1. Μετά την πάροδο της ως άνω προθεσμίας υποβολής αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση του προηγούμενου άρθρου, για τα επαγγελματικά πλοία αναψυχής των οποίων η χορηγούμενη κατά τις κείμενες διατάξεις άδεια επαγγελματικού πλοίου παύει να ισχύει για οποιονδήποτε λόγο, οφείλεται κατά το χρόνο παύσης ισχύος της άδειάς τους στην αρμόδια κατά περίπτωση αρχή ο φόρος προστιθέμενης αξίας που αναλογεί σε αυτά.
2. Για τον υπολογισμό του οφειλόμενου φόρου προστιθέμενης αξίας του σκάφους, εφαρμόζεται ο συντελεστής του φόρου που ισχύει κατά την ημέρα της παύσης ισχύος της άδεια επαγγελματικού πλοίου αναψυχής.
Η φορολογητέα αξία διαμορφώνεται ως ακολούθως:
α) όταν πρόκειται για την εισαγωγή ή την ενδοκοινοτική απόκτηση καινούργιου σκάφους με βάση την αξία που αναγράφεται στο σχετικό παραστατικό τελωνισμού και
β) όταν πρόκειται για την εισαγωγή ή την ενδοκοινοτική απόκτηση μεταχειρισμένου σκάφους και για την αγορά από το εσωτερικό της χώρας καινούργιου ή μεταχειρισμένου σκάφους με βάση την αρχική τιμή πώλησης του σκάφους κατά την κατασκευή του.
Οι προκύπτουσες κατά τα ανωτέρω αξίες μειώνονται λόγω παλαιότητας μετά την πάροδο πενταετίας από την κατασκευή του σκάφους κατά ποσοστό 20% και για κάθε επόμενη πενταετία κατά ποσοστό 15%.
Οι ανωτέρω μειώσεις της φορολογητέας αξίας του πλοίου παρέχονται υπό την προϋπόθεση ότι το συγκεκριμένο πλοίο πραγματοποίησε ναύλους που αντιστοιχούν τουλάχιστον σε ποσοστό 80% των προβλεπόμενων από τον παρόντα νόμο ελάχιστων ημερών ναύλωσης της κατηγορίας του. Σε κάθε περίπτωση ο αναλογούν φόρος προστιθέμενης αξίας δεν δύναται να υπερβαίνει τον φόρο από τον οποίο απαλλάχθηκε κατά τον χαρακτηρισμό του πλοίου ως επαγγελματικού.
3. Κατά το χρόνο παύσης ισχύος της άδειας των επαγγελματικών πλοίων αναψυχής της παρούσας παραγράφου, οφείλονται οι φόροι που αναλογούν στα καύσιμα, λιπαντικά, λοιπά εφόδια και υλικά, για τους οποίους τα πλοία αυτά έτυχαν απαλλαγής τους τελευταίους από την ημέρα ανάκλησης της άδειας δώδεκα μήνες, εκτός αν άλλως ορίζεται στην Υ.Α. του άρθ. 2 παρ 4β του παρόντος.
4. Αν αλλάξει η πλοιοκτησία ή ο εφοπλισμός, ο νέος πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής υπεισέρχεται στις υποχρεώσεις του προηγούμενου που απορρέουν από τις διατάξεις του άρθρου αυτού.
5. Οι διατάξεις του άρθρου 8 του ν.1567/85 (ΦΕΚ 171 Α΄) δεν έχουν εφαρμογή για την καταβολή των επιβαρύνσεων που προσδιορίζονται βάσει των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
6. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ρυθμίζεται κάθε λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.