1. Η εκναύλωση πλοίων αναψυχής κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος νόμου και η ανακριβής δήλωση του εισπραττόμενου ναύλου τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών.
2. α) Ανεξάρτητα από τις ποινικές κυρώσεις, για κάθε παράβαση των διατάξεων του παρόντος νόμου επιβάλλεται, με αιτιολογημένη απόφαση του προϊσταμένου της αρμόδιας Λιμενικής Αρχής, πρόστιμο από […] μέχρι και […].
Σε περίπτωση παράβασης καθ` υποτροπή, τα όρια του προστίμου διπλασιάζονται και σε περίπτωση επόμενης της καθ’ υποτροπήν παράβασης, ο Υπουργός Ναυτιλίας και Αιγαίου, μετά από πρόταση του προϊσταμένου της Λιμενικής Αρχής και εισήγηση της αρμόδιας Διεύθυνσης του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου, μπορεί να προβαίνει στη διαγραφή του επαγγελματικού πλοίου αναψυχής από το Μητρόω του άρθρου 6 του παρόντος.
β) Κατ’ εξαίρεση, στους παραβάτες των διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 7, του άρθρου 10 παρ. 1 περ. α και του άρθρου 11 επιβάλλεται από τον Υπουργό Ναυτιλίας και Αιγαίου, μετά από εισήγηση του προϊσταμένου της αρμόδιας λιμενικής αρχής, πρόστιμο από […] έως […].
Επίσης κατ’εξαίρεση, σε παράβαση της παραγράφου 7 του άρθρου 3, επιβάλλεται από τον Υπουργό Ναυτιλίας και Αιγαίου, μετά από εισήγηση του προϊσταμένου της αρμόδιας Λιμενικής Αρχής, στον πλοιοκτήτη καθώς και στον πλοίαρχο ή κυβερνήτη του πλοίου, πρόστιμο ίσο με την πενταπλάσια αξία του ναύλου για τον οποίο διαπιστώθηκε η παράβαση.
Στην περίπτωση παράβασης καθ’ υποτροπήν των διατάξεων του πρώτου και δεύτερου εδαφίου της παρούσας περίπτωσης, ο Υπουργός Ναυτιλίας και Αιγαίου, μετά από πρόταση του προϊσταμένου της Λιμενικής Αρχής και εισήγηση της αρμόδιας Διεύθυνσης του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου, μπορεί να προβαίνει σε διαγραφή του επαγγελματικού πλοίου αναψυχής από το Μητρώο του άρθρου 6 του παρόντος.
γ) Ως υποτροπή νοείται η τέλεση νέας παράβασης των διατάξεων του νόμου αυτού μέσα σε πέντε (5) έτη από την τέλεση της προηγούμενης.
3. Η διαδικασία επιβολής των παραπάνω διοικητικών κυρώσεων αρχίζει από τη σύνταξη βεβαίωσης της παράβασης από τη Λιμενική Αρχή που τη διαπίστωσε.
4. Πριν από την επιβολή του προστίμου οι παραβάτες καλούνται να εκθέσουν τις απόψεις τους μέσα σε προθεσμία που ορίζεται από την επίδοση της κλήσης και δεν μπορεί να είναι μικρότερη των πέντε (5) εργάσιμων ημερών από την επίδοση της κλήσης. Από την προθεσμία αυτή μπορούν εγγράφως να παραιτηθούν.
5. Από τη σύνταξη της παραπάνω βεβαίωσης και μέχρι την πληρωμή του προστίμου σε οποιαδήποτε Δ.Ο.Υ ή την απαλλαγή εκείνου κατά του οποίου βεβαιώθηκε η παράβαση, απαγορεύεται ο απόπλους του πλοίου αναψυχής, με εξαίρεση τον απόπλου του επαγγελματικού πλοίου αναψυχής. Η απαγόρευση απόπλου αίρεται αν κατατεθεί ισόποση προς το πρόστιμο που επιβλήθηκε εγγυητική επιστολή Τράπεζας που λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα. Ο απόπλους μπορεί επίσης να επιτραπεί, χωρίς την καταβολή του προστίμου ή την κατάθεση της εγγυητικής επιστολής τράπεζας, αν παρέχεται άλλη επαρκής ασφάλεια και είναι εκ των πραγμάτων ανέφικτη η άμεση προσκόμιση τραπεζικής εγγύησης.
6. Κατά των αποφάσεων επιβολής προστίμου που προβλέπονται στη παράγραφο 2 του άρθρου αυτού, επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων. Η προσφυγή δεν αναστέλλει την εκτέλεση.
7. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Ναυτιλίας και Αιγαίου μπορούν να αυξομειώνονται τα όρια των προστίμων που αναφέρονται στη παράγραφο 2 του άρθρου αυτού.
8. Το ύψος των προστίμων που επιβάλλονται σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού εξαρτάται ιδίως από τις συνθήκες τέλεσης της παράβασης, το βαθμό επανάληψης αυτής, τη βαρύτητά της, και τη βλάβη που προκλήθηκε στο κράτος ή τον τουρισμό ειδικότερα.
9. Οι παραβάτες των διατάξεων του άρθρου 9 παρόντος νόμου, ο έλεγχος εφαρμογής των οποίων ανατίθεται στις Λιμενικές Αρχές, τιμωρούνται με τις κυρώσεις του άρθρου 157 του Κώδικα Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του Ν.Δ. 187/1975 (Α’261), ανεξάρτητα από άλλες ποινικές ευθύνες.