1. Για την εφαρμογή του παρόντος νόμου, οι όροι που χρησιμοποιούνται έχουν την ακόλουθη έννοια:
α.«Πλοίο αναψυχής»: Το σκάφος ολικού μήκους άνω των επτά (7) μέτρων, ιστιοφόρο ή μηχανοκίνητο, το οποίο μπορεί από τη γενική κατασκευή του να χρησιμοποιείται για την εκτέλεση ταξιδιών αναψυχής.
β.«Ιδιωτικό πλοίο αναψυχής»: Το πλοίο αναψυχής το οποίο είναι χαρακτηρισμένο ως ιδιωτικό, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους της σημαίας που φέρει και χρησιμοποιείται για ιδιωτικούς σκοπούς και όχι για οποιαδήποτε εμπορική ή κερδοσκοπική δραστηριότητα.
γ. «Επαγγελματικό πλοίο αναψυχής»: Το πλοίο αναψυχής το οποίο είναι χαρακτηρισμένο ως επαγγελματικό, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους της σημαίας που φέρει, για την εκμετάλλευση του οποίου συνάπτεται σύμβαση ολικής ναύλωσης. Το επαγγελματικό πλοίο αναψυχής είναι μεταφορικής ικανότητας έως και σαράντα εννέα (49) επιβατών και διαθέτει επαρκείς και κατάλληλους χώρους ενδιαίτησης, ειδικά για τους επιβάτες.
δ. «Επαγγελματικό Τουριστικό Ημερόπλοιο»: Το επαγγελματικό μικρό σκάφος μεταφοράς επιβατών, κατά την έννοια του Γενικού Κανονισμού Λιμένα υπ’ αρ. 23, όπως εγκρίθηκε με την υπ’ αρ. 2122/01/2000/11.2.2000 απόφαση τουΥπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας (Β΄ 231)ή το πλοίο αναψυχής ή το επιβατηγό τουριστικό πλοίο,το οποίο εκτελεί περιηγητικούς πλόες περιορισμένης χρονικής διάρκειας, με σκοπό τη θαλάσσια περιήγηση, εκδρομή ή λουτρό, σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις του άρθρου 10.
ε. «Παραδοσιακό πλοίο»: Το πλοίο υπό ελληνική σημαία, επαγγελματικό ή ιδιωτικό, το οποίο είναι πρωτότυπο ή ομοίωμα ιστορικού ή παλαιού πλοίου, που έχει κατασκευασθεί κατά το μεγαλύτερο μέρος του από υλικά όμοια με αυτά που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή του πρωτότυπου και συγκεντρώνει τα κριτήρια χαρακτηρισμού του ως παραδοσιακού, όπως αυτά εξειδικεύονται στην απόφαση της περ. (α) της παρ.1 του άρθρου 20.
στ. «Ξύλινο πλοίο»: Το πλοίο υπό ελληνική σημαία, επαγγελματικό ή ιδιωτικό, η βασική κατασκευή του οποίου είναι από ξυλεία, σύμφωνα με Πρωτόκολλο Γενικής Επιθεώρησης (Π.Γ.Ε.) ή την Άδεια Εκτέλεσης Πλόων (Α.Ε.Π.) και δεν εμπίπτει στην περ. (ε).
ζ. «Μηχανοκίνητο πλοίο αναψυχής»: Το πλοίο αναψυχής, το οποίο διαθέτει μηχανή ως κύριο μέσο πρόωσης και βοηθητικό μέσο πρόωσης, εάν αυτό απαιτείται.
η. «Ιστιοφόρο πλοίο αναψυχής»: Το πλοίο αναψυχής το οποίο διαθέτει επαρκή ιστιοφορία ως κύριο μέσο πρόωσης και μπορεί να φέρει μηχανή, για βοηθητική πρόωση. Για τη δραστηριοποίηση πλοίου του πρώτουεδαφίου ως επαγγελματικού, σύμφωνα με την περ. (α) της παρ. 3 του άρθρου 3, πρέπει να πληρούνται τα κριτήρια και οι προδιαγραφές που εξειδικεύονται με την απόφαση της περ. (β) της παρ.1 του άρθρου 20.
θ. «Χώροι ενδιαίτησης»: Οι κλειστοί χώροι διαμονής, σίτισης και υγιεινής του πλοίου.
ι. «e – Mητρώο Πλοίων»: Το Μητρώο που αναφέρεται στην παρ. 1 του άρθρου 2.
ια. «Πλοιοκτήτης»: Το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο συνδέεται με ένα ή περισσότερα πλοία, αφενός με εμπράγματη σχέση κύριου και πράγματος και αφετέρου με εμπορική σχέση, εφόσον ασκεί πρωτότυπα εμπορικές πράξεις κατά σύνηθες επάγγελμα.
ιβ. «Εφοπλιστής»: Το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο εκμεταλλεύεται κερδοσκοπικά ένα ή περισσότερα πλοία που ανήκουν κατά κυριότητα σε άλλο πρόσωπο. Στην ίδια έννοια περιλαμβάνεται ο μισθωτής πλοίου αναψυχής μέσω χρηματοδοτικής μίσθωσης, εφόσον στην οικεία σύμβαση επιτρέπεται η εκναύλωσή του.
ιγ. «Εκναυλωτής»:Το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο έχει δικαίωμα παραχώρησης επαγγελματικού πλοίου στον ναυλωτή με ολική ναύλωση, έναντι ναύλου.
ιδ. «Ναυλωτής»: Το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο είναι αντισυμβαλλόμενο του εκναυλωτή και προβαίνει στην ολική ναύλωση του επαγγελματικού πλοίου αναψυχής.
ιε. «Μισθωτής πλοίου αναψυχής μέσω χρηματοδοτικής μίσθωσης»: Το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, στο οποίο έχει παραχωρηθεί από αντισυμβαλλόμενο φυσικό ή νομικό πρόσωπο (εκμισθωτής), έναντι μισθώματος και στο πλαίσιο σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης, η χρήση ιδιωτικού ή επαγγελματικού πλοίου αναψυχής, κατά την έννοια του ν. 1665/1986(Α’194). Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, ο μισθωτής πλοίου αναψυχής μέσω χρηματοδοτικής μίσθωσης έχει όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπεται να έχει ο εφοπλιστής.
ιστ. «Χρηματοδοτική μίσθωση»: Η σύμβαση κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν. 1665/1986.
ιζ. «Ολική ναύλωση»: Η παραχώρηση χρήσης επαγγελματικού πλοίου αναψυχής, εν όλω, έναντι χρηματικού ανταλλάγματος (ναύλος), με σκοπό την εκτέλεση ταξιδιών αναψυχής.
ιη. «Σύμβαση ναύλωσης»:Η σύμβαση η οποία έχει ως αντικείμενο την ολική ναύλωση επαγγελματικού πλοίου αναψυχής, έναντι ναύλου. Τα μέρη που συμβάλλονται είναι υποχρεωτικά ο εκναυλωτής και ο ναυλωτής.Στην ίδια σύμβαση δύνανται να συμβάλλονται και τρίτοι, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 3.
ιθ. «Ναυλοσύμφωνο»: Το μέσο με το οποίο καταρτίζεται και αποδεικνύεται η σύμβαση ναύλωσης και δύναται να συνάπτεται είτε με έγγραφο, είτε ψηφιακά.
κ. «Ιδιοχρησιμοποίηση»: Επαγγελματικό πλοίο αναψυχήςπου επιτρέπεται να χρησιμοποιείται από τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή του, με αποκλειστικό σκοπό την εκτέλεση πλόων αναψυχής, κατά την περίοδο που δεν εκτελεί εμπορική ή κερδοσκοπική δραστηριότητα,σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις του άρθρου 15.
κα. «Πλοίαρχος»: Οναυτικόςπου κατέχει το κατάλληλο πιστοποιητικό ικανότητας,που έχει εκδοθεί ή αναγνωριστεί από το κράτος της σημαίας που φέρει το πλοίο και στον οποίο έχει ανατεθεί, με σύμβαση ναυτολόγησης, η διακυβέρνηση του πλοίου αναψυχής.
κβ.«Κυβερνήτης»:
κβα. Για τα επαγγελματικά πλοία αναψυχής για τα οποία δεν υφίσταται υποχρέωση τήρησης οργανικής σύνθεσης πληρώματος: Ο μισθωτός ή αυτοπασχολούμενοςή ο επιβάτης ή ο πλοιοκτήτηςή ο εφοπλιστής, που κατέχει το κατάλληλο αποδεικτικό για τη διακυβέρνησήτου, σύμφωνα με τηναπόφαση της περ. (γ) της παρ. 1 του άρθρου 20,
κββ. για τα ιδιωτικά πλοία αναψυχής: Το πρόσωποπου κατέχει το κατάλληλο αποδεικτικό για τη διακυβέρνησή του, σύμφωνα με την απόφαση της περ. (γ) της παρ. 1 του άρθρου 20,
κβγ. για τα πλοία αναψυχής που τηρούν ναυτολόγιο ή κατάσταση πληρώματος του ν. 2575/1998 (Α΄ 23), ανεξαρτήτως υποχρέωσης για τήρηση οργανικής σύνθεσης πληρώματος: Ο ναυτικός που κατέχει το κατάλληλο πιστοποιητικό ικανότητας, που έχει εκδοθεί ή αναγνωριστεί από το κράτος της σημαίας που φέρει το πλοίο και στον οποίο έχειανατεθεί, με σύμβαση ναυτολόγησης, η διακυβέρνηση του πλοίου αναψυχής,
κβδ. για τα πλοία αναψυχής που τηρούν ναυτολόγιο ή κατάσταση πληρώματος του ν. 2575/1998 και για τα οποία δεν υφίσταται υποχρέωση τήρησης οργανικής σύνθεσης πληρώματος:Ο ναυτικός που διαθέτει τα προσόντα που ορίζονται στην απόφαση που εκδίδεται κατ΄ εξουσιοδότηση της περ. (γ) της παρ. 1 του άρθρου 20, εξαιρουμένων των διατάξεών της που αφορούν σε Αποδεικτικό Ναυτικής Ικανότητας (Α.Ν.Ι.), σύμφωνα με το π.δ. 141/2014 (Α΄ 232),και στον οποίο έχειανατεθεί, με σύμβαση ναυτολόγησης, η διακυβέρνηση του πλοίου αναψυχής.
Ο κυβερνήτης ασκεί τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες που προβλέπονται για τον πλοίαρχο.
κγ. «Λοιπό προσωπικό»: Το προσωπικό που προσλαμβάνεται από τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή ή τον πλοίαρχο, για την εξυπηρέτηση των επιβατών σε επαγγελματικά πλοία αναψυχής άνω των είκοσι τεσσάρων (24) μέτρων,σύμφωνα με την απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής που εκδίδεται κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 8 του άρθρου 20.
κδ. «Βοηθητικό προσωπικό»: Οι εργαζόμενοι σε πλοία αναψυχής για τα οποία δεν υφίσταται υποχρέωση τήρησης οργανικής σύνθεσης πληρώματος, εκτός του πλοιάρχου ή του κυβερνήτη και του πληρώματος.
κε. «Επιβάτης»: Κάθε άτομο επί πλοίου αναψυχής ή επαγγελματικού τουριστικού ημερόπλοιου, πλην του πλοιάρχου ή του κυβερνήτη,των μελών του πληρώματος, του λοιπού ή βοηθητικού προσωπικού και των παιδιών ηλικίας κάτω του ενός (1) έτους.
κστ. «Επιβαίνοντες»: Ο πλοίαρχος ή ο κυβερνήτης, τα μέλη του πληρώματος,το λοιπό ή βοηθητικό προσωπικό,οι επιβάτες και τα παιδιά ηλικίας κάτω του ενός (1)έτους, που επιβαίνουν σε πλοίο αναψυχής ή επαγγελματικό τουριστικό ημερόπλοιο.
κζ. «Αποβίβαση επιβάτη»:
κζα. «Προσωρινή»: Ηαποβίβαση επιβάτη σε ενδιάμεσο λιμένα από τον οποίο το πλοίο αποπλέει άνευ αυτού, με σκοπό την επανεπιβίβασή του, είτε από τον ίδιο είτεαπό έτερο λιμένα, μέχρι λήξεως της περιόδου σύμβασης ναύλωσης. Δεν νοείται ως προσωρινή, η αποβίβαση επιβάτη που πραγματοποιείται ενόσω το πλοίο παραμένει στον λιμένα, εφόσον ο επιβάτης θα επανεπιβιβαστεί προ του απόπλου του πλοίου από τον συγκεκριμένο λιμένα.
κζβ. «οριστική»: Η αποβίβαση σε ενδιάμεσο προορισμό, κατόπιν της οποίας ο επιβάτης δεν έχει πρόθεση επανεπιβίβασης ή η αποβίβαση που πραγματοποιείται κατά τη λήξη του ταξιδίου.
κη. «Επιβίβαση επιβάτη»:
κηα. «Αρχική»: Η επιβίβαση στο σημείο έναρξης του ταξιδίου.
κηβ. «Ενδιάμεση»: Η επιβίβαση επιπλέον προσώπων, πέραν αυτών που επιβιβάστηκαν κατά την έναρξη του ταξιδίου, σε ενδιάμεσο λιμένα, από τον οποίο το πλοίο αποπλέει συμπεριλαμβανομένων αυτών.
2. Ο πλοιοκτήτης ή ο εφοπλιστής, που αναφέρονται στο Μέρος Α΄, μπορούν να ενεργούν πράξεις που αναφέρονται σε αυτόν και με νόμιμα εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο, τηρουμένων κατά περίπτωση των όρων και των διαδικασιών που προβλέπονται από ειδικότερες διατάξεις.