1. Επαγγελματικό πλοίο αναψυχής το οποίο είναι υπόχρεο σε συμπλήρωση ελάχιστου αριθμού ημερών ναύλωσης και δεν εκπληρώνει την υποχρέωση αυτή, στις περιπτώσεις εκούσιας ή αυτοδίκαιης παύσης της επαγγελματικής δραστηριότητας,αποδίδει, στις αρμόδιες τελωνειακές και φορολογικέςυπηρεσίες της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), εφόσον αυτό προκύπτει από την εφαρμογή του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας(ν. 2859/2000, Α΄ 248) ήτης εθνικής και ενωσιακής τελωνειακής νομοθεσίας:
α. τον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.), για την εισαγωγή ή την απόκτηση που του αναλογεί, και
β. τους αναλογούντες δασμούς, τον Φ.Π.Α.,τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης (Ε.Φ.Κ.)ή τον φόρο κατανάλωσης των καυσίμων, λιπαντικών και λοιπών αγαθών για τους οποίους έτυχε απαλλαγής, καθώς και τις λοιπές συνεισπραττόμενες επιβαρύνσεις.
Για τον σκοπό αυτό εκδίδεται κατά του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή πράξη του αρμοδίου οργάνου του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής στην οποία προσδιορίζεται η ημερομηνία παύσης ισχύος της επαγγελματικής δραστηριότητας και η οποία κοινοποιείται στις αρμόδιες τελωνειακές και φορολογικές υπηρεσίες της Α.Α.Δ.Ε., για τη βεβαίωση, κατά τον χρόνο έκδοσης της πράξης αυτής, και είσπραξη των δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων των περ. (α) και (β).
2.α. Η φορολογητέα αξία των επαγγελματικών πλοίων αναψυχής, για τα οποία ανακύπτει υποχρέωση καταβολής Φ.Π.Α., διαμορφώνεται ως εξής:
αα. Με βάση την αρχική τιμή πώλησης στον πρώτο αγοραστή, κατόπιν της ολοκλήρωσης της ναυπήγησης ή κατασκευής του, με την επιφύλαξη της υποπερ. (αβ). Η αξία του πρώτου εδαφίου της υποπερ. αα΄μειώνεται λόγω παλαιότητας, μετά από τη συμπλήρωση του:
i. πρώτου έτους,κατά 20%,
ii. δεύτερου έτους,κατά 25%,
iii. τρίτου έτους,κατά 30%,
iv. τέταρτου έτους,κατά 35%,
v. πέμπτου έτους,κατά 40%,
vi. έκτου έτους,κατά 45%,
vii. έβδομου έτους,κατά 50%,
viii. όγδοου έτους,κατά 55%,
ix. ένατου έτους,κατά 60%,
x. δέκατου έτους,κατά 65%,
xi. ενδέκατου έτους,κατά 70%,
xii. δωδέκατου έτους,κατά 75%,
xiii. δέκατου τρίτου έτους,κατά 80%,
xiv. δέκατου τέταρτου έτους,κατά 85%,
xv. δέκατου πέμπτου έτους,κατά 90%.
Οι παραπάνω μειώσεις της αξίας, λόγω παλαιότητας, υπολογίζονται ανά ημερολογιακό έτος, από την ημερομηνία έκδοσης του τιμολογίου του ναυπηγείου ή της επιχείρησης, η οποία κατασκεύασε το πλοίο αναψυχής. Σε περίπτωση κατά την οποία δεν προκύπτει η ακριβής ημερομηνία ναυπήγησης ή κατασκευής, υπολογίζονται από την 1η Ιανουαρίου του έτους ναυπήγησης ή κατασκευής του πλοίου αναψυχής, όπως αυτή προκύπτει από οποιοδήποτε σχετικό ναυτιλιακό έγγραφο ή έγγραφο που έχει εκδοθεί από το ναυπηγείο. Σε περίπτωση κατά την οποία δεν υφίσταται κάποιο παραστατικό ή αποδεικτικό έγγραφο, από το οποίο προκύπτει η αρχική αξία του πλοίου αναψυχής, αυτή καθορίζεται από έγγραφη βεβαίωση του Ναυτικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (Ν.Ε.Ε.).
αβ. Με βάση την αξία που προκύπτει από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο του πλοίου, που ισχύει κατά τον χρόνο απαίτησης του φόρου, εφόσον η αξία αυτή είναι μεγαλύτερη από την αξία που προκύπτει κατά την εφαρμογή της υποπερ. (αα) της περ. (α). Στην περίπτωση αμφισβήτησης της ασφαλιζόμενης αξίας, λαμβάνεται υπόψη η μέση αξία των ασφαλιστηρίων συμβολαίων των δύο προηγούμενων ετών.
αγ.Με βάση την τρέχουσα αξία του σκάφους, όπως αυτή υπολογίζεται κατά τον χρόνο που ο φόρος καθίσταται απαιτητός, αποκλειστικά στην περίπτωση μερικής ή ολικής καταστροφής του πλοίου λόγω ανωτέρας βίας, που συντρέχει ή προηγείται του χρόνου που ο φόρος καθίσταται απαιτητός και εφόσον η αξία αυτή είναι μικρότερη από αυτή που προσδιορίζεται, σύμφωνα με τις υποπερ. αα΄ και αβ΄. Ως ανωτέρα βία νοούνται τα ακραία φυσικά φαινόμενα, η εκδήλωση πυρκαγιάς, η ακούσια βύθιση ή προσάραξη ή σύγκρουση ή πρόσκρουση του πλοίου. H μερική ή ολική καταστροφή του πλοίου, λόγω ανωτέρας βίας, αποδεικνύεται με βεβαίωση της αρμόδιας δημόσιας αρχής. Η τρέχουσα αξία του πλοίου κατά τον χρόνο που ο φόρος καθίσταται απαιτητός αποδεικνύεται με έγγραφη βεβαίωση του Ναυτικού Επιμελητηρίου Ελλάδας ή άλλου ανεξάρτητου δημόσιου φορέα.
β. Η περ.(α) εφαρμόζεται και στην περίπτωση παράδοσης σύμφωναμε το άρθρο 5 του Κώδικα Φ.Π.Α., εάν η φορολογητέα αξία που προσδιορίζεται σύμφωνα με τον Κώδικα αυτό είναι μικρότερη. Η περ.(α) εφαρμόζεται και για τον υπολογισμό της φορολογητέας αξίας και την επιβολή άλλων φόρων εκτός του Φ.Π.Α. για όλα ανεξαιρέτως τα πλοία αναψυχής του παρόντος νόμου, τα οποία μεταβιβάζονται αιτία θανάτου, δωρεάς ή γονικής παροχής.
Έχετε μια χρυσή ευκαιρία να διορθώσετε την ανωμαλία που προέκυψε από προχειρότητα τελευταίας στιγμής και εκτός διαβούλευσης στη μεταβολή του άρθρου 58 του Ν. 4646/2019.
Συγκεκριμένα: η απρόσεκτη τοποθέτηση του ελαχίστου των 200Ε, πριν την εφαρμογή του συντελεστή 5 για θαλαμηγούς και ιστιοφόρα, κατήργησαν ουσιαστικά την κλιμάκωση φορολογίας στην κλίμακα 200κόρων αποκλειστικά για τα σκαφη αναψυχής. Προσεκτικός νομοπαρασκευαστής με αντίληψη ναυτικών θεμάτων, θα είχε βάλει συντελεστή στους κόρους ώστε να μη χάνεται η αναλογικότητα. Δηλαδή 20 κόροι Θαλαμηγού = 100 για την ανάγνωση του πίνακα. Λογικό, διότι 20 κοροι μεταφέρουν αρκετούς επιβάτες αλλά λίγο σιτάρι.
Θυμίζω ότι το σφάλμα έχει αρθεί για τα ιδιωτικά μόνο σκάφη
Νόμος 4808/2021 – ΦΕΚ 101/Α/19-6-2021 Αρθρο 147. Αυτό είναι τεκμήριο απόδειξης της προχειρότητας του 4646/2019. Η αξία ενός σκάφους αναψυχής, ιδιαίτερα των ιστιοπλοϊκών είναι συνδυασμός όγκου (κόροι) και μήκους που πρέπει να βρίσκονται σε ισορροπία. Τουλάχιστον για τα ιδιωτικά, επιστρέψαμε σε κλίμακα μέτρων μήκους, περιορίζοντας το σφάλμα, αν και το άλμα x5 ακριβώς στα 12 μέτρα είναι και πάλι ακραίο και μη προοδευτικό – αναλογικό.
Αυτή τη στιγμή:
Στα επαγγελματικά, ο φόρος ακόμα και για ένα μικρό ιστιοπλοϊκό 15 κορων εξισώνεται με ένα τεράστιο 170 κόρων, απείρως πιο κερδοφόρο. Να προβλέψετε προοδευτικότητα, αναλογικότητα με τον όγκο, το μήκος και την ηλικία. 1000Ευρώ επιπλέον φόρος ενδέχεται να εξαφανίζουν 20% -40% των καθαρών εσόδων που έχει ένα μικρομεσαίο ιστιοπλοϊκό που δραστηριοποιείται σε μη ιδανικούς εμπορικά προορισμούς ή που νοικιάζεται όλο το χρόνο σε σχολή ιστιοπλοΐας. Δε θέλουμε διεσπαρμένη ανάπτυξη ή σχολές ιστιοπλοΐας;
Θα πρέπει να αφαιρεθεί η υποπερίπτωση (αβ) της παραγράφου 2 (φορολογητέα αξία… με βάση την αξία που προκύπτει από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο του πλοίου). Η αξία βάσει αυτής της υποπερίπτωσης είναι εντελώς άσχετη με την εμπορική ή την υπολειμματική αξία του σκάφους (ιδιαίτερα μετά την παρέλευση 5ετίας). Η εφαρμογή της συγκεκριμένης διάταξης (α) είναι εντελώς άδικη και(β)οδηγεί τις πλοιοκτήτριες εταιρίες σε ασφαλιστικές συμβάσεις χαμηλής αξίας προκειμένου να επωφεληθούν κατά την πώληση. Αντίθετα η υποπερίπτωση (αα)είναι δίκαια και αντικειμενική. Αρκεί επομένως μόνο η υποπερίπτωση (αα).
Παρότι το νομοσχέδιο είναι του ΥΕΝ τα οικονομικά θέματα είναι αρμοδιότητα της ΑΑΔΕ και σαν τέτοια δεν επιδέχονται διαβούλευση, απλά επιβάλλονται όπως έγινε και στο προηγούμενο νομοσχέδιο για το συγκεκριμένο θέμα.
Δεν μπορεί ως φορολογητέα αξία να εκλαμβάνεται η ασφαλιστική.
Αυτό οδηγεί στην υποασφάλιση του στόλου, καθώς στην αξία ασφάλισης συνυπολογίζει κανείς και έξοδα για τυχόν toral los του πλοίου, και χαμένο χρόνο εκμετάλλευσης.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι όποιος θέλει να πουλήσει το πλοίο του το πουλάει σε τιμή που θα βρει και όχι σε τιμή που θα ήθελε.
Το σωστό και το δίκαιο θα ήταν να θεωρηθεί ως φορολογητέα αξία ένα ποσοστό μείωσης της ασφαλιστικής αξίας κατά 30 – 40%
Η αναγραφόμενη αξία στα ασφαλιστήρια συμβόλαια περιέχει και την αξία του εξοπλισμού του σκάφους όπως, tender, ηλεκτρονικά όργανα, GPS, RADAR, AIS, εξαρτία, πανιά κλπ τα οποία έχουν αγοραστεί ξεχωριστά από το σκάφος και για τα οποία έχει ήδη καταβληθεί ο ΦΠΑ. Μαλιστα στην περίπτωση ιδιωτικών σκαφών δεν έχει γίνει καν ο συμψηφισμός αυτού του φόρου αλλά έχει καταβληθεί στο συνολό του.
Το κόστος του εξοπλισμού είναι ιδιαίτερα υψηλο σε σχέση με την αξία του σκάφους ιδίως όταν αυτό είνια παλαιό και μεγαλύτερο των 15 ετών.
Ειναι λοιπόν λανθασμένο και κοινωνικά άδικο να λαμβάνεται υπόψη ως φορολογητέα αξία, αυτή που ασφαλίζεται, αφού στην πραγματικότητα περιέχει και την αξία του εξοπλισμού (που έχει ήδη αλλαχτεί) που στην περίπτωση μικρών σκαφών (<12,0μ) μπορεί να φθάνει και το 50% και για την οποία έχει καταβληθεί ο ΦΠΑ.