1. Κάθε Αρχή Επιβολής, εφόσον διαπιστώσει παράβαση σύμφωνα με το άρθρο 3, μπορεί με απόφασή της, σωρευτικά ή διαζευκτικά:
α) να απευθύνει συστάσεις σε περίπτωση παράβασης·
β) να υποχρεώσει στην παύση της παράβασης και στην παράλειψη αυτής στο μέλλον·
γ) να επιβάλει ως μέτρα συμπεριφοράς τη λήψη μέτρων προς συμμόρφωση με το άρθρο 3,
δ) να επιβάλει στους αγοραστές που υπέπεσαν στην παράβαση πρόστιμο που μπορεί να φτάνει μέχρι ποσοστό τρία τοις εκατό (3%) του συνολικού κύκλου εργασιών τους κατά το οικονομικό έτος που προηγείται της σχετικής απόφασης·
ε) να απειλήσει πρόστιμο κατά την περ. δ) σε περίπτωση συνέχισης ή επανάληψης της παράβασης·
στ) να επιβάλει το επαπειλούμενο πρόστιμο όταν με απόφασή της βεβαιώνεται η συνέχιση ή επανάληψη της παράβασης.
2. Εφόσον συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της περ. δ) της παρ. 1 για αγοραστές με κύκλο εργασιών άνω των 50.000.000 ευρώ, το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων ή ο εποπτευόμενος από τον Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων οργανισμός στον οποίο ο Υπουργός έχει αναθέσει την άσκηση των αρμοδιοτήτων του Υπουργείου με βάση τον παρόντα νόμο, εφόσον επιληφθεί της υποθέσεως ζητά, πριν την έκδοση αποφάσεώς του, τη γνώμη του Γενικού Γραμματέα Εμπορίου και Προστασίας του Καταναλωτή του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων για την εξεταζόμενη υπόθεση. Η γνώμη του Γενικού Γραμματέα Εμπορίου δεν είναι δεσμευτική. Ο Γενικός Γραμματέας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων οφείλει να απαντήσει αιτιολογημένα στο Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων ή στον εποπτευόμενο από τον Υπουργό οργανισμό στον οποίο έχει ανατεθεί η άσκηση αρμοδιοτήτων με βάση τον παρόντα νόμο, εντός τριάντα (30) ημερών από την παραλαβή του αιτήματος, άλλως η Αρχή Επιβολής προχωρεί στην εξέταση της υποθέσεως χωρίς την γνώμη του.
3. Η Αρχή Επιβολής, εφόσον διαπιστώσει παράβαση σύμφωνα με το άρθρο 4, μπορεί με απόφασή της, σωρευτικά ή διαζευκτικά:
α) να απευθύνει συστάσεις σε περίπτωση παράβασης·
β) να υποχρεώσει στην παύση της παράβασης και στην παράλειψη αυτής στο μέλλον·
γ) να επιβάλει ως μέτρα συμπεριφοράς τη λήψη μέτρων προς συμμόρφωση με το άρθρο 3.
4. Κατά την εφαρμογή των παρ. 1 και 2, η Αρχή Επιβολής επιλέγει το μέτρο ή τα μέτρα που κρίνονται ως πρόσφορα και αναλογικά, λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παράβασης, τις εκτιμώμενες επιπτώσεις της παράβασης στον ανταγωνισμό και τον επιδιωκόμενο αποτρεπτικό χαρακτήρα του μέτρου. Για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου που προβλέπεται στην περ. δ΄ της παρ. 1, λαμβάνονται υπόψη η βαρύτητα, ο βαθμός υπαιτιότητας, οι συνέπειες από την παράβαση σε βάρος του προμηθευτή, η γεωγραφική έκταση τέλεσης της παράβασης, το περιουσιακό όφελος που αποκόμισε ή σκόπευε να αποκομίσει ο παραβάτης και η υποτροπή του παραβάτη.
Το πρόστιμο μέχρι 3% επί του συνολικού κύκλου εργασιών είναι δυσανάλογα υψηλό, προτείνουμε την αντικατάστασή του με ποσοστό που δεν θα υπερβαίνει το 3% του συνολικού κύκλου εργασιών του συγκεκριμένου προμηθευτή της κατηγορίας προϊόντων που αφορά η παράβαση.
Προτείνουμε το ποσοστό 3% να αφορά τον κύκλο εργασιών του συγκεκριμένου προμηθευτή στον οποίο αφορά η παράβαση.
Το πρόστιμο έως και 3% επί του συνολικού κύκλου εργασιών αποτελεί προφανώς λάθος αποτίμηση, διότι είναι παράλογο, άδικο και ανυπόστατο. Δεν νομίζω πως θα θέλατε να ωθήσετε τις μεσαίες επιχειρήσεις να «σπάσουν», ούτε τις αλυσίδες S/M να εκκινήσουν διαδικασίες «κάθε κατάστημα και μία εταιρία».
Το προβλεπόμενο πρόστιμο του άρθρου 8 πρέπει να μην είναι εξοντωτικό αλλά σε λογικά επίπεδα
Το πρόστιμο μέχρι 3% επί του συνολικού κύκλου εργασιών είναι δυσανάλογα υψηλό, προτείνουμε την αντικατάστασή του με ποσοστό μέχρι 1% του συνολικού κύκλου εργασιών της κατηγορίας προϊόντων που αφορά η παράβαση.
Το πρόστιμο μέχρι 3% επί του συνολικού κύκλου εργασιών είναι δυσανάλογα υψηλό. Προτείνουμε την αντικατάστασή του με ποσοστό μέχρι 3% του συνολικού κύκλου εργασιών της κατηγορίας προϊόντων που αφορά η παράβαση.
Παρ. 3 περίπτωση (γ) αναγράφεται: συμμόρφωση με το άρθρο 3.
Το ορθό είναι με το άρθρο 4.
Το παρόν νομοσχέδιο δίνει τη δυνατότητα επιβολής στους αγοραστές πρόστιμο ανερχόμενο μέχρι ποσοστού 3% επί του συνολικού κύκλου εργασιών κατά το οικονομικό έτος που προηγείται της σχετικής απόφασης.
Ο κλάδος του λιανεμπορίου τροφίμων στην Ελλάδα την τελευταία δεκαετία καταγράφει καθαρό περιθώριο κερδοφορίας προ φόρων κάτω του 1%. Συγκεκριμένα 0,96% για το 2019.
Είναι εμφανές ότι η επιβολή ενός τόσο υψηλού και μη κλιμακωτού προστίμου που αντιστοιχεί στην κερδοφορία 3 ή 4 οικονομικών χρήσεων είναι εξοντωτικό.
Είναι δε παράλογο να υπολογίζεται επί του συνολικού τζίρου, ο οποίος σε μεγάλο ποσοστό αφορά προϊόντα μη τρόφιμα (π.χ. ακόμα και ρούχα).
Προτείνουμε την αντικατάστασή του με ποσοστό μέχρι 1% του συνολικού κύκλου εργασιών και μόνο της κατηγορίας προϊόντων που αφορά η παράβαση.
Άρθρο 8 παρ. 1 περ. δ:Σε περίπτωση παράβασης, ως βάση υπολογισμού του προστίμου εύλογο είναι να χρησιμοποιηθεί ο συνολικός κύκλος εργασιών της κατηγορίας των προϊόντων που αφορά η παράβαση και όχι ο συνολικός κύκλος εργασιών του αγοραστή.
Περ.1 δ. Δίδεται η εξουσία στην Επιτροπή Ανταγωνισμού να επιβάλει στους αγοραστές πρόστιμο ανερχόμενο μέχρι ποσοστού 3% επί του συνολικού κύκλου εργασιών κατά το οικονομικό έτος που προηγείται της σχετικής απόφασης. Αφ’ ενός προτείνεται η κλιμάκωση του ποσοστού, από το ένα τοις εκατό (1%) έως το τρία τοις εκατό (3%), ανάλογα με τη βαρύτητα και τη γεωγραφική έκταση της παράβασης. Περαιτέρω, κατ’ εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, θα πρέπει να εξειδικευθεί και να οριστεί ότι το ποσοστιαίο ως άνω κριτήριο θα εφαρμόζεται μόνον επί του κύκλου εργασιών του αγοραστή στη σχετική αγορά γεωργικών προϊόντων και τροφίμων και όχι επί του συνολικού κύκλου εργασιών, κριτήριο το οποίο ούτως ή άλλως χρησιμοποιείται στο νομοσχέδιο στο άρθρο 5 περ. 2.