1. Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και των αρμοδιοτήτων τους, τηρούν τον νόμο, το καταστατικό και τις νόμιμες αποφάσεις της γενικής συνέλευσης. Διαχειρίζονται τις εταιρικές υποθέσεις με σκοπό την προαγωγή του εταιρικού συμφέροντος,εποπτεύουν την εκτέλεση των αποφάσεων του διοικητικού συμβουλίου και της γενικής συνέλευσης καιενημερώνουν τα άλλα μέλη του διοικητικού συμβουλίου για τις εταιρικές υποθέσεις.
2. Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου έχουν υποχρέωση πίστεως απέναντι στην εταιρεία. Ιδίως:
α. Δεν επιδιώκουν ίδια συμφέροντα που αντιβαίνουν στα συμφέροντα της εταιρείας.
β.Αποκαλύπτουν έγκαιρα και με επάρκεια στα υπόλοιπα μέλη του διοικητικού συμβουλίου τα ίδια συμφέροντά τους, που ενδέχεται να ανακύψουν από συναλλαγές της εταιρείας, οι οποίες εμπίπτουν στα καθήκοντά τους, καθώς και κάθε σύγκρουση των συμφερόντων τους με εκείνα της εταιρείας, η οποία ανακύπτει κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Ως επαρκής αποκάλυψη θεωρείται εκείνη που περιλαμβάνει περιγραφή τόσο της συναλλαγής όσο και των ιδίων συμφερόντων.
γ.Τηρούν αυστηρή εχεμύθεια για τις εταιρικές υποθέσεις και τα απόρρητα της εταιρείας, τα οποία κατέστησαν γνωστά σε αυτούς λόγω της ιδιότητας τους ως συμβούλων.
3. Το καταστατικό της εταιρείας μπορεί να εξειδικεύει περαιτέρω τις υποχρεώσεις της παρ. 2.
4. Το μέλος του διοικητικού συμβουλίου δεν δικαιούται να ψηφίζει σε θέματα στα οποία υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων με την εταιρεία του ίδιου.
5. Απαγορεύεται στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου να ενεργούν, χωρίς άδεια της γενικής συνέλευσης ή σχετική πρόβλεψη του καταστατικού, για δικό τους λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτων, πράξεις που υπάγονται στους σκοπούς της εταιρείας, καθώς και να μετέχουν ως ομόρρυθμοι εταίροι ή ως μόνοι μέτοχοι ή εταίροι σε εταιρείες που επιδιώκουν όμοιουςσκοπούς.
6. Σε περίπτωση υπαίτιας παράβασης της απαγόρευσης της παρ. 5, η Ν.Ε.Π.Α. δικαιούται να αξιώσει αποζημίωση. Μπορεί όμως, αντί της αποζημίωσης, να απαιτήσει, προκειμένου μεν για πράξεις που έγιναν για λογαριασμό του ίδιου του συμβούλου, να θεωρηθεί ότι οι πράξεις αυτές διενεργήθηκαν για λογαριασμό της Ν.Ε.Π.Α., προκειμένου δε για πράξεις που έγιναν για λογαριασμό τρίτου, να δοθεί στη Ν.Ε.Π.Α. η αμοιβή για τη μεσολάβηση ή να εκχωρηθεί σε αυτήν η σχετική απαίτηση.
7. Οι απαιτήσεις αυτές παραγράφονται ύστερα από ένα (1) έτος από τότε που οι παραπάνω πράξεις ανακοινώθηκαν σε συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου ή γνωστοποιήθηκαν στη Ν.Ε.Π.Α.. Η παραγραφή επέρχεται πάντως τρία έτη (3) μετά την ενέργεια της απαγορευμένης πράξης.