Kεφάλαιο Α’
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 222
Εφαρμοστέες διατάξεις
1. Η ευθύνη των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 223 δύναται να περιοριστεί για απαιτήσεις που απορρέουν από την εκμετάλλευση του πλοίου, σύμφωνα με τη Διεθνή Σύμβαση Λονδίνου του 1976/1996 για τον περιορισμό της ευθύνης για ναυτικές απαιτήσεις, (Διεθνής Σύμβαση Περιορισμού), η οποία κυρώθηκε με τον ν. 1923/1991 (Α΄13), όπως εκάστοτε ισχύει στην Ελλάδα .
2. Ο περιορισμός της ευθύνης για απαιτήσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Διεθνούς Σύμβασης του 1992 αναφορικά με την αστική ευθύνη για ζημίες ρύπανσης από πετρέλαιο, όπως κυρώθηκε με το π.δ. 197/1995 (Α’ 106) και εκάστοτε ισχύει στην Ελλάδα (Διεθνής Σύμβαση ευθύνης για ρύπανση από πετρέλαιο) διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις της Σύμβασης αυτής.
3. Ο περιορισμός της ευθύνης για απαιτήσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Διεθνούς Σύμβασης του 2001 για την αστική ευθύνη για ζημία ρύπανσης από πετρέλαιο κίνησης, όπως κυρώθηκε με τον ν. 3393/1005 (Α’ 242) και εκάστοτε ισχύει στην Ελλάδα (Διεθνής Σύμβαση ευθύνης για το πετρέλαιο κίνησης) γίνεται σύμφωνα με την παρ. 1.
4. Ο περιορισμός της ευθύνης για απαιτήσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Διεθνούς Σύμβασης του 2010 για την αστική ευθύνη και αποζημίωση για ζημία σχετική με τη μεταφορά επικίνδυνων και επιβλαβών ουσιών (Διεθνής Σύμβαση ευθύνης για επικίνδυνες και επιβλαβείς ουσίες) διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις της Σύμβασης αυτής.
5. Για τη σύσταση και διανομή του κεφαλαίου περιορισμού και την εν γένει διαδικασία περιορισμού εφαρμόζεται το δεύτερο κεφάλαιο του παρόντος Μέρους.
Άρθρο 223
Δικαιούχοι περιορισμού
1. Δικαιούνται να περιορίσουν την ευθύνη τους, σύμφωνα με τη Διεθνή Σύμβαση Περιορισμού, ο πλοιοκτήτης, τα εξομοιούμενα με αυτόν πρόσωπα, το πρόσωπο που παρέχει υπηρεσίες επιθαλάσσιας αρωγής και οι προστηθέντες αυτών. Το ίδιο δικαίωμα έχει και ο ασφαλιστής αστικής ευθύνης για τις κατά νόμο περιορίσιμες απαιτήσεις.
2. Κατά παρέκκλιση του άρθρου 48:
(α) Εξομοιώνονται με τον πλοιοκτήτη, για τους σκοπούς εφαρμογής της Διεθνούς Σύμβασης Περιορισμού, ο κύριος του πλοίου, ο εφοπλιστής, ο ναυλωτής και ο διαχειριστής αυτού.
(β) Εξομοιώνονται με τον πλοιοκτήτη, για τους σκοπούς εφαρμογής της Διεθνούς Σύμβασης Ευθύνης για το πετρέλαιο κίνησης, ο κύριος του πλοίου, ο εκμεταλλευόμενος αυτό και ο διαχειριστής αυτού. Δικαίωμα περιορισμού έχει και ο ασφαλιστής αστικής ευθύνης του κυρίου.
(γ) Ως πλοιοκτήτης νοείται, για τους σκοπούς της Διεθνούς Σύμβασης ευθύνης για ρύπανση από πετρέλαιο και της Διεθνούς Σύμβασης ευθύνης για επικίνδυνες και επιβλαβείς ουσίες, ο κύριος του πλοίου. Δικαίωμα περιορισμού έχει και ο ασφαλιστής αστικής ευθύνης του κυρίου.
Άρθρο 224
Μη αποδοχή ευθύνης
Η άσκηση του δικαιώματος περιορισμού δεν συνιστά αποδοχή της ευθύνης.
Άρθρο 225
Διαχρονικό δίκαιο
Ο περιορισμός της ευθύνης διενεργείται σύμφωνα με τα όρια των άρθρων 226, 227 και 229 που ισχύουν ή ίσχυαν κατά τον χρόνο επέλευσης του ζημιογόνου περιστατικού.
Άρθρο 226
Εφαρμοζόμενα όρια
1. Τα προβλεπόμενα στη Διεθνή Σύμβαση Περιορισμού όρια ευθύνης εφαρμόζονται σε όλα τα πλοία κατά την έννοια του άρθρου 1 του παρόντος, ανεξάρτητα από τη βάση ευθύνης, με την επιφύλαξη της παρ. 2.
2. Για πλοία ολικής χωρητικότητας μικρότερης των τριακοσίων (300) κόρων, το ανώτατο όριο της παρ. 1 (α) του άρθρου 6 της Διεθνούς Σύμβασης Περιορισμού ορίζεται σε ένα εκατομμύριο (1.000.000) μονάδες υπολογισμού, και το ανώτατο όριο της παρ. 1(β) σε πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) μονάδες υπολογισμού.
3. Με απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής μπορούν να τροποποιούνται τα όρια της παρ. 2.
4. Στα πλοία και τις κατηγορίες φορτίων που εμπίπτουν στις Διεθνείς Συμβάσεις που αναφέρονται στις παρ. 2 και 4 του άρθρου 222 εφαρμόζονται τα εκεί προβλεπόμενα όρια περιορισμού.
Άρθρο 227
Περιορισμός ευθύνης για ζημίες από στατικά ναυπηγήματα
1. Τα πρόσωπα που αναφέρονται στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 219 μπορούν να περιορίσουν την ευθύνη τους για απαιτήσεις που γεννώνται από την εκμετάλλευση στατικών ναυπηγημάτων και εμπίπτουν στις κατηγορίες του άρθρου 2 της Διεθνούς Σύμβασης Περιορισμού.
2. Στα στατικά ναυπηγήματα που διαθέτουν καταμετρηθείσα ολική χωρητικότητα εφαρμόζονται οι παρ. 1 έως 3 του άρθρου 226.
3. Με απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής καθορίζονται τα όρια περιορισμού για τα στατικά ναυπηγήματα που δεν διαθέτουν καταμετρηθείσα ολική χωρητικότητα.
4. Κατ’ εξαίρεση των παρ. 1 και 2, τα όρια περιορισμού δεν εφαρμόζονται σε στατικά ναυπηγήματα που έχουν κατασκευασθεί για τον σκοπό έρευνας ή εκμετάλλευσης των φυσικών πηγών του βυθού ή του υπεδάφους του.
Άρθρο 228
Εμπλεκόμενα πλοία
1. Σε περίπτωση εμπλοκής περισσοτέρων πλοίων στο ίδιο περιστατικό, ο περιορισμός της ευθύνης γίνεται αυτοτελώς για κάθε ένα από αυτά.
2. Περιορισμός ευθύνης δεν χωρεί για ζημίες που έχει υποστεί το ίδιο το πλοίο, με βάση τη χωρητικότητα του οποίου λαμβάνει χώρα ο υπολογισμός των ορίων περιορισμού.
Άρθρο 229
Τροποποιήσεις ορίων περιορισμού
1. Οι τροποποιήσεις των ορίων ευθύνης που προβλέπονται στην παρ. 1 του άρθρου 6 και στην παρ. 1 του άρθρου 7 της Διεθνούς Σύμβασης Περιορισμού τίθενται σε εφαρμογή στην Ελλάδα με τη θέση τους διεθνώς σε ισχύ, με τη διαδικασία σιωπηρής αποδοχής, που προβλέπεται στο άρθρο 8 του Πρωτοκόλλου 1996, το οποίο κυρώθηκε με τον ν. 3743/2009 (Α΄24).
2. Η παρ. 1 εφαρμόζεται και για τις τροποποιήσεις των ορίων ευθύνης που προβλέπονται στην παρ. 1 του άρθρου V της Διεθνούς Σύμβασης για ρύπανση από πετρέλαιο, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 του Πρωτοκόλλου του 1992.
3. Για τη θέση σε ισχύ των τροποποιήσεων των ορίων ευθύνης που προβλέπονται στις παρ. 1 και 2 εκδίδεται αμελλητί διαπιστωτική πράξη του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής.
Άρθρο 230
Επενέργεια κεφαλαίου περιορισμού
1. Κεφάλαιο περιορισμού που έχει συσταθεί σε συμβαλλόμενο στη Διεθνή Σύμβαση Περιορισμού κράτος αναγνωρίζεται στην Ελλάδα, εφόσον στο κράτος αυτό έχει ασκηθεί αγωγή ή άλλο ένδικο βοήθημα για απαιτήσεις που υπόκεινται σε περιορισμό και ισχύουν σε αυτό τα όρια ευθύνης που ισχύουν στην Ελλάδα.
2. Κεφάλαιο περιορισμού που έχει συσταθεί από τον πλοιοκτήτη ή εξομοιούμενα με αυτόν πρόσωπα ή τον ασφαλιστή ισχύει για όλους, συμπεριλαμβανομένων των προστηθέντων τους, εκτός αν πρόκειται για απαιτήσεις που διέπονται από ειδική διεθνή σύμβαση ευθύνης. Ομοίως, το κεφάλαιο που συστήνεται από πρόσωπο που παρέχει υπηρεσίες θαλάσσιας αρωγής ισχύει υπέρ των προστηθέντων του.
Άρθρο 231
Έκπτωση από το δικαίωμα περιορισμού
1. Τα αναφερόμενα στο άρθρο 223 πρόσωπα δεν δικαιούνται να περιορίσουν την ευθύνη τους όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 4 της Διεθνούς Σύμβασης Περιορισμού, της παρ. 2 του άρθρου V της Διεθνούς Σύμβασης ευθύνης για ρύπανση από πετρέλαιο και της παρ. 2 του άρθρου 9 της Διεθνούς Σύμβασης ευθύνης για επικίνδυνες και επιβλαβείς ουσίες.
2. Για την έκπτωση από το δικαίωμα περιορισμού απαιτείται προσωπική πράξη ή παράλειψη του δικαιούχου, που τελείται με άμεσο ή ενδεχόμενο δόλο.
3. Για τους σκοπούς του παρόντος, το πταίσμα του πλοιάρχου ή του πληρώματος δεν συνιστά ίδιο πταίσμα του εκμεταλλευόμενου το πλοίο.
Άρθρο 232
Αδρανοποίηση ναυτικών προνομίων
1. Ναυτικά προνόμια δεν λαμβάνονται υπόψη κατά τη διανομή του κεφαλαίου σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 12 της Διεθνούς Σύμβασης Περιορισμού.
2. Η παρ. 1 εφαρμόζεται και για τη διανομή του κεφαλαίου σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου V της Διεθνούς Σύμβασης ευθύνης για ρύπανση από πετρέλαιο και την παρ. 4 του άρθρου 9 της Διεθνούς Σύμβασης ευθύνης για επικίνδυνες και επιβλαβείς ουσίες.
Άρθρο 233
Τόκος και δικαστικές δαπάνες
1. Ο τόκος της παρ. 1 του άρθρου 11 της Διεθνούς Σύμβασης Περιορισμού καθορίζεται με βάση το διατραπεζικό επιτόκιο δανεισμού σε ευρώ (EURIBOR), προσαυξημένο κατά τέσσερις (4) μονάδες, από τον χρόνο του επίδικου περιστατικού έως και τη σύσταση του κεφαλαίου περιορισμού.
2. Οι δικαστικές δαπάνες δεν υπόκεινται σε περιορισμό.
3. Κάθε είδους τέλη, δικαιώματα και πρόστιμα του ελληνικού Δημοσίου που σχετίζονται με περιορίσιμες απαιτήσεις, υπόκεινται σε περιορισμό σύμφωνα με τη διαδικασία του Κεφαλαίου Β’, με εξαίρεση τα πρόστιμα που επιβάλλονται από δημόσιες αρχές για ρύπανση του θαλάσσιου περιβάλλοντος.
Κεφάλαιο Β’
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Άρθρο 234
Περιορισμός ευθύνης χωρίς σύσταση κεφαλαίου
Το δικαίωμα περιορισμού σύμφωνα με τη Διεθνή Σύμβαση Περιορισμού μπορεί να ασκηθεί και χωρίς σύσταση κεφαλαίου σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας και μέχρι την τελευταία πράξη εκτέλεσης.
Άρθρο 235
Δήλωση περί σύστασης κεφαλαίου
1. Τα πρόσωπα του άρθρου 223 που επιθυμούν να προβούν σε περιορισμό ευθύνης με σύσταση κεφαλαίου οφείλουν να το δηλώσουν ενώπιον του γραμματέα του αρμόδιου πρωτοδικείου, με ειδική δήλωση για αυτόν τον σκοπό. Ειδική έκθεση συντάσσεται από τον γραμματέα κάτω από το κείμενο της δήλωσης.
2. Αρμόδιο για τη σύσταση κεφαλαίου με βάση τη Διεθνή Σύμβαση Περιορισμού του 1976, είναι το πρωτοδικείο του Πειραιά.
3. Αρμόδια για τη σύσταση κεφαλαίου, όταν εφαρμόζονται οι παρ. 2, 3 και 4 του άρθρου 222, είναι το πρωτοδικείο του τόπου επέλευσης του ζημιογόνου περιστατικού και συντρεχόντως το πρωτοδικείο του Πειραιά.
Άρθρο 236
Περιεχόμενο δήλωσης
1. Η δήλωση που αναφέρεται στο άρθρο 235 περιέχει τα εξής στοιχεία:
α) Όνομα, σημαία, λιμένα και αριθμό νηολόγησης, αριθμό Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού, διεθνές διακριτικό σήμα και ολική χωρητικότητα του πλοίου,
β) σύντομη περιγραφή του περιστατικού από το οποίο απορρέουν οι απαιτήσεις που υπόκεινται σε περιορισμό και των γνωστών ή πιθανών ζημιών που σχετίζονται με αυτό,
γ) πίνακα με τα στοιχεία των δανειστών με περιορίσιμες απαιτήσεις,
δ) το ύψος του ποσού στο οποίο περιορίζεται η ευθύνη σύμφωνα με τα εκάστοτε εφαρμοζόμενα όρια,
ε) διορισμό αντικλήτου για την επίδοση όλων των δικογράφων, αποφάσεων και εγγράφων που αφορούν στη διαδικασία του περιορισμού,
στ) τον τρόπο με τον οποίο θα συσταθεί το κεφάλαιο περιορισμού, κατά το άρθρο 237.
2. Στη δήλωση επισυνάπτονται από τον υποβάλλοντα, με ποινή απαραδέκτου, τα ακόλουθα έγγραφα:
α) Επικυρωμένο αντίγραφο του διεθνούς πιστοποιητικού καταμέτρησης ή, ανάλογα με την περίπτωση, του πιστοποιητικού καταμέτρησης του πλοίου σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία,
β) βεβαίωση της Τράπεζας της Ελλάδας για την ισοτιμία σε ευρώ του Ειδικού Τραβηκτικού Δικαιώματος, κατά την ημερομηνία σύστασης του κεφαλαίου,
γ) αποδεικτικό σύστασης του κεφαλαίου που προβλέπεται στο άρθρο 237, και
δ) αποδεικτικό κατάθεσης σε πίστωση ειδικού λογαριασμού πιστωτικού ιδρύματος που λειτουργεί στην Ελλάδα ποσού εικοσιπέντε χιλιάδων ευρώ (25.000€) για την κάλυψη των αρχικώς υπολογιζόμενων εξόδων της διαδικασίας και του εκκαθαριστή.
Ο δηλών τον περιορισμό έχει διακριτική ευχέρεια να προσκομίσει κάθε άλλο έγγραφο σχετικό με οποιαδήποτε περιορίσιμη απαίτηση.
Άρθρο 237
Σύσταση κεφαλαίου
1. Το κεφάλαιο περιορισμού συστήνεται είτε με την κατάθεση μετρητών του ποσού της περ. (δ) της παρ. 1 του άρθρου 236, σε πίστωση ειδικού λογαριασμού σε πιστωτικό ίδρυμα που λειτουργεί στην Ελλάδα, είτε με την έκδοση εγγυητικής επιστολής πιστωτικού ιδρύματος που λειτουργεί στην Ελλάδα ή αξιόχρεου αλληλασφαλιστικού φορέα.
2. Το πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο συστήθηκε το κεφάλαιο είναι υποχρεωμένο να χορηγήσει σε αυτόν που το συνέστησε το σχετικό αποδεικτικό της περ. (γ) της παρ. 2 του άρθρου 236 που θα αναφέρει τα αμέσως προηγούμενα.
3. Οι τόκοι του ως άνω ειδικού λογαριασμού αποδίδονται σε αυτόν που συνέστησε το κεφάλαιο περιορισμού.
4. Με απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής καθορίζονται ο τύπος και το ελάχιστο περιεχόμενο της εγγυητικής επιστολής της παρ. 1.
Άρθρο 238
Διορισμός εισηγητή και εκκαθαριστή
1. Ο γραμματέας υποβάλλει τη δήλωση στον προϊστάμενο του πρωτοδικείου χωρίς καθυστέρηση. Ο τελευταίος διορίζει, με πράξη του, εισηγητή και εκκαθαριστή. Με την ίδια διαδικασία γίνεται η αντικατάσταση του εισηγητή.
2. Ο γραμματέας ειδοποιεί τον εκκαθαριστή χωρίς καθυστέρηση. Αν αυτός δεν επιθυμεί τον διορισμό του, οφείλει να το δηλώσει στην γραμματεία εντός τριών (3) ημερών. Σε αντίθετη περίπτωση, θεωρείται ότι τον αποδέχθηκε.
3. Ο εκκαθαριστής μπορεί να ζητήσει από τον εισηγητή την αντικατάστασή του για σοβαρούς λόγους, χωρίς όμως να διακόψει το έργο του μέχρι να αντικατασταθεί από άλλο πρόσωπο. Η απόφαση του εισηγητή είναι οριστική και καταχωρίζεται σχετική πράξη του κάτω από την αίτηση του εκκαθαριστή.
4. Ο εκκαθαριστής μπορεί να αντικατασταθεί με αυτεπάγγελτη πράξη του εισηγητή, κατά της οποίας δικαιούται να ασκήσει ανακοπή, εντός τριών (3) ημερών από την επίδοσή της σε αυτόν, στο μονομελές πρωτοδικείο που δικάζει αμετακλήτως κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας.
Άρθρο 239
Έλεγχος των τυπικών προϋποθέσεων περιορισμού
1. Η δήλωση του άρθρου 235 υποβάλλεται χωρίς καθυστέρηση στον εισηγητή για να ελέγξει την ορθότητα του υπολογισμού του κεφαλαίου, με βάση τα ισχύοντα ανά περίπτωση όρια και το αξιόχρεο αλληλασφαλιστικού φορέα που εξέδωσε την εγγυητική επιστολή και εκδίδεται σχετική με αυτά απόφαση. Σε αρνητική περίπτωση. ο εισηγητής διατάσσει, με την απόφασή του, οτιδήποτε απαιτείται για τη συμμόρφωση και ειδικότερα τη συμπλήρωση του κεφαλαίου μέχρι του επιβαλλόμενου ποσού. Δικαιούται επίσης να διατάξει την καταβολή συμπληρωματικού ποσού για την κάλυψη του κόστους της διαδικασίας.
2. Αντίγραφο της απόφασης του εισηγητή κοινοποιείται χωρίς καθυστέρηση από τον γραμματέα σε εκείνον που συνέστησε το κεφάλαιο, στον εκκαθαριστή και, ειδικά στην περίπτωση ζημιών από ρύπανση από πετρέλαιο στη θάλασσα ή ρύπανση από πετρέλαιο κίνησης, και στον Υπουργό Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής μαζί με την έκθεση του δεύτερου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 235. Η απόφαση αναρτάται επίσης στον ιστότοπο του πρωτοδικείου Πειραιά.
3. Ανακοπή κατά της απόφασης αυτής επιτρέπεται σε όποιον έχει έννομο συμφέρον, μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την κοινοποίησή της στο πρόσωπο που συνέστησε το κεφάλαιο και στον Υπουργό Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής αντίστοιχα ή από την ανάρτησή της στον ιστότοπο της παρ. 2, για κάθε άλλο πρόσωπο. Οι ανακοπές ασκούνται ενώπιον του πολυμελούς πρωτοδικείου Πειραιά και δικάζονται στην ίδια δικάσιμο, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Σε παρέμβαση δικαιούται όποιος έχει έννομο συμφέρον. Οι ανακοπές και οι παρεμβάσεις κοινοποιούνται υποχρεωτικά στον εκκαθαριστή.
4. Η ανακοπή και η προθεσμία άσκησης αυτής δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης του εισηγητή και τη διαδικασία της εκκαθάρισης. Η απόφαση που εκδίδεται επί της ανακοπής δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα.
5. Μέσα σε ένα (1) μήνα από την επίδοση της απόφασης του εισηγητή ή από την επίδοση της απόφασης επί της ανακοπής, εκείνος που συνέστησε το κεφάλαιο έχει υποχρέωση να λάβει τα προβλεπόμενα σε αυτές διορθωτικά μέτρα. Αν καθοριστεί ποσό υψηλότερο, υποχρεούται να συμπληρώσει το ποσό που κατατέθηκε, εφαρμόζοντας τη διαδικασία της παρ. 1 του άρθρου 235. Αν καθορισθεί ποσό μικρότερο από αυτό που προσδιορίσθηκε αρχικώς, τότε αποδίδεται σε εκείνον που συνέστησε το κεφάλαιο η διαφορά ή επιτρέπεται σε αυτόν να αντικαταστήσει την εγγυητική επιστολή με την ταυτόχρονη κατάθεση άλλης που ανταποκρίνεται σε ποσό με αυτό που καθορίσθηκε με την απόφαση του εισηγητή ή την απόφαση επί της ανακοπής.
Άρθρο 240
Αμφισβήτηση των ουσιαστικών προϋποθέσεων περιορισμού
1. Αν δανειστής αμφισβητεί τη συνδρομή των ουσιαστικών προϋποθέσεων περιορισμού της ευθύνης, λόγω έκπτωσης του οφειλέτη σύμφωνα με το άρθρο 4 της Διεθνούς Σύμβασης Περιορισμού, την παρ. 2 του άρθρου V της Διεθνούς Σύμβασης Ευθύνης για ρύπανση από πετρέλαιο και το άρθρο 231 του παρόντος, μπορεί να προβάλει τις αντιρρήσεις του με ανακοπή που ασκείται εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών από τη δημοσίευση της δήλωσης, απευθύνεται κατά του προσώπου που συνέστησε το κεφάλαιο περιορισμού και εκδικάζεται ενώπιον του πολυμελούς πρωτοδικείου με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Η παρ. 3 του άρθρου 245 εφαρμόζονται αναλόγως.
2. Η ανακοπή κοινοποιείται στον εκκαθαριστή.
3. Περισσότερες ανακοπές δικάζονται υποχρεωτικά στην ίδια δικάσιμο.
4. Η άσκηση της ανακοπής του παρόντος δεν εμποδίζει τη διαδικασία της εκκαθάρισης, ούτε τη συμμετοχή σε αυτήν του ανακόπτοντα.
5. Η τελεσίδικη αναγνώριση της συνδρομής των ουσιαστικών προϋποθέσεων περιορισμού της ευθύνης του οφειλέτη ισχύει έναντι πάντων. Το ίδιο ισχύει και για την τελεσίδικη αναγνώριση των προϋποθέσεων έκπτωσης. Σε κάθε περίπτωση, η αναγνώριση ενεργεί αναδρομικά.
Άρθρο 241
Αποτελέσματα
Η σύσταση του κεφαλαίου επιφέρει τα παρακάτω αποτελέσματα:
α) Απαγορεύεται η άσκηση ατομικών διωκτικών μέτρων σχετικά με περιορίσιμες απαιτήσεις σε άλλα περιουσιακά στοιχεία προσώπου από το οποίο, ή για λογαριασμό του οποίου, έχει συσταθεί το κεφάλαιο.
β) Δίκες που είναι εκκρεμείς και αφορούν στις ανωτέρω απαιτήσεις διακόπτονται.
γ) Απαγορεύεται κάθε πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης ή η λήψη ασφαλιστικών μέτρων για τις ανωτέρω απαιτήσεις.
δ) Ασφαλιστικά μέτρα που έχουν ήδη ληφθεί ανακαλούνται και οι σχετικές ασφάλειες αποδίδονται με απόφαση του δικαστηρίου που τα διέταξε, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις οικείες διεθνείς συμβάσεις.
ε) Αναγκαστικά μέτρα που έχουν ήδη επιβληθεί ανακαλούνται με διαταγή του εισηγητή, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις οικείες διεθνείς συμβάσεις.
στ) Οι παραπάνω απαιτήσεις παύουν να είναι τοκοφόρες.
ζ) Το κεφάλαιο αποτελεί χωριστή ομάδα περιουσίας και διατίθεται αποκλειστικά για την ικανοποίηση των απαιτήσεων για τις οποίες συστάθηκε.
η) Πτώχευση του οφειλέτη ή τρίτου που συνέστησε το κεφάλαιο δεν έχει επίδραση στη διαδικασία της εκκαθάρισης και το κεφάλαιο δεν περιλαμβάνεται στην πτωχευτική περιουσία.
Άρθρο 242
Χρόνος επέλευσης των αποτελεσμάτων
Τα αποτελέσματα του άρθρου 241 επέρχονται από τον χρόνο της δήλωσης.
Άρθρο 243
Διαδικασία αναγγελίας απαιτήσεων
1. Ο εκκαθαριστής καλεί χωρίς καθυστέρηση τους δανειστές περιορίσιμων απαιτήσεων να αναγγείλουν την απαίτησή τους μέσα σε προθεσμία όχι μεγαλύτερη των έξι (6) μηνών από την τελευταία δημοσίευση σχετικής πρόσκλησης στον ιστότοπο του πρωτοδικείου του Πειραιά και σε μία καθημερινή εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας. Η αναγγελία πρέπει να περιέχει τον διορισμό αντικλήτου. Ειδικά για τις αξιώσεις από θαλάσσια ρύπανση, η πρόσκληση δημοσιεύεται και σε μία τοπική εφημερίδα του τόπου όπου προκλήθηκαν κυρίως οι ζημίες και τοιχοκολλάται στο τοπικό δημοτικό κατάστημα.
2. Η αναγγελία γίνεται με δικόγραφο που κατατίθεται στον γραμματέα και συντάσσεται σχετική έκθεση. Ακριβές αντίγραφο εγχειρίζεται στον εκκαθαριστή μαζί με τα έγγραφα που αποδεικνύουν την απαίτηση.
3. Η αναγγελία περιέχει τα στοιχεία του άρθρου 216 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182). Αν κατά την ημερομηνία της αναγγελίας δεν είναι με ακρίβεια γνωστό το ύψος της απαίτησης, η αναγγελία μπορεί να προσδιορίζει κατά προσέγγιση το ύψος του ποσού μέχρι το οποίο μπορεί να φθάσει. Σε κάθε περίπτωση, ο οριστικός προσδιορισμός του ποσού μπορεί να γίνει το αργότερο εντός δέκα (10) ημερών από τη σχετική ειδοποίηση του εκκαθαριστή προς τον αναγγελθέντα.
4. Εκπρόθεσμη αναγγελία είναι δυνατή, εφόσον το επιτρέψει ο εισηγητής μετά από αίτηση που δικάζεται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και απευθύνεται προς τον εκκαθαριστή, και υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχει ολοκληρωθεί ο έλεγχος των απαιτήσεων και το εκπρόθεσμο οφείλεται σε άγνοια της πρόσκλησης ή σε άλλη αιτία που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του αιτούντα.
5. Η αναγγελία απαιτήσεων διακόπτει την παραγραφή.
Άρθρο 244
Έλεγχος των αναγγελθεισών απαιτήσεων
1. Ο έλεγχος των απαιτήσεων γίνεται από τον εκκαθαριστή, υπό την εποπτεία του εισηγητή και συντάσσεται έκθεση από τον γραμματέα. Ο εκκαθαριστής καλεί με οποιοδήποτε πρόσφορο τρόπο, έγγραφο ή ηλεκτρονικό, τους δανειστές που αναγγέλθηκαν και εκείνον που συνέστησε το κεφάλαιο, να παραστούν κατά τον έλεγχο των απαιτήσεων, γνωστοποιώντας συγχρόνως τα πρόσωπα των αναγγελθέντων και το ύψος των απαιτήσεών τους.
2. Ο έλεγχος των απαιτήσεων μπορεί να γίνει σε μία συνεδρίαση ή σε περισσότερες κατόπιν απόφασης του εισηγητή περί αναβολής και ορισμού νέου χρόνου συνέχισης του ελέγχου χωρίς νέα ειδοποίηση των ενδιαφερομένων μερών, τα οποία πάντως δικαιούνται να παρίστανται σε οποιαδήποτε συνεδρίαση και να προβάλλουν παρατηρήσεις για κάθε άλλη υπό έλεγχο απαίτηση.
3. Ο γραμματέας και ο εκκαθαριστής χορηγούν αντίγραφα της αναγγελίας και των αποδεικτικών εγγράφων, αντιστοίχως, σε οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον, με δαπάνη του τελευταίου.
4. Κατά τον έλεγχο των απαιτήσεων ο εκκαθαριστής δικαιούται αιτιολογημένα να ζητήσει πρόσθετα αποδεικτικά έγγραφα. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του δανειστή, ο εκκαθαριστής έχει το δικαίωμα να απορρίψει την απαίτηση ή μέρος αυτής.
5. Μετά το τέλος του ελέγχου ο εκκαθαριστής καταθέτει στον γραμματέα πίνακα των απαιτήσεων που έγιναν προσωρινά δεκτές, καθώς και εκείνων που απορρίφθηκαν, στον οποίο θεωρούνται ενσωματωμένες οι εκθέσεις της παρ. 1, και ειδοποιεί χωρίς καθυστέρηση με οποιοδήποτε πρόσφορο τρόπο, έγγραφο ή ηλεκτρονικό, τους δανειστές που αναγγέλθηκαν και εκείνον που συνέστησε το κεφάλαιο.
Άρθρο 245
Άσκηση ανακοπών
1. Μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κατάθεση του προσωρινού πίνακα, κάθε δανειστής που αναγγέλθηκε και εκείνος που συνέστησε το κεφάλαιο μπορούν να ασκήσουν ανακοπή κατά της απόφασης του εκκαθαριστή για την αποδοχή ή μη της απαίτησης του, καθώς και οποιασδήποτε άλλης απαίτησης τρίτου εφόσον έχει έννομο συμφέρον.
2. Η ανακοπή ασκείται με δικόγραφο που απευθύνεται κατά του εκκαθαριστή. Σε περίπτωση που η ανακοπή στρέφεται εναντίον της αποδοχής απαίτησης άλλου δανειστή, το δικόγραφο απευθύνεται και κατά του τρίτου.
3. Η ανακοπή ασκείται ενώπιον του πολυμελούς πρωτοδικείου, εφαρμοζομένων των διατάξεων της εκούσιας δικαιοδοσίας, πλην των άρθρων 763, 765 και 773 έως 775 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Η άσκηση τριτανακοπής δεν επιτρέπεται.
4. Κατά την κατάθεση των ανακοπών δεν ορίζεται δικάσιμος. Ο εκκαθαριστής υποχρεούται μετά τη λήξη της προθεσμίας της παρ. 1 να επισπεύσει τη συζήτηση των ανακοπών κατά την ίδια υποχρεωτικά δικάσιμο, καλώντας σε αυτή τους διαδίκους τριάντα (30) ημέρες νωρίτερα.
5. Παρέμβαση ασκείται με ποινή απαραδέκτου το αργότερο δέκα (10) ημέρες πριν από την ημερομηνία της συζήτησης των ανακοπών και προσδιορίζεται υποχρεωτικά για συζήτηση κατά την ίδια δικάσιμο.
6. Το δικαστήριο έχει δικαίωμα να διατάξει τη συνεκδίκαση ή τον χωρισμό των ανακοπών.
Άρθρο 246
Οριστικός πίνακας
1. Εάν δεν ασκηθεί εμπρόθεσμα ανακοπή κατά του προσωρινού πίνακα, αυτός καθίσταται οριστικός.
2. Μετά το αμετάκλητο των αποφάσεων επί των ανακοπών καταρτίζεται από τον εκκαθαριστή ο οριστικός πίνακας, που κατατίθεται στον γραμματέα και γνωστοποιείται στον εισηγητή. Κατά του πίνακα επιτρέπεται μόνο αίτηση διόρθωσης για λογιστικά λάθη που απευθύνεται κατά του εκκαθαριστή και ασκείται ενώπιον του εισηγητή κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και μέσα σε αποσβεστική προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την κατάθεση του πίνακα στον γραμματέα.
3. Όταν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία του δεύτερου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 245, αρχίζει η καταβολή σε κάθε δανειστή του ποσού για το οποίο κατατάχθηκε αυτός στον πίνακα διανομής.
4. Με την καταβολή σε κάθε δανειστή του ποσού που του ανήκει σύμφωνα με τον οριστικό πίνακα διανομής και των τυχόν συμπληρωματικών πινάκων, επέρχεται απόσβεση της αντίστοιχης αξίωσης.
5. Προσωρινές καταβολές στους δανειστές επιτρέπονται ακόμη και πριν κριθεί ο πίνακας οριστικός, εφόσον εγκρίνει τούτο ο εισηγητής, μετά από πρόταση του εκκαθαριστή. Ο εισηγητής δικαιούται να διατάξει την επανεισαγωγή προσωρινών καταβολών στο συσταθέν κεφάλαιο σε κάθε περίπτωση, εφαρμοζόμενης αναλογικά της παρ. 6.
6. Με αίτηση του εκκαθαριστή που εκδικάζεται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων ο εισηγητής δικαιούται να διατάξει επίσης τον προσωρινό αποχωρισμό από το κεφάλαιο ποσού για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας και αμοιβής του εκκαθαριστή, σε περίπτωση που το ποσό της περ. (δ) της παρ. 2 του άρθρου 236 αποδειχθεί ανεπαρκές.
7. Με αίτηση του εκκαθαριστή που εκδικάζεται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων ο εισηγητής μπορεί να διατάξει την ολική ή μερική επανεισαγωγή στο κεφάλαιο κάθε ποσού που αποχωρίσθηκε από αυτό για την εφαρμογή της παρ. 6 και δεν έχει ήδη διατεθεί.
Άρθρο 247
Διανομή κεφαλαίου
1. Οι καταβολές προς τους δανειστές και τον εκκαθαριστή γίνονται με ένταλμα στο πιστωτικό ίδρυμα όπου τηρούνται οι ειδικοί λογαριασμοί της παρ. 1 των άρθρου 237 και της περ. (δ) της παρ. 2 του άρθρου 236 αντίστοιχα ή στο πιστωτικό ίδρυμα ή στον αλληλασφαλιστικό οργανισμό που εξέδωσε την εγγυητική επιστολή, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 237. Το ένταλμα εκδίδεται από τον εκκαθαριστή και θεωρείται από τον εισηγητή.
2. Με το πρώτο ένταλμα ο εκκαθαριστής οφείλει να παραδώσει στο ανωτέρω πιστωτικό ίδρυμα ή αλληλασφαλιστικό οργανισμό βεβαίωση του γραμματέα, θεωρημένη από τον προϊστάμενο του πρωτοδικείου, από την οποία να προκύπτει η ταυτότητα του εκκαθαριστή και του εισηγητή του συγκεκριμένου κεφαλαίου κατά τον χρόνο έκδοσης του εντάλματος. Η βεβαίωση παραμένει στο πιστωτικό ίδρυμα και ισχύει μέχρι να παραδοθεί σε αυτήν από τον εκκαθαριστή νεότερη με διαφορετικό περιεχόμενο.
Άρθρο 248
Πέρας διαδικασίας περιορισμού
1. Η διαδικασία περιορισμού θεωρείται περατωθείσα με τη σύνταξη του πρακτικού της παρ. 3.
2. Ο εκκαθαριστής λογοδοτεί ενώπιον του εισηγητή, στο πρόσωπο που συνέστησε το κεφάλαιο και στους δανειστές, καλώντας τους με οποιοδήποτε πρόσφορο τρόπο, έγγραφο ή ηλεκτρονικό, μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από το τέλος της εκκαθάρισης.
3. Με τη λογοδοσία του εκκαθαριστή ο εισηγητής κηρύσσει την εκκαθάριση οριστικά τελειωμένη, καθορίζει το τυχόν υπόλοιπο της αμοιβής του εκκαθαριστή και, αφού μνημονευθούν όλα τα σχετικά στο οικείο πρακτικό, διατάσσει την επιστροφή του υπολοίπου μη διανεμηθέντος κεφαλαίου σε αυτόν που το συνέστησε. Σε περίπτωση σύστασης του κεφαλαίου με εγγυητική επιστολή πιστωτικού ιδρύματος, ο εισηγητής μεριμνά για την επιστροφή του πρωτοτύπου της εγγυητικής επιστολής.
Κεφάλαιο Γ’
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΔΙΚΑΣΗΣ ΔΙΕΘΝΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΑΠΟ ΡΥΠΑΝΣΗ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ
Άρθρο 249
Ικανότητα παράστασης και εκπροσώπησης του Διεθνούς Κεφαλαίου
1. Το Διεθνές Κεφάλαιο Αποζημίωσης Ζημιών Ρύπανσης από Πετρέλαιο του 1992 (Διεθνές Κεφάλαιο) αναγνωρίζεται στην Ελλάδα ως νομικό πρόσωπο, ικανό να αναλαμβάνει δικαιώματα και υποχρεώσεις και να παρίσταται στο δικαστήριο ως διάδικος με δικό του όνομα, για όλες τις έννομες σχέσεις και τις δίκες που προβλέπονται από τη Διεθνή Σύμβαση για την ίδρυση διεθνούς κεφαλαίου αποζημίωσης ζημιών ρύπανσης από πετρέλαιο, όπως κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του π.δ. 270/1995 (Α΄ 151) και εκάστοτε ισχύει στην Ελλάδα (Σύμβαση Διεθνούς Κεφαλαίου).
2. Το Διεθνές Κεφάλαιο εκπροσωπείται από τον Διευθυντή του άρθρου 29 της Σύμβασης Διεθνούς Κεφαλαίου.
3. Η παρ. 1 εφαρμόζεται και για το Διεθνές Κεφάλαιο για Επικίνδυνες και Επιβλαβείς Ουσίες που προβλέπεται στο τρίτο Κεφάλαιο της Διεθνούς Σύμβασης ευθύνης για επικίνδυνες και επιβλαβείς ουσίες.
Άρθρο 250
Αρμοδιότητα
1. Αρμόδιο δικαστήριο να δικάσει τις διαφορές που αναφέρονται στο άρθρο 7 της Σύμβασης Διεθνούς Κεφαλαίου είναι το πολυμελές πρωτοδικείο στην περιφέρεια του οποίου έλαβε χώρα το συμβάν που προκάλεσε τη ρύπανση κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών. Συντρέχουσα κατά τόπον αρμοδιότητα έχει το πολυμελές πρωτοδικείο Πειραιά.
2. Αρμόδιο να δικάσει τις διαφορές που αναφέρονται στα άρθρα 10 έως 13 της Σύμβασης Διεθνούς Κεφαλαίου είναι, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας περί αρμοδιότητας των δικαστηρίων, το πολυμελές ή μονομελές πρωτοδικείο Πειραιά, δικάζον κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, ανεξάρτητα από το εάν ο εναγόμενος έχει την κατοικία ή την έδρα του στην Ελλάδα.
Άρθρο 251
Αγωγή κατά του Διεθνούς Κεφαλαίου
1. Εάν έχει συσταθεί κεφάλαιο περιορισμού της ευθύνης για ζημίες από ρύπανση κατά το άρθρο 237, αγωγή κατά του Διεθνούς Κεφαλαίου σύμφωνα με το άρθρο 7 της Σύμβασης Διεθνούς Κεφαλαίου απορρίπτεται ως απαράδεκτη εάν δεν έχει υποβληθεί σχετική αναγγελία στον εκκαθαριστή σύμφωνα με το άρθρο 243.
2. Εάν ασκηθεί αναγγελία στον εκκαθαριστή, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της αγωγής κατά του Κεφαλαίου, σύμφωνα με το άρθρο 7 της Σύμβασης Διεθνούς Κεφαλαίου, αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης μέχρι τη σύνταξη του οριστικού πίνακα διανομής του άρθρου 246.
Για την παρ. 1 του άρθρου 233:
α) Είναι ορθό να περιληφθεί στο νέο Κώδικα διάταξη για το επιτόκιο με το οποίο τοκίζεται το ποσό του κεφαλαίου περιορισμού πριν τη σύστασή του, δεδομένου ότι η Δ.Σ. δεν προβλέπει σχετικά. Όμως, είναι εσφαλμένη η επιλογή του επιτοκίου EURIBOR, δηλαδή επιτοκίου ευρώ, ως βάσης καθορισμού. Ειδικότερα, ενώ η νομοπαρασκευαστική επιτροπή αντιλήφθηκε ορθώς το ζήτημα (ότι το ποσόν που φέρει τόκο στο χρονικό διάστημα μεταξύ του ζημιογόνου περιστατικού και της σύστασης του κεφαλαίου δεν είναι ποσότητα ευρώ αλλά ποσότητα ειδικών τραβηκτικών δικαιωμάτων (SDR) του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, αφού η μετατροπή του ποσού SDR στο εθνικό νόμισμα του συμβαλλόμενου Κράτους, εν προκειμένω σε ευρώ, γίνεται κατ’ άρθ. 8 της Δ.Σ. με την ισοτιμία της ημέρας σύστασης του κεφαλαίου ή της πληρωμής της αξίωσης ή της παροχής ασφάλειας), παρά ταύτα εσφαλμένα επέλεξε επιτόκιο ευρώ ως βάση για τον καθορισμό του επιτοκίου που φέρει η ποσότητα αυτή των SDR. Το δεδομένο που φαίνεται να ελήφθη υπόψη σαν δικαιοπολιτική στάθμιση, ότι δηλαδή το επιτόκιο του ΔΝΤ είναι σχεδόν μηδενικό, μπορεί να αντιμετωπισθεί με την θέσπιση προσαύξησης μεγαλύτερης από αυτή των τεσσάρων ποσοστιαίων μονάδων που προβλέπει το σχέδιο της διάταξης, λ.χ. πέντε ή επτά μονάδων, όπως ισχύει για το σύνηθες νόμιμο και εξ υπερημερίας επιτόκιο οφειλών σε ευρώ (κατά την ΠΥΣ 1/2000 σε συνδ. με το άρθ. 3 παρ. 2 Ν. 2842/2000). Το επιτόκιο βάσης, όμως, πρέπει να είναι επιτόκιο της νομισματικής μονάδας η οποία τοκίζεται (SDR) και όχι άλλης, διότι αλλιώς παράγεται αποτέλεσμα παράλογο από οικονομική άποψη. Κρίσιμο είναι να υπενθυμισθεί εδώ ότι το ύψος του επιτοκίου μιας νομισματικής μονάδας συνδέεται άμεσα με την ανατιμητική ή υποτιμητική τάση της μονάδας αυτής έναντι των λοιπών νομισμάτων (για την όλη συλλογιστική σε σχέση με τα επιτόκια νομίμου και εξ υπερημερίας τόκου, βλ. Γ. Καλλιμόπουλο, Το δίκαιο του χρήματος (1993), σελ. 367-368). Χαμηλό επιτόκιο σημαίνει ανατιμώμενο νόμισμα και υψηλό επιτόκιο σημαίνει υποτιμώμενο νόμισμα, αντίστοιχα. Το γεγονός ότι τα επιτόκια του ΔΝΤ για το SDR είναι, σήμερα, πολύ χαμηλά, χαμηλότερα εκείνων του ευρώ, αντανακλά τη (σχετική) «αδυναμία» του ευρώ έναντι του SDR, η οποία όμως αντανακλάται στην ανατιμώμενη ισοτιμία του SDR έναντι του ευρώ. Ειδικότερα, στην περίπτωση του περιορισμού ευθύνης κατά τη Δ.Σ. 1976/1996, ως έχει το σχέδιο νόμου, οι δανειστές θα επωφελούνται σε βάρος του οφειλέτη-πλοιοκτήτη από το επιτόκιο του ευρώ, που είναι υψηλότερο εκείνου του SDR λόγω της σχετικής «σταθερότητας» του τελευταίου σε σύγκριση με το ευρώ, ενώ ο διεθνής νομοθέτης έχει ήδη προστατέψει, και ορθώς, τους δανειστές (δια του άρθρου 8 παρ. 1 της Δ.Σ.) από τον συναλλαγματικό κίνδυνο υποτίμησης του εθνικού νομίσματος έναντι του SDR στο χρονικό διάστημα μεταξύ του περιστατικού και της σύστασης κεφαλαίου ή πληρωμής ή εγγυοδοσίας, και -κατά συνέπεια- αυτοί δεν χρήζουν αντιστάθμισης του συναλλαγματικού κινδύνου μέσω του υψηλότερου επιτοκίου του ευρώ. Αντιστοίχως, ο πλοιοκτήτης θα ζημιώνεται καταβάλλοντας υψηλότερο τόκο, ενώ είναι υποχρεωμένος να συστήσει κεφάλαιο ή να πληρώσει την αξίωση ή να παράσχει εγγυοδοσία με βάση ισοτιμία του ευρώ η οποία αναπληρώνει την τυχόν συναλλαγματική απώλεια των δανειστών. Εφαρμογή επιτοκίου ευρώ, ως επιτοκίου βάσης, θα δικαιολογείτο μόνο αν η Δ.Σ. όριζε μετατροπή του ποσού SDR σε εθνικό νόμισμα με την ισοτιμία της ημέρας του ζημιογόνου περιστατικού, περίπτωση κατά την οποία οι δανειστές-δικαιούχοι της αποζημίωσης και ο οφειλέτης θα ήσαν εκτεθειμένοι, αντιστοίχως, οι μεν στον κίνδυνο συναλλαγματικής υποτίμησης και ο δε στον κίνδυνο συναλλαγματικής ανατίμησης του εθνικού νομίσματος μεταξύ της ημέρας αυτής και της ημέρας σύστασης του κεφαλαίου, πραγματοποίησης της πληρωμής ή εγγυοδοσίας, και θα έπρεπε -πράγματι- να προστατευθούν αμφότεροι από τον κίνδυνο αυτό με την εφαρμογή του επιτοκίου του εθνικού νομίσματος (είτε υψηλότερου από αυτό του SDR εφόσον επρόκειτο περί εθνικού νομίσματος υποτιμωμένου σε σχέση με το SDR, είτε χαμηλότερου από αυτό του SDR εφόσον επρόκειτο περί εθνικού νομίσματος ανατιμωμένου σε σχέση με το SDR). Εξάλλου, το γεγονός ότι τα επιτόκια του ΔΝΤ για το SDR είναι μηδενικά δεν ισχύει διαχρονικά (στον ιστότοπο του ΔΝΤ είναι αναρτημένα τα πλήρη στοιχεία από τη δεκαετία του ’60 μέχρι σήμερα, από τα οποία προκύπτει ότι το επιτόκιο αυτό έχει ανέλθει και σε ποσοστά πολύ ανώτερα του 10%). Όπως προαναφέρθηκε, τούτο είναι συνάρτηση της «ισχύος» ή μη της μονάδας αυτής έναντι των λοιπών νομισμάτων, η οποία αντανακλάται αντιστοίχως στην υποτιμητική ή ανατιμητική τάση της έναντι αυτών. Χαμηλό επιτόκιο SDR σημαίνει ανατιμητική τάση της μονάδας αυτής, την οποία αποκερδαίνουν οι δανειστές μέσω της διάταξης του άρθ. 8 παρ. 1 της Δ.Σ., ενώ αντίστοιχα επί υποτίμησης του SDR οι δανειστές θα αντισταθμίσουν την απώλειά τους με την άνοδο του επιτοκίου του ΔΝΤ, η οποία επέρχεται αυτομάτως. Αυτή είναι και η ratio της Π.Υ.Σ. 36/1990 (ΦΕΚ Α΄ 44/26.3.1990), η οποία ορίζει το ύψος του νόμιμου και εξ υπερημερίας τόκου για οφειλές σε συνάλλαγμα που εκπληρώνονται στην Ελλάδα με αναφορά στο LIBOR 6 μηνών του συγκεκριμένου ξένου νομίσματος ή στο προεξοφλητικό ή το αντίστοιχο αυτού επιτόκιο (δηλ. το επιτόκιο δανεισμού) της Κεντρικής τράπεζας της χώρας στο νόμισμα της οποίας είναι εκφρασμένη η οφειλή, και όχι με αναφορά σε κάποιο επιτόκιο ευρώ (EURIBOR ή άλλο) ή στα τότε ισχύοντα επιτόκια δραχμής που όριζε η ΤτΕ. H ΠΥΣ 36/1990 οφείλει να αποτελέσει το πρότυπο για την προκείμενη διάταξη της παρ. 1 άρθ. 233 του νέου Κώδικα, δηλαδή ως επιτόκιο βάσης να ληφθεί επιτόκιο του ειδικού τραβηκτικού δικαιώματος, με όποια προσαύξηση κρίνει σκόπιμη δικαιοπολιτικά ο νομοθέτης του νέου ΚΙΝΔ. Προκειμένου για ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου δεν υπάρχει LIBOR στη διατραπεζική αγορά αλλά υπάρχει το αντίστοιχο του προεξοφλητικού επιτοκίου/επιτοκίου δανεισμού «ποσοστό επιβαρύνσεων» (Rate of Charge) που προβλέπεται στο εδ. 2 του άρθρου ΧΧ της Δεύτερης τροποποίησης των άρθρων της Συμφωνίας περί του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η οποία κυρώθηκε με τον Ν. 1086/1980 (ΦΕΚ Α΄ 256/1980). Αυτό καθορίζεται από το ΔΝΤ εβδομαδιαία και δημοσιεύεται στον ιστότοπο https://www.imf.org/external/np/fin/data/queryoutput.aspx?origin=imf-finances (όπου και πλήρη στοιχεία παρελθόντων ετών). Η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 233 ως έχει, δηλ. με επιτόκιο ευρώ (ΕURIBOR), παράγει αποτέλεσμα παράλογο από οικονομική άποψη, όπως εξηγήθηκε. Επιπλέον, η εφαρμογή εν προκειμένω του επιτοκίου ευρώ αντί του επιτοκίου του ειδικού τραβηκτικού δικαιώματος είναι ασύμβατη με τα παγίως δεκτά στη νομολογία ότι (ι) Η υποχρεωτική δραχμοποίηση (ήδη ευρωποίηση) του οφειλόμενου ξένου συναλλάγματος κατά τον χρόνο πληρωμής (όπως εν προκειμένω ορίζεται στο άρθ. 8 παρ. 1 της Δ.Σ.), δεν επιφέρει αναδρομικώς αλλοίωση της σε ξένο νόμισμα οφειλής (ΑΠ 253/2001 ΕΕμπΔ 2001. 482) και (ιι) ο τόκος, σαν παροχή ομοειδής με το κεφάλαιο, υπολογίζεται στο οφειλόμενο αλλοδαπό νόμισμα, ασχέτως του γεγονότος ότι εν τέλει καταβάλλεται σε δραχμές (ήδη ευρώ) ενόψει της αναγκαστικής κυκλοφορίας του εγχώριου νομίσματος, με βάση το ισότιμο του αλλοδαπού νομίσματος στον χρόνο και τον τόπο της πληρωμής (ΑΠ 1169/1997 Δνη 1999.348 και Νόμος 275508). Προτείνεται, επομένως, η αντικατάσταση των λ. «διατραπεζικό επιτόκιο δανεισμού σε ευρώ (EURIBOR)» από τις λ. «ποσοστό επιβαρύνσεων (Rate of Charge) του εδαφίου 2 του άρθρου ΧΧ της Δεύτερης τροποποίησης των άρθρων της Συμφωνίας περί του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η οποία κυρώθηκε με τον Ν. 1086/1980 (ΦΕΚ Α΄ 256/1980), όπως εκάστοτε ισχύει».
β) Δεδομένου ότι, όταν ο περιορισμός ευθύνης γίνεται χωρίς τη σύσταση κεφαλαίου, οι αξιώσεις των δανειστών εξακολουθούν να φέρουν τόκο μέχρι την πληρωμή τους και δεδομένου, περαιτέρω, ότι κατ’ άρθ. 8 παρ. 1 της Δ.Σ., η μετατροπή σε εθνικό νόμισμα του ποσού SDR στο οποίο περιορίζεται η ευθύνη γίνεται με την ισοτιμία της ημερομηνίας πληρωμής ή εγγυοδοσίας (όπως και στην περίπτωση της σύστασης κεφαλαίου), προτείνεται να προστεθούν, στο τέλος της παρ. 1 του νέου άρθρου 233 και οι περιπτώσεις αυτές, με την προσθήκη του ακόλουθου εδαφίου: «Το ίδιο ισχύει, σε περίπτωση που δεν συσταθεί κεφάλαιο, για την τοκοφορία των αξιώσεων μέχρι την πραγματοποίηση της πληρωμής ή την παροχή ασφάλειας ισοδύναμης με την πληρωμή αυτή.»
γ) Για λόγους ορολογικής συμβατότητας με τη μετάφραση του άρθ. 11 της Δ.Σ. προτείνεται η αντικατάσταση των λ. «επίδικου περιστατικού» με τις λ. «γεγονότος από το οποίο προκύπτει η ευθύνη».
Επί του άρθρου 251:
Η θέσπιση της υποχρέωσης προτέρας αναγγελίας ως προϋπόθεση του παραδεκτού της αγωγής κατά του Διεθνούς Κεφαλαίου -όπως και η παραδοχή ότι η δευτερογενής ευθύνη του Διεθνούς Κεφαλαίου γεννάται «μόνο αν δεν επιτευχθεί» μέσω της εξέλεγξης απαιτήσεων (κεφάλαιο περιορισμού) ή (αντίστοιχα) μέσω τελεσίδικης κρίσης επί της αγωγής κατά του πλοιοκτήτη, «η πλήρης και επαρκής αποζημίωση» (βλ. ΠΠΠ 2293/2022) – παρίσταται εξόχως προβληματική, όπως ήδη αναδείχθηκε από τις πρόσφατες αποφάσεις του Πρωτοδικείου Πειραιά επί της ρύπανσης του «ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ ΙΙ». Η ρύπανση έλαβε χώρα τον Σεπτέμβριο του 2017. Η πρωτόδικη απόφαση επί των ανακοπών κατά του πίνακα κατάταξης του κεφαλαίου περιορισμού εκδόθηκε μόλις στα τέλη του 2022 (ΠΠΠ 1891/2022), ήτοι πάνω από 5 έτη αργότερα. Το δε άρθρο 6 της Σύμβασης Κεφαλαίου (εδ. β’) προβλέπει πως «σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να εγερθεί αγωγή μετά παρέλευση έξι χρόνων από την ημερομηνία που έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός». Συνεπώς, η παραγραφή/προθεσμία του άρθρου 6 θα έχει μετά βεβαιότητας παρέλθει όταν θα εκδοθεί η τελεσίδικη (πολλώ δε μάλλον, η αμετάκλητη) κρίση επί των ανακοπών, εκ της οποίας θα προκύψει αν θα έχει «επιτευχθεί η πλήρης και επαρκής αποζημίωση» για εκάστη απαίτηση (ήτοι, η γέννηση ή μη της δευτερογενούς ευθύνης του Κεφαλαίου).
Συνεπώς, προκειμένου ο ζημιωθείς να μην απωλέσει τα δικαιώματά του έναντι του Κεφαλαίου θα πρέπει, αφενός να αναγγείλει την απαίτησή του και να συμμετάσχει σε άπαντες τους βαθμούς εκδίκασης των ανακοπών, αφετέρου, ταυτοχρόνως, να ασκήσει και την αγωγή κατά του Κεφαλαίου (ή, ελλείψει συστάσεως κεφαλαίου περιορισμού, να ασκήσει αγωγή, αφενός κατά του πλοιοκτήτη, αφετέρου κατά του Κεφαλαίου). Πέραν του γεγονότος ότι (1) κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής κατά του Κεφαλαίου, αυτή θα «ακροβατεί» στα όρια του άρθρου 69 παρ. 1 εδ. ε’ ΚΠολΔ, αφού θα είναι αγωγή «υπό αίρεση» (υπό την αίρεση της εν όλω ή εν μέρει απόρριψης της αναγγελθείσας απαίτησης/αγωγής ως προς τον πρωτογενώς ευθυνόμενο) και μη ληξιπρόθεσμη (ελέω της μη γέννησης της δευτερογενούς ευθύνης), αλλά και θα είναι και προδήλως αόριστη (αφού θα πρέπει πρώτα να αφαιρεθεί το ποσό της απαίτησης που θα καταστεί δυνατό να εισπραχθεί από τον πρωτογενώς ευθυνόμενο, ώστε να προσδιοριστεί το ύψος της ευθύνης του δευτερογενώς ευθυνόμενου), (2) σε κάθε περίπτωση, η συμμετοχή του ζημιωθέντος σε αμφότερες τις διαδικασίες συνεπάγεται αδικαιολόγητη οικονομική επιβάρυνση, την οποία η πλειοψηφία των ζημιωθέντων αδυνατεί να καλύψει. Και ακόμη και αν δύναται να την καλύψει, η αναμονή για την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της αγωγής κατά του Κεφαλαίου, μετά βεβαιότητας, θα ξεπερνά την δεκαετία, κατά τα αμέσως κατωτέρω αναφερόμενα.
Ειδικότερα, στην επιλογή αυτή (αναγγελία και άσκηση αγωγής κατά του Κεφαλαίου) κατέφυγαν μόνο οι οικονομικά ισχυροί διάδικοι (επιχειρήσεις απορρύπανσης), το δε Δικαστήριο ανέστειλε τη συζήτηση των αγωγών κατά του κεφαλαίου έως την αμετάκλητη κρίση επί των ανακοπών (ως προβλέπει και το προτεινόμενο άρθρο 251 παρ. 2).Δεδομένου ότι η απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου επί των ανακοπών εκδόθηκε μόλις στα τέλη του 2022, η τελεσίδικη κρίση επί των αγωγών του Κεφαλαίου αναμένεται να εκδοθεί περί τα τέλη της τρέχουσας δεκαετίας (και, μετά βεβαιότητας, πάνω από 10 έτη από το συμβάν).
Άπαντα τα παραπάνω, σαφώς, προσκρούουν και στον σκοπό του διεθνούς νομοθέτη για ταχεία εκκαθάριση των διαφορών και καταβολή των αποζημιώσεων.
Στην περίπτωση του «ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ ΙΙ» η συντριπτική πλειοψηφία των οικονομικά ασθενέστερων ζημιωθέντων αποφάσισε να μην προβεί σε αναγγελία (και να μη συμμετάσχει στην βεβαία διαδικασία των ανακοπών) διότι ήταν εξαρχής βέβαιο ότι το κεφάλαιο περιορισμού δεν θα καλύψει (αναλογικώς) ούτε το 1/20 των απαιτήσεών τους (συνεπώς, τούτο θα ήταν, πέρα από οικονομικά επιζήμιο, και αλυσιτελές). Εν ολίγοις, ήταν βεβαία η συνδρομή των όρων του άρθρου 4 παρ. 1 της Σύμβασης Κεφαλαίου. Για τούτο και άσκησαν αγωγές απευθείας κατά του Κεφαλαίου (το οποίο, άλλωστε, είχε ήδη ιδρύσει Γραφείο στον Πειραιά για την εξώδικη εξόφληση των απαιτήσεων) -άπασες εκ των οποίων έχουν απορριφθεί για τους παραπάνω λόγους (βλ. ΠΠΠ 2293/2022).
Εν συνόλω, εν προκειμένω: (α) δεν θα πρέπει, για το παραδεκτό της αγωγής κατά του Κεφαλαίου να έχει προηγηθεί αναγγελία (ούτε, φυσικά, άσκηση αγωγής κατά του πλοιοκτήτη) και (β) δεν θα πρέπει η γέννηση της δευτερογενούς ευθύνης του Κεφαλαίου να προϋποθέτει τελεσίδικη κρίση επί της ευθύνης του πλοίου. Η τελευταία (δηλαδή η συνδρομή ή μη των όρων του άρθρου 4 παρ. 1 της Σύμβασης Κεφαλαίου) θα πρέπει να είναι ζήτημα πραγματικό (αναγόμενο στην ουσιαστική βασιμότητα), που θα κρίνεται κατά περίπτωση.