Αρχική Σχέδιο της κύριας έκθεσης της Ολλανδικής εταιρίας HVA με αντικείμενο τη βελτίωση της διαχείρισης υδάτων, αγροτικών καλλιεργειών και αντιπλημμυρικής προστασίας στην Περιφέρεια ΘεσσαλίαςMASTER PLAN WATER MANAGEMENT IN THESSALY IN THE WAKE OF STORM DANIEL How to Address Thessaly’s Water-Related Agricultural ChallengesΣχόλιο του χρήστη Γούσιος Δημήτρης | 27 Μαρτίου 2024, 21:54
Βόλος 27-13-2024 Η ανάγνωση της έκθεσης-πρότασης των Ολλανδών για αναδιάρθρωση των καλλιεργειών της Θεσσαλίας, καταλήγει σε μια πρώτη διαπίστωση ότι πρόκειται για μια ορθολογική προσέγγιση της βιωσιμότητας μιας περιφερειακής γεωργίας. Η αξιολόγηση που επιχειρούν εστιάζει στην κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα αυτή η γεωργία έχοντας υποστεί για δεκαετίες, μετά την υιοθέτηση του εντατικού παραγωγικού προτύπου, βαθιές αναδιαρθρώσεις και βίαιες προσαρμογές με τις ίδιες μεθόδους που το επιχείρησε ο βορράς. Αυτή η προσπάθεια πέτυχε μεν υψηλή παραγωγικότητα όμως, σε βάρος των φυσικών πόρων και των δεσμών με τους διάφορους τόπους. Όμως, το ζήτημα που τίθεται σήμερα για τη διερεύνηση της προοπτικής αυτής της γεωργίας είναι να προσδιοριστούν οι δικές της δυνάμεις και δυνατότητες στο νέο αγρο-οικολογικό περιβάλλον που διαμορφώνεται διεθνώς. Σ’ αυτή τη βάση η προσέγγιση από το μέλλον έχει ενδιαφέρον γιατί μετατρέπει αυτή την κληρονομημένη θεσσαλική μεσογειακή γεωργία σε πόρο προς αξιοποίηση, αυτό που χθες ήταν μειονέκτημα σε πλεονέκτημα. Από αυτή την άποψη φαίνεται ότι η έκθεση δεν λαμβάνει υπόψη τη διαπίστωση ότι αυτή η γεωργία αποκτά πλέον μια δυναμική θέση στο χώρο και στην ανάπτυξη. Αναγνωρίζεται ο πολυλειτουργικός ρόλος της (κοινωνικός, παραγωγικός, περιβαλλοντικός, κτλ) και η συμβολή της τόσο στην παραγωγή ποιοτικών προϊόντων όσο και στη διατήρηση του πληθυσμού της υπαίθρου. Αυτή η εξέλιξη επιβάλλει τη συστημική προσέγγισή της γεωργίας, δηλαδή τη θεώρησή της ως ένα λειτουργικό και συνεκτικό σύστημα καλλιέργειας και παραγωγής στο χώρο. Μια τέτοια προσέγγιση, πριν αναζητήσει καλλιέργειες-μεσσίες θα πρέπει να διερευνήσει την ανθεκτικότητα αυτών των συστημάτων με βάση την αγρο-οικολογική μετάβαση που πλαισιώνει η ΚΑΠ, τους δεσμούς τους με τον τόπο και τέλος, τη συσσωρευμένη γνώση που διαθέτουν οι Θεσσαλοί αγρότες. Δυστυχώς, η έκθεση των Ολλανδών περιορίζει την αξιολόγηση της θεσσαλικής γεωργίας στο ζήτημα της κατανάλωσης νερού και προτείνει την εισαγωγή μεμονωμένων καλλιεργειών στο μεσογειακό εύθραυστο οικοσύστημα,. Δεν λαμβάνει υπόψη ούτε τις διαφοροποιήσεις των θεσσαλικών παραγωγικών συστημάτων κατά περιοχές στο εσωτερικό της Περιφέρειας ούτε τη δυνατότητά τους να αναπροσαρμόζονται εύκολα με βάση τις επιταγές των αγορών και των πολιτικών και μάλιστα κατά τόπους. Στην πραγματικότητα, προτείνεται αφενός, μείωση των αρδευόμενων παραδοσιακών καλλιεργειών και αντικατάστασή τους με ξηρικές καλλιέργειες αφετέρου, εισαγωγή νέων καλλιεργειών υψηλών εισοδηματικών αποδόσεων. Τέλος, η αντιμετώπιση με τιμωρητική διάθεση των γεωργών (σπατάλη νερού κτλ) δείχνει αν όχι αντιλήψεις ξεπερασμένες, σίγουρα κακή πληροφόρηση. Η ίδια η έκθεση εστιάζει στους δύο ισχυρούς πυλώνες του θεσσαλικού πρωτογενούς τομέα που είναι η φέτα ΠΟΠ και το βαμβάκι. Από τις προτάσεις προκύπτει ότι αυτή η προσέγγιση δεν απαντά στις δυνατότητες της θεσσαλικής γεωργίας, υποτιμά και υποβαθμίζει την ανθεκτικότητα των συστημάτων παραγωγής της. Μια πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση θα έπρεπε να λάβει υπόψη ότι: 1. η Θεσσαλία δεν είναι μια αλλά πολλές για γεωγραφικούς και ιστορικούς λόγους, γι’ αυτό τόσο η δομή όσο και οι ζώνες των παραγωγικών συστημάτων δεν είναι ίδιες. Γεωγραφικά χωρίζεται στην δυτική και ανατολική Θεσσαλία. Όμως η πραγματική αιτία αυτής της διαίρεσης είναι το υδρογραφικό δίκτυο. Όλα τα ποτάμια πηγάζουν από την Πίνδο, διασχίζουν τη δυτική Θεσσαλία τροφοδοτώντας τους υπόγειους υδροφορείς και μέσω του Πηνειού και των Τεμπών χύνονται στο Αιγαίο. Η ανατολική Θεσσαλία αξιοποιούσε μέρος των νερών του Πηνειού και της λίμνης Κάρλας. Από τη διαφορά αυτή προκύπτει μια γεωργία στα δυτικά με μικρές εκμεταλλεύσεις, νερό και πολυκαλλιέργεια και μια γεωργία ανατολικά, χωρίς νερό, με ισχυρότερη τάση συγκέντρωσης της γης. Οι λύσεις δεν μπορεί παρά να είναι διαφορετικές. 2. ο πρωτογενής τομέας της Θεσσαλίας απαντά σε ένα διπλό στρατηγικό στόχο. Αφενός, στην ένταξη καλλιεργητικών και παραγωγικών συστημάτων σε μια διαδικασία αγρο-οικολογικής μετάβασης την οποία υποστηρίζει η Ε.Ε. και η ΚΑΠ. Αφετέρου, στην εδαφική διάσταση της γεωργικής ανάπτυξης δηλαδή αγκύρωση με τον τόπο και διασφάλιση της ιδιοτυπίας των τελικών προϊόντων. Αυτό τον δεύτερο στόχο στηρίζουν ο 2ο πυλώνας της ΚΑΠ, η Περιφέρεια και οι τοπικές κοινωνίες (Καλλικρατικός Δήμος). Όμως, οι Ολλανδοί παραβλέπουν ότι η αύξηση της προστιθέμενης αξίας δεν εξαρτάται τόσο από τις καλλιέργειες όσο από την ικανότητα να επιδιωχθεί αυτή τοπικά. Αυτή η αδυναμία δεν βοηθά στην οικοδόμηση μιας ανταγωνιστικότητας βασισμένη στην ιδιοτυπία και στους δεσμούς με τον τόπο. Υπενθυμίζεται ότι η μέχρι σήμερα μονόδρομη επιδίωξη μιας ανταγωνιστικότητας με βάση τη μείωση του κόστους παραγωγής, εξάντλησε τα μεσογειακά οικοσυστήματα και τη γεωργική γη. 3. Σύστημα καλλιέργειας (η σοφία των Θεσσαλών αγροτών) Η εθνική έρευνα κάλυψε επαρκώς τα ζητήματα που συνδέονται με την ανθεκτικότητα των βασικών καλλιεργειών όπως το βαμβάκι και η παραγωγή ζωοτροφών με βάση την κατανάλωση νερού, την αμειψισπορά, τις πολιτικές κτλ. Ειδικότερα, οι έρευνες των εργαστηρίων του Θεσσαλικού αλλά και άλλων Πανεπιστημίων της χώρας έχουν καταλήξει σε αποτελέσματα που τεκμηριώνουν την προσαρμοστικότητα των υφιστάμενων παραγωγικών συστημάτων της Θεσσαλίας. Αυτά τα αποτελέσματα δεν αξιοποιήθηκαν για τη διαμόρφωση ολοκληρωμένης πρότασης προσαρμογής αυτών των συστημάτων στην αγρο-οικολογική μετάβαση λόγω έλλειψης υποστήριξης από την εθνική αγροτική πολιτική αλλά και από την Περιφέρεια. Σ’ αυτό το χωρικό και παραγωγικό πλαίσιο η έκθεση επιχειρεί την αξιολόγηση του θεσσαλικού αγροτικού παραγωγικού συστήματος εστιάζοντας κυρίως στο βαμβάκι και στη μηδική υπερεκτιμώντας την κατανάλωση νερού και υποτιμώντας τις αποδόσεις τους. Δεν λαμβάνονται ωστόσο υπόψη τα εξής: Βαμβάκι: η ζήτηση για το ελληνικό βαμβάκι εισέρχεται σε νέα φάση. Οι περιορισμοί εισαγωγών βαμβακιού από τις ανταγωνιστικές χώρες (Ινδία, Μπαγκλαντές, Καζακστάν) λόγω αθέμιτου ανταγωνισμού (παιδική εργασία, εκμετάλλευση γυναικών) αλλά και της ενεργειακής κρίσης, στρέφουν το βλέμμα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων προς την Ελλάδα την πιο κοντινή χώρα-παραγωγό. Παράλληλα, αυξάνονται σημαντικά η ζήτηση και η τιμή του βαμβακιού που παράγεται δια της αναγεννητικής γεωργίας ή/και ως βιολογικό. Τέλος, νέες τεχνολογίες και τεχνικές επιτρέπουν πλέον σημαντικές προόδους στη μείωση της κατανάλωσης νερού, λιπασμάτων και χημικών προϊόντων (άρδευση ακριβείας κτλ). Επομένως, ο στρατηγικός στόχος της Θεσσαλίας είναι πως θα διατηρήσει το βαμβάκι ως δυνητικά αξιοποιήσιμο πόρο στο άμεσο μέλλον εντάσσοντάς το ταυτόχρονα στην αγρο-οικολογική μετάβαση. Κτηνοτροφία : η Θεσσαλία κατανέμει την παραγωγή ζωοτροφών σε όλη την επιφάνειά της και τη μηδική εκεί που διαθέτει νερό (πχ Ελασσόνα, Τρίκαλα, Σοφάδες κτλ). Ωστόσο, η επανάσταση στην παραγωγή ζωοτροφών θα προκύψει από την εφαρμογή της αναγεννητικής γεωργίας αντικαθιστώντας μέρος της μηδικής με μίγματα νομευτικών φυτών από την κάλυψη του γυμνού εδάφους. Αυτό το σύστημα μπορεί να προσφέρει μεγάλες εκτάσεις χορτομάζας με τα απαραίτητα θρεπτικά στοιχεία που χρειάζεται η κτηνοτροφία εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα ευέλικτη επιλογή μεταξύ συλλογής (ενσίρωμα, ξηρό χόρτο) και βόσκησης. Η χρηματοδότηση από το ΠΑΑ για εξοπλισμό μπορεί να μειώσει κατά πολύ την ανάγκη εργατικών χεριών και το κόστος επιτρέποντας την εκ περιτροπής βόσκηση. Τέλος, η πρόταση για εισαγωγή ζωοτροφών είναι ανεδαφική και για ένα επιπλέον λόγο : ότι θα αυξήσει το κόστος μεταφοράς της μηδικής και το περιβαλλοντικό αποτύπωμα της κτηνοτροφίας. Η πρόταση των Ολλανδών για πλήρη αναδιάρθρωση του παραγωγικού συστήματος στο όνομα της εξοικονόμησης νερού δεν πείθει. Η χαρτογραφική απεικόνιση της εξέλιξης της κατανομής των καλλιεργειών μεταξύ 2011 και 2021 δείχνει ακριβώς, την ύπαρξη πολλών παραγωγικών συστημάτων (Χάσια, πεδινά Τρίκαλα-Καρδίτσας, Φαρκαδώνα, Φάρσαλα-Σοφάδες, Αλμυρός-Βελεστίνο, περιοχή Νότιας Λάρισας, Κάρλα, Τύρναβος, Ελασσόνα), και επίσης, ικανότητα προσαρμογής (έλλειψη νερού, αγορά). Φαίνεται ότι η έκθεση δεν εξέτασε αυτή την δυναμική της ικανότητας αναπροσαρμογής του παραγωγικού συστήματος ανά ζώνη. Η Θεσσαλία μπορεί να συνδυάσει την απαραίτητη μείωση νερού με την υιοθέτηση νέων τεχνικών (βλ στη συνέχεια) ανάλογα με την κατανομή των καλλιεργειών κατά ζώνες. Προς επίρρωση των παραπάνω, ένα πιλοτικό πρόγραμμα το οποίο εκπονείται στο συνεταιρισμό ΕΝΙΠΕΑΣ, στο επίκεντρο των πλημμυρισμένων χωριών των Φαρσάλων με την υποστήριξη ενός Θεσσαλικού κλάστερ της TERRA THESSALIA και ενός διεθνούς δικτύου φορέων και συνεργατών, δείχνει το δρόμο που θα πρέπει να ακολουθήσει το θεσσαλικό γεωργικό παραγωγικό σύστημα. Μέσα από 2 1/2 χρόνια εφαρμογής σε 400 στρέμματα και με τη συμμετοχή δεκάδων παραγωγών, προκύπτει η δυνατότητα προσαρμογής του παραγωγικού συστήματος με βάση ένα ευέλικτο συνδυασμό των υφιστάμενων καλλιεργειών. Ο συνδυασμός αυτός αφορά την αλληλουχία και την αναλογία των καλλιεργειών στο εσωτερικό του συστήματος και λειτουργεί με την υιοθέτηση της αναγεννητικής γεωργίας ως ρυθμιστή του παραγωγικού συστήματος. Αυτή η πρακτική συμβάλλει στη γονιμότητα του εδάφους, στην ρύθμιση της φυσικής λίπανσης και στη μείωση των αναγκών σε άρδευση. Προκύπτει μείωση της κατανάλωσης νερού (15%τα 2 πρώτα χρόνια με προοπτική τα επόμενα 2 χρόνια να αγγίξει το 20-25% και με την εφαρμογή της άρδευσης ακριβείας με στάγδην άρδευση να φθάσει το 40%). Το σύστημα αυτό, παράγοντας άφθονη χορτομάζα υποστηρίζει την αιγοπροβατοτροφία, ευνοεί το πέρασμα στη βιολογική γεωργία όπως και την ένταξη καλλιεργειών υψηλών αποδόσεων σε εισόδημα (βιομηχανική ντομάτα, πιπεριά, αρωματικά φυτά κτλ). Εκτιμάται ότι η αυτή η αναπροσαρμογή του συστήματος καλλιεργειών μπορεί με μικρές επενδύσεις, να προσφέρει μείωση του κόστους άνω των 40 ευρώ/στρ στα συστήματα με βαμβάκι, καθώς και όφελος επιπλέον 90 ευρώ/στρ αν αξιοποιηθεί η δυνατότητα κάλυψης την καλοκαιρινή περίοδο, μέρους της έκτασης χειμερινών καλλιεργειών. Το όφελος είναι πολύ πιο σημαντικό για τις γεωργο-κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις. Παράλληλα, κανείς δεν εμποδίζει τον γεωργό να εντάξει καλλιέργειες υψηλών εισοδηματικών αποδόσεων σε εκτάσεις ανάλογα με τις ανάγκες της αμειψισποράς, εργατικών χεριών κτλ. Τα πρώτα αποτελέσματα σηματοδοτούν το πέρασμα από την αναζήτηση καλλιεργειών-σωτήρων (μεμονωμένοι ερευνητές και εταιρείες) σε μια προσέγγιση συστημική δηλαδή οργάνωσης του συστήματος καλλιεργειών και αξιολόγησης της ανθεκτικότητάς τους σε διετή βάση. Το πρότυπο αυτό μπορεί να προσαρμοσθεί στις ανάγκες κάθε μεγέθους και παραγωγικού προσανατολισμού εκμετάλλευσης και συνεπώς, είναι μεταφέρσιμο σε άλλες αγροτικές περιοχές της Θεσσαλίας. Το πρότυπο είναι καινοτομικό γιατί συνδυάζει τη μείωση του κόστους με παράλληλη συμβολή στην αγρο-οικολογική μετάβαση, στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας μέσω της ποιότητας των προϊόντων και των βιώσιμων δεσμών με τους τόπους παραγωγής τα οποία εξασφαλίζουν διακριτότητα και αξία. Αυτό το πρότυπο έχει ανάγκη από τη λειτουργία μικρο-μεσαίων Συνεταιρισμών ως εργαλείο συντονισμού, υποστήριξης και συμπλήρωσης της λειτουργίας της οικογενειακής εκμετάλλευσης. Τι θα πρέπει να γίνει Σήμερα, τη δυνατότητα αναπροσαρμογής του πρωτογενούς τομέα εμποδίζει μια κεντρικά σχεδιασμένη πολιτική έναντι μιας γεωργίας που χρειάζεται να αναπτυχθεί με βάση περιφερειακές και τοπικές ιδιαιτερότητες, γραφειοκρατία κτλ. Μια σύγχρονη βιώσιμη και αναπτυξιακή αγροτική πολιτική δεν μπορεί να είναι κεντρική και ενιαία για δύο βασικούς λόγους: α) η μετατόπιση της ανταγωνιστικότητας προς τις εδαφικές ιδιαιτερότητες σημαίνει ότι η επιλογή καλλιεργειών ανήκει στις εδαφικές περιοχές και στις Περιφέρειες, β) η Θεσσαλία χωρίζεται σε γεωγραφικές και παραγωγικές ζώνες διαφορετικές και διακριτές μέχρι σήμερα, γ) τα υφιστάμενα παραγωγικά συστήματα φανερώνουν δύναμη προσαρμογής στη Θεσσαλική γεωγραφική ποικιλομορφία, αποτελούν πόρους προς αξιοποίηση. Μια ολοκληρωμένη πρόταση αναδιάρθρωσης θα έπρεπε να λάβει υπόψη το μεσογειακό περιβάλλον, τις νέες τάσεις για ποιότητα και αυθεντικότητα των αγαθών αλλά και τη δικτύωση με τους καταναλωτές, επίσης, τα ενδιαφέροντα των νέων, τις επιχειρηματικές αλλά και οικογενειακές στρατηγικές τους. Σ΄ αυτή τη διαδικασία μετάβασης, η συμβολή της Περιφέρειας είναι καθοριστική εφόσον ο ρόλος της Περιφέρειας είναι να στηρίζει διαδικασίες και όχι αποτελέσματα: την ένταξη του τελικού προϊόντος του πόρου στην αξιακή αλυσίδα, την διαμόρφωση συμβούλων με γνώση της Θεσσαλικής πραγματικότητας. Σ’ αυτή την προσπάθεια αναπροσαρμογής της Θεσσαλικής γεωργίας, η Περιφέρεια πρέπει να κινητοποιήσει όλο το δυναμικό της: τους μεταποιητές, τις βιοτεχνίες και οικοτεχνίες, τις μορφές κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας κτλ. Αυτή η ολιστική προσέγγιση είναι αναγκαία αν θέλουμε επιπλέον, να συνδέσουμε τη βιωσιμότητα του πρωτογενή τομέα με το στόχο της αναζωογόνησης της υπαίθρου. Γούσιος Δημήτρης τ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Ανάπτυξη και Χωροταξία Αγροτικού Χώρου