1. Πριν από την έναρξη δρομολογίων εκάστης δρομολογιακής περιόδου επιβατηγού και οχηματαγωγού, επιβατηγού ή φορτηγού πλοίου, επιβατηγού υδροπτέρυγου και ταχύπλοου πλοίου οι πλοιοκτήτες υποχρεούνται να έχουν εξοφλήσει τις πάσης φύσης αποδοχές του πληρώματος του πλοίου και τις αναλογούσες εισφορές. Οι αρμόδιες Λιμενικές Αρχές, σε συνεργασία, όπου απαιτείται, με τις καθ` ύλην αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, πριν από την έναρξη δρομολογίων του πλοίου επαληθεύουν τη συμμόρφωση του πλοιοκτήτη με τις προαναφερόμενες υποχρεώσεις του.
2. Εάν Λιμενική Αρχή γίνει αποδέκτης καταγγελίας προδήλως βάσιμης ή πληροφορηθεί με οποιοδήποτε τρόπο ότι πλοιοκτήτης δε συμμορφώνεται με τη νομοθεσία για την καταβολή των πάσης φύσεως αποδοχών στο πλήρωμα καθώς και την προσήκουσα απόδοση των ανάλογων ασφαλιστικών εισφορών διερευνά το θέμα σε συνεργασία με τη Διεύθυνση Ναυτικής Εργασίας, τη Διεύθυνση Ελέγχου Διαχείρισης της Ασφάλειας Πλοίων και Λιμενικών Εγκαταστάσεων και τη Διεύθυνση Επιθεώρησης Πλοίων του Αρχηγείου Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής και χορηγεί προθεσμία (15) δεκαπέντε ημερών για την συμμόρφωση του πλοιοκτήτη, ανεξάρτητα από τη διαδικασία επιβολής των νομίμων κυρώσεων. Σε περιπτώσεις παρόδου απράκτου της προθεσμίας του προηγουμένου εδαφίου επιβάλλεται απαγόρευση απόπλου σύμφωνα με το άρθρο 42 ΚΔΝΔ, η οποία αίρεται μόνον εφόσον εξοφληθούν οι οφειλόμενες αποδοχές.
3. Ο Υπουργός Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής δύναται να απορρίψει αίτηση δρομολόγησης, που υποβάλλεται σύμφωνα με το Νόμο 2932/2001 (Α’ 145) ή τη σύναψη σύμβασης ή συμβάσεων ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας, μετά από σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου Ακτοπλοϊκών Συγκοινωνιών (Σ.Α.Σ), στην περίπτωση επιβολής σε βάρος του πλοίου απαγόρευσης απόπλου, σύμφωνα με την δεύτερη παράγραφο του παρόντος άρθρου, τουλάχιστον δυο (2) φορές μέσα σε χρονικό διάστημα τριών (3) ετών πριν από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της αίτησης ή την ημερομηνία σύναψης σύμβασης ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας.