σ.) από τον συναλλαγματικό κίνδυνο υποτίμησης του εθνικού νομίσματος έναντι του SDR στο χρονικό διάστημα μεταξύ του περιστατικού και της σύστασης κεφαλαίου ή πληρωμής ή εγγυοδοσίας, και -κατά συνέπεια- αυτοί δεν χρήζουν αντιστάθμισης του συναλλαγματικού κινδύνου μέσω του υψηλότερου επιτοκίου του ευρώ. Αντιστοίχως, ο πλοιοκτήτης θα ζημιώνεται καταβάλλοντας υψηλότερο τόκο, ενώ είναι υποχρεωμένος να συστήσει κεφάλαιο ή να πληρώσει την αξίωση ή να παράσχει εγγυοδοσία με βάση ισοτιμία του ευρώ η οποία αναπληρώνει την τυχόν συναλλαγματική απώλεια των δανειστών. Εφαρμογή επιτοκίου ευρώ, ως επιτοκίου βάσης, θα δικαιολογείτο μόνο αν η Δ.Σ. όριζε μετατροπή του ποσού SDR σε εθνικό νόμισμα με την ισοτιμία της ημέρας του ζημιογόνου περιστατικού, περίπτωση κατά την οποία οι δανειστές-δικαιούχοι της αποζημίωσης και ο οφειλέτης θα ήσαν εκτεθειμένοι, αντιστοίχως, οι μεν στον κίνδυνο συναλλαγματικής υποτίμησης και ο δε στον κίνδυνο συναλλαγματικής ανατίμησης του εθνικού νομίσματος μεταξύ της ημέρας αυτής και της ημέρας σύστασης του κεφαλαίου, πραγματοποίησης της πληρωμής ή εγγυοδοσίας, και θα έπρεπε -πράγματι- να προστατευθούν αμφότεροι από τον κίνδυνο αυτό με την εφαρμογή του επιτοκίου του εθνικού νομίσματος (είτε υψηλότερου από αυτό του SDR εφόσον επρόκειτο περί εθνικού νομίσματος υποτιμωμένου σε σχέση με το SDR, είτε χαμηλότερου από αυτό του SDR εφόσον επρόκειτο περί εθνικού νομίσματος ανατιμωμένου σε σχέση με το SDR). Εξάλλου, το γεγονός ότι τα επιτόκια του ΔΝΤ για το SDR είναι μηδενικά δεν ισχύει διαχρονικά (στον ιστότοπο του ΔΝΤ είναι αναρτημένα τα πλήρη στοιχεία από τη δεκαετία του ’60 μέχρι σήμερα, από τα οποία προκύπτει ότι το επιτόκιο αυτό έχει ανέλθει και σε ποσοστά πολύ ανώτερα του 10%). Όπως προαναφέρθηκε, τούτο είναι συνάρτηση της «ισχύος» ή μη της μονάδας αυτής έναντι των λοιπών νομισμάτων, η οποία αντανακλάται αντιστοίχως στην υποτιμητική ή ανατιμητική τάση της έναντι αυτών. Χαμηλό επιτόκιο SDR σημαίνει ανατιμητική τάση της μονάδας αυτής, την οποία αποκερδαίνουν οι δανειστές μέσω της διάταξης του άρθ. 8 παρ. 1 της Δ.Σ., ενώ αντίστοιχα επί υποτίμησης του SDR οι δανειστές θα αντισταθμίσουν την απώλειά τους με την άνοδο του επιτοκίου του ΔΝΤ, η οποία επέρχεται αυτομάτως. Αυτή είναι και η ratio της Π.Υ.Σ. 36/1990 (ΦΕΚ Α΄ 44/26.3.1990), η οποία ορίζει το ύψος του νόμιμου και εξ υπερημερίας τόκου για οφειλές σε συνάλλαγμα που εκπληρώνονται στην Ελλάδα με αναφορά στο LIBOR 6 μηνών του συγκεκριμένου ξένου νομίσματος ή στο προεξοφλητικό ή το αντίστοιχο αυτού επιτόκιο (δηλ. το επιτόκιο δανεισμού) της Κεντρικής τράπεζας της χώρας στο νόμισμα της οποίας είναι εκφρασμένη η οφειλή, και όχι με αναφορά σε κάποιο επιτόκιο ευρώ (EURIBOR ή άλλο) ή στα τότε ισχύοντα επιτόκια δραχμής που όριζε η ΤτΕ. H ΠΥΣ 36/1990 οφείλει να αποτελέσει το πρότυπο για την προκείμενη διάταξη της παρ. 1 άρθ. 233 του νέου Κώδικα, δηλαδή ως επιτόκιο βάσης να ληφθεί επιτόκιο του ειδικού τραβηκτικού δικαιώματος, με όποια προσαύξηση κρίνει σκόπιμη δικαιοπολιτικά ο νομοθέτης του νέου ΚΙΝΔ. Προκειμένου για ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου δεν υπάρχει LIBOR στη διατραπεζική αγορά αλλά υπάρχει το αντίστοιχο του προεξοφλητικού επιτοκίου/επιτοκίου δανεισμού «ποσοστό επιβαρύνσεων» (Rate of Charge) που προβλέπεται στο εδ. 2 του άρθρου ΧΧ της Δεύτερης τροποποίησης των άρθρων της Συμφωνίας περί του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η οποία κυρώθηκε με τον Ν. 1086/1980 (ΦΕΚ Α΄ 256/1980). Αυτό καθορίζεται από το ΔΝΤ εβδομαδιαία και δημοσιεύεται στον ιστότοπο https://www.imf.org/external/np/fin/data/queryoutput.aspx?origin=imf-finances (όπου και πλήρη στοιχεία παρελθόντων ετών). Η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 233 ως έχει, δηλ. με επιτόκιο ευρώ (ΕURIBOR), παράγει αποτέλεσμα παράλογο από οικονομική άποψη, όπως εξηγήθηκε. Επιπλέον, η εφαρμογή εν προκειμένω του επιτοκίου ευρώ αντί του επιτοκίου του ειδικού τραβηκτικού δικαιώματος είναι ασύμβατη με τα παγίως δεκτά στη νομολογία ότι (ι) Η υποχρεωτική δραχμοποίηση (ήδη ευρωποίηση) του οφειλόμενου ξένου συναλλάγματος κατά τον χρόνο πληρωμής (όπως εν προκειμένω ορίζεται στο άρθ. 8 παρ. 1 της Δ.Σ.), δεν επιφέρει αναδρομικώς αλλοίωση της σε ξένο νόμισμα οφειλής (ΑΠ 253/2001 ΕΕμπΔ 2001. 482) και (ιι) ο τόκος, σαν παροχή ομοειδής με το κεφάλαιο, υπολογίζεται στο οφειλόμενο αλλοδαπό νόμισμα, ασχέτως του γεγονότος ότι εν τέλει καταβάλλεται σε δραχμές (ήδη ευρώ) ενόψει της αναγκαστικής κυκλοφορίας του εγχώριου νομίσματος, με βάση το ισότιμο του αλλοδαπού νομίσματος στον χρόνο και τον τόπο της πληρωμής (ΑΠ 1169/1997 Δνη 1999.348 και Νόμος 275508). Προτείνεται, επομένως, η αντικατάσταση των λ. «διατραπεζικό επιτόκιο δανεισμού σε ευρώ (EURIBOR)» από τις λ. «ποσοστό επιβαρύνσεων (Rate of Charge) του εδαφίου 2 του άρθρου ΧΧ της Δεύτερης τροποποίησης των άρθρων της Συμφωνίας περί του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η οποία κυρώθηκε με τον Ν. 1086/1980 (ΦΕΚ Α΄ 256/1980), όπως εκάστοτε ισχύει». β) Δεδομένου ότι, όταν ο περιορισμός ευθύνης γίνεται χωρίς τη σύσταση κεφαλαίου, οι αξιώσεις των δανειστών εξακολουθούν να φέρουν τόκο μέχρι την πληρωμή τους και δεδομένου, περαιτέρω, ότι κατ’ άρθ. 8 παρ. 1 της Δ.Σ., η μετατροπή σε εθνικό νόμισμα του ποσού SDR στο οποίο περιορίζεται η ευθύνη γίνεται με την ισοτιμία της ημερομηνίας πληρωμής ή εγγυοδοσίας (όπως και στην περίπτωση της σύστασης κεφαλαίου), προτείνεται να προστεθούν, στο τέλος της παρ. 1 του νέου άρθρου 233 και οι περιπτώσεις αυτές, με την προσθήκη του ακόλουθου εδαφίου: «Το ίδιο ισχύει, σε περίπτωση που δεν συσταθεί κεφάλαιο, για την τοκοφορία των αξιώσεων μέχρι την πραγματοποίηση της πληρωμής ή την παροχή ασφάλειας ισοδύναμης με την πληρωμή αυτή.» γ) Για λόγους ορολογικής συμβατότητας με τη μετάφραση του άρθ. 11 της Δ.Σ. προτείνεται η αντικατάσταση των λ. «επίδικου περιστατικού» με τις λ. «γεγονότος από το οποίο προκύπτει η ευθύνη».