Αρχική Σχέδιο της κύριας έκθεσης της Ολλανδικής εταιρίας HVA με αντικείμενο τη βελτίωση της διαχείρισης υδάτων, αγροτικών καλλιεργειών και αντιπλημμυρικής προστασίας στην Περιφέρεια ΘεσσαλίαςMASTER PLAN WATER MANAGEMENT IN THESSALY IN THE WAKE OF STORM DANIEL How to Address Thessaly’s Water-Related Agricultural ChallengesΣχόλιο του χρήστη ΣΤΑΘΗΣ ΑΡΑΠΟΣΤΑΘΗΣ | 31 Μαρτίου 2024, 20:17
Οκτώ σημεία κριτικής αποτίμησης τoυ Master Plan για την Θεσσαλία. Το master plan που συνέγραψε η ολλανδική εταιρία HVA Ιnternational για την προσαρμογή της Θεσσαλίας στην κλιματική αλλαγή έχει απασχολήσει την κοινή γνώμη, όχι μονο στην Περιφέρεια αλλά πανελλαδικά. Το κείμενο, που έχει αναρτηθεί προς διαβούλευση στις ψηφιακές πλατφόρμες των σχετικών Υπουργείων, έχει προκύψει μετά από ανάθεση της κυβέρνησης, και παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, καθώς, αν εφαρμοστούν οι προτάσεις, αναμένεται να αλλάξει καθοριστικά το σκηνικό της αγροδιατροφής σε τοπικό και εθνικό επίπεδο. Σε μία προσπάθεια καλύτερης κατανόησης των κρίσιμων ζητημάτων που εξαρτώνται από τη σχετική μελέτη, προσφέρεται παρακάτω μία κωδικοποιημένη αποτίμηση των προτάσεων της oλλανδικής εταιρίας σχετικά με την αναδιάρθρωση της Θεσσαλίας. Το πλαίσιο προσέγγισης έχει να κάνει με μία συστηματική κατανόηση των μεταβάσεων μετασχηματισμού τεχνολογικών και παραγωγικών συστημάτων όπως τα μελετούμε στο ΕΚΠΑ. Συγκεκριμένα: 1. Διαδικαστικά δόθηκε στη δημοσιότητα μία πρόταση τεχνικά απαιτητική (με αρκετές τεχνικές ορολογίες για εξειδικευμένα ακροατήρια) και μεγάλη σε έκταση, ενώ τέθηκε προς διαβούλευση στα αγγλικά και για διάστημα μικρότερο του ενός μηνός. Αυτό δημιουργεί συνθήκες (γλωσσικού, τεχνικού) αποκλεισμού των κοινωνικών εταίρων, περιθωριοποίησης ενδιαφερόμενων κοινωνικών ομάδων, όπως οι αγρότες, και δύσκολα πείθει ως προς την διαφάνεια και τη δημοκρατικότητα της διαδικασίας. Η πρόταση θα μπορούσε να αποτελέσει έναυσμα και τη βάση για ουσιαστική διαβούλευση, συνδιαμόρφωση και χάραξη πολιτικών με τον αγροτικό κόσμο, εάν υπό την αιγίδα της Περιφέρεια εφαρμοζόταν ένα σχέδιο συνδιαμόρφωσης ανά τόπους/νομούς. Δηλαδή να «κατέβει» η πρόταση σε επίπεδο περιφερειακού διαλόγου, με τους συνεταιρισμούς, τις ενώσεις αγροτών και κτηνοτρόφων, τους τοπικούς δήμους και τις τοπικές κοινότητες, καθώς και οποιαδήποτε άλλο ενδιαφερόμενο μέρος. Η διαβούλευση θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί υπό την αιγίδα της Περιφέρειας, μέσα στον χρονικό ορίζοντα ενός τριμήνου, όπου τα στοιχεία της ανατροφοδότησης να θεωρηθούν στοιχεία συνδημιουργίας/συνδιαμόρφωσης με τα ενδιαφερόμενα μέρη. Σε αυτό το πλαίσιο θα υπήρχε η δυνατότητα για τα ενδιαφερόμενα μέρη – τους αγρότες, την Περιφέρεια, τους συνεταιρισμούς, τις εμπλεκόμενες εταιρίες αγροεφοδίων και σπόρων, τους ΤΟΕΒ και άλλους κοινωνικούς εταίρους- να διαπραγματευτούν και να αλλάξουν το περιεχόμενο αλλά και τις ίδιες τις προτάσεις, μέσα σε ένα ανοιχτό, συμπεριληπτικό και δημοκρατικό πλαίσιο διαβούλευσης. Η διαβούλευση θα πρέπει να είναι μία διαδικασία «πλουραλισμού» και «συμπερίληψης» και πρέπει να δηλωθεί εμφατικά ότι το σχέδιο ανασυγκρότησης, πρωτίστως, είναι μία διαδικασία που αφορά τον αγροτικό πληθυσμό, καθώς θα έχει άμεσες επιπτώσεις στον αγροτικό κόσμο, μέσα στο ευρύτερο κοινωνικο-πολιτικό-οικονομικό παραγωγικό μοντέλο. 2. Η πρόταση θέτει ένα πλάνο στον ορίζοντα έξι ετών για τον μετασχηματισμό των καλλιεργειών στην Θεσσαλία. Όσοι μελετούμε κοινωνικο-τεχνολογικούς μετασχηματισμούς γνωρίζουμε α. ότι καταστροφικά φαινομένα της κλίμακας του Daniel, δύναται να αποτελέσει «σημεία μετασχηματισμού» των (αγρο-διατροφικών) συστημάτων, β. οι μετασχηματισμοί έχουν διάρκεια και σχεδιάζονται σε βάθος χρόνου, γ. οι μετασχηματισμοί εκτός από τη διαμόρφωση νέων κατευθύνσεων, απαιτούν διαδικασίες απεμπλοκής από προηγούμενες αντιλήψεις, πρακτικές και τεχνολογίες, δ. η πολυπλοκότητα της αγροδιατροφικής αλυσίδας (παραγωγής - εφοδιασμού - κατανάλωσης) απαιτεί την μελέτη της πορείας και της διασύνδεσης των επιμέρους συστημάτων και μετασχηματισμών. Άρα ένας χρονικός ορίζοντας με πλάνο έξι έτη χωρίς αυστηρά προσδιορισμένα και συγκεκριμένα μέτρα που πραγματικά θα συνεισφέρουν και θα ωθήσουν την αναδιάρθρωση των καλλιεργειών, χωρίς να διαμορφωθούν ειδικές συνθήκες παραγωγής και αγοράς για τα νέα προϊόντα που θα ωριμάσουν, τόσο τον αγρότη όσο και τον καταναλωτή, καθώς και τους ενδιάμεσους της αγροδιατροφικής αλυσίδας, είναι μάλλον φιλόδοξο, αν όχι απατηλό/ουτοπικό. Πρέπει να γίνει άμεσα αντιληπτό και να ληφθεί σοβαρά υπόψη στην χάραξη πολιτικής, ότι ο σημερινός αγροτικός κόσμος , δεν χαρακτηρίζεται από στατικότατα και οπορτουνισμό, αλλά λειτουργεί με ορθολογικά κριτήρια, μέσα στο πλαίσιο της φιλελεύθερης οικονομίας (και του διεθνούς αγροτικού χρηματιστηρίου), όπου οι επιλογές του γίνονται με κριτήρια που αποκρυσταλλώνουν κοινωνικές και οικονομικές επιλογές, αλλά και αντικατοπτρίζουν τοπικά προβλήματα (διαθεσιμότητα νερού, σπόρων, πρώτων υλών, μηχανικού εξοπλισμού, γονιμότητα εδαφών). 3. Σύμφωνα με τα παραπάνω, οι διαδικασίες και η στρατηγική της μετάβασης αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Τέλος, ενώ το σχέδιο μιλά με όρους ”μεταβάσεων”, δεν δίνει καμία θεσμική και οργανωσιακή προσοχή στον ρόλο της Περιφέρειας, ούτε και στους τοπικούς επιμέρους φορείς (Δήμους, ΤΟΕΒ, γεωτεχνικά επιμελητήρια). Συγκεκριμένα -με αφορμή το ευρύτερο αίτημα για την ανασυγκρότηση της Θεσσαλίας, θα πρέπει να υπάρξει\ιδρυθεί μία θεσμική και οργανωσιακή δομή, ένα «Κέντρο Βιώσιμων Μεταβάσεων και Καινοτομίας» σε επίπεδο Περιφέρειας. Ουσιαστικά η δομή του Κέντρου αυτού, θα λειτουργεί: α. ως «ενορχηστρωτής» των ενδιαφερόμενων μερών της μετάβασης, β. θα αναλάβει τον συντονισμό και την οργάνωση των αναγκαίων εκπαιδευτικών διαδικασιών της μετάβασης, καθώς και των διαδικασιών διάχυσης της γνώσης, γ. θα εποπτεύει τη διαδικασία της μετάβασης, και θα πραγματοποιεί την απαραίτητη αναμόχλευση και κατεύθυνση (steering) της μετάβασης δ. θα αναλαμβάνει τις απαραίτητες διαδικασίες διαβούλευσης, αλλά και την συμπερίληψη των ενδιαφερόμενων μερών σε αυτή ε. θα λειτουργεί ως σύνδεσμος μεταξύ αγροτών, εταιριών, πανεπιστημιακών, ερευνητικών κέντρων και των καταναλωτών, στ. θα βοηθάει στην εξομάλυνση και επιτάχυνση των γραφειοκρατικών και νομικών διαδικασιών που απαιτούνται για την συμμετοχή των προϊόντων σε νέες αλυσίδες αξίας. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι στο V.5 στο κεφάλαιο “Social Challenges” (“Κοινωνικές προκλήσεις”) η πρόταση περιέχει πραγματικά χρήσιμες ιδέες και προτάσεις που θα πρέπει να αποτελέσουν ευκαιρίες για επένδυση, μέσα στα πλαίσια της ανασυγκρότησης α. σε εκπαίδευση, ενημέρωση και συστηματική κατάρτιση των αγροτών, β. στην εμπέδωση του συνεταιριστικού - επιχειρηματικού πνεύματος, γ. στην εμβάθυνση και διάχυση ενός πνεύματος ανοικτότητας και κουλτούρας συλλογικότητας όπως σημειώνεται στην πρόταση, γ. στη διασφάλιση της διαρκούς σύνδεσης της έρευνας με την παραγωγή, δ. στην επένδυση και ενδυνάμωση διαδικασιών διαμόρφωσης νέων αλυσίδων αξίας στην περίπτωση των θεσσαλικών προϊόντων. Ειδικότερα για το (γ) και το (δ) υπάρχει συζήτηση και προσπάθειες εδώ και πολλά χρόνια στην Θεσσαλία. Φαίνεται σαν η πρόταση της ολλανδικής εταιρίας (HVA) να αγνοεί τις προσπάθειες αυτές, να μην εντοπίζει και αναγνωρίζει τα προβλήματα που αντιμετώπισαν οι ιστορικοί πρωταγωνιστές, τόσο οι ερευνητές όσο και οι συνεταιρισμοί αλλά και οι ομάδες παραγωγών. Οι προτάσεις της HVA είναι γενικευτικές και θα μείνουν απλές ‘προτάσεις’ εάν δεν εξειδικευτούν, δεν προωθηθούν και δεν στεγαστούν υπό την οργανωσιακή δομή ενός «Κέντρου Βιώσιμων Μεταβάσεων και Καινοτομίας». Επίσης πρέπει να επισημάνουμε ότι η ολλανδική συμβουλευτική εταιρία στην πρόταση της κάνει αναφορά σε “κουλτούρα ανοικτότητας”. Όμως μάλλον δεν έχει γίνει αντιληπτό ότι η κουλτούρα ανοικτότητας υπάρχει ήδη στους αγρότες της περιοχής της Θεσσαλίας. Ο λόγος ήταν ότι η ανυπαρξία πολιτικής κατεύθυνσης τους άφηνε έκθετους στα πλαίσια ανοικτών αγορών. Σε αυτό το πλαίσιο, οι ίδιοι οι αγρότες και με δική τους πρωτοβουλία οδηγήθηκαν στον διαμοιρασμό της πληροφορίας, μεταξύ των συνεταιριστικών σχημάτων, ανοίγοντας εναλλακτικούς δρόμους με προσωπικό και οικονομικό κόστος, αλλά προς όφελος του συνόλου.. Είναι κρίσιμο να κατανοήσουμε ότι οι αγρότες ήταν διπλά εκτεθειμένοι, λόγω της αλλαγής της κουλτούρας των γεωπόνων στην Ελλάδα. Διότι οι επαγγελματίες γεωπόνοι τις τελευταίες δεκαετίες λειτουργούν κυρίως ως εκπρόσωποι εταιριών και δευτερευόντως ως σύμβουλοι επιστήμονες, κοντά στα τοπικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι αγρότες και οι αγρότισσες. Οι αγρότες/τισσες εμπειρικά γνωρίζουν ότι μόνο διαμοιράζοντας τις εμπειρίες τους μπορούν να επιβιώσουν και να προχωρήσουν στις επαγγελματικές τους δραστηριότητες. Τα νέα μικρά ή μεγάλα συνεταιριστικά σχήματα, αποτελούν σημαντικό παράδειγμα ότι ο αγροτικός κόσμος της Θεσσαλίας έχει αναπτύξει δυνατότητες και ικανότητες μετασχηματισμού πολύ πιο προωθημένες από ό,τι παρουσιάζει η πρόταση των Ολλανδών αλλά και αποδέχεται το Ελληνικό κράτος και η σημερινή κυβέρνηση. Η έκθεση βέβαια δικαίως τονίζει ότι τα συνεταιριστικά σχήματα χρειάζονται περισσότερη βοήθεια και υποστήριξη από την πλευρά της Πολιτείας καθώς και από τους ίδιους τους αγρότες παραγωγούς. 4. Παρατηρούμε ότι το πλάνο, όπως αυτό παρουσιάζεται από την ολλανδική εταιρία, ενσωματώνει μία προκατάληψη για την Ανατολική Θεσσαλία. Ενώ κατανοεί τα προβλήματα της Ανατολικής Θεσσαλίας, τα προβάλει - τα γενικεύει, ως προβλήματα όλης της Θεσσαλίας και προτείνει λύσεις γενικευτικά χωρίς εξειδίκευση ανά τόπους περιοχές. Η χωρική διάσταση είναι κρίσιμη ώστε να τονιστούν α. τα ειδικά χαρακτηριστικά κάθε περιοχής: i. Τα εδαφολογικά και υδρογεωλογικά χαρακτηριστικά, ii. Τα Γεωγραφικά, iii. Τα Παραγωγικά, iv. Τα Κοινωνικά. Άρα μεθοδολογικά η ανάλυση της Ολλανδικής εταιρίας είναι ευάλωτη σε κριτική, γιατί δεν έχει κατανοήσει την πολυπλοκότητα και την πολυμορφία της Θεσσαλίας και του παραγωγικού της δυναμικού στην αγροδιατροφή. Πιο συγκεκριμένα: I) τονίζεται το πρόβλημα της έλλειψης και της ποιότητας των νερών, χωρίς να γίνεται σαφές σε ποιες περιοχές αναφέρεται το σχέδιο. Για παράδειγμα, στην περιοχή της Καρδίτσας και στις περιοχές αρμοδιότητας του ΤΟΕΒ Ταυρωπού, υπήρξαν άλλου τύπου ζητήματα, που σχετίζονταν με τη διαχείριση του νερού (και την ανάληψη της διαχείρισης της λίμνης Πλαστήρα) και του δικτύου του, αλλά δεν αφορούσαν την έλλειψη του νερού για την περιοχή της Καρδίτσας. Το έλλειμα του νερού στην περιοχή του Ταυρωπού, για μεγάλο χρονικό διάστημα στο παρελθόν, δεν αποτελούσε ζήτημα επάρκειας, αλλά ήταν έλλειμα ορθολογικής και δίκαιης διαχείρισης στην πρόσβαση αυτού, που μόνο μέσα από την αλλαγή διοίκησης, οργάνωσης και τεχνολογικού μετασχηματισμού του δικτύου κατάφερε η (νέα) διοίκηση του ΤΟΕΒ να διασφαλίσει το απαραίτητο νερό και την πρόσβαση σε αυτό, για όλα τα μέλη του (και όχι μόνο γι’ αυτά). Η ύπαρξη νερού και η διάθεσή του μέσω κατάκλισης, για δεκαετίες έχει διαμορφώσει συγκεκριμένες πρακτικές, ‘συνήθειες’ άρδευσης, αλλά και έχει συσσωρεύσει μεγάλη τεχνογνωσία σε συγκεκριμένα προϊόντα, όπως το βαμβάκι. Αντίθετα στην περιοχή του νομού Λαρίσης και πιο συγκεκριμένα στην περιοχή από την Χάλκη μέχρι το Αρμένιο υπάρχει έλλειμα νερού και μεγάλη επιβάρυνση των σχετικών υδροφόρων οριζόντων (με βάση το περιβαλλοντικό όριο). Στις συγκεκριμένες περιοχές, έχει παρατηρηθεί τις τελευταίες δύο δεκαετίες, ότι οι αγρότες με δική τους βούληση και με συνεταιριστικό πνεύμα και χωρίς καμία βοήθεια, πραγματοποίησαν αναδιάρθρωση των καλλιεργειών τους. Μέλη των συνεταιρισμών του ΘΕΣγη και του Κιλελέρ είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα του φαινομένου αυτού. Ουσιαστικά τα μέλη των συνεταιρισμών αυτών, επένδυσαν σε νέες καλλιέργειες, πειραματίστηκαν, έμαθαν νέες καλλιέργειες και προσαρμόστηκαν διαμορφώνοντας «αυθόρμητες» ζώνες καλλιέργειας και παραγωγής με βάση την τοπική τους γνώση και εμπειρία για την γονιμότητα του εδάφους, αλλά και τις ανάγκες τους για νερό. Αυτά τα πραγματικά τοπικά παραδείγματα όπως οι ‘αυτοσχέδιες’ ζώνες πειραματισμού νέων καλλιεργειών, καθώς και ένα πλήθος διαφορετικών καινοτομικών παραδειγμάτων, χάθηκαν ή δεν αναγνωρίστηκαν στην πρόταση της Ολλανδικής εταιρίας, γιατί μεθοδολογικά η πρόταση αντιμετωπίζει την περιφέρεια της Θεσσαλίας ως κάτι ενιαίο και ομοιογενή. Στο επίπεδο συγκρότησης ενός Master Plan, θα έπρεπε να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του η ανάλυση της χωρικής ιδιομορφίας με την παράλληλη συγκρότηση προτάσεων για ζώνες παραγωγής που θα γίνουν α. στη βάση των εδαφολογικών και γεωμορφολογικών χαρακτηριστικών των τοπικών περιοχών β. στη βάση των τεχνολογικών υποδομών και επενδύνσεων που έχουνγίνει και γ. στην γνώση (τεχνογνωσία) που έχει αναπτυχθεί και ενυπάρχει σε κάθε περιοχή. Για παράδειγμα στην περιοχή της Λάρισας, λόγω ανεπάρκειας νερού, υπάρχει πλέον γνώση σε καλλιέργειες όπως η ρίγανη και το ρεβίθι πέρα από την παραδοσιακή ξερική καλλιέργεια του σιταριού. Μπορεί να διαμορφωθούν διαδικασίες οργανωμένης διάχυσης της γνώσης από τους αγρότες για τους αγρότες. Επιπλέον είναι κρίσιμο να σημειώσουμε ότι δεν δίνεται η πρέπουσα έμφαση σε περιοχές όπως το Πήλιο και η Νοτιοδυτική Μαγνησία με ειδικά χαρακτηριστικά σε σχέση με την ελαιοπαραγωγή, τις δενδρώδεις καλλιέργειες, τα φαρμακευτικά φυτά, και την παραγωγή μελιού. 5. Η έκθεση προτείνει αναδιάρθρωση καλλιεργειών από το βαμβάκι και την μηδική προς καλλιέργειες οπωροκηπευτικών. Όπως σημειώθηκε παραπάνω δεν έχει κατανοηθεί από μέρους των εκπροσώπων της εταιρίας, το φαινόμενο της «αυθόρμητης» αναδιάρθρωσης που ήδη πραγματοποιείται σε συγκεκριμένες περιοχές. Επίσης δεν τίθεται το ζήτημα της ποιότητας του βαμβακιού και καθώς και των κτηνοτροφικών φυτών όπως η μηδική. Σχετικά με το βαμβάκι πρέπει να σημειωθεί ότι εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής η ποιοτική παραγωγή βαμβακιού δείχνει να μετατοπίζεται σε βορειότερα σημεία της χώρας. Αυτό σημειώνεται ως παρατήρηση προς την εταιρία, που υποστηρίζει το αίτημα για απεμπλοκή από την καλλιέργεια βαμβακιού, όσο και τους παραγωγικούς φορείς. Οι παραγωγικοί φορείς πρέπει να έχουν λόγο στην αναδιάρθρωση. Θα μπορούσαν να υποστηρίξουν και να πιέσουν προς την κατεύθυνση της παραμονής του βαμβακιού σε συγκεκριμένες ζώνες, αλλά με συγκεκριμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Μεγάλη προσοχή πρέπει να δοθεί στη διασφάλιση της ποιότητας και της οικονομικής ενίσχυσης (και άλλων κινήτρων) της ποιοτικής παραγωγής. Ο παραγωγός πρέπει να πληρώνεται την ποιότητα κάτι που δεν γινόταν τα προηγούμενα χρόνια, σύμφωνα με μαρτυρίες βαμβακοκαλλιεργητών. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να συμφωνηθούν εξαρχής τα πρότυπα ποιότητας για την Θεσσαλία, μέσα από μία ανοικτή διαδικασία όπου οι αγρότες πραγματικά θα ανταμείβονται για την παράδοση ποιοτικού προϊόντος. Θεσμοί διασφάλισης της διαδικασίας μπορεί να είναι το Εθνικό Κέντρο Ποιοτικού Ελέγχου, Ταξινόμησης & Τυποποίησης Βάμβακος στην Καρδίτσα και η Περιφέρεια μέσω του προταθέντος «Κέντρου Βιώσιμων Μεταβάσεων και Καινοτομίας» (βλέπε παραπάνω). Ουσιαστικά η πρόταση αναδιάρθρωσης της Θεσσαλίας θα μπορούσε να αποτελέσει μία ευκαιρία για στροφή στην ποιότητα και για παραγωγή σε συγκεκριμένες ζώνες όπου θα πρέπει να συμφωνούνται με επιστημονικά και κοινωνικά κριτήρια, αντί να προτείνει την εκτόπιση του βαμβακιού. Επίσης στα πλαίσια της ποιοτικής στροφής είναι κρίσιμο να σημειωθεί ότι δεν γίνεται καμία αναφορά στην ανάδειξη της αναγκαιότητας της τοπικής σποροπαραγωγής καθώς και των τοπικά σχεδιαζόμενων και αναπτυσσόμενων ποικιλιών, των τοπικών ποικιλιών, των παραδοσιακών ποικιλιών, των ποικιλιών που προσαρμόζονται από ερευνητές σε τοπικές εταιρίες και τοπικά επιστημονικά κέντρα έρευνας. 6. Η έκθεση εμπεριέχει σαφή πρόταση για τον Αχελώο. Υπάρχει κάτι πολύ θετικό στην πρόταση της Ολλανδικής εταιρίας. Η ‘εκτροπή’ (αν ευσταθεί σήμερα ο όρος, μιας και έχει ανανοηματοδοτηθεί τα προηγούμενα χρόνια) δεν υποστηρίζεται για να συνεχιστεί το ίδιο μοντέλο παραγωγής και χρήσης. Αυτό είναι θετικό γιατί διαμορφώνει τις συνθήκες επανανοηματοδότησης α. του έργου, β. της σημασίας του, γ. της κλίμακάς του δ. της χρήσης του. Είναι θετικό ότι το έργο, μαζί με τα συνοδά έργα, υποστηρίζεται ως απαραίτητο για τον εμπλουτισμό του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα, καθώς και για την αναδιάρθρωση των καλλιεργειών που επί της αρχής τονίζουν ότι πρέπει να γίνει με στόχο την εξοικονόμηση ενέργειας και ύδατος. Η τοποθέτηση του έργου ως τέτοιου είναι μία θετική εξέλιξη τόσο στο να υπάρξουν πολιτικές υλοποίησης και ολοκλήρωσης του έργου, όσο και στη βοήθεια της κατανόησης από τους τοπικούς εταίρους – φορείς, αγρότες, διαχειριστές, συνεταιρισμούς- ότι δεν είναι ένα έργο για να διασφαλιστεί η αφθονία νερού αλλά να διασφαλιστεί η περιβαλλοντική ακεραιότητα του κάμπου και να βοηθηθούν νέες καλλιέργειες. Βέβαια μεθοδολογικά και πάλι η έκθεση με την πρόταση για αναδιάρθρωση μακριά από το βαμβάκι και προς άλλες καλλιέργειες εξίσου υδροβόρες δημιουργεί αρκετά ερωτηματικά. 7. Στην έκθεση δεν υπάρχει αναφορά και έμφαση στην βιολογική καλλιέργεια. Στα πλαίσια της αναδιάρθρωσης της Θεσσαλίας καθώς και των Ευρωπαϊκών πολιτικών η βιολογική καλλιέργεια θα έπρεπε να αποτελεί μέρος της έρευνας και τη ανάλυσης για τη διεξαγωγή προτάσεων και συμπερασμάτων. Θα έπρεπε να συνδεθεί με το αίτημα για νέες αλυσίδες αξίας των προϊόντων της Θεσσαλίας, που αναφέρει η έκθεση, αλλά ο τρόπος οριοθέτησης είναι απολύτως γενικευτικός και ασαφής. Επίσης στα πλαίσια προτάσεων της αναδιάρθρωσης της παραγωγικής βάσης θα μπορούσε να τονιστεί η ανάγκη ζωνών βιολογικής καλλιέργειας που θα εξασφαλίζουν την αξιόπιστη εφαρμογή του συστήματος καλλιέργειας, ώστε να δομηθεί ένα ισχυρό μήνυμα καλών πρακτικών βιολογικής γεωργίας σε μεγάλη κλίμακα που θα μπορούσε να συνδεθεί και να ταυτιστεί με το brand name των προϊόντων της Θεσσαλίας. 8. Στο πλαίσιο της ανασυγκρότησης προτείνεται η ανάγκη διαφορετικής οργάνωσης της διαχείρισης νερού στην Θεσσαλία. Αυτή η πρόταση φαίνεται να έχει τη συναίνεση των κοινωνικών φορέων και εταίρων. Βέβαια η πρόταση κατανοεί το πρόβλημα της διαχείρισης νερού ως αποκλειστικά οργανωσιακό, χωρίς να κατανοεί ότι το νερό, ή ακριβέστερα η διαχείριση του νερού, οντολογικά ως κοινό αγαθό, συγκροτεί γύρω του δίκτυα γνώσης, υποδομές, κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις και αφηγήματα για το μέλλον και το παρόν. Ενώ είναι πράγματι κρίσιμο να διασφαλιστεί η οργανωσιακή ομοιογένεια της ισότιμης διαχείρισης του νερού, θα πρέπει να είναι απολύτως σαφές ότι στην όποια πρόταση για έναν νέο φορέα δεν θα πρέπει να χαθεί η υπάρχουσα γνώση και τεχνογνωσία που συγκροτήθηκε από τους κατά τόπους ΤΟΕΒ. Πρέπει να σημειώσουμε ότι στον τόμο II για την Οργάνωση της Διαχείρισης του Νερού (Water Management Organization) και συγκεκριμένα στις σελ.151-152 η έκθεση σημειώνει ότι δεν πρέπει να ανοίξει η ψαλίδα και η απόσταση μεταξύ του τελικού χρήστη του νερού που είναι ο αγρότης και της διαχειριστικής αρχής. Αυτή η διαπίστωση είναι κρίσιμη και θα είναι κρίσιμη για τους αγρότες παραγωγούς και την αποτελεσματικότερη άρδευση των χωραφιών τους. Δεν πρέπει να χαθεί η επένδυση που έχει γίνει σε καλές πρακτικές και αρχές στην ισότιμη πρόσβαση στην παροχή νερού που υπάρχουν – έστω και σε ένα μικρό αριθμό λειτουργικών ΤΟΕΒ. Επίσης δεν θα πρέπει να χαθεί η δυναμική και η ευελιξία που έχουν αναπτύξει συγκεκριμένοι ΤΟΕΒ, όπως αυτός του Ταυρωπού, να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των παραγωγών, καθώς και στις προκλήσεις που βάζουν φυσικά φαινόμενα και καταστροφές μεγάλης κλίμακας. Δεν θα πρέπει να χαθεί η αμεσότητα και η ευελιξία που έχει αναπτυχθεί μεταξύ των διοικήσεων των περισσότερων (λειτουργικών) ΤΟΕΒ και των μελών τους, στην αντιμετώπιση των τοπικών προβλημάτων, για την αντικατάσταση του ηλεκτρολογικού εξοπλισμού των συστημάτων άρδευσης, είτε για την αντικατάστασή τους σε περιπτώσεις φθοράς ή κλοπής ή μη αναμενόμενης απόδοσης. Θα πρέπει να αναζητηθεί ο τρόπος ώστε να ενισχυθεί η οργανωσιακή, χρηματοπιστωτική και επιστημονική στελέχωση των φορέων ή του φορέα διαχείρισης του νερού, με τρόπο που να ενισχύει τις προσπάθειες αρκετών ΤΟΕΒ που βρίσκονται στο στάδιο υπογειοποίησης των επιφανειακών καναλιών άρδευσης, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η αποδοτικότερη διαχείριση του νερού, με τις λιγότερες δυνατές απώλειες. Τελειώνοντας θα θέλαμε να τονίσουμε ότι είναι κρίσιμο να ενσωματωθούν οι οπτικές και η απόψεις των αγροτών παραγωγών καθώς και των τοπικών εταιρικών δικτύων μεταποίησης, παραγωγής σπόρων και νέων ποικιλιών, και της διάθεσης αγροεφοδίων. Η έκθεση πρέπει να γίνει βάση διαλόγου για τον μετασχηματισμό της αγροδιατροφής στην Θεσσαλία. Στάθης Αραποστάθης, Αναπληρωτής Καθηγητής ΕΚΠΑ, Επιστημονικός Υπεύθυνος του Ερευνητικού Προγράμματος Go-JuST (www.go-just.com) Γιάννης Φωτόπουλος, Μεταδιδάκτορας Ερευνητής ΕΚΠΑ, Μέλος της Ερευνητικής Ομάδας του Προγράμματος Go-JuST Σωτήρης Αλεξάκης, Μεταδιδάκτορας Ερευνητής ΕΚΠΑ, Μέλος της Ερευνητικής ομάδας του προγράμματος Go-JuST Βάσω Καραντζάβελου, Υποψήφια Διδακτόρισσα ΕΚΠΑ, Μέλος της Ερευνητικής ομάδας του προγράμματος Go-JuST Δημήτρης Λαγουβάρδος, Υποψήφιος Διδάκτορας ΕΚΠΑ, Μέλος της Ερευνητικής ομάδας του προγράμματος Go-JuST