MASTER PLAN WATER MANAGEMENT IN THESSALY IN THE WAKE OF STORM DANIEL How to Address Thessaly’s Water-Related Agricultural Challenges

Μεταφορτώστε τα αρχεία στους κατωτέρω συνδέσμους (στην ελληνική γλώσσα):

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΤΟΜΟΣ Α΄ : ΥΠΟΔΟΜΕΣ ΑΝΤΙΠΛΗΜΜΥΡΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

ΤΟΜΟΣ Β’ : ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΥΔΑΤΩΝ

ΤΟΜΟΣ Γ΄ : ΕΓΚΑΙΡΗ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΡΙΣΗΣ

ΤΟΜΟΣ Δ΄ : ΓΕΩΡΓΙΑ & ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ

ΤΟΜΟΣ Ε ́: ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ

ΤΟΜΟΣ ΣΤ΄ : ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΔΡΑΣΗΣ ΚΑΙ
ΧΡΟΝΟΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ

Συνοπτική περίληψη του σχεδίου στην ελληνική γλώσσα

Στους κατωτέρω συνδέσμους τα κείμενα είναι διαθέσιμα και στην αγγλική γλώσσα:

 HVA Master Plan Executive Summary

 HVA Master Plan Introduction

 HVA Masterplan Water Management – Thessaly – Master Version DRAFT 1st delivery vol 1

  HVA Masterplan Water Management – Thessaly – Master Version DRAFT 1st delivery vol 2

 HVA Masterplan Water Management – Thessaly – Master Version DRAFT 1st delivery vol 3

HVA Master Plan vol 4

 HVA Master Plan vol 5

 HVA Masterplan Water Management – Thessaly – Master Version DRAFT 1st delivery vol 6

 HVA Master Plan Appendices

  • Σχόλια τη Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Βάμβακος σχετικά με το Master Plan της Ολλανδικής εταιρίας με επίκεντρο το κεφάλαιο 4 που αφορά τη Γεωργία και την Κτηνοτροφία με ειδική αναφορά στις προτάσεις για την αναδιάρθρωση των καλλιεργειών στην περιοχή της Θεσσαλίας όπου στοχοποιείται το βαμβάκι του οποίου η καλλιέργεια προτείνεται να αντικατασταθεί με οπωροκηπευτικά λαχανικά και δενδροκομία επειδή είναι υδροβόρο και οδηγεί στην ερημοποίηση της περιοχής.

    Εισαγωγικά θα θέλαμε να αναφέρουμε τα παρακάτω:

    1. Η πρόταση για την παραγωγή οπορωκηπευτικών, λαχανικών, ντομάτας και δενδροκομίας ποτέ δεν ήταν κάτι που αποκλειόταν από τις επιλογές των παραγωγών και ήδη πολλά στρέμματα του Θεσσαλικού κάμπου καλλιεργούνται με δέντρα όπως αμυγδαλιές, ροδιές, καστανιές, με όσπρια, με ντομάτα υδροπονικής καλλιέργειας, με ρίγανη.
    2. Η αγορά συνήθως αποφασίζει από μόνη της τί να παράγει με περιβαλλοντικούς και οικονομικούς όρους ο κάθε αγρότης, αξιολογώντας τιμές, τρόπο διάθεσης, υποδομές, εξοπλισμό κ.α.
    3. Αυτό που δεν είναι ούτε αποδεκτό, αλλά ούτε και κατανοητό είναι γιατί τα παραπάνω προτείνονται σε αντικατάσταση της καλλιέργειας του βαμβακιού. Προφανώς όχι επειδή οι εν λόγω δραστηριότητες έχουν λιγότερες απαιτήσεις σε νερό.

    Το βαμβάκι αποτελεί ένα αγροτικό προϊόν, πρώτη ύλη βιομηχανιών, στην αλυσίδα παραγωγής κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων και αποτελεί τη σημαντικότερη φυσική υφάνσιμη ίνα παγκοσμίως. Ο βαμβακόσπορος, κύριο υποπροϊόν του βάμβακος αποτελεί ζωοτροφή μεγάλης διατροφικής αξίας ενώ το λάδι που παράγεται από αυτόν χρησιμοποιείται ευρέως ως βρώσιμο στη βιομηχανία της διατροφής. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι χρήσεις του βάμβακος είναι πολλαπλές χωρίς να μένει τίποτα που να μην χρησιμοποιείται από το φυτό, ακόμη και το στέλεχος του φυτού χρησιμοποιείται ως καύσιμη ύλη για την παραγωγή ενέργειας. Είναι απόλυτο συμβατό με τις αρχές της κυκλικής οικονομίας, και εντέλει, είναι απολύτως βιοδιασπώμενο, παράγεται από τα στοιχεία της φύσης και επιστρέφει στο τέλος του κύκλου ζωής του σε αυτήν.
    Να σημειωθεί ότι είναι μια καλλιέργεια με μεγάλη παράδοση για τη χώρα και την περιοχή της Θεσσαλίας, με άριστες επιδόσεις για την εθνική μας οικονομία αλλά και την οικονομία των καλλιεργητών που το παράγουν.

    Η χώρα μας παράγει το 80% της Ευρωπαϊκής παραγωγής (η περιοχή της Θεσσαλίας κατέχει το 35% της Ελληνικής παραγωγής) ενώ το προϊόν λόγου της υψηλής του ποιότητας και του φιλοπεριβαλλοντικού τρόπου που παράγεται χαίρει μεγάλης αναγνωσιμότητας από τις αγορές του εξωτερικού. Ο κλάδος είναι κατ’ εξοχήν εξαγωγικός με την Ελλάδα να συγκαταλέγεται έβδομη ανάμεσα στους μεγαλύτερους εξαγωγείς Παγκοσμίως με τον κλάδο να συνεισφέρει στο ΑΕΠ της χώρας κύκλο εργασιών που πλησιάζει το 1 δις ευρώ και το προϊόν να συγκαταλέγεται σταθερά ανάμεσα στα 10 πιο εξαγώγιμα Ελληνικά προϊόντα. Με το προϊόν ασχολούνται 45.000 αγρότες/καλλιεργητές και άλλοι περίπου 100.000 απασχολούμενοι στο εμπόριο, τη μεταποίηση, τις γεωργικές συμβουλές τις μεταφορές.

    Όσον αφορά τη Θεσσαλία να σημειωθεί ότι το προϊόν διαχρονικά έχει αντέξει στον ανταγωνισμό μεταξύ των καλλιεργειών και έχει ισορροπήσει στο οικοσύστημα (περιβαλλοντικό και οικονομικό) της περιοχής ενώ η έκταση του αυξάνεται ή μειώνεται με βάση τις επικρατούσες συνθήκες της αγοράς, του κόστους παραγωγής και των περιορισμών που θέτουν οι Ευρωπαϊκοί κανονισμοί για την άσκηση της Γεωργίας στην ΕΕ.

    Ναι, βεβαίως, το βαμβάκι για να παραχθεί χρειάζεται και νερό μεταξύ των άλλων εισροών, όπως συμβαίνει όμως και στις άλλες καλλιέργειες. Σε αρδευόμενες εκτάσεις μπορεί και βελτιστοποιεί το δυναμικό του και βελτιώνει την παραγωγικότητα των καλλιεργητών. Η γη όταν είναι αρδευόμενη αποκτά μεγαλύτερη αξία και δύναται να αξιοποιηθεί πολλαπλώς. Αυτό που όμως δεν αναφέρει πουθενά η πρόταση των Ολλανδών μελετητών είναι πως το βαμβάκι, συγκρινόμενο με τις άλλες αρδευόμενες καλλιέργειες – στο πλαίσιο εξαγωγής χρήσιμων αποτελεσμάτων – είναι το λιγότερο υδροβόρο.

    Αυτό αναδεικνύεται και αποδεικνύεται στη μελέτη που έχει εκπονήσει το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών το οποίο συγκρίνει τις απαιτήσεις σε νερό μεταξύ των επικρατέστερων αρδευόμενων καλλιεργειών της ελληνικής επικράτειας.

    Το βαμβάκι είναι ιδιαίτερα σκληροτράχηλο φυτό, ανθεκτικό στην ξηρασία, εύκολο στη διαχείριση, ανταποκρινόμενο στις καλλιεργητικές μεταχειρίσεις και είναι μια εξαιρετική επιλογή για δύσκολους τύπους εδαφών, ακόμη και με υφάλμυρη σύσταση όπως συμβαίνει στις περιοχές της Ροδόπης.

    Επίσης, σε άλλη σχετική μελέτη του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, αναφορικά με τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στις επικρατούσες στη χώρα μας καλλιέργειες, προκύπτει και αποδεικνύεται πως το βαμβάκι είναι από τις καλλιέργειες που ευνοείται λόγω της αύξησης των θερμοημερών που η αλλαγή του κλίματος επιφέρει, και οι οποίες επιτρέπουν την καλλιέργεια ποικιλιών μεγαλύτερου βιολογικού κύκλου, μεγαλύτερης αποδοτικότητας ή της επέκτασής του και σε άλλες βορειότερες περιοχές με οριακές κλιματολογικές συνθήκες.

    Η γνώμη των ειδικών της εν λόγω μελέτης σε θέματα που αφορούν τη σωστή διαχείριση των υδάτων είναι ευπρόσδεκτη και την επιζητούμε αλλά θα πρέπει να τονίσουμε ότι είναι υπεραπλουστευμένη η προσέγγιση αυτών σε θέματα που αφορούν την επιλογή καλλιεργειών στα πλαίσια άσκησης μιας βιώσιμης και αειφόρου γεωργίας. Η χώρα διαθέτει ικανό επιστημονικό δυναμικό με βαθιά γνώση των ειδικών συνθηκών που επικρατούν στην περιοχή ώστε να αποφανθούν για τέτοιου είδους ζητήματα που αφορούν τη στρατηγική και βιώσιμη ανάπτυξη του τόπου.

    Κατά την άποψή μας, η συζήτηση θα πρέπει να επικεντρωθεί στις προτάσεις για δημιουργία έργων υποδομής για τη σωστή διαχείριση του διαθέσιμου πόρου των ομβρίων υδάτων, στην υιοθέτηση πρακτικών άρδευσης που να εξοικονομούν και να διαχειρίζονται με φειδώ τους υδάτινους πόρους, όπως η στάγδην άρδευση και κυρίως στην εκπαίδευση των παραγωγών για την υιοθέτηση των νέων καλλιεργητικών τεχνικών ευφυούς γεωργίας, που οδηγεί στον περιορισμό χρήσης του νερού με τεχνικές ελέγχου και κοστολόγησης αυτού.

    Άλλωστε, προς την κατεύθυνση της εκπαίδευσης των βαμβακοκαλλιεργητών κινείται διαχρονικά ολόκληρος ο κλάδος με πρωτοβουλίες που συντονίζονται από τη Διεπαγγελματική Οργάνωση Βάμβακος, μέσω προγραμμάτων στις νέες καλλιεργητικές τεχνικές, εξοικονόμησης πόρων, προστασίας του περιβάλλοντος, σε μία ολιστική προσέγγιση. Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και η στρατηγική στροφή του κλάδου προς την άσκηση της καλλιέργειας σύμφωνα με τους κανόνες και τα πρότυπα της «Ολοκληρωμένης Διαχείρισης» του Εθνικού συστήματος ποιότητας Agro 2, μιας μεθόδου άσκησης της γεωργίας φιλική προς το περιβάλλον η οποία διασφαλίζει την ορθολογική χρήση των διαφόρων καλλιεργητικών εισροών (άρδευση, λίπανση, διαχείριση φυτοπροστασίας), την περιορισμένη χρήση χημικών σκευασμάτων και τη λογική χρήση καλλιεργητικών παρεμβάσεων.

    Αυτά επικοινωνεί εξάλλου και αποδεικνύει και η πρωτοβουλία της καθιέρωσης του Ευρωπαϊκού σήματος βάμβακος EUcotton, το οποίο ενσωματώνει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του προϊόντος που παράγεται στη χώρα μας. Ένα προϊόν μοναδικό, υψηλής περιβαλλοντικής και κοινωνικής αξίας που προτείνεται να αξιοποιηθεί ιχνηλατίσημα μέσω του συστήματος διαχείρισης που έχει αναπτυχθεί εντός της Ευρωπαϊκής αλυσίδας αξίας του, με το μικρότερο δυνατό περιβαλλοντικό αποτύπωμα και την παραγωγή υψηλής ποιότητας κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων με προστιθέμενη αξία που επιστρέφει στους παραγωγούς.

  • 1 Απριλίου 2024, 09:01 | Χρίστος Τσαντήλας

    Παρατηρήσεις στο κεφ. ΙΙ (Vol. II)
    Είναι γνωστό από πάρα πολλές επισημάνσεις που έγιναν από μέλη της επιστημονικής κοινότητας, θεσμικούς υπηρεσιακούς παράγοντες, πολιτικούς κ.λπ, ότι ο κίνδυνος της ερημοποίησης σε πολλές περιοχές της Χώρας, συμπεριλαμβανομένης και της Θεσσαλίας (κυρίως του Ανατολικού τμήματός της) είναι έντονος. Για το λόγο αυτό η Πολιτεία στα πλαίσια της Σύμβασης της Χώρας με τον ΟΗΕ για την καταπολέμηση της ερημοποίησης (UNCCD) (1), που επικυρώθηκε με νόμο το 1977 (2), δημιούργησε Εθνική Επιτροπή Για την Καταπολέμηση της Ερημοποίησης, η οποία συνέταξε Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την καταπολέμηση του φαινομένου (3) με τη συμμετοχή μεγάλου αριθμού ειδικών επιστημόνων (συντονιστής ο καθηγητής διεθνούς αναγνώρισης Ν. Γιάσογλου) για να αποτελέσει τον οδηγό των δράσεων που πρέπει να αναπτύξει η Πολιτεία για την αντιμετώπιση αυτής της μεγάλης απειλής.
    Προκαλεί εντύπωση ότι το Master Plan της HVA κάνει ελάχιστη αναφορά στο κομβικής σημασίας αυτό θέμα. Σημειώνεται ότι η λέξη ερημοποίηση (desertification) αναφέρεται μόνο μία φορά στο κεφ. ΙΙ (Vol. II, p. 23) επισημαίνοντας μόνο ότι στο Εθνικό Σχέδιο Δράσης λείπει το μέτρο της τιμολόγησης του νερού για την καταπολέμηση της ερημοποίησης. Αυτό είναι έντονα δηλωτικό για το πόσο και σε τι βάθος (δεν) είναι ενημερωμένη η ομάδα της HVA κρατώντας μόνο αυτό από το εξαιρετικό αναλυτικό κείμενο του εθνικού σχεδίου για την καταπολέμηση της ερημοποίησης. Στο Σχέδιο αυτό αναλύονται λεπτομερώς οι παράγοντες που προκαλούν ερημοποίηση στην Ελλάδα (κλίμα, φυσιογραφία, γεωλογία, έδαφος, υδρολογία), οι διαδικασίες μέσω των οποίων προκαλείται (Περιορισμός βάθους ριζοστρώματος-κυρίως λόγω διάβρωσης-, Μείωση του διαθέσιμου ύδατος, Χημική υποβάθμιση εδάφους-αλάτωση, χημική ρύπανση, οξίνιση) και τα επιβαλλόμενα μέτρα πρόληψης και αντιμετώπισης με πρώτο και κύριο την οριοθέτηση των ευαίσθητων περιοχών στην ερημοποίηση και ειδικότερα στον τομέα της γεωργίας, των δασών, της κτηνοτροφίας, των υδατικών πόρων, αλλά και της κοινωνίας και οικονομίας. Μάλιστα προτείνει και εφαρμογή των μέτρων πιλοτικά σε διάφορες περιοχές συμπεριλαμβανομένης της Θεσσαλίας. Η εφαρμογή αυτού του Σχεδίου, το οποίο δυστυχώς αγνοήθηκε από την Πολιτεία διαχρονικά, καθώς και η μη ανταπόκριση της Χώρας στις υποχρεώσεις έναντι της Σύμβασης για την καταπολέμηση της ερημοποίησης. Είναι λοιπόν απορίας άξιο το γεγονός ότι η επιστημονική ομάδα της HVA δεν κάνει αναφορά σε όλα αυτά. Εάν δεν τα γνωρίζει, σημαίνει ότι η ανάλυση της υπάρχουσας κατάστασης στη Θεσσαλία είναι πλημμελής και επομένως τα συμπεράσματα επισφαλή. Εάν τα γνωρίζει και δεν τους αποδίδει τη σημασία που έχουν, η κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη. Τα σχόλια αυτά στοχεύουν στο να στραφεί το ενδιαφέρον της ομάδας της HVA (και) προς αυτή την κατεύθυνση.
    Αναφορές
    1. FUNCCD, United Nations Convention to Combat Desertification in those countries experiencing serious drought and/or desertification, particularly in Africa.
    2. Ν. 2468/1997 (ΦΕΚ 32, ΤΑ, 6-3-1977).
    3. ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΕΘΝΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΔΡΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΠΟΙΗΣΗΣ (GREEK NATIONAL ACTION PLAN FOR COMBATING DESERTIFICATION)

  • Οκτώ σημεία κριτικής αποτίμησης τoυ Master Plan για την Θεσσαλία.

    Το master plan που συνέγραψε η ολλανδική εταιρία HVA Ιnternational για την προσαρμογή της Θεσσαλίας στην κλιματική αλλαγή έχει απασχολήσει την κοινή γνώμη, όχι μονο στην Περιφέρεια αλλά πανελλαδικά. Το κείμενο, που έχει αναρτηθεί προς διαβούλευση στις ψηφιακές πλατφόρμες των σχετικών Υπουργείων, έχει προκύψει μετά από ανάθεση της κυβέρνησης, και παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, καθώς, αν εφαρμοστούν οι προτάσεις, αναμένεται να αλλάξει καθοριστικά το σκηνικό της αγροδιατροφής σε τοπικό και εθνικό επίπεδο. Σε μία προσπάθεια καλύτερης κατανόησης των κρίσιμων ζητημάτων που εξαρτώνται από τη σχετική μελέτη, προσφέρεται παρακάτω μία κωδικοποιημένη αποτίμηση των προτάσεων της oλλανδικής εταιρίας σχετικά με την αναδιάρθρωση της Θεσσαλίας. Το πλαίσιο προσέγγισης έχει να κάνει με μία συστηματική κατανόηση των μεταβάσεων μετασχηματισμού τεχνολογικών και παραγωγικών συστημάτων όπως τα μελετούμε στο ΕΚΠΑ. Συγκεκριμένα:
    1. Διαδικαστικά δόθηκε στη δημοσιότητα μία πρόταση τεχνικά απαιτητική (με αρκετές τεχνικές ορολογίες για εξειδικευμένα ακροατήρια) και μεγάλη σε έκταση, ενώ τέθηκε προς διαβούλευση στα αγγλικά και για διάστημα μικρότερο του ενός μηνός. Αυτό δημιουργεί συνθήκες (γλωσσικού, τεχνικού) αποκλεισμού των κοινωνικών εταίρων, περιθωριοποίησης ενδιαφερόμενων κοινωνικών ομάδων, όπως οι αγρότες, και δύσκολα πείθει ως προς την διαφάνεια και τη δημοκρατικότητα της διαδικασίας. Η πρόταση θα μπορούσε να αποτελέσει έναυσμα και τη βάση για ουσιαστική διαβούλευση, συνδιαμόρφωση και χάραξη πολιτικών με τον αγροτικό κόσμο, εάν υπό την αιγίδα της Περιφέρεια εφαρμοζόταν ένα σχέδιο συνδιαμόρφωσης ανά τόπους/νομούς. Δηλαδή να «κατέβει» η πρόταση σε επίπεδο περιφερειακού διαλόγου, με τους συνεταιρισμούς, τις ενώσεις αγροτών και κτηνοτρόφων, τους τοπικούς δήμους και τις τοπικές κοινότητες, καθώς και οποιαδήποτε άλλο ενδιαφερόμενο μέρος. Η διαβούλευση θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί υπό την αιγίδα της Περιφέρειας, μέσα στον χρονικό ορίζοντα ενός τριμήνου, όπου τα στοιχεία της ανατροφοδότησης να θεωρηθούν στοιχεία συνδημιουργίας/συνδιαμόρφωσης με τα ενδιαφερόμενα μέρη. Σε αυτό το πλαίσιο θα υπήρχε η δυνατότητα για τα ενδιαφερόμενα μέρη – τους αγρότες, την Περιφέρεια, τους συνεταιρισμούς, τις εμπλεκόμενες εταιρίες αγροεφοδίων και σπόρων, τους ΤΟΕΒ και άλλους κοινωνικούς εταίρους- να διαπραγματευτούν και να αλλάξουν το περιεχόμενο αλλά και τις ίδιες τις προτάσεις, μέσα σε ένα ανοιχτό, συμπεριληπτικό και δημοκρατικό πλαίσιο διαβούλευσης. Η διαβούλευση θα πρέπει να είναι μία διαδικασία «πλουραλισμού» και «συμπερίληψης» και πρέπει να δηλωθεί εμφατικά ότι το σχέδιο ανασυγκρότησης, πρωτίστως, είναι μία διαδικασία που αφορά τον αγροτικό πληθυσμό, καθώς θα έχει άμεσες επιπτώσεις στον αγροτικό κόσμο, μέσα στο ευρύτερο κοινωνικο-πολιτικό-οικονομικό παραγωγικό μοντέλο.
    2. Η πρόταση θέτει ένα πλάνο στον ορίζοντα έξι ετών για τον μετασχηματισμό των καλλιεργειών στην Θεσσαλία. Όσοι μελετούμε κοινωνικο-τεχνολογικούς μετασχηματισμούς γνωρίζουμε α. ότι καταστροφικά φαινομένα της κλίμακας του Daniel, δύναται να αποτελέσει «σημεία μετασχηματισμού» των (αγρο-διατροφικών) συστημάτων, β. οι μετασχηματισμοί έχουν διάρκεια και σχεδιάζονται σε βάθος χρόνου, γ. οι μετασχηματισμοί εκτός από τη διαμόρφωση νέων κατευθύνσεων, απαιτούν διαδικασίες απεμπλοκής από προηγούμενες αντιλήψεις, πρακτικές και τεχνολογίες, δ. η πολυπλοκότητα της αγροδιατροφικής αλυσίδας (παραγωγής – εφοδιασμού – κατανάλωσης) απαιτεί την μελέτη της πορείας και της διασύνδεσης των επιμέρους συστημάτων και μετασχηματισμών. Άρα ένας χρονικός ορίζοντας με πλάνο έξι έτη χωρίς αυστηρά προσδιορισμένα και συγκεκριμένα μέτρα που πραγματικά θα συνεισφέρουν και θα ωθήσουν την αναδιάρθρωση των καλλιεργειών, χωρίς να διαμορφωθούν ειδικές συνθήκες παραγωγής και αγοράς για τα νέα προϊόντα που θα ωριμάσουν, τόσο τον αγρότη όσο και τον καταναλωτή, καθώς και τους ενδιάμεσους της αγροδιατροφικής αλυσίδας, είναι μάλλον φιλόδοξο, αν όχι απατηλό/ουτοπικό. Πρέπει να γίνει άμεσα αντιληπτό και να ληφθεί σοβαρά υπόψη στην χάραξη πολιτικής, ότι ο σημερινός αγροτικός κόσμος , δεν χαρακτηρίζεται από στατικότατα και οπορτουνισμό, αλλά λειτουργεί με ορθολογικά κριτήρια, μέσα στο πλαίσιο της φιλελεύθερης οικονομίας (και του διεθνούς αγροτικού χρηματιστηρίου), όπου οι επιλογές του γίνονται με κριτήρια που αποκρυσταλλώνουν κοινωνικές και οικονομικές επιλογές, αλλά και αντικατοπτρίζουν τοπικά προβλήματα (διαθεσιμότητα νερού, σπόρων, πρώτων υλών, μηχανικού εξοπλισμού, γονιμότητα εδαφών).
    3. Σύμφωνα με τα παραπάνω, οι διαδικασίες και η στρατηγική της μετάβασης αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Τέλος, ενώ το σχέδιο μιλά με όρους ”μεταβάσεων”, δεν δίνει καμία θεσμική και οργανωσιακή προσοχή στον ρόλο της Περιφέρειας, ούτε και στους τοπικούς επιμέρους φορείς (Δήμους, ΤΟΕΒ, γεωτεχνικά επιμελητήρια). Συγκεκριμένα -με αφορμή το ευρύτερο αίτημα για την ανασυγκρότηση της Θεσσαλίας, θα πρέπει να υπάρξει\ιδρυθεί μία θεσμική και οργανωσιακή δομή, ένα «Κέντρο Βιώσιμων Μεταβάσεων και Καινοτομίας» σε επίπεδο Περιφέρειας. Ουσιαστικά η δομή του Κέντρου αυτού, θα λειτουργεί: α. ως «ενορχηστρωτής» των ενδιαφερόμενων μερών της μετάβασης, β. θα αναλάβει τον συντονισμό και την οργάνωση των αναγκαίων εκπαιδευτικών διαδικασιών της μετάβασης, καθώς και των διαδικασιών διάχυσης της γνώσης, γ. θα εποπτεύει τη διαδικασία της μετάβασης, και θα πραγματοποιεί την απαραίτητη αναμόχλευση και κατεύθυνση (steering) της μετάβασης δ. θα αναλαμβάνει τις απαραίτητες διαδικασίες διαβούλευσης, αλλά και την συμπερίληψη των ενδιαφερόμενων μερών σε αυτή ε. θα λειτουργεί ως σύνδεσμος μεταξύ αγροτών, εταιριών, πανεπιστημιακών, ερευνητικών κέντρων και των καταναλωτών, στ. θα βοηθάει στην εξομάλυνση και επιτάχυνση των γραφειοκρατικών και νομικών διαδικασιών που απαιτούνται για την συμμετοχή των προϊόντων σε νέες αλυσίδες αξίας. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι στο V.5 στο κεφάλαιο “Social Challenges” (“Κοινωνικές προκλήσεις”) η πρόταση περιέχει πραγματικά χρήσιμες ιδέες και προτάσεις που θα πρέπει να αποτελέσουν ευκαιρίες για επένδυση, μέσα στα πλαίσια της ανασυγκρότησης α. σε εκπαίδευση, ενημέρωση και συστηματική κατάρτιση των αγροτών, β. στην εμπέδωση του συνεταιριστικού – επιχειρηματικού πνεύματος, γ. στην εμβάθυνση και διάχυση ενός πνεύματος ανοικτότητας και κουλτούρας συλλογικότητας όπως σημειώνεται στην πρόταση, γ. στη διασφάλιση της διαρκούς σύνδεσης της έρευνας με την παραγωγή, δ. στην επένδυση και ενδυνάμωση διαδικασιών διαμόρφωσης νέων αλυσίδων αξίας στην περίπτωση των θεσσαλικών προϊόντων. Ειδικότερα για το (γ) και το (δ) υπάρχει συζήτηση και προσπάθειες εδώ και πολλά χρόνια στην Θεσσαλία. Φαίνεται σαν η πρόταση της ολλανδικής εταιρίας (HVA) να αγνοεί τις προσπάθειες αυτές, να μην εντοπίζει και αναγνωρίζει τα προβλήματα που αντιμετώπισαν οι ιστορικοί πρωταγωνιστές, τόσο οι ερευνητές όσο και οι συνεταιρισμοί αλλά και οι ομάδες παραγωγών. Οι προτάσεις της HVA είναι γενικευτικές και θα μείνουν απλές ‘προτάσεις’ εάν δεν εξειδικευτούν, δεν προωθηθούν και δεν στεγαστούν υπό την οργανωσιακή δομή ενός «Κέντρου Βιώσιμων Μεταβάσεων και Καινοτομίας». Επίσης πρέπει να επισημάνουμε ότι η ολλανδική συμβουλευτική εταιρία στην πρόταση της κάνει αναφορά σε “κουλτούρα ανοικτότητας”. Όμως μάλλον δεν έχει γίνει αντιληπτό ότι η κουλτούρα ανοικτότητας υπάρχει ήδη στους αγρότες της περιοχής της Θεσσαλίας. Ο λόγος ήταν ότι η ανυπαρξία πολιτικής κατεύθυνσης τους άφηνε έκθετους στα πλαίσια ανοικτών αγορών. Σε αυτό το πλαίσιο, οι ίδιοι οι αγρότες και με δική τους πρωτοβουλία οδηγήθηκαν στον διαμοιρασμό της πληροφορίας, μεταξύ των συνεταιριστικών σχημάτων, ανοίγοντας εναλλακτικούς δρόμους με προσωπικό και οικονομικό κόστος, αλλά προς όφελος του συνόλου.. Είναι κρίσιμο να κατανοήσουμε ότι οι αγρότες ήταν διπλά εκτεθειμένοι, λόγω της αλλαγής της κουλτούρας των γεωπόνων στην Ελλάδα. Διότι οι επαγγελματίες γεωπόνοι τις τελευταίες δεκαετίες λειτουργούν κυρίως ως εκπρόσωποι εταιριών και δευτερευόντως ως σύμβουλοι επιστήμονες, κοντά στα τοπικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι αγρότες και οι αγρότισσες. Οι αγρότες/τισσες εμπειρικά γνωρίζουν ότι μόνο διαμοιράζοντας τις εμπειρίες τους μπορούν να επιβιώσουν και να προχωρήσουν στις επαγγελματικές τους δραστηριότητες. Τα νέα μικρά ή μεγάλα συνεταιριστικά σχήματα, αποτελούν σημαντικό παράδειγμα ότι ο αγροτικός κόσμος της Θεσσαλίας έχει αναπτύξει δυνατότητες και ικανότητες μετασχηματισμού πολύ πιο προωθημένες από ό,τι παρουσιάζει η πρόταση των Ολλανδών αλλά και αποδέχεται το Ελληνικό κράτος και η σημερινή κυβέρνηση. Η έκθεση βέβαια δικαίως τονίζει ότι τα συνεταιριστικά σχήματα χρειάζονται περισσότερη βοήθεια και υποστήριξη από την πλευρά της Πολιτείας καθώς και από τους ίδιους τους αγρότες παραγωγούς.
    4. Παρατηρούμε ότι το πλάνο, όπως αυτό παρουσιάζεται από την ολλανδική εταιρία, ενσωματώνει μία προκατάληψη για την Ανατολική Θεσσαλία. Ενώ κατανοεί τα προβλήματα της Ανατολικής Θεσσαλίας, τα προβάλει – τα γενικεύει, ως προβλήματα όλης της Θεσσαλίας και προτείνει λύσεις γενικευτικά χωρίς εξειδίκευση ανά τόπους περιοχές. Η χωρική διάσταση είναι κρίσιμη ώστε να τονιστούν α. τα ειδικά χαρακτηριστικά κάθε περιοχής: i. Τα εδαφολογικά και υδρογεωλογικά χαρακτηριστικά, ii. Τα Γεωγραφικά, iii. Τα Παραγωγικά, iv. Τα Κοινωνικά. Άρα μεθοδολογικά η ανάλυση της Ολλανδικής εταιρίας είναι ευάλωτη σε κριτική, γιατί δεν έχει κατανοήσει την πολυπλοκότητα και την πολυμορφία της Θεσσαλίας και του παραγωγικού της δυναμικού στην αγροδιατροφή. Πιο συγκεκριμένα: I) τονίζεται το πρόβλημα της έλλειψης και της ποιότητας των νερών, χωρίς να γίνεται σαφές σε ποιες περιοχές αναφέρεται το σχέδιο. Για παράδειγμα, στην περιοχή της Καρδίτσας και στις περιοχές αρμοδιότητας του ΤΟΕΒ Ταυρωπού, υπήρξαν άλλου τύπου ζητήματα, που σχετίζονταν με τη διαχείριση του νερού (και την ανάληψη της διαχείρισης της λίμνης Πλαστήρα) και του δικτύου του, αλλά δεν αφορούσαν την έλλειψη του νερού για την περιοχή της Καρδίτσας. Το έλλειμα του νερού στην περιοχή του Ταυρωπού, για μεγάλο χρονικό διάστημα στο παρελθόν, δεν αποτελούσε ζήτημα επάρκειας, αλλά ήταν έλλειμα ορθολογικής και δίκαιης διαχείρισης στην πρόσβαση αυτού, που μόνο μέσα από την αλλαγή διοίκησης, οργάνωσης και τεχνολογικού μετασχηματισμού του δικτύου κατάφερε η (νέα) διοίκηση του ΤΟΕΒ να διασφαλίσει το απαραίτητο νερό και την πρόσβαση σε αυτό, για όλα τα μέλη του (και όχι μόνο γι’ αυτά). Η ύπαρξη νερού και η διάθεσή του μέσω κατάκλισης, για δεκαετίες έχει διαμορφώσει συγκεκριμένες πρακτικές, ‘συνήθειες’ άρδευσης, αλλά και έχει συσσωρεύσει μεγάλη τεχνογνωσία σε συγκεκριμένα προϊόντα, όπως το βαμβάκι. Αντίθετα στην περιοχή του νομού Λαρίσης και πιο συγκεκριμένα στην περιοχή από την Χάλκη μέχρι το Αρμένιο υπάρχει έλλειμα νερού και μεγάλη επιβάρυνση των σχετικών υδροφόρων οριζόντων (με βάση το περιβαλλοντικό όριο). Στις συγκεκριμένες περιοχές, έχει παρατηρηθεί τις τελευταίες δύο δεκαετίες, ότι οι αγρότες με δική τους βούληση και με συνεταιριστικό πνεύμα και χωρίς καμία βοήθεια, πραγματοποίησαν αναδιάρθρωση των καλλιεργειών τους. Μέλη των συνεταιρισμών του ΘΕΣγη και του Κιλελέρ είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα του φαινομένου αυτού. Ουσιαστικά τα μέλη των συνεταιρισμών αυτών, επένδυσαν σε νέες καλλιέργειες, πειραματίστηκαν, έμαθαν νέες καλλιέργειες και προσαρμόστηκαν διαμορφώνοντας «αυθόρμητες» ζώνες καλλιέργειας και παραγωγής με βάση την τοπική τους γνώση και εμπειρία για την γονιμότητα του εδάφους, αλλά και τις ανάγκες τους για νερό. Αυτά τα πραγματικά τοπικά παραδείγματα όπως οι ‘αυτοσχέδιες’ ζώνες πειραματισμού νέων καλλιεργειών, καθώς και ένα πλήθος διαφορετικών καινοτομικών παραδειγμάτων, χάθηκαν ή δεν αναγνωρίστηκαν στην πρόταση της Ολλανδικής εταιρίας, γιατί μεθοδολογικά η πρόταση αντιμετωπίζει την περιφέρεια της Θεσσαλίας ως κάτι ενιαίο και ομοιογενή. Στο επίπεδο συγκρότησης ενός Master Plan, θα έπρεπε να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του η ανάλυση της χωρικής ιδιομορφίας με την παράλληλη συγκρότηση προτάσεων για ζώνες παραγωγής που θα γίνουν α. στη βάση των εδαφολογικών και γεωμορφολογικών χαρακτηριστικών των τοπικών περιοχών β. στη βάση των τεχνολογικών υποδομών και επενδύνσεων που έχουνγίνει και γ. στην γνώση (τεχνογνωσία) που έχει αναπτυχθεί και ενυπάρχει σε κάθε περιοχή. Για παράδειγμα στην περιοχή της Λάρισας, λόγω ανεπάρκειας νερού, υπάρχει πλέον γνώση σε καλλιέργειες όπως η ρίγανη και το ρεβίθι πέρα από την παραδοσιακή ξερική καλλιέργεια του σιταριού. Μπορεί να διαμορφωθούν διαδικασίες οργανωμένης διάχυσης της γνώσης από τους αγρότες για τους αγρότες. Επιπλέον είναι κρίσιμο να σημειώσουμε ότι δεν δίνεται η πρέπουσα έμφαση σε περιοχές όπως το Πήλιο και η Νοτιοδυτική Μαγνησία με ειδικά χαρακτηριστικά σε σχέση με την ελαιοπαραγωγή, τις δενδρώδεις καλλιέργειες, τα φαρμακευτικά φυτά, και την παραγωγή μελιού.
    5. Η έκθεση προτείνει αναδιάρθρωση καλλιεργειών από το βαμβάκι και την μηδική προς καλλιέργειες οπωροκηπευτικών. Όπως σημειώθηκε παραπάνω δεν έχει κατανοηθεί από μέρους των εκπροσώπων της εταιρίας, το φαινόμενο της «αυθόρμητης» αναδιάρθρωσης που ήδη πραγματοποιείται σε συγκεκριμένες περιοχές. Επίσης δεν τίθεται το ζήτημα της ποιότητας του βαμβακιού και καθώς και των κτηνοτροφικών φυτών όπως η μηδική. Σχετικά με το βαμβάκι πρέπει να σημειωθεί ότι εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής η ποιοτική παραγωγή βαμβακιού δείχνει να μετατοπίζεται σε βορειότερα σημεία της χώρας. Αυτό σημειώνεται ως παρατήρηση προς την εταιρία, που υποστηρίζει το αίτημα για απεμπλοκή από την καλλιέργεια βαμβακιού, όσο και τους παραγωγικούς φορείς. Οι παραγωγικοί φορείς πρέπει να έχουν λόγο στην αναδιάρθρωση. Θα μπορούσαν να υποστηρίξουν και να πιέσουν προς την κατεύθυνση της παραμονής του βαμβακιού σε συγκεκριμένες ζώνες, αλλά με συγκεκριμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Μεγάλη προσοχή πρέπει να δοθεί στη διασφάλιση της ποιότητας και της οικονομικής ενίσχυσης (και άλλων κινήτρων) της ποιοτικής παραγωγής. Ο παραγωγός πρέπει να πληρώνεται την ποιότητα κάτι που δεν γινόταν τα προηγούμενα χρόνια, σύμφωνα με μαρτυρίες βαμβακοκαλλιεργητών. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να συμφωνηθούν εξαρχής τα πρότυπα ποιότητας για την Θεσσαλία, μέσα από μία ανοικτή διαδικασία όπου οι αγρότες πραγματικά θα ανταμείβονται για την παράδοση ποιοτικού προϊόντος. Θεσμοί διασφάλισης της διαδικασίας μπορεί να είναι το Εθνικό Κέντρο Ποιοτικού Ελέγχου, Ταξινόμησης & Τυποποίησης Βάμβακος στην Καρδίτσα και η Περιφέρεια μέσω του προταθέντος «Κέντρου Βιώσιμων Μεταβάσεων και Καινοτομίας» (βλέπε παραπάνω). Ουσιαστικά η πρόταση αναδιάρθρωσης της Θεσσαλίας θα μπορούσε να αποτελέσει μία ευκαιρία για στροφή στην ποιότητα και για παραγωγή σε συγκεκριμένες ζώνες όπου θα πρέπει να συμφωνούνται με επιστημονικά και κοινωνικά κριτήρια, αντί να προτείνει την εκτόπιση του βαμβακιού. Επίσης στα πλαίσια της ποιοτικής στροφής είναι κρίσιμο να σημειωθεί ότι δεν γίνεται καμία αναφορά στην ανάδειξη της αναγκαιότητας της τοπικής σποροπαραγωγής καθώς και των τοπικά σχεδιαζόμενων και αναπτυσσόμενων ποικιλιών, των τοπικών ποικιλιών, των παραδοσιακών ποικιλιών, των ποικιλιών που προσαρμόζονται από ερευνητές σε τοπικές εταιρίες και τοπικά επιστημονικά κέντρα έρευνας.
    6. Η έκθεση εμπεριέχει σαφή πρόταση για τον Αχελώο. Υπάρχει κάτι πολύ θετικό στην πρόταση της Ολλανδικής εταιρίας. Η ‘εκτροπή’ (αν ευσταθεί σήμερα ο όρος, μιας και έχει ανανοηματοδοτηθεί τα προηγούμενα χρόνια) δεν υποστηρίζεται για να συνεχιστεί το ίδιο μοντέλο παραγωγής και χρήσης. Αυτό είναι θετικό γιατί διαμορφώνει τις συνθήκες επανανοηματοδότησης α. του έργου, β. της σημασίας του, γ. της κλίμακάς του δ. της χρήσης του. Είναι θετικό ότι το έργο, μαζί με τα συνοδά έργα, υποστηρίζεται ως απαραίτητο για τον εμπλουτισμό του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα, καθώς και για την αναδιάρθρωση των καλλιεργειών που επί της αρχής τονίζουν ότι πρέπει να γίνει με στόχο την εξοικονόμηση ενέργειας και ύδατος. Η τοποθέτηση του έργου ως τέτοιου είναι μία θετική εξέλιξη τόσο στο να υπάρξουν πολιτικές υλοποίησης και ολοκλήρωσης του έργου, όσο και στη βοήθεια της κατανόησης από τους τοπικούς εταίρους – φορείς, αγρότες, διαχειριστές, συνεταιρισμούς- ότι δεν είναι ένα έργο για να διασφαλιστεί η αφθονία νερού αλλά να διασφαλιστεί η περιβαλλοντική ακεραιότητα του κάμπου και να βοηθηθούν νέες καλλιέργειες. Βέβαια μεθοδολογικά και πάλι η έκθεση με την πρόταση για αναδιάρθρωση μακριά από το βαμβάκι και προς άλλες καλλιέργειες εξίσου υδροβόρες δημιουργεί αρκετά ερωτηματικά.
    7. Στην έκθεση δεν υπάρχει αναφορά και έμφαση στην βιολογική καλλιέργεια. Στα πλαίσια της αναδιάρθρωσης της Θεσσαλίας καθώς και των Ευρωπαϊκών πολιτικών η βιολογική καλλιέργεια θα έπρεπε να αποτελεί μέρος της έρευνας και τη ανάλυσης για τη διεξαγωγή προτάσεων και συμπερασμάτων. Θα έπρεπε να συνδεθεί με το αίτημα για νέες αλυσίδες αξίας των προϊόντων της Θεσσαλίας, που αναφέρει η έκθεση, αλλά ο τρόπος οριοθέτησης είναι απολύτως γενικευτικός και ασαφής. Επίσης στα πλαίσια προτάσεων της αναδιάρθρωσης της παραγωγικής βάσης θα μπορούσε να τονιστεί η ανάγκη ζωνών βιολογικής καλλιέργειας που θα εξασφαλίζουν την αξιόπιστη εφαρμογή του συστήματος καλλιέργειας, ώστε να δομηθεί ένα ισχυρό μήνυμα καλών πρακτικών βιολογικής γεωργίας σε μεγάλη κλίμακα που θα μπορούσε να συνδεθεί και να ταυτιστεί με το brand name των προϊόντων της Θεσσαλίας.
    8. Στο πλαίσιο της ανασυγκρότησης προτείνεται η ανάγκη διαφορετικής οργάνωσης της διαχείρισης νερού στην Θεσσαλία. Αυτή η πρόταση φαίνεται να έχει τη συναίνεση των κοινωνικών φορέων και εταίρων. Βέβαια η πρόταση κατανοεί το πρόβλημα της διαχείρισης νερού ως αποκλειστικά οργανωσιακό, χωρίς να κατανοεί ότι το νερό, ή ακριβέστερα η διαχείριση του νερού, οντολογικά ως κοινό αγαθό, συγκροτεί γύρω του δίκτυα γνώσης, υποδομές, κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις και αφηγήματα για το μέλλον και το παρόν. Ενώ είναι πράγματι κρίσιμο να διασφαλιστεί η οργανωσιακή ομοιογένεια της ισότιμης διαχείρισης του νερού, θα πρέπει να είναι απολύτως σαφές ότι στην όποια πρόταση για έναν νέο φορέα δεν θα πρέπει να χαθεί η υπάρχουσα γνώση και τεχνογνωσία που συγκροτήθηκε από τους κατά τόπους ΤΟΕΒ. Πρέπει να σημειώσουμε ότι στον τόμο II για την Οργάνωση της Διαχείρισης του Νερού (Water Management Organization) και συγκεκριμένα στις σελ.151-152 η έκθεση σημειώνει ότι δεν πρέπει να ανοίξει η ψαλίδα και η απόσταση μεταξύ του τελικού χρήστη του νερού που είναι ο αγρότης και της διαχειριστικής αρχής. Αυτή η διαπίστωση είναι κρίσιμη και θα είναι κρίσιμη για τους αγρότες παραγωγούς και την αποτελεσματικότερη άρδευση των χωραφιών τους. Δεν πρέπει να χαθεί η επένδυση που έχει γίνει σε καλές πρακτικές και αρχές στην ισότιμη πρόσβαση στην παροχή νερού που υπάρχουν – έστω και σε ένα μικρό αριθμό λειτουργικών ΤΟΕΒ. Επίσης δεν θα πρέπει να χαθεί η δυναμική και η ευελιξία που έχουν αναπτύξει συγκεκριμένοι ΤΟΕΒ, όπως αυτός του Ταυρωπού, να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των παραγωγών, καθώς και στις προκλήσεις που βάζουν φυσικά φαινόμενα και καταστροφές μεγάλης κλίμακας. Δεν θα πρέπει να χαθεί η αμεσότητα και η ευελιξία που έχει αναπτυχθεί μεταξύ των διοικήσεων των περισσότερων (λειτουργικών) ΤΟΕΒ και των μελών τους, στην αντιμετώπιση των τοπικών προβλημάτων, για την αντικατάσταση του ηλεκτρολογικού εξοπλισμού των συστημάτων άρδευσης, είτε για την αντικατάστασή τους σε περιπτώσεις φθοράς ή κλοπής ή μη αναμενόμενης απόδοσης. Θα πρέπει να αναζητηθεί ο τρόπος ώστε να ενισχυθεί η οργανωσιακή, χρηματοπιστωτική και επιστημονική στελέχωση των φορέων ή του φορέα διαχείρισης του νερού, με τρόπο που να ενισχύει τις προσπάθειες αρκετών ΤΟΕΒ που βρίσκονται στο στάδιο υπογειοποίησης των επιφανειακών καναλιών άρδευσης, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η αποδοτικότερη διαχείριση του νερού, με τις λιγότερες δυνατές απώλειες.
    Τελειώνοντας θα θέλαμε να τονίσουμε ότι είναι κρίσιμο να ενσωματωθούν οι οπτικές και η απόψεις των αγροτών παραγωγών καθώς και των τοπικών εταιρικών δικτύων μεταποίησης, παραγωγής σπόρων και νέων ποικιλιών, και της διάθεσης αγροεφοδίων. Η έκθεση πρέπει να γίνει βάση διαλόγου για τον μετασχηματισμό της αγροδιατροφής στην Θεσσαλία.

    Στάθης Αραποστάθης, Αναπληρωτής Καθηγητής ΕΚΠΑ, Επιστημονικός Υπεύθυνος του Ερευνητικού Προγράμματος Go-JuST (www.go-just.com)

    Γιάννης Φωτόπουλος, Μεταδιδάκτορας Ερευνητής ΕΚΠΑ,
    Μέλος της Ερευνητικής Ομάδας του Προγράμματος Go-JuST

    Σωτήρης Αλεξάκης, Μεταδιδάκτορας Ερευνητής ΕΚΠΑ, Μέλος της Ερευνητικής ομάδας του προγράμματος Go-JuST

    Βάσω Καραντζάβελου, Υποψήφια Διδακτόρισσα ΕΚΠΑ, Μέλος της Ερευνητικής ομάδας του προγράμματος Go-JuST

    Δημήτρης Λαγουβάρδος, Υποψήφιος Διδάκτορας ΕΚΠΑ, Μέλος της Ερευνητικής ομάδας του προγράμματος Go-JuST

  • 29 Μαρτίου 2024, 19:05 | ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ

    Στο Τεύχος Παραρτημάτων (σελ. 366) σε πίνακα στο πεδίο Floodplain Management – Floodplain Mapping αναφέρεται ότι το Σχέδιο Διαχείρισης Κινδύνων Πλημμύρας του ΥΔ ΕL08 (sdkp-el08-1round) και οι Πλημμυρικοί Χάρτες που το συνοδεύουν είναι αναξιόπιστο και είναι σαν να μην υπάρχει λόγω έλλειψης αξιόπιστων δεδομένων και πλημμυρικών μοντέλων. (…”Considering the lack of reliable data and flood models, the current flood risk management plans and maps are non-existing or unreliable”).
    H αξιολόγηση αυτή δεν ισχύει. Για την κατασκευή των Χαρτών Πλημμύρας των εγκεκριμένων ΣΔΚΠ αξιοποιήθηκαν με αξιόπιστο επιστημονικό τρόπο και μεθόδους όλα τα διαθέσιμα υδρολογικά δεδομένα και κατασκευάστηκαν δισδιάστατα υδραυλικά μοντέλα διόδευσης πλημμυρών με χρήση του διεθνώς αναγνωρισμένου λογισμικού HEC-RAS του Κέντρου Τεχνικής Υδρολογίας (Hydrologic Engineering Center) του Σώματος Μηχανικών του Στρατού των Ηνωμένων Πολιτειών (U.S. Corps of Engineers), όπως εξάλλου και το ίδιο το Master Plan σε άλλα πεδία αναγνωρίζει. Συγκεκριμένα :
    (α) Στο τεύχος της Περίληψης (σελ. 9) αναφέρεται ότι «τα υφιστάμενα μοντέλα που έχουν δημιουργηθεί με το HEC-RAS και οι πληροφορίες που έχουν συλλεχθεί για αυτόν το σκοπό μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως βάση για περαιτέρω υλοποίηση του Master Plan,
    (β) στο ίδιο το τεύχος των παραρτημάτων (σελ. 327) αναφέρεται ότι ..”τα υφιστάμενα μοντέλα που κατασκευάστηκαν με το λογισμικό HEC-RAS και οι πληροφορίες που συλλέχθηκαν γι’αυτό το σκοπό αποτελούν μια καλή βάση για την υλοποίηση του Master Plan και ειδικά για την αξιολόγηση της σκοπιμότητας (σχεδιασμό) των αντιπλημμυρικών υποδομών) και την ανάπτυξη συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης. Δεν είναι απαραίτητο να αναπτυχθούν εξαρχής νέα μοντέλα αλλά μπορούν να βελτιωθούν τα υπάρχοντα μοντέλα όσον αφορά στην ακρίβεια της σχηματοποίησης, στο επίπεδο λεπτομέρειας (ακρίβεια της ανάλυσης και των δεδομένων εισόδου)”.

  • 29 Μαρτίου 2024, 14:41 | ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΜΕΛΕΤΗΤΩΝ ΥΔΡΑΥΛΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ ΣΜΥΕ

    Α. Βασικές αρχές Μaster Plan – Σχεδιασμός αντιπλημμυριών έργων
     Στο Master Plan Θεσσαλίας οι αντιπλημμυρικές υποδομές (Vol. 1) καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος των επενδύσεων (περι τα 3.3 δις.€). Πέραν των γενικών μέτρων διατυπώνονται προτάσεις για την αντιμετώπιση του πλημμυρικού κινδύνων ανά περιοχή (Ορεινές Λεκάνες, Τρίκαλα-Καρδίτσα, Περιοχή Λάρισας, Λεκάνη Κάρλας). Για τα προτεινόμενα έργα δίνονται προτεραιότητες και χρονοδιάγραμμα υλοποίησης (Vol. 6).
    Στο Master Plan δεν δίνονται στοιχεία για τα τεχνικά χακτηριστικά των έργων (π.χ. ύψος αναχωμάτων) γιατί όπως αναφέρεται (σελ. 38 V1) κάτι τέτοιο προϋποθέτει αναλυτικές υδρολογικές μελέτες που θα βασίζονται σε αναλυτικές μετρήσεις πεδίου. «O σχεδιασμός των αντιπλημμυρικών υποδομών απαιτεί περaιτερω και πιο εμπεριστατωμένες τεχνο-οικονομικές μελέτες και αξιολογήσεις σε συνδυασμό με πολιτικές αποφάσεις. Δεδομένης της επιτακτικής ανάγκης για δράση, το παρόν Master Plan έχει αναπτύξει μια στρατηγική που μπορεί να εφαρμοστεί στο συντομότερο χρόνο χωρίς να διακυβεύεται η επιστημονική συνάφεια και χωρίς να γίνονται υπερβολές στο κόστος κατασκευής». Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η κοστολόγηση που έχει γίνει είναι τελείως ενδεικτική διότι όπως όλοι γνωρίζουμε το κόστος των έργων συνδέεται άμεσα με το μέγεθος των έργων.
     Στο τεύχος 1 (Vo. 1) για την ιεράρχηση των αντιπλημμυρικών έργων προτείνονται “πρότυπα ασφαλείας” ανάλογα με τις θιγόμενες χρήσεις. Καταγράφεται η ανεπάρκεια των υφιστάμενων υποδομών να αντιμετωπίσει γεγονότα πλημμύρας όπως ο Daniel και προτείνεται “ένας απλός τρόπος” για την κατηγοροποίηση των έργων ανάλογα με τα πρότυπα ασφαλείας που θα πρέπει να ικανοποιούν (Πίνακας 2, σελ. 36 Vol.1). Στο σημείο αυτό το Master Plan κατηγοριοποιεί την πιθανότητα πλημμυρών σε δύο ποιοτικά επίπεδα, και συγκεκριμένα στο «Υψηλό» και «Χαμηλό». Όπως διατυπώνεται, αυτή η απλούστευση προέρχεται από την αναγνώριση ότι με βάση τους υπάρχοντες στατιστικούς δείκτες ο υπολογισμός της πιθανότητας πλημμύρας, με βάση την περίοδο επαναφοράς 50, 100 και 1000 ετών, δεν κρίνεται πλέον ακριβής. Όπως αναφέρεται στο τεύχος 1 (σελ. 36 V1) “Η περιοχή που πλημμύρισε η καταιγίδα Daniel ήταν αρκετά συγκρίσιμη με τις περιοχές που είχαν προβλεφθεί στο Σχέδιο Διαχείρισης Πλημμύρας (FMP) να πλημμυρίσει σε ένα γεγονός 1:1000 ετών”. Θα περίμενε λοιπόν κάποιος αντί της αμφισβήτησης χωρίς καμία τεκμηρίωση μιας επιστημονικά έγκυρης υδρολογικής μεθόδου (αυτής της διαστασιολόγησης των αντιπλημμυρικών έργων βάσει της περιόδου επαναφοράς) η διατύπωση προτάσεων βελτίωσής της βάσει νέων επιστημονικών δεδομένων (π.χ. επανακαθορισμός των περιόδων επαναφοράς λαμβάνοντας υπόψη την επίδραση της κλιματικής αλλαγής).
     Το θέμα αυτό αντιμετωπίζεται και στο Παράρτημα 1 (σελ. 328 Annex 1. Infrastructure and early warning systems Appendices) όπου αναφέρεται ότι η μεθοδολογία που εφαρμόζεται στα εγκεκριμένα Σχέδια Διαχείρισης Κινδύνων Πλημμύρας (ΥΠΕΝ) όπου εξετάζονται πλημμυρικά φαινόμενα με περίοδο επαναφοράς 50, 100 και 1000 έτη θα εγκαταλειφθεί, καθώς οι βασικές στατιστικές παράμετροι δεν ισχύουν πλέον. Όπως προτείνεται θα πρέπει να γίνει χρήση καταγραφών κλιματικών συμβάντων, που είναι διαθέσιμα σε διεθνείς βάσεις δεδομένων και -πιθανότατα- και από το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών.
    Σημειώνεται ότι η πρόταση αυτή έρχεται σε αντίθεση με την Ευρωπαϊκή Οδηγία για τις πλημμύρες Οδηγία 2007/60/ΕΚ που ζητά την αξιολόγηση του κινδύνου πλημμύρας για σενάρια χαμηλής, υψηλής και μέσης πιθανότητας επαναφοράς. Σε κάθε περίπτωση προβλέπεται εφαρμογή των συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης. Επιπλέον θα πρέπει να γίνει καθορισμός των χρήσεων γης με βάση την ζώνη επικινδυνότητας στην οποία βρίσκεται η κάθε περιοχή.
     Όπως αναφέρεται στο Master Plan (σελ. 38 V1) υδρολογικά μοντέλα για τη Θεσσαλία έχουν αναπτυχθεί στο παρελθόν και χρησιμοποιούνται επί του παρόντος στη διαμόρφωση του νέου Σχεδίου Διαχείρισης Πλημμυρών. Ωστόσο, οι “διερευνητικές αποστολές της ομάδας του Master Plan” έχουν εντοπίσει ορισμένες ελλείψεις στα υπάρχοντα μοντέλα, ιδιαίτερα στην καταλληλότητά τους για το σχεδιασμό έργων υποδομής καθώς και για την Έγκαιρη Προειδοποίηση και τη Διαχείριση Κρίσεων.
    Oι αναφορές που γίνονται από το Master Plan για ελλείψεις στα υπάρχοντα υδρολογικά μοντέλα δεν είναι συγκεκριμένες. Σημειώνεται ότι οι περιορισμοί και οι δυνατότητες βελτίωσης των υδρολογικών και υδραυλικών μοντέλων των Σχεδίων Διαχείρισης Κινδύνων Πλημμύρας που υλοποιεί το ΥΠΕΝ σε εφαρμογή της Οδηγίας 2007/60/ΕΚ είναι θέματα γνωστά στο ΥΠΕΝ και έχουν επισημανθεί ήδη από τα πρώτα εγκεκριμένα ΣΔΚΠ. Όπως σωστά αναφέρεται και στο Παράρτημα 1 (Annex 1. Infrastructure and early warning systems), ένα σημαντικό θέμα είναι αυτό της ακρίβειας (κυρίως υψομετρικής) των ψηφιακών μοντέλων εδάφους που χρησιμοποιούνται όπως επίσης και το θέμα της πλήρους λεπτομερούς αποτύπωση όλων των τεχνικών έργων. Επίσης, για την οριστική διαστασιολόγηση αντιπλημμυρικών έργων απαιτείται αναλυτικότερη σχηματοποίηση και λεπτομερέστερη απόδοση της υφιστάμενης γεωμετρίας στα μοντέλα. Σημειώνεται πάντως ότι σκοπός των Σχεδίων Διαχείρισης Κινδύνων Πλημμύρας δεν είναι ο οριστικός σχεδιασμός των έργων αλλά η κατάστρωση στρατηγικών προτάσεων. Επισημαίνεται ότι στην Ελλάδα υπάρχει πληθώρα εξειδικευμένων επιστημόνων σε θέματα υδρολογίας και υδραυλικής που μπορούν να καλύψουν τα αντικείμενα αυτά (αυτή τη στιγμή η Ελλάδα “εξάγει” εξειδικευμένους επιστήμονες και σε αυτόν το τομέα όπως σε όλους τους τομεις).
    Στο τεύχος της Περίληψης (σελ. 9) αναφέρεται ότι «τα υφιστάμενα μοντέλα που έχουν δημιουργηθεί με το HEC-RAS και οι πληροφορίες που έχουν συλλεγεί για αυτόν το σκοπό μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως βάση για περαιτέρω εφαρμογή του Master Plan. Η τελική επιλογή των λογισμικών πακέτων για το πλημμυρικό μοντέλο πρέπει, ωστόσο, να βασίζεται σε πιο λεπτομερή αξιολόγηση των υφιστάμενωνμοντέλων και σε ομοιόμορφη εφαρμογή βασισμένη στην εθνική στρατηγική και να μην έχει εκτελεστεί από διαφορετικούς οργανισμούς».
    Σημειώνεται ότι τα μοντέλα που έχουν αναπτυχθεί για τα Σχέδια Διαχείρισης Κινδύνων Πλημμύρας που εκπονεί το ΥΠΕΝ (Γενική Διεύθυνση Υδάτων) σε εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2007/60/ΕΚ, υλοποιούνται στο πλαίσιο εθνικής στρατηγικής για τις πλημμύρες και εφαρμόζουν ενιαία μεθοδολογία που έχει αναπτυχθεί από τη Γενική Διεύθυνση Υδάτων.
     Επιπλέον στη σελ. 38 V1 αναφέρεται ότι «συνιστάται ανεπιφύλακτα στους προγραμματιστές αυτών των μοντέλων να λάβουν γνώση του MASTER PAN ώστε να αναδιαρθρώσουν και να βελτιώσουν τα μοντέλα αναζητώντας πιθανώς τη βοήθεια εξωτερικών εμπειρογνωμόνων στην προσομοίωση των πλημμυρικών φαινομένων (αγγλικό κείμενο : “In light of these findings, it is strongly recommended that the developers of these models receive this report. This collaboration will enable them to restructure and refine the models, potentially seeking the expertise of external flood modelling professionals”).
    Το επιστημονικό δυναμικό της χώρας είναι άρτια καταρτισμένο για την εκπόνηση τέτοιου είδους μελετών. Αυτό είναι δε καταφανές και από των αριθμών συναδέλφων που είναι εξωτερικοί εμπειρογνώμονες σε άλλες χώρες στο εξωτερικό. Εντούτοις, ο ελληνικός τεχνικός κόσμος ποτέ δε δίστασε και δε θα διστάσει να ζητήσει εξειδικευμένες υπηρεσίες αναγνωρισμένων Ελλήνων και ξένων επιστημόνων σε ειδικά θέματα.

  • 29 Μαρτίου 2024, 14:54 | Νίκος Ράπτης

    1. Το Master Plan χαρακτηρίζεται από νομική ασυμβατότητα με το δίκαιο της ΕΕ για τα ύδατα και τις πλημμύρες.
    Πιο συγκεκριμένα, το master plan δεν εντάσσεται στο πλαίσιο των υποχρεώσεων της χώρας για εφαρμογή των οδηγιών 2000/60/ΕΚ για τα ύδατα και 2007/60/ΕΕ για τις πλημμύρες, ούτε στην εθνική νομοθεσία για τη διαχείριση των υδάτων.

    Ενδεικτικά, οι προδιαγραφές (που δεν τηρούνται στο Master Plan) προβλέπουν :
    -Εκτίμηση με διαφανή και έγκυρα ποσοτικά και ποιοτικά δεδομένα της κατάστασης των υδάτινων σωμάτων,
    -Καταγραφή και αξιολόγηση των κινδύνων πλημμύρας (όχι με γενικόλογες αναφορές), και
    -Αντιστοίχιση με συγκεκριμένα μέτρα.

    2. Η πρόταση για δημιουργία φορέα διαχείρισης των υδάτων είναι επί της αρχής σωστή. Όμως, η σαφής και επίμονη διατύπωση από την HVA του νομικού χαρακτήρα του προτεινόμενου οργανισμού διαχείρισης υδάτων ως «νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου (στην ελληνική περίληψη) “in order to follow the rules of the private economy”» (volyme II, ch. 4, p. 128) έχει πιθανότατα αντισυνταγματικό χαρακτήρα (με βάση και την απόφαση του ΣτΕ για την ΕΥΔΑΠ και τη ΔΕΥΑΘ), καθώς ζητάει αυτός ο φορέας να αναλάβει τη διοίκηση των υδάτινων πόρων και την εποπτεία εφαρμογής των οδηγιών της ΕΕ για τα ύδατα και για τις πλημμύρες (και εδώ ίσως υπάρχει και ζήτημα παραβίασης του δικαίου της ΕΕ, καθώς η εποπτεία της εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου αποτελεί υποχρέωση των κρατών και όχι ιδιωτικών οργανισμών).

    Το master plan επιδιώκει υποκατάσταση κρατικών εξουσιών και ιδιωτικοποίηση των υδάτινων πόρων, τους οποίους στη συνέχει πιθανότατα θα διαθέτει προς πώληση.
    Στην έκθεση, σαφέστατα προκρίνει νομική μορφή, όχι απλώς εταιρείας του δημοσίου (δηλ. νομικό πρόσωπο δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου), αλλά τονίζει ότι αυτός θα πρέπει να λειτουργεί με βάση τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας. Περιγράφει μάλιστα σε λεπτομέρεια μισθολογικά κίνητρα, αλλά και κάθε στοιχείο εξοπλισμού που θα πρέπει να αγοράσει το κράτος (όπως υπολογιστές και συγκεκριμένων προδιαγραφών (!) οθόνες και αυτοκίνητα 4Χ4) με τα οποία θα προικοδοτήσει την ιδιωτική αυτή εταιρεία. Υπάρχουν σοβαρότατες διαστάσεις αντισυνταγματικότητας, ίσως μάλιστα και εναντίωσης προς το δίκαιο της ΕΕ, καθώς προτείνει ο νέος οργανισμός να είναι αρμόδιος για την εφαρμογή των οδηγιών για τα ύδατα και για τις πλημμύρες (όχι το κράτος ή κάποιος δημόσιος επιστημονικός οργανισμός, αλλά μια ιδιωτική εταιρεία).

    3. Το Master Plan χαρακτηρίζεται από έλλειμμα επιστημονικής επάρκειας:
    -Δεν αναφέρεται επιστημονική ομάδα ή ειδικότητες που απασχολήθηκαν
    -Οι χάρτες είναι θολοί, με πληροφορία που δεν διευκρινίζεται, δίχως λεζάντες και αναφορά στις πηγές των πληροφοριών που αποτυπώνουν.
    -Δεν υπάρχουν πουθενά δεδομένα, ενώ σε κάποια σημεία ως πηγή πληροφοριών δίνονται γενικές αναφορές (πχ στο τεύχος για τις πλημμύρες, σελ. 43: «Data as provided by the Greek government», δίχως καμία περαιτέρω πηγή. Ομοίως και στη σελίδα 57).

    4. Η «διαβούλευση», από τέσσερα υπουργεία (!) (Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών, Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας) στα αγγλικά συνιστά κατάφωρη παραβίαση των κανονισμών για τη διαβούλευση και περίπτωση κακής διακυβέρνησης. Σε κάθε περίπτωση, τα αγγλικά δεν είναι επίσημη γλώσσα της χώρας μας και η παράνομη χρήση τους σε διαδικασία Διαβούλευσης αποκλείει a priori την έκφραση γνώμης από χιλιάδες Θεσσαλούς αγρότες και συλλογικότητες, η ζωή των οποίων εξαρτάται άμεσα από τα προτεινόμενα στο master plan.

  • 29 Μαρτίου 2024, 11:28 | ΔΗΜΟΣ ΑΓΡΙΝΙΟΥ – ΔΗΜΑΡΧΟΣ

    Είναι γεγονός ότι επί σαράντα και πλέον έτη η ελληνική πολιτεία παραμένει απλός παρατηρητής της λεηλασίας του υδροφόρου ορίζοντα του θεσσαλικού κάμπου και της κατασπατάλησης του νερού (π.χ. άρδευση με κανόνια τις θερμές ώρες της ημέρας, ανεξέλεγκτες γεωτρήσεις κλπ ).
    Μια πρακτική η οποία δεν έτυχε κανενός περιορισμού όλα αυτά τα χρόνια, ενώ πρόσφατα το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής έρχεται να αναδείξει τις επιπτώσεις της με βίαιο μάλιστα τρόπο.
    Απλά ήταν θέμα χρόνου να καταστούν μη αναστρέψιμες αυτές οι επιπτώσεις , χωρίς ωστόσο οι κάθε φορά υπεύθυνοι να συνετίζονται η να συμμορφώνονται στα νέα φυσικά και διαχειριστικά χαρακτηριστικά που προκύπταν.
    Χαρακτηριστικό παράδειγμα η υπό διαβούλευση παρούσα μελέτη της Ολλανδικής εταιρείας HVA η οποία υποτίθεται έρχεται να δώσει λύσεις μέσα από αιτιολογημένες και κοστολογημένες προτάσεις για την αντιπλημμυρική θωράκιση της Θεσσαλίας.
    Στην πραγματικότητα όμως όχι μόνο δεν εξυπηρετεί αυτή την στόχευση αλλά δυστυχώς μέσα από ένα διαφοροποιημένο και παραπλανητικό πλαίσιο προτάσεων και πρωτοβουλιών στην ουσία παραπέμπει στις μέχρι τώρα προαναφερόμενες πρακτικές των προηγούμενων χρόνων.
    Χαρακτηριστικό παράδειγμα η πρόταση της για την κάλυψη των υποτιθέμενων υδατικών αναγκών της Θεσσαλίας μέσω της έκτροπης του Αχελώου ποταμού στην Θεσσαλία.
    Μια εκτροπή η νομιμότητα της οποίας έχει κριθεί αρνητικά στο παρελθόν από Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, αλλά και έξι φορές από το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣΤΕ) της χώρας μας.
    Μάλιστα η τελευταία καταδικαστική απόφαση καταπέλτης του ΣΤΕ το 2014, δεν αφήνει κανένα περιθώριο για περεταίρω παρερμηνείες η νέες πρωτοβουλίες σχετικά.
    Άλλωστε μόνο τυχαίο δεν είναι και το γεγονός ότι τα προηγούμενα χρόνια κανένα έργο στην κατεύθυνση της εκτροπής δεν χρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και ούτε κάτι τέτοιο προβλέπεται.
    Και αντί όλη αυτή η πραγματικότητα γύρω από τις προηγούμενες απόπειρες για την έκτροπη του Αχελώου στην Θεσσαλία αποτελέσει ανασταλτικό παράγοντα για οπουδήποτε περεταίρω σκέψη για επανάληψη της, έρχεται η παρούσα μελέτη να την επαναφέρει στο προσκήνιο αγνοώντας κυριολεκτικά και προκλητικά την νομιμότητα και τις πραγματικές της διαστάσεις.
    Με άλλα λόγια, αντί να λάβει και να επιβάλει τα αναγκαία προληπτικά, καταστατικά και κατασταλτικά μέτρα, που θα δώσουν λύσεις και στα προβλήματα της Θεσσαλίας και θα της προσδώσουν προοπτικές ανάπτυξης, επιμένει αναίτια σε μια φαραωνικών διαστάσεων παρέμβαση.
    Μια παρέμβαση με καταστροφικές και μη αναστρέψιμες συνέπειες στην φέρουσα ικανότητα του σημαντικότερου υδατικού πόρου της χώρας, στο φυσικό περιβάλλον της Δυτικής Ελλάδος και όχι μόνο, στην Εθνική μας Οικονομία, αλλά και σε αυτή της Θεσσαλίας.
    Με βάση τα παραπάνω θεωρούμε ότι το περιεχόμενο της μελέτης και ειδικά αυτό που αναφέρεται στην εκ νέου δρομολόγηση της εκτροπής του Αχελώου στην Θεσσαλία, στερείται νομικών, τεχνικών, οικονομικών, αλλά και κοινωνικών ερεισμάτων που σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να μας αφήνει αδιάφορους.

  • 29 Μαρτίου 2024, 10:26 | Ρητάς Βασίλης

    Η παρέμβαση μου αυτή αφορά μόνο τη Μεταμόρφωση Καρδίτσας (η εικόνα με το πλημμυρισμένο χωριό με τα κόκκινα κεραμίδια έχει προβληθεί σε όλο τον κόσμο), η οποία μπορεί να σωθεί και οι πλημμυροπαθείς κάτοικοι να μην γίνουν οι ΠΡΩΤΟΙ ΚΛΙΜΑΤΙΚΟΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ στην Ευρώπη.Στη σελίδα 64 γίνεται ισχυρή σύσταση να ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΦΘΕΙ Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ (abandonment of the entire village) ΚΑΙ ΟΧΙ ΑΠΛΑ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗ, λόγω δυσκολίας στην προστασία του χωριού και βιώσιμων επιλογών εκκένωσης.
    Σε όλα τα γύρω χωριά (Βλοχός, Κεραμίδι Μαραθέα , Κοσκινάς κλπ) που επλήγησαν στον ίδιο βαθμό και έχουν το ίδιο υψόμετρο περίπου (γύρω στα 90 μέτρα) , προβλέπεται (σελίδα 75 και 251) κατασκευή ή ενίσχυση αναχωμάτων και πλήρης προστασία αυτών.
    Στα χωριά Αστρίτσα και Αμπελος (σελ. 251) προτείνεται η κατασκευή αναχωμάτων ή εναλλακτικά να εξεταστεί η μετεγκατάσταση.
    Για τη Μεταμόρφωση δεν προβλέπεται στην απαρίθμηση των έργων (σελ. 251) κανένα έργο στο 2 ποτάμια εκατέρωθεν του χωριού.
    Η Μεταμόρφωση στη εικόνα 16 (σελ. 64) εμφανίζεται με μπλε χρώμα και περιλαμβάνεται στις πλημμυρικές ζώνες. Επιπλέον στη σελίδα 66 αναφέρεται ότι εφόσον εγκαταλειφθεί η Μεταμόρφωση, προτείνεται να κατασκευαστούν στον Καλέντζη πόρτες προς το χωριό για εκτόνωση των υδάτων και προστασία άλλων περιοχών.
    Για τη Μεταμόρφωση δεν αναφέρονται εναλλακτικές, με μόνη πρόταση την εγκατάλειψη του χωριού.
    Οι κάτοικοι δεν γνωρίζουν αυτή την προοπτική και καλούνται να αποφασίσουν χωρίς καμμιά επίσημη ενημέρωση, αν θα είναι οι ΠΡΩΤΟΙ ΚΛΙΜΑΤΙΚΟΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ στην Ευρώπη. Οι άτυπες συνελεύσεις των κατοίκων με ελάχιστη ενημέρωση και υπό το βάρος των συνθηκών, έδειξαν πρόθεση για μετεγκατάσταση, με την προοπτική όμως προστασίας και διατήρησης και αποκατάστασης της περιουσίας στο χωριό.
    Στη σελίδα 264 στα μακροπρόθεσμα μέτρα :
    Προτείνει μετεγκατάσταση της Μεταμόρφωσης σε απροσδιόριστη τοποθεσία, ΣΕ ΠΡΟΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΜΕΝΑ ΣΠΙΤΙΑ (prefab houses) και στην ίδια παράγραφο «ΧΩΡΙΣ ΚΑΜΜΙΑ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΓΙΑ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΕΣ ΚΑΤΟΙΚΙΕΣ». Σημειώνεται ότι δεν υπάρχει κατάλληλος χώρος για την «νέα Μεταμόρφωση» σε ακτίνα 10 χιλιομέτρων.Στη σελίδα 153 το τελευταίο έργο της λίστας αναφέρεται το κόστος 45 εκ για την ΠΙΘΑΝΗ ΜΕΤΕΓΚΑΤΑΤΑΣΗ του χωριού, χωρίς να διευκρινίζεται αν το ποσό αφορά υποδομές ή και κατοικίες. Στην ίδια παράγραφο αναφέρεται τεράστιος χρόνος ολοκλήρωσης του έργου (15 χρόνια !!!!) , χωρίς τον εύλογο προβληματισμό για την διαμονή των κατοίκων για 15 χρόνια χωρίς αποζημιώσεις για τις υφιστάμενες κατοικίες, που θα επιβιώνουν σαν πρόσφυγες στο ίδιο τους το χωριό.
    Ανεξάρτητα από την προοπτική μετεγκατάστασης, η πολιτεία έχει υποχρέωση για αποζημιώσεις των υφιστάμενων κατοικιών με τους υπάρχοντες νόμους και δεν είναι νόμιμη η εξαίρεση της πολύπαθης Μεταμόρφωσης. Σημειώνεται ότι πρόσφατα, μετά τον Daniel, η Ελλάδα παραπέμφθηκε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για την μη επικαιροποίηση αντιπλημμυρικής προστασίας και διαχείρισης υδάτων.Για να σωθεί ο κάμπος από μελλοντικές πλημύρες σύμφωνα με τη μελέτη, θα κατασκευασθούν ή θα ενισχυθούν 250 χιλιόμετρα αναχώματα.
    Υπάρχει τεχνική λύση (με χαμηλότερο κόστος) για τη Μεταμόρφωση με δημιουργία ασφαλούς νησίδας 4.000 στρ. , με ενίσχυση αναχωμάτων σε Καλέντζη και σε Λείψιμο (Ιταλικό), με περιορισμό της πλημμυρικής ζώνης μόνο κατά 10 εκατομμύρια κυβικά και δημιουργία οδών διαφυγής σε περίπτωση κίνδυνου προς τον Κοσκινά και αντιστρόφως.
    Οι κοινωνικές προεκτάσεις μιας μετεγκατάστασης («εγκατάλειψη» αναφέρει η μελέτη) είναι αυτονόητες και αν δεν γίνουν προσεκτικές και στοχευμένες ενέργειες θα οδηγηθούμε σε εγκατάλειψη της υπαίθρου και το βίαιο ξερίζωμα των πλημμυροπαθών κατοίκων, οι οποίοι δεν ευθύνονται για τις διαχρονικές παραλείψεις της πολιτείας.
    Εν κατακλείδι, προτείνω την θωράκιση της Μεταμόρφωσης, την αποκατάσταση των κατοικιών και στη συνέχεια χωρίς εκβιασμούς και διλήμματα, να αποφασιστεί αβίαστα η ενδεχόμενη μετακίνηση σε ασφαλέστερη περιοχή.Το Σχόλιο σας θα δημοσιευθεί μόλις ελεγχθεί απο τον διαχειριστή.

  • 28 Μαρτίου 2024, 21:47 | Λιακατάς Αθανάσιος

    ΠΡΟΤΑΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΚΕΦ. 4 ΤΟΥ MASTER PLAN, «COOPERATIVE APPROACH» (Λιακατάς Αθανάσιος, Γεωπόνος ΔΑΟ Π.Ε. Λάρισας)

    Η πρόταση του Master Plan για ενίσχυση του ρόλου των αγροτικών συνεταιρισμών (σελ. 34-35) θεωρώ πως είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Γι’ αυτό τον λόγο, θέτω στο τραπέζι της δημόσιας διαβούλευσης την παρακάτω πρόταση, η οποία σχετίζεται με την εφαρμογή μιας εναλλακτικής στρατηγικής εμπορίας των αγροτικών προϊόντων που θα συμβάλλει σημαντικά στην εξάλειψη των παθογενειών που υπάρχουν στην αλυσίδα εμπορίας και δεν επιτρέπουν στους Θεσσαλούς παραγωγούς να καρπωθούν την υπεραξία των προϊόντων τους. Ειδικότερα, αναφέρομαι στον θεσμό των Δημοπρατηρίων Αγροτικών Προϊόντων (ΔΑΠ) που σε χώρες όπως το Βέλγιο και η Ολλανδία, αποτελούν βασικό τρόπο εμπορίας των αγαθών τους εδώ και 70 χρόνια με μεγάλη επιτυχία.

    Τα ΔΑΠ είναι Συνεταιριστικές Αγροτικές Οργανώσεις που εφαρμόζουν σύγχρονες υπηρεσίες και πρακτικές, επιτρέποντας στους παραγωγούς να πουλούν τα προϊόντα τους απευθείας στους λιανεμπόρους, χωρίς μεσάζοντες, με τις τιμές να διαμορφώνονται κατόπιν ελεύθερης και διαφανούς διαπραγμάτευσης μεταξύ παραγωγών και αγοραστών, κάτι που στην Ελλάδα οι μικροί και κατακερματισμένοι Αγροτικοί Συνεταιρισμοί και οι Ομάδες Παραγωγών δεν μπορούν να επιτύχουν. Στα ΔΑΠ, η τιμή ανά ποιότητα προϊόντος καθορίζεται από ψηφιακά «ρολόγια» δημοπρασίας με τους αγοραστές να σταματούν το «ρολόι» στην τιμή που είναι διατεθειμένοι να αγοράσουν, πατώντας ένα κουμπί στην ατομική ηλεκτρονική κονσόλα τους. Με την εξέλιξη της τεχνολογίας, οι περισσότερες πωλήσεις – πλέον – πραγματοποιούνται μέσω διαδικτύου και από οποιοδήποτε σημείο του κόσμου, με τους υποψήφιους αγοραστές να μπορούν να παρακολουθούν το ρολόι της δημοπρασίας από την οθόνη του υπολογιστή τους στο γραφείο, παραγγέλνοντας προϊόντα. Αξιοσημείωτο είναι να αναφερθεί ότι οι υποψήφιοι αγοραστές αξιολογούνται και πιστοποιούνται από τα ΔΑΠ, καταθέτοντας προηγουμένως τραπεζικές εγγυητικές επιστολές για τη διασφάλιση των συναλλαγών.

    Στο Βέλγιο και στην Ολλανδία, κάθε πρωί, στις αμφιθεατρικές αίθουσες ΟΛΩΝ των ΔΑΠ και σε προκαθορισμένη ώρα για κάθε είδος προϊόντος, γίνονται οι αγοραπωλησίες ΟΛΗΣ της ημερήσιας παραγωγής των λαχανικών, εξαλείφοντας έτσι, κάθε προσπάθεια αθέμιτου ανταγωνισμού.

    Στο Βέλγιο, ο κύκλος εργασιών των τριών (3) μεγαλύτερων ΔΑΠ το 2022 ανήλθε στα 1,1 δις ευρώ. Η μερίδα του λέοντος ανήκε στην BELORTA με 492,3 εκ. ευρώ, ενώ το 2023 ο κύκλος εργασιών της ανήλθε στα 626 εκ. ευρώ, όταν στην Ελλάδα, ο τέως Υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Βαγγέλης Αποστόλου σε ομιλία του μέσα στη Βουλή το 2016, δήλωσε ότι «οι συνεταιρισμοί έχουν συνολικό κύκλο εργασιών 950 εκ. ευρώ και οφειλές που ξεπερνούν τα 2,4 δις. ευρώ, χωρίς να υπολογίζονται οι οφειλές προς τρίτους». (Τα μεγάλα «βαρίδια» της αγροτικής οικονομίας, 19.02.2024, http://www.kathimerini.gr). Λαμβάνοντας υπόψη ότι σύμφωνα με το Εθνικό Μητρώο Αγροτικών Συνεταιρισμών και άλλων συλλογικών φορέων, μέχρι τα τέλη Μαΐου 2022, οι ενήμεροι αγροτικοί συνεταιρισμοί στην Ελλάδα ήταν 1.114, γίνεται αντιληπτή η χαμηλή αξία των διακινούμενων προϊόντων ανά συνεταιρισμό στη χώρα μας (διαΝΕΟσις 2022, Προοπτικές και ευκαιρίες για τον πρωτογενή τομέα στην Ελλάδα).

    Αναφέρονται ενδεικτικά, μερικά από τα πολλά οφέλη από την ίδρυση ΔΑΠ:
    1) αύξηση διαπραγματευτικής ισχύος των συνεταιρισμών και υψηλότερες τιμές πώλησης,
    2) αποφυγή μεσαζόντων,
    3) περιορισμός του τεράστιου αριθμού χονδρεμπόρων που κερδοσκοπούν σε βάρος των παραγωγών και του καταναλωτή,
    4) μείωση της ψαλίδας μεταξύ των τιμών του παραγωγού και του καταναλωτή,
    5) «Αγορά μιας στάσης» – “One-Stop-Shop” για τους αγοραστές, με εξοικονόμηση χρημάτων και διευκόλυνση των συναλλασσόμενων μερών,
    6) διαφάνεια στις πωλήσεις και εξάλειψη κάθε υπόνοιας μεροληψίας προς οποιοδήποτε μέλος-πωλητή του ΔΑΠ,
    7) εξάλειψη της κομματικοποίησης και χειραγώγησης των μελών της Διοίκησης των Συνεταιρισμών όπως συμβαίνει στην Ελλάδα δυστυχώς μέχρι και σήμερα,
    8) εξάλειψη «μαύρης» διακίνησης προϊόντων (χωρίς τιμολόγια),
    9) καταπολέμηση της φοροδιαφυγής,
    10) εξάλειψη του φαινομένου των «εικονικών» τιμολογίων,
    11) εξάλειψη του φαινομένου των «ανοιχτών» τιμών,
    12) μείωση των «ελληνοποιήσεων» και
    13) δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.

    Στην Ελλάδα, το νομοθετικό πλαίσιο για την ίδρυση ΔΑΠ ρυθμίζεται με τον Ν.4015/2011 (Α’ 210) ο οποίος παραμένει ουσιαστικά ανενεργός, ενώ σύμφωνα με την παρ. 3 του ανωτέρω νόμου, δεν επιτρέπεται η ίδρυση περισσότερων των δύο (2) ΔΑΠ σε κάθε Περιφέρεια.

    Κλείνοντας, θεωρώ ότι ο Δήμος Λαρισαίων και ο Δήμος Τεμπών πλεονεκτούν έναντι άλλων Δήμων της Θεσσαλίας, καθώς βρίσκονται δίπλα στην Κεντρική Εθνική Οδό και στον κεντρικό εθνικό σιδηρόδρομο, και επομένως μπορούν επάξια να διεκδικήσουν την ίδρυση του πρώτου ΔΑΠ που δικαιούται η Περιφέρεια Θεσσαλίας, ενώ το δεύτερο ΔΑΠ θα μπορούσε να δημιουργηθεί στα διοικητικά όρια του Δήμου Τρικκαίων, πλησίον του Αυτοκινητόδρομου Κεντρικής Ελλάδας (Ε65) που σύντομα θα ολοκληρωθεί.

  • 28 Μαρτίου 2024, 20:55 | Γιώργος Βλάχος

    Α. Αρκετά από τα κρίσιμα συμπεράσματα είναι ατεκμηρίωτα:
    Ενδεικτικά παρατίθενται τα πλέον σημαντικά:
    1. Στις σελ 2-3 του VOLUME IV: AGRICULTURE & LIVESTOCK και συγκεκριμένα για τον Πίνακα που επιγράφεται Table 1: Agricultural shares in Thessaly’s economy υπάρχουν οι εξής παρατηρήσεις:
    α. Ο σκληρός σίτος είναι ξηρική καλλιέργεια συνεπώς δεν δικαιολογείται μερίδιο στο αρδευτικό νερό. Με δεδομένο μάλιστα ότι στην περιοχή εφαρμοζόταν και αγροπεριβαλλοντικό μέτρο που ενίσχυε την ξηρική καλλιέργεια αποζημιώνοντας τους παραγωγούς για την απώλεια εισοδήματος, είναι μάλλον παράδοξη η αναφορά.
    Σχόλιο: Συνεπώς ο υπολογισμός της σχετικής αποδοτικότητας του αρδευτικού ύδατος δεν έχει νόημα.
    β. Επίσης θα ήταν ενδιαφέρον να δεί κάποιος πώς ακριβώς υπολογίστηκε η 4η στήλη Relative productivity of land (relative EUR/Ha). (Ποιες αποδόσεις χρησιμοποιήθηκαν, ποιες τιμές, εάν λήφθηκαν υπόψη οι ενισχύσεις κλπ).
    Στην περίπτωση των μηρυκαστικών τι και πώς έχει υπολογιστεί ως απόδοση (Γάλα, Κρέας, Ισοδύναμο σε αγοραζόμενες ζωοτροφές;)
    Σχόλιο: Λείπει οποιαδήποτε τεκμηρίωση συνεπώς δεν έχει νόημα ο υπολογισμός
    γ. Για τον ίδιο πίνακα τέλος η χρήση στοιχείων του 2020 από την ΕΛΣΤΑΤ δημιουργεί κάποια ερωτήματα και ίσως ζητήματα συγκρισιμότητας με τα στοιχεία από τον ΟΠΕΚΕΠΕ. Αφού στο παράρτημα 3 Annex 3. Agricultural land use in Thessaly (2022) (HVA Master Plan Appendices, σελ 334) παρατίθενται ουσιωδώς διαφορετικά στοιχεία για το 2022 αλλά χωρίς πηγή.

    Συγκριτικά
    Μέγεθος Βαμβάκι Σκληρό σιτάρι Αραβόσιτος
    Στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ 2020 Arable land share 24% 32% 5,80%
    Άγνωστης πηγής στοιχεία 2022 Land use (Ha) 86.000 53.800 19.900

    Είναι προφανές ότι δεν είναι δυνατόν τα 53.800 εκτάρια να αποτελούν μεγαλύτερο τμήμα της έκτασης με αροτραίες από τα 86.000 εκτάρια. Συνεπώς ή σε μια διετία συνέβησαν δραματικές αλλαγές ή κάπου υπάρχει πρόβλημα.
    Σχόλιο: Οι υπολογισμοί για τις αρδευτικές ανάγκες δεν μπορούν να θεωρηθούν αξιόπιστοι.
    2. Στις σελίδες 4-7 του VOLUME IV: AGRICULTURE & LIVESTOCK
    Υπάρχει η παράθεση σειράς σεναρίων για το υδατικό έλλειμμα χωρίς να υπάρχει αναφορά στο πώς προέκυψαν.
    Σχόλιο: Συνεπώς δεν τεκμηριώνεται η ανάγκη για μεταφορά ύδατος
    3. Στη σελίδα 24 του VOLUME IV: AGRICULTURE & LIVESTOCK παρατίθεται διάγραμμα Figure 6: Global irrigation water values for selected crops (D’ Odorico, 2020). Γίνεται χρήση ενός «Παγκόσμιου» μέσου όρου για υπολογισμούς σε περιφερειακό επίπεδο.
    Σχόλιο: Εξαιρετικά προβληματική προσέγγιση και σίγουρα με κανένα τρόπο δεν τεκμηριώνει οποιοδήποτε συμπέρασμα.

    Γενικό σχόλιο: Οι υπολογισμοί επί του ύψους των αναγκών σε αρδευτικό νερό και του υδατικού ελλείμματος είναι παντελώς ατεκμηρίωτοι και όπου δίνονται κάποια ψήγματα στοιχείων είναι ακατάλληλα ή και πιθανότατα εντελώς λάθος

    Β. Υπάρχουν σημαντικά λάθη που υπονομεύουν την αξιοπιστία του σχεδίου
    Ενδεικτικά για τον τόμο VOLUME IV: AGRICULTURE & LIVESTOCK
    1. Σελ 15: A consensus drawn up by the International Plant Protection Convention (IPPC) suggests that the escalation of global temperatures heightens the probability of extreme weather events, characterized by both intensified rainfall and prolonged drought periods.

    α. Δεν υπάρχει τέτοια αναφορά στη βιβλιογραφία στο τέλος (HVA Master Plan Appendices) αλλά και
    β. μάλλον είναι λάθος. Πιθανότερο είναι να αναφέρονται στο IPCC (Intergovernmental Panel on Climate Change)

    2. Σελ 16 Conservation agriculture promotes better soil compaction
    Ακριβώς το αντίθετο επιδιώκει η γεωργία διατήρησης

    Για τον τόμο VOLUME II: WATER MANAGEMENT ORGANISATION
    1. Στη σελίδα 120 The national plan against desertification (EΘΙΑΓΕ, 2001)
    α. Δεν υπάρχει τέτοια αναφορά στη βιβλιογραφία στο τέλος (HVA Master Plan Appendices) αλλά και
    β. είναι λάθος. Το Εθνικό Σχέδιο είναι Υπουργική απόφαση και υπεύθυνη για τη Σύνταξή της ήταν η Εθνική Επιτροπή για την Καταπολέμηση της ερημοποίησης σε συμφωνία άλλωστε με τη σχετική συνθήκη των Ηνωμένων Εθνών (United Nations’ Convention for Combating Deserification, https://www.unccd.int/sites/default/files/naps/greece-eng2001.pdf)
    2. Στη σελίδα 120
    Currently, the main sources of state funding, in cases of major disasters, is E.U. (European Solidarity Fund (EUSF), Organization for Economic Co-operation and Development (OECD), European Investment Bank (EIB) etc
    Είναι σίγουροι οι συγγραφείς ότι ενισχύει ο ΟΟΣΑ με αποζημιώσεις;

    Γ. Το κυριώτερο όμως πρόβλημα του Σχεδίου είναι ότι απουσιάζουν εντελώς οι πολιτικές της Ευρωπαϊκή Ένωσης, και οι πράξεις εφαρμογής τους στην Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι αναφέρονται προσχηματικά

    Στον τόμο VOLUME II: WATER MANAGEMENT ORGANISATION
    Σελ 102
    “Evaluation model conceptualization Towards the effort to model our approach, a “water management” model has been created to list all the required activities, responsibilities, and authorities with the aim to present a wholistic water management approach. This model is based on the following key elements:
    • The EUs legislation regarding water management and flood risk management (EU directives 2000/60 and 2007/60).
    • Best practices, models and institutional settings used for water management worldwide.
    • Key elements in water management in Thessaly’s region.
    • Experts brainstorming sessions. Based on the above-mentioned analysis the water management key processes have been recognised and catalogued to help facilitate next steps of analysis, evaluation and design.”
    Σχόλιο: Λείπει αναφορά στα Σχέδια Διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμών και στο Σχέδια Αντιμετώπισης Πλημμυρών, στο Περιφερειακό Σχέδιο Προσαρμογής στην Κλιματική Αλλαγή του Υδατικού Διαμερίσματοις και της Περιφέρειας Θεσσαλίας αντίστοιχα.
    Σελ. 116
    «The only measure presented by the authorities is the promotion of water-saving irrigation techniques. Other effective (but highly unpopular) water demand management measures, such as the pricing of water, are not being considered.»
    Αγνοούνται 30 χρόνια εφαρμογής Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης με επενδύσεις στην εξοικονάμηση υδάτων, αγροπεριβαλλοντικά για την βελτίωση της ποιότητας των υδάτων και την προστασία των υδατικών πόρων (το πρόγραμμα για την αποφυγή της νιτρορρύπανσης εφαρμόζεται από το 1995) και 20 χρόνια εφαρμογής της πολλαπλής συμμόρφωσης (με Σχέδια Δράσης για την ευαίσθητη στα Νιτρικά ζώνη της Θεσσαλίας, Κώδικες Ορθής Γεωργικών Πρακτικών για την αποφυγή της Νιτρορύπανσης ).
    Σελ. 121 Benchmarks for Thessaly.
    Η ενασχόληση των συγγραφέων με την Οδηγία για τα νερά (2000/60,WFD) ήταν μάλλον επιφανειακή. Αν δεν ήταν έτσι θα έβλεπαν ότι αυτά που περιγράφουν (συμμετοχή κλπ) είναι υποχρεωτικά όπως και η τιμολόγηση του νερού που περιλαμβάνει το περιβαλλοντικό κόστος η οποία έχει ήδη ολοκληρωθεί στα υπό αναθεώρηση ΣΔΛΑΠ του 2017.
    Επίσης ενώ έχουν απόλυτο δίκιο για τις δυσλειτουργίες δεν αναφέρουν τίποτα από το υπάρχον, θεσμοθετημένο αλλά μη λειτουργικό σύστημα παρακολούθησης και ελέγχου (Π.χ. βάσει της Οδηγίας Πλαίσιο για τα νερά έχουν θεσμοθετηθεί
     Εθνικό Μητρώο Σημείων Υδροληψίας (http://lmt.ypeka.gr)
     Τοποθέτηση μη μηδενιζόμενου υδρoμέτρου
     Μητρώα με τα αδειοδοτημένα έργα συμπεριλαμβανομένων των έργων επιφανειακής ταμίευσης νερού (aepo.ypeka.gr)
     Από το Εθνικό Πρόγραμμα Παρακολούθησης Ποιότητας Υπόγειων Νερών παρακολουθείται η ποσοτική κατάσταση των υπόγειων υδάτων, προκειμένου να διαπιστωθεί η ταπείνωση ή όχι των υπόγειων υδροφόρων οριζόντων και συνεπώς να προκύψουν συμπεράσματα για τον τρόπο εκμετάλλευσης (υπεράντληση ή όχι) του υπόγειου υδατικού δυναμικού.)

    Οι δε σχετικές ελληνικές εφαρμοστικές κανονιστικές διατάξεις αναφέρονται στη βιβλιογραφία που βρίσκεται στο τέλος.
    Στον τόμο VOLUME IV: AGRICULTURE & LIVESTOCK
    1. Σελ 4 :Furthermore, it is imperative that the irrigation water per farm be minimized while concurrently enhancing individual farm revenues. Exploring various combinations offers the potential to reduce overall water consumption while simultaneously increasing their total income.

    Μα ακριβώς γι’αυτό το λόγο εφαρμόζονται εδώ και 29 χρόνια μέτρα πολιτικής της ΕΕ, τα οποία παρέχουν αποζημίωση στους παραγωγούς έναντι του απωλεσθέντος εισοδήματος ή του αυξημένου κόστους που προκαλούνται από τη μείωση της χρήσης αρδευτικού ύδατος. Οι συγγραφείς το αγνοούν ή επιλέγουν να μην το αναφέρουν;

    2. Σελ 14.: For this monetary charging system to be efficacious, accurate measurement of water consumption on each farm is essential, with charges corresponding to the volume used. It is imperative that the costs associated with water supply are lower than the assessed value of the water.

    Λείπει οποιαδήποτε αναφορά στην Οδηγία για τα νερά (60/2000) η οποία απαιτεί α.να υπάρχει τιμολόγηση του αρδευτικού νερού και β. η τιμολόγηση του νερού να λαμβάνει υπόψη το περιβαλλοντικό κόστος.
    Γι’αυτό το λόγο ήδη στο ΣΔΛΑΠ του 2017 υπάρχουν λεπτομερείς σχετικοί υπολογισμοί. Οι σχετικές ελληνικές εφαρμοστικές κανονιστικές διατάξεις αναφέρονται στη βιβλιογραφία που βρίσκεται στο τέλος.

    Οι συγγραφείς το αγνοούν ή επιλέγουν να μην το αναφέρουν;

    3. Σελ 16 :Constructing buffer strips with vegetation along contour lines represents an effective strategy to relieve significant runoff water. These vegetation strips play a key role by intercepting and slowing down the flow of water, allowing it enough time to get absorbed into the soil. Even if some water does not get absorbed, its reduced speed in the presence of vegetation ensures that, as it continues its downward path under the influence of gravity, it exerts less impact on the soil. This, in turn, results in reduced erosion compared to open fields without buffer strips, highlighting the protective and soil-conserving benefits of this water management approach..

    Η δημιουργία ακαλλιέργητων ζωνών σε περιοχές με κλίση περιέχεται ως υποχρέωση της ενισχυμένης αιρεσιμότητας στο Στρατηγικό Σχέδιο της ΚΑΠ (ΣΣΚΑΠ) το οποίο εφαρμόζεται από 1/1/2023. Επίσης, στο ίδιο προβλέπεται ενίσχυση τόσο για την καλλιέργεια σε αναβαθμίδες όσο και για την κατασκευή αναβαθμίδων.

    Οι συγγραφείς το αγνοούν ή επιλέγουν να μην το αναφέρουν;

    4. Σελ 16 : Buffer strips offer an additional advantage by minimizing the runoff of fertilizers and pesticides, thereby reducing surface water pollution. These strips act as a natural filter, capturing and retaining these substances before they reach water bodies. As water infiltrates the soil within the buffer strips, the vegetation present will likely utilize nutrients and pesticides, decreasing the fraction that ultimately seeps into the groundwater. This results in a lower overall environmental load of nutrients and pesticides, showcasing the ecological benefits of incorporating buffer strips into agricultural landscapes

    Στο ΣΣΚΑΠ το οποίο εφαρμόζεται από 1/1/2023, ισχύει απαγόρευση χρήσης εισροών για 3 – 6 μέτρα από υδροφορείς, ανάλογα με την κλίση και ενισχύεται η σπορά των ζωνών αυτών.

    Οι συγγραφείς το αγνοούν ή επιλέγουν να μην το αναφέρουν;

    5. Σελ. 25 : The economic viability of continuing cultivation of these crops in Thessaly hinges on the implementation of interbasin water transfer from the Achelous Basin

    Εντελώς ανακριβής ισχυρισμός αφού υπάρχουν και εφαρμόζονται εδώ και τρεις δεκαετίες μέτρα ενίσχυσης της φιλοπεριβαλλοντικής διαχείρισης.

    6. Σελ 25: Despite consuming over 50% of irrigation water, cotton contributes only 12.8% to the sector’s revenues. By contrast, sectors with lower water demand, such as vegetables (22.6%) and fruits (15.6%), make more substantial contributions to Thessaly’s economy.

    Ενδεικτικά για το βαμβάκι Ενισχύσεις στο βαμβάκι δίνονται από το 1981 που η Ελλάδα μπήκε στην ΕΟΚ.
    Και η καλλιέργεια βαμβακιού από το 2003 και εντεύθεν, πέραν της βασικής (ενιαίας) που εισπράττουν όλες οι ετήσιες καλλιέργειες επιδοτείται και με την ειδική ενίσχυση για το βαμβάκι.

    Έχουν υπολογιστεί οι κοινοτικές επιδοτήσεις και ο ρόλος τους;

    While the irrigation water value for cotton specifically in Thessaly has not been researched, studies conducted in neighboring Turkey have established a value of 0.15 US $/m3 for cotton (Aydogdu, 2018), (Esetlili, 2022).

    Ενδεικτικά και μόνο από το ΓΠΑ υπάρχουν ειδικά για τη Θεσσαλία την ΚΑΠ και το αρδευτικό νερό οι ακόλουθες δημοσιεύσεις σε επιστημονικά περιοδικά:

    i. Kampas, A., and Rozakis, S (2017). On the Scarcity Value of Irrigation Water: Juxtaposing Two Market Estimating Approaches, Water Resources Management 31(4), 1257-1269

    ii. Kampas A, Petsakos A, Vasilaki A, Stefopoulou A (2014) Rapid assessment of irrigation full cost: an application for the Pinios local Organization for Land Reclamation, Greece. Water Resources and Economics 6:58–73

    iii. Kampas, A., Petsakos, A. and Rozakis, S. (2012). Price induced irrigation water saving: Unravelling conflicts and synergies between European agricultural and water policies for a Greek Water District, Agricultural Systems 113: 28-38.,

    iv. Botonaki A., Mattas K., Rozakis S., Tsiboukas K.(2009). «Impact of European policy changes on the decisions of cotton producers in Greece». Cahiers Agricultures 18 402-407

    v. Petsakos A., Rozakis K., Tsiboukas K (2009), «Risk optimal farm plans in the context of decoupled subsidy payments: the case of cotton production in Thessaly , Journal of Farm Management, 13(7): 467-483

    vi. Korasidis M., Rozakis S., Tsiboukas K. (2008), «CAP Reform Impacts To Greek Cotton Farmers: A Mathematical Programming Approach, Journal of Agricultural and Food Economics, 3(1-2): 85-106

    7. Σελ 27: The region has received crucial cross-compliance support from the EU, particularly under EU implementing regulation 2017/1185, fostering the popularity of cotton cultivation among Thessalian farmers

    α. Δεν υπάρχει cross – compliance support. Η πολλαπλή συμμόρφωση είναι ένα σύνολο κανόνων που υποχρεούνται να εφαρμόζουν οι παραγωγοί γγια να εισπράξουν τις ενισχύσεις της ΚΑΠ.
    β.Όπως προαναφέρθηκε ενισχύσεις στο βαμβάκι δίνονται από το 1981 που η Ελλάδα μπήκε στην ΕΟΚ και τότε άρχισε η μεγάλη στροφή προς το βαμβάκι
    γ.Η καλλιέργεια βαμβακιού από το 2003 και εντεύθεν, πέραν της βασικής (ενιαίας) που εισπράττουν όλες οι ετήσιες καλλιέργειες (μάλλον αυτό εννοούν οι συγγραφείς με το cross compliance), ενισχύεται και με την ειδική ενίσχυση για το βαμβάκι.

    8. Σελ 43 : While the recommended measures outlined in the Water Management Plan can reduce the probability of recurrenτ floods, it is unlikely to eliminate the risk across all areas.

    Για αυτό το λόγο υπάρχουν τα σχέδια για τις πλημμύρες της Οδηγίας 2007/60.

    9. Σελ 49:
    Policy support and regulatory frameworks: Enabling policy environments and supportive regulatory frameworks are essential for creating an enabling environment conducive to the growth and development of family-based enterprises. The development program should advocate for policies that prioritize smallholder farmers and livestock keepers, promote inclusive growth, protect land rights, ensure access to natural resources, and facilitate equitable market participation. Additionally, streamlining administrative procedures, reducing bureaucratic barriers, and providing incentives for entrepreneurship will foster a conducive business environment for family-based enterprises to thrive.

    Πάρα πολύ σωστές προτάσεις μόνο που αποτελούν απλή επανάληψη των αρχών της ΚΑΠ.

    10. Σελ 56: By reallocating subsidies so that farmers are encouraged to cultivate crops such as sesame that can be rainfed or higher value crops that utilize much less water will promote the survival of the region as a whole by conserving water and energy. Subsidies need to support sustainable agriculture and promote investments that engender greater food security, climate resilience and market competitiveness. Subsidies should also be designated for crops that add value by having EU labels for Protected Designation of Origin (PDO) or Protected Geographical Indications (PGI).

    Ήδη υπάρχουν στο ΣΣΚΑΠ 2023-2027 αλλά και παλαιότερα, όχι βέβαια για το σουσάμι

    Συμπερασματικά, η αγνόηση ή άγνοια περί την ΚΑΠ και την Περιβαλλοντική Πολιτική (ειδικά την Οδηγία για τα νερά 2000/60), στερούν από τις προτάσεις πολιτικής του σχεδίου οποιαδήποτε επιχειρησιακή αξία αφού είναι γενικόλογες και ήδη παρωχημένες.

  • 28 Μαρτίου 2024, 15:25 | ΤΕΕ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ

    ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΕΕ ΑΙΤ/ΝΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟ MASTER PLAN WATER MANAGEMENT IN THESSALY IN THE WAKE OF STORM DANIEL How to Address Thessaly’s Water-Related Agricultural Challenges

    1. ΣΧΟΛΙΑ
    • Το σύνολο των τευχών και όχι μόνο η περίληψη θα έπρεπε να έχουν μεταφραστεί στην Ελληνική Γλώσσα προτού βγει σε διαβούλευση το σχέδιο.
    • Τα τεύχη έχουν ασαφή δομή: απουσιάζουν οι πίνακες περιεχομένων, η διάρθρωση σε υποκεφάλαια και η αρίθμησή τους καθιστώντας δύσκολο να κατανοηθεί η δομή τους.
    • Σε πολλά σημεία εντός του κειμένου απουσιάζουν οι πηγές και οι βιβλιογραφίες.
    • Οι χάρτες μέσα στα τεύχη έχουν πολύ χαμηλή ανάλυση. Ιδανικά θα μπορούσαν να συνοδεύουν τα τεύχη ως σχέδια κατάλληλης κλίμακας.
    • Η περίοδος διαβούλευσης (13-29 Μαρτίου) συνέπεσε μέσα σε 2 γενικές αργίες και θα μπορούσε να ήταν λίγο μεγαλύτερη.
    • Δεν υπάρχει αναφορά ποια είναι η ομάδα μελέτης, ποιο είναι το ακαδημαϊκό τους υπόβαθρο και οι τομείς ειδίκευσής τους.
    • Δεν υπάρχει ξεκάθαρη αναφορά πώς σχετίζεται το συγκεκριμένο Masterplan με τα Σχέδια Διαχείρισης Λεκανών Απορροής και τα Σχέδια Διαχείρισης Κινδύνων Πλημμύρας του Υδατικού Διαμερίσματος της Θεσσαλίας, τα οποία τελούν υπό αναθεώρηση. Πώς προέκυψε αυτή η μελέτη; Αποτελεί κάποιο μέτρο των ΣΔΛΑΠ;
    • Η πρόταση των μέτρων σε όλα τα τεύχη, πέραν της ανάλυσής τους σε κείμενο θα πρέπει να συνοψίζεται σε πίνακες που να ανατρέχονται εύκολα και να παρουσιάζονται σε χάρτες. Θα μπορούσε να υιοθετηθεί μια δομή πρότασης μέτρων παρόμοια με των ΣΔΛΑΠ. Επίσης, θα μπορούσε να παρουσιαστεί η αντιστοιχία των προτεινόμενων μέτρων σε σχέση με τα προτεινόμενα μέτρα από τα ΣΔΛΑΠ και τα ΣΔΚΠ.


    2. ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΣΧΟΛΙΑ
    • Στη σελ. 7 του Τεύχους Περίληψης αναφέρεται: «This Master Plan focuses on short-term actions and interventions that can be implemented rapidly rather than conduct exhaustive research into what might be the most cost-efficient.». Η απόδοση στο ελληνικό κείμενο είναι ελλιπής.
    • Στη σελ. 31 του Τόμου Ι αναφέρεται: «Some hydrologists have approximated the annual overexploitation of groundwater at 477 to 511 million m3 over recent years. However, HVA’s hydrologists consider this to be a conservative estimate, pointing out that the groundwater recharge may be less than accounted for in these calculations.» Ποιοι είναι αυτοί οι «κάποιοι υδρολόγοι;» και ποιοι είναι οι υδρολόγοι της HVA? Πώς φτάνουν σε αυτό το συμπέρασμα;
    • Στη σελίδα 32 του Τόμου Ι αναφέρεται: «In order to enhance water conservation and management in the region, various options are available. These include the construction of dams, inter-catchment transfers sourced from the Achelous River Basin, the implementation of both in-situ and ex-situ water harvesting techniques, artificial recharge methods, and the reuse of drainage and wastewater.» Στη σελίδα 32 του πρώτου κιόλας τόμου αναφέρεται το ευαίσθητο και πολυτάραχο θέμα της εκτροπής του Αχελώου ως ένα πιθανό μέτρο για αύξηση των αποθεμάτων νερού, τοποθετώντας το στην ίδια σημασία και ευκολία εφαρμογής του με αυτή των μέτρων που μπορούν να εφαρμοστούν εντός της ζώνης της Θεσσαλίας (όπως την κατασκευή πρόσθετων φραγμάτων, την αλλαγή αρδευτικών πολιτικών, τον τεχνητό εμπλουτισμό και την επαναξιοποίηση νερού) και αγνοώντας το ιστορικό των πολλαπλών ενστάσεων της ιδέας αυτής από πληθώρα παραγόντων, κατά τη διαβούλευση των ΣΔΛΑΠ αλλά και από το ΣΤΕ.
    • Στη σελίδα 32 του Τόμου Ι αναφέρεται: « This simplification comes from the acknowledgment that the existing statistical benchmarks for calculating the likelihood of floods, based on return periods of 50, 100, and 1000 years, are no longer deemed accurate. Instead, this Master Plan operates on the assumption that events like the Storm Daniel, which caused significant flooding, are now «likely to occur»5 with increased frequency and intensity. Recognizing the evolving nature of extreme weather events, particularly in the context of climate change, Thessaly requires protection appropriate for these changing realities. Therefore, the Master Plan designates the areas that experienced inundation following Storm Daniel as those with a high likelihood of flooding6» και στην υποσημείωση λέει: «The area flooded by Storm Daniel was fairly comparable to the areas that were predicted in the Flood Management Plan (FMP) would be inundated in a 1:1000 years event.» Ο σχεδιασμός των υδραυλικών (και όχι μόνο) έργων έχει ως ορόσημο την περίοδο επαναφοράς ή αλλιώς τη συχνότητα εμφάνισης ενός συμβάντος που πυροδοτεί μια αστοχία και βασίζεται σε στατιστικές μεθόδους. Οι οικονομοτεχνικές μελέτες και οι μελέτες σκοπιμότητας λαμβάνουν υπόψη τους την περίοδο επαναφοράς. Η διαδικασία αυτή δεν θα πρέπει να παραληφθεί ή να απλοποιηθεί στα πλαίσια ενός Masterplan που προτείνει μέτρα πλημμυρικής προστασίας, δεδομένου ότι εξετάζει εκτός των άλλων και την οικονομική τους ιεράρχηση.
    • Στη σελίδα 37 του Τόμου Ι αναφέρεται: «Areas with high likelihood of floods» Θεωρούμε άστοχο τον ορισμό των περιοχών που επλήγησαν από το φαινόμενο Daniel ως περιοχές με «μεγάλη πιθανότητα σε πλημμύρα». Σύμφωνα με τα Σχέδια Διαχείρισης Κινδύνων πλημμύρας, η περίοδος επαναφοράς που αντιστοιχεί στο φαινόμενο Daniel και που αποδεδειγμένα ήταν πάνω από 100 έτη, δεν θεωρείται ως μεγάλης πιθανότητας να συμβεί. Η μη εφαρμογή στατιστικών μεθόδων καθιστά μη αποτελεσματική την ιεράρχηση των απαραίτητων μέτρων αντιπλημμυρικής προστασίας.
    • Στη σελίδα 39 του Τόμου Ι αναφέρεται: «It is essential to acknowledge that while grey infrastructure has proven effective in managing floods, the associated environmental impacts and potential drawbacks should be carefully considered.» Παρότι εδώ αναφέρεται ως γενική ιδέα η έννοια της εξέτασης των περιβαλλοντικών συνεπειών, εντούτοις δεν φαίνεται να έχει ληφθεί υπόψη ο παράγοντας αυτός στην διαμόρφωση των προτεινόμενων μέτρων ή αν έχει ληφθεί δεν αναφέρεται ρητά. Επίσης δεν αναλύεται επαρκώς η εξέταση εναλλακτικών λύσεων.
    • Στη σελίδα 40 του Τόμου Ι αναφέρεται: «However, the evidence supporting the effectiveness and efficiency of NBS in large-scale projects, such as mitigating flooding in river basins, is currently limited. It is noteworthy that NBS generally requires significant space, with wetlands and forests occupying larger areas compared to conventional structures such as dykes and dams.» Να αναφερθεί εάν εξετάστηκαν τέτοιες nature based solutions (NBS) σε επιλεγμένα σημεία του Θεσσαλικού κάμπου. Μία λύση που ήδη εφαρμόζεται στην Ελλάδα στα πλημμυρικά πεδία ποταμών είναι η εποχική τους καλλιέργεια κατά τους καλοκαιρινούς μήνες όπου συνήθως δεν αναμένονται πλημμυρικά φαινόμενα.
    • Στις εικόνες των σελ. 43-44-45 του Τόμου Ι: Απουσιάζει η αναφορά των κριτηρίων που διαχωρίζουν τις high risk και low risk areas. Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η εξίσωση Κρίσεων και Καταστροφών είναι:
    Risk (Κίνδυνος) = Hazard (Επικινδυνότητα) x Vulnerability (Τρωτότητα) και να αναλυθούν οι περιοχές και οι χρήσεις γης με βάση αυτή τη θεώρηση.
    • Στη σελίδα 52 του Τόμου Ι αναφέρεται: «The Master Plan has, however, investigated the option to construct a limited number (23) of dams as alternative for check dams and nature-based solutions. (…) The designs presented are conceptual and need to be refined with the use of a more detailed hydrological model.» Υπάρχουν εκτιμήσεις για το πώς μπορούν τα μεγαλύτερα αυτά φράγματα να εξυπηρετήσουν αρδευτικούς σκοπούς και πώς μπορούν να λειτουργήσουν συνεργατικά με τα υφιστάμενα αλλά και με τα προς κατασκευή φράγματα; Πώς θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις αρδευτικές ανάγκες;
    • Στη σελίδα 6 του Τόμου ΙV αναφέρεται: «With the groundwater in the Almyros Aquifer being depleted at a rate of 500 million m3.» Χρειάζεται παραπομπή ή και περαιτέρω ανάλυση πώς προκύπτει αυτό το νούμερο.
    • Στη σελίδα 6 του Τόμου ΙV στον πίνακα του αθροιστικού ελλείματος:
    o Χρειάζεται αναλυτικότερη διάρθρωση του πίνακα, ώστε να διαχωρίζονται οι προστιθέμενες από τις εναλλακτικές λύσεις. Γιατί τα νούμερα εμφανίζουν αυξομοιώσεις; Δεν προστίθενται διαδοχικά όλα τα μέτρα;
    o Στα ποσά αυτά συνυπολογίζεται η εξοικονόμηση από την αναδιάρθρωση και τον εκσυγχρονισμό των αρδευτικών δικτύων;
    o Στα ποσά αυτά φαίνεται ότι δεν συνυπολογίζεται η συνέργεια των προτεινόμενων 23 φραγμάτων αλλά και των εν εξελίξει.
    o Η επίδραση της κλιματικής αλλαγής εφόσον αφορά σε μείωση των βροχοπτώσεων μέχρι το 2050 γιατί συνυπολογίζεται από το έτος 1;
    o Από το έλλειμα νερού έχουν αφαιρεθεί οι περιοχές που προτείνεται να μην καλλιεργηθούν ξανά και να αφεθούν στις πλημμυρικές ζώνες; Πόση είναι η έκτασή τους;
    • Στη σελίδα 7 του Τόμου ΙV αναφέρεται: «Hence, even if the above reforms are undertaken, the best and most sustainable solution would be to also divert the Achelous River.» Έχουν ληφθεί υπόψη η πληθώρα αμφιβολιών σχετικά με την βιωσιμότητα της συγκεκριμένης λύσης και τις περιβαλλοντικές συνέπειες στο οικοσύστημα του Αχελώου;
    • Στη σελίδα 39 του Τόμου ΙV αναφέρεται: «Converting irrigated land into photovoltaic (PV) solar parks is a financially viable alternative, albeit with high initial investments (Sargentis, et al., 2021). While this change may compromise food security, it would enhance energy security in Greece.» Ενεργειακή ασφάλεια έχει ήδη η Ελλάδα.
    • Στη σελίδα 11, στον πίνακα 11 του Τόμου V, όπου αναφέρεται το κόστος των διαφόρων μέτρων, δίνεται η αίσθηση πως τα φράγματα υπο-κοστολογούνται ενώ τα αντιπλημμυρικά έργα (τάφροι, αναχώματα) υπερ-κοστολογούνται.

    3. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
    Είναι ευρέως γνωστό στον τεχνικό κόσμο ότι η έλλειψη χρόνου επηρεάζει με πρόσημο αρνητικό την ποιότητα μιας μελέτης. Σε πολλά σημεία του Masterplan τονίζεται αυτή η έλλειψη χρόνου, επιτάσσεται ότι πρέπει να ληφθούν μέτρα άμεσα και γίνεται αναζήτηση γρήγορων λύσεων.
    Τα ζητήματα που επιχειρεί να λύσει το Masterplan είναι τρία: Η ανάκαμψη της περιοχής από τις καταστροφικές πλημμύρες του Ιανού και του Daniel, η μελλοντική αντιπλημμυρική θωράκιση των υποδομών σε ενδεχόμενο αντίστοιχο συμβάν και η αντιμετώπιση της ξηρασίας η οποία θίγει την αγροτική περιοχή. Άποψή μας είναι πως για ένα τόσο πολύπλοκο θέμα θα πρέπει να καταστρωθεί ένα αναλυτικότερο σχέδιο που να παρουσιάζει με σαφήνεια τις εναλλακτικές λύσεις (και τον συνδυασμό τους) και να διερευνά την ικανότητα επίτευξής τους μέσα από περιβαλλοντικά, κοινωνικά, οικονομικά κριτήρια. Αυτονόητο είναι ότι μελέτες που αποτελούν Masterplan μεγάλων και σημαντικών περιοχών όπως η Θεσσαλία, προκειμένου να είναι ισχυρές απέναντι στον αντίλογο αλλά και για να κερδίσουν σεβασμό στον πληθυσμό που επηρεάζουν, θα πρέπει να είναι επαρκώς και επιστημονικά τεκμηριωμένες.
    Το παρόν κείμενο που τίθεται προς διαβούλευση φαίνεται ότι δεν επιτυγχάνει το στόχο του. Αυτό φαίνεται από τον πρόχειρο τρόπο που είναι δομημένο το κείμενο, από την φτωχή παρουσίαση των διαφόρων δεδομένων και των ισχυρισμών του και από την μεθοδολογική του προσέγγιση, η οποία ως φαίνεται έχει ως στόχο την διατήρηση της γιγαντωμένης αγροτικής εκμετάλλευσης της περιοχής, με κάθε κόστος και εις βάρος των φυσικών πόρων. Μάλιστα, η πρόταση της ολικής αλλαγής των υπαρχόντων καλλιεργειών βαμβακιού, σιτηρών και δημητριακών σε λαχανικά και οπωροκηπευτικά δεν συνάδει με τις αρχές της ΚΑΠ που επιτάσσουν την αυτάρκεια. Επιπλέον, οι θέσεις του Masterplan φαίνονται να έρχονται σε αντίφαση με την σελίδα 283 του προσχεδίου της 2ης Αναθεώρησης του ΣΔΛΑΠ Θεσσαλίας όπου αναφέρεται ότι οι αρδευόμενες εκτάσεις αυξάνονται κατά 11%. Επιπλέον κατά την άποψή μας χρήζει μεγαλύτερης διερεύνησης η διάθεση/ δέσμευση αγροτικών εκτάσεων αφενός για την εκτόνωση των πλημμυρικών φαινομένων των υδάτινων σωμάτων (floodplains) και αφετέρου για την κατασκευή των προτεινόμενων παράλληλων έργων διευθέτησης με σαφέστερη παρουσίασή τους τους σε χάρτες και εκτίμηση της συνεισφοράς τους στην αποφόρτιση των αρδευτικών αναγκών. Τέλος, το ζήτημα της εκτροπής – πιο σωστά της μεταφοράς νερού από τον Αχελώο – είναι μέτρο ύστατης λύσης και όχι άμεσα εφαρμόσιμης, όπως παρουσιάζεται στο Masterplpan. Η εξέταση της μεταφοράς νερού από τον Αχελώο θα πρέπει να γίνει αφού πρώτα αναλυθεί και εφαρμοστεί ένας αποδοτικός συνδυασμός μέτρων εξοικονόμησης και εξεύρεσης νερού εντός της Θεσσαλίας (δηλαδή κατασκευή φραγμάτων πολλαπλού σκοπού σε στρατηγικές περιοχές, ο εκσυγχρονισμός του αρδευτικού δικτύου, η αναδιάρθρωση καλλιεργειών) και στη συνέχεια αφού γίνει τμηματική επαναξιολόγηση των αρδευτικών αναγκών σε πραγματικό χρόνο (feedback real-time)

  • 28 Μαρτίου 2024, 15:42 | Περιβαλλοντικές οργανώσεις: Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού, Ελληνική Εταιρία Προστασίας της Φύσης, Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία, Greenpeace, WWF Ελλάς

    Σχόλια περιβαλλοντικών οργανώσεων στην έκθεση της εταιρείας HVA με τίτλο «Water management in Thessaly in the wake of Storm Daniel” – Δεύτερη δέσμη σχολίων

    Συνολικά η έκθεση χαρακτηρίζεται από έλλειψη οράματος και γενναίων λύσεων που θα αναδείξουν την δυνατότητα να είναι μακροπρόθεσμα βιώσιμη η περιοχή συνδυάζοντας την οικονομική ανάπτυξη, την ποιότητα ζωής και την προστασία του περιβάλλοντος. Η έκθεση προτείνει business-as-usual παρεμβάσεις, πολλές από τις οποίες έχουν ήδη διατυπωθεί σε άλλα πλαίσια και από άλλους φορείς. Βασίζεται δε κυρίως σε μεγάλα κατασκευαστικά έργα, αγνοώντας τις ευρωπαϊκές πολιτικές και κατευθύνσεις και τις ευκαιρίες που υπάρχουν τόσο χρηματοδοτικά όσο και για μια ουσιαστική παρέμβαση.

    Ιδιαίτερη σημασία δίνεται από τις περιβαλλοντικές οργανώσεις στο σοβαρότατο έλλειμμα επιστημονικών διαπιστευτηρίων της έκθεσης που υποβλήθηκε από την εμπορική εταιρεία HVA και τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση από τέσσερα υπουργεία, σε τέσσερις διαφορετικές θέσεις του Opengov.gr. Όπως επισημάνθηκε και στην πρώτη δέσμη σχολίων που υπέβαλαν από κοινού οι περιβαλλοντικές οργανώσεις που υπογράφουν το παρόν:

    ● Η έκθεση υπολείπεται σοβαρά σε σχέση με τις προδιαγραφές μελετών που ανατίθενται από το ελληνικό δημόσιο, στο πλαίσιο εφαρμογής του σχετικού ενωσιακού δικαίου. Παρά το γεγονός ότι στην Ελλάδα γενικότερα το επίπεδο των μελετών περιβαλλοντικού αντικειμένου είναι, με λίγες εξαιρέσεις, προβληματικά ελλιπές (ιδίως σε σχέση με τα έγκυρα και επίκαιρα δεδομένα που απαιτούνται), η υπό ‘διαβούλευση’ έκθεση υπολείπεται σοβαρά σε σχέση με τις βασικές αρχές επιστημονικής τεκμηρίωσης και εγκυρότητας που πρέπει να πληρούνται από σοβαρής σημασίας εργασίες.

    ● Η έκθεση δείχνει να αγνοεί πλήρως το περιεχόμενο που πρέπει να έχουν μελέτες τέτοιου επιπέδου, οι οποίες πρέπει να ικανοποιούν τεχνικά κριτήρια που εξειδικεύονται σε κατευθυντήρια έγγραφα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ιδίως σε σχέση με τις κατευθυντήριες οδηγίες και τις προδιαγραφές για τις μελέτες στο πλαίσιο των δύο κύριων οδηγιών: της οδηγίας πλαίσιο για τα ύδατα 2000/60/ΕΚ και της οδηγίας για τις πλημμύρες 2007/60/ΕΚ.

    ● Η έκθεση περιγράφει μεγάλα έργα και θέτει το πλαίσιο για μελλοντικές αδειοδοτήσεις έργων. Εάν εγκριθεί από αρμόδιο υπουργό, ως μέρος των αρμοδιοτήτων του “Οργανισμού Διαχείρισης Υδάτων Θεσσαλίας” (ΟΔΥΘ), τότε θα πρέπει απαραιτήτως να έχει πρώτα υποβληθεί σε στρατηγική εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, αλλιώς σαφέστατα θα παραβιάζει την οδηγία 2001/42/ΕΚ.

    ● Δεν διευκρινίζεται στο πλαίσιο λήψης ποιας απόφασης από τη διοίκηση διεξάγεται η διαβούλευση. Αυτό είναι καθοριστικό για την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος συμμετοχής στη διαβούλευση.

    ● Δεν ακολουθήθηκε η διαδικασία του άρθρου 2Α του ν. 3316/2005, όπως ισχύει, καθώς εξ’ όσων μπορούμε να γνωρίζουμε από πουθενά δεν προκύπτει ότι εγκρίθηκε από τον αρμόδιο υπουργό η ανάθεση εκπόνησης της έκθεσης προς τον σκοπό της δωρεάς, ούτε ότι καθορίστηκαν από αυτόν οι όροι και προδιαγραφές εκπόνησης της έκθεσης αυτής.

    ● Όταν διεξάγεται δημόσια διαβούλευση, η χρήση της ελληνικής γλώσσας είναι αναγκαία, διότι μόνον έτσι εξασφαλίζεται η πρόσβαση του κοινού στην περιβαλλοντική πληροφορία και η αποτελεσματική συμμετοχή του. Περαιτέρω, η υποχρεωτική χρήση της ελληνικής γλώσσας επιβάλλεται κατά τη διαδικασία σύναψης δημοσίων συμβάσεων (άρθρα 53§3, 80§10, 92§4 του ν. 4412/2016, όπως ισχύουν). Στην ελληνική γλώσσα πρέπει εξ’ άλλου να έχει συνταχθεί και η κάθε μελέτη ώστε να μπορεί να εγκριθεί η παραλαβή της από την αρμόδια αρχή. Τέλος, υποχρεωτική είναι η χρήση της ελληνικής γλώσσας σε κάθε διαδικασία δημοσίου ενδιαφέροντος (π.χ. άρθρ 454 ΚΠολΔικ, 172 ΚΔιοικΔικ.).

    Στη συνέχεια της παρούσας δεύτερης δέσμης σχολίων από τις περιβαλλοντικές οργανώσεις, εντοπίζονται και επισημαίνονται πρόσθετα σημεία έντονου προβληματισμού από παρεμβάσεις που προτείνονται στο ‘masterplan’ της εταιρείας HVA.

    Α. Οργανισμός Διαχείρισης Υδάτων Θεσσαλίας

    Στο δεύτερο τεύχος (Volume II: Water Management Organisation) αναλύεται σε μεγάλη λεπτομέρεια η ιδέα της ίδρυσης οργανισμού ιδιωτικού δικαίου, ο οποίος ρητά θα λειτουργεί με βάση τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, και ο οποίος θα αναλάβει δημόσιες εξουσίες, όπως η διοίκηση των υδάτινων πόρων της Θεσσαλίας και η επιβολή προστίμων.

    Ένα από τα λίγα μέρη της έκθεσης που έχουν αναπτυχθεί πρωτότυπα, δηλαδή δίχως προηγούμενο, είναι η πρόταση για οργανισμό που θα ασκεί τη διοίκηση των υδάτινων πόρων της λεκάνης απορροής Θεσσαλίας. Αυτή μάλιστα η πρόταση της HVA αναφέρεται στα μέσα ενημέρωσης πως πρόκειται να περιβληθεί με ένδυμα τυπικού νόμου, τον οποίο έχει ήδη έτοιμο το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας και, όπως αναφέρεται από μέσα ενημέρωσης, πρόκειται να φέρει στη Βουλή. Η πρόταση που προωθείται για την ίδρυση του “Οργανισμού Διαχείρισης Υδάτων Θεσσαλίας”, ως νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου που θα λειτουργεί “σύμφωνα µε τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, υπό την εποπτεία του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας” και θα αναλάβει εξουσίες κρατικές, όπως πχ να “παρακολουθεί την ποιοτική και ποσοτική κατάσταση των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων” και να αναλαμβάνει τον σχεδιασμό των μέτρων και την εφαρμογή των οδηγιών της ΕΕ για τα ύδατα (2000/60/ΕΚ) και για τις πλημμύρες (2007/60/ΕΚ), χαρακτηρίζεται από στοιχεία αντισυνταγματικότητας.

    Η ανώνυμη εταιρεία “Thessaly Water Management Organization – WMO” (“Οργανισμός Διαχείρισης Υδάτων Θεσσαλίας Α.Ε.”, σύμφωνα με το υπό σχεδιασμό νομοσχέδιο του ΥΠΕΝ, όπως αυτό διέρρευσε στα μέσα ενημέρωσης) προβάλλεται από την έκθεση της HVA ως μοντέλο για αντίστοιχους οργανισμούς σε όλη την Ελλάδα (σύμφωνα με κείμενο που υπάρχει στο τέλος του Volume IΙ). Αφενός μεν δεν προκύπτει από δημόσια διαθέσιμη πηγή εξειδίκευση της εταιρείας HVA σε οποιοδήποτε πεδίο σχετικό με διαχείριση υδάτινων οικοσυστημάτων, αφετέρου δε έντονος προβληματισμός γεννάται από το ασαφές εύρος της παρέμβασης της εταιρείας στα ζητήματα διαχείρισης των υδάτινων οικοσυστημάτων και του νερού στην Ελλάδα.

    Οι περιβαλλοντικές οργανώσεις εκφράζουν έντονη ανησυχία, τόσο για το μέλλον της Θεσσαλίας και της πρόσβασης των αγροτών σε νερό, όσο και ευρύτερα για το μέλλον της διαχείρισης ενός από τους σημαντικότερους πόρους επιβίωσης και κοινωνικής ευημερίας υπό την απειλή της διαρκώς επιδεινούμενης κλιματικής κρίσης: του νερού και των υδάτινων οικοσυστημάτων ολόκληρης της χώρας.

    B. Έργα που προωθούνται σαν αντιπλημμυρικά

    Τα παρακάτω σχόλια αφορούν τον τόμο που προτείνει υποδομές για την αντιμετώπιση του κινδύνου από πλημμύρες “Volume I: Flood Defense Infrastractures”.

    Αποκατάσταση αναχωμάτων – νέα αναχώματα: Η αποκατάσταση αναχωμάτων και η δημιουργία νέων, προκρίνεται από την HVA ως γενικό μέτρο. Ωστόσο, στην πραγματικότητα, η αποκατάσταση αναχωμάτων στις ίδιες θέσεις εμφανίζει μια σειρά από μειονεκτήματα και προκαλεί απορία για το κατά πόσο μπορούν να αντέξουν τα αναχώματα σε ένα ενδεχομένως εντονότερο καιρικό συμβάν. Η εμπειρία δείχνει ότι πάντα υπάρχει ένα συμβάν που μπορεί να καταστρέψει τις υποδομές, όσο ισχυρές και αν έχουν σχεδιαστεί. Ενώ στα προηγούμενα πλημμυρικά συμβάντα (Ιανός, Ντάνιελ, Ηλίας) οι αρμόδιοι φορείς έσπασαν τα αναχώματα για να αποτρέψουν τις καταστροφές σε αστικά κέντρα.

    Το σημαντικότερο, ωστόσο, είναι ότι η έκθεση προτείνει την κατασκευή περισσότερων από 130 χιλιομέτρων νέων αναχωμάτων γύρω από πολλά χωριά της Δυτικής Θεσσαλίας, ουσιαστικά δημιουργώντας περίκλειστες απομονωμένες περιοχές, ώστε θεωρητικά να τις προστατεύσει από τις πλημμύρες. Εκτός του παράλογου της λύσης αυτής, προκύπτουν ένα σωρό επιπλέον ερωτήματα. Τι γίνεται αν “παραβιαστούν” αυτά τα αναχώματα; Πόσο επικίνδυνο θα είναι για τους κατοίκους αυτών των περίκλειστων χωριών; Τι επιπλέον υποδομές απαιτούνται για να φύγουν τα νερά από αυτά τα χωριά;

    Η ίδια η έκθεση, στην αρχή του τεύχους I (σελ 6), δημιουργεί εσφαλμένες εντυπώσεις ότι μια από τις λύσεις είναι η μετακίνηση των φραγμάτων σε μεγαλύτερη απόσταση από τις υπάρχουσες θέσεις, ενώ όλο αυτό ανατρέπεται από τις προτεινόμενες λύσεις.

    Τέλος, αναφέρεται ότι είναι οικονομικά συμφέρουσα η αποκατάσταση. Από πού προκύπτει αυτό το συμπέρασμα; Σύμφωνα με μελέτη που έχει γίνει για την περιοχή του Καλέντζη για την οικονομική αποτίμηση της κατασκευής και συντήρησης αναχωμάτων έναντι της προώθησης πράσινων λύσεων (nature based solutions), ενώ η κατασκευή των αναχωμάτων είναι λιγότερο ακριβή λύση, συνολικά οι υπηρεσίες που προσφέρουν είναι πολύ λιγότερες και τελικά τα καθαρά οφέλη (net benefits) είναι πολύ μικρότερα από την προώθηση NbS ως εναλλακτική. Επίσης, η ανάδειξη της αποκατάστασης ή της κατασκευής νέων αναχωμάτων ως “συμφέρουσα οικονομικά λύση” καταρρίπτεται από την ίδια την έκθεση, αφού από το τεύχος VI φαίνεται ότι το τρέχον χιλιόμετρο κατασκευής νέων αναχωμάτων τιμολογείται σε 5 εκατ. ευρώ.

    Μεγάλα φράγματα και έργα και κενές περιεχομένου αναφορές σε έργα ορεινής υδρονομίας: Αν και η έκθεση (ορθώς) αναφέρει ότι πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στα check-dams (φράγματα ανάσχεσης), ενώ επισημαίνει ότι τα μεγάλα φράγματα ενδεχομένως να αντιμετωπίσουν τεχνικές και οικονομικές δυσκολίες, εντούτοις στη συνέχεια προτείνει 23 επιπλέον θέσεις και δίχως καμία τεκμηρίωση προωθεί επανειλημμένα την εκτροπή του Αχελώου. Είναι τόσο έκδηλη η προσπάθεια προώθησης των μεγάλων φραγμάτων που ενώ η αναφορά στα μικρά check dams είναι 2-3 σελίδες, η αναφορά στα μεγάλα είναι ιδιαίτερα εκτενής, ειδικά στον τόμο των Appendices. Ενώ μάλιστα σε αρκετά σημεία η έκθεση αναφέρει ότι δεν πρέπει τα φράγματα να χρησιμοποιηθούν για αύξηση της χρήσης νερού και των αρδευόμενων εκτάσεων (βλ. σελ. 33 σχετικά με το φράγμα Σκοπιάς/Παλιοδερλί), εντούτοις σε σχέση με την εκτροπή του Αχελώου η HVA παραθέτει στο τεύχος για τη γεωργία έναν πίνακα με υπότιτλο “Water transfer from Achelous from year 4 will increase acreage” (Η μεταφορά νερού από τον Αχελώο από την 4η χρονιά θα αυξήσει την έκταση, ανεπίσημη μετάφραση γραφόντων). Είναι βαθιά προβληματικό το γεγονός ότι το σχέδιο άλλοτε μιλάει για μείωση των αρδευόμενων εκτάσεις και άλλοτε για αύξηση, δίχως καμία εξήγηση και αποτελεί ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα για μια ούτως ή άλλως πολύ χαμηλού επιστημονικού επιπέδου και ελλιπέστατης τεκμηρίωσης έκθεση που φιλοδοξεί να λειτουργήσει ως ‘masterplan’ ώστε να ορθοποδήσει μια ρημαγμένη από κλιματικές καταστροφές περιοχή.

    Όσον αφορά τα έργα ορεινής υδρονομίας, η έκθεση δεν κάνει καμία αναφορά στο πώς μπορεί να επιτευχθεί η συνδεσιμότητα (connectivity) των ορεινών τμημάτων των χειμάρρων/ποταμών αφού κατασκευαστούν τα φράγματα ανάσχεσης.
    Επιπλέον, πολλά από τα μικρά φράγματα ανάσχεσης που προτείνονται (check dams) είναι σε πεδινές περιοχές και εκφράζεται ο φόβος ότι η κατασκευή τους θα επιδεινώσει τα προβλήματα πλημμυρών αντί να τα μειώσει. Επιπλέον κάποια από αυτά προτείνονται σε περιοχές με παραποτάμια βλάστηση και για την χωροθέτησή τους θα απαιτηθεί η απομάκρυνση της βλάστησης.

    Τέλος, οι επιπτώσεις των μεγάλων φραγμάτων στη στερεοπαροχή και κυρίως στην εκβολή του τελικού αποδέκτη (Πηνειός) δεν αναφέρονται πουθενά. Η κατασκευή τόσο πολλών μεγάλων φραγμάτων εύλογα μπορεί να μειώσει τα ιζήματα στην εκβολή του Πηνειού με συνεπακόλουθο την εκτεταμένη διάβρωση του παράκτιου χώρου. Ενδεικτικά στον Νέστο, η κατασκευή των φραγμάτων έχει προκαλέσει τα τελευταία 25 χρόνια απώλεια γης 0,85 τ.χλμ..

    Εκβάθυνση ποταμών: Η εκβάθυνση των ποταμών (deepening the riverbeds via dredging) είναι μια εξαιρετικά προβληματική πρακτική που δυστυχώς εξακολουθεί να εφαρμόζεται συστηματικά στην Ελλάδα, και προκαλεί σημαντικές επιπτώσεις τόσο στη βιοποικιλότητα, όσο και στα υδρομορφολογικά χαρακτηριστικά των ποταμών. Ενδεικτικά αναφέρεται ως συνεπακόλουθη επίπτωση, η αύξηση της ταχύτητας του νερού και στη συνέχεια η αύξηση της διάβρωσης της κοίτης των ποταμών αλλά και η μετατόπιση των πλημμυρικών φαινομένων κατάντη των παρεμβάσεων. Ακολούθως, για να αποτραπεί η κατάρρευση της κοίτης των ποταμών πραγματοποιούνται εκ νέου τεχνικά έργα σταθεροποίησης της κοίτης τους με συρματοκιβώτια και σκληρά υλικά. Το συγκεκριμένο μέτρο, αναφέρεται λανθασμένα ότι σχεδιάζεται ώστε να “effectively reduce peak discharges and peak water levels by extending the duration of discharges” (να μειώσει αποτελεσματικά τη μέγιστη πλημμυρική απορροή και τις μέγιστες στάθμες νερού με την παράταση της διάρκειας των πλημμυρικών απορροών, ανεπίσημη μετάφραση γραφόντων). Η εκβάθυνση των ποταμών θα μπορούσε να είναι λύση μόνο τοπικά, όπου υπάρχει περιορισμός χώρου. Ωστόσο, στη Θεσσαλία όπου υπάρχει επάρκεια χώρου θα αναμέναμε να προκρίνονταν άλλες βιώσιμες πρακτικές.

    Συντήρηση και καθαρισμός ποταμών και απομάκρυνση δέντρων και θάμνων: Ως γενική κατεύθυνση μέτρων αναφέρεται η συντήρηση των ποταμών και ο καθαρισμός τους από φερτά υλικά και βλάστηση (σε συνδυασμό με την εκβάθυνση) καθώς και η απομάκρυνση δέντρων και θάμνων από τις πιθανές πλημμυρικές ζώνες («Clearance of Vegetation from Floodplains: Removing trees and shrubs from floodplain areas to enhance water flow and reduce the risk of flooding», ανεπίσημη μετάφραση γραφόντων). Αυτό το μέτρο είναι ανούσιο και επικίνδυνο. Το μόνο που θα καταφέρει είναι να “ενοχοποιήσει” για τις πλημμύρες μια από τις αποτελεσματικότερες φυσικές υποδομές αντιμετώπισης των πλημμυρών, τη βλάστηση. Ακόμα περισσότερο, η απομάκρυνση της βλάστησης προκαλεί μεγάλο κίνδυνο αύξησης της ταχύτητας του νερού, σε περιπτώσεις καταιγίδων, με αποτέλεσμα την επιδείνωση των πλημμυρικών συνθηκών στα κατάντη.

    Προτεινόμενες επεμβάσεις σε συγκεκριμένες περιοχές που προκαλούν προβληματισμό: Ακολούθως σχολιάζονται ενδεικτικά οι παρεμβάσεις στην περιοχή των Τρικάλων και της Καρδίτσας. Ανάλογες κακές προτεινόμενες λύσεις έχουν εντοπιστεί και σε άλλες περιοχές αλλά δεν αναφέρονται εδώ για λόγους οικονομίας.

    Στην περιοχή των Τρικάλων, η έκθεση της HVA ‘στοχοποιεί’ τον Αγιαμονιώτη για τα προβλήματα που υπάρχουν στην πόλη προτείνοντας την εκτροπή του προς τον Πηνειό και την κατασκευή νέων αναχωμάτων. Αυτή η εκτροπή και τα νέα αναχώματα πιθανόν να εντείνουν τα πλημμυρικά προβλήματα βορείως των παρεμβάσεων (στα χωριά Διπόταμος και Ρογγιά που δίχως καμία τεκμηρίωση αναφέρει ότι με τις παρεμβάσεις αυτές θα λύσει τα προβλήματά τους), με τον ίδιο τρόπο που έχει δημιουργήσει τα πλημμυρικά προβλήματα στα Μεγάλα Καλύβια η εκτροπή του Πάμισου προς τον Πηνειό. Για να δικαιολογήσει αυτή την παρέμβαση, η έκθεση κάνει αναφορά στην προστασία των ιδιοκτησιών “δυτικά του περιφερειακού” και στην ομαλή ανάπτυξη της πόλης, όπου σήμερα δεν υπάρχει οικιστική ανάπτυξη. Με άλλα λόγια, προτείνει λύσεις που πιθανόν να δημιουργήσουν πρόβλημα στο μέλλον! Ειδικά για να αποφορτιστεί η πίεση σε Διπόταμο και Ρογγιά η έκθεση προτείνει καθαρισμούς των ρεμάτων από τη βλάστηση και από τα δέντρα (δηλαδή εκ νέου καναλοποίηση των ποταμών). Επίσης, καμία αναφορά δεν γίνεται στον Ληθαίο, ο οποίος έχει πολύ μεγαλύτερη λεκάνη απορροής και οι λύσεις για τη μείωση των πλημμυρικών κινδύνων για την πόλη των Τρικάλων είναι προφανείς: δασώσεις στα ορεινά (Χάσια και Αντιχάσια Όρη), αποκατάσταση της παλιάς κοίτης του Ληθαίου που μπορεί να λειτουργήσει και ως “περιοχή αποθήκευσης νερού”. Εντύπωση προκαλεί η μη αναφορά στη μικρή διατομή στη σύνδεση του Ληθαίου με την παλαιά κοίτη, που έχει αναφερθεί από τους τοπικούς φορείς ως ένα ιδιαιτέρως προβληματικό σημείο. Στο χωριό Σωτήρα, επίσης, η έκθεση προτείνει τη δημιουργία προστατευτικού αναχώματος αγνοώντας τη συνολική εικόνα του προβλήματος.

    Στην περιοχή της Καρδίτσας, η έκθεση εσφαλμένα αναφέρει ως λόγο για τις πλημμύρες την αστοχία των αναχωμάτων, παραβλέποντας τον πραγματικό λόγο που είναι οι διαχρονικές μεταβολές στα υδρομορφολογικά χαρακτηριστικά τους (περιορισμός του πλάτους της κοίτης τους, μειωμένα πλάτη και εκβαθύνσεις στα κατώτερα τμήματα των ποταμών, κ.α.). Ως αποτέλεσμα αυτής της λανθασμένης διαπίστωσης, η έκθεση προτείνει ενισχύσεις και ανυψώσεις των αναχωμάτων ώστε να φτάσουν στο ίδιο ύψος, ενώ οι λύσεις στα πραγματικά αίτια δεν συζητιούνται. Η συγκεκριμένη λογική επικρατεί σε διαφορετικά σημεία στο κείμενο (π.χ. μια από τις αιτίες των πλημμυρών στην περιοχή είναι η κακή λειτουργία του αποστραγγιστικού δικτύου) με αποτέλεσμα να προτείνονται λάθος λύσεις (π.χ. τα αποστραγγιστικά δίκτυα και τα πλημμυρικά πεδία των ποταμών Καράμπαλη και Καλέντζη πρέπει να καθαριστούν) αντί να αναφέρεται το γεγονός ότι μετά τα χωριά Αγιοπηγή και Μέλισσα το πλάτος των δύο ποταμών έχει μειωθεί από τα 200 μέτρα στα 40-50, δημιουργώντας έτσι πλημμυρικά προβλήματα. Συνολικά για τη λεκάνη απορροής του Καλέντζη (που περιλαμβάνει τον Καλέντζη, τον Καράμπαλη και τον Λείψιμο) δεν γίνεται καμία αναφορά σε αποκαταστάσεις του πλάτους της κοίτης των ποταμών, παρά μόνο σε καθαρισμούς βλάστησης και φερτών και σε κατασκευές επιπλέον αναχωμάτων για να προστατευτούν τα χωριά.

    Απομάκρυνση των παράνομων κατασκευών και φραγμών από τα ποτάμια και τις πλημμυρικές πεδιάδες (σελ. 47). Η απελευθέρωση των φυσικών διόδων νερού από παράνομες (και νόμιμα υφιστάμενες σε πολλές περιπτώσεις) κατασκευές είναι απαραίτητο να αναδειχθεί ως ζήτημα κατεπείγουσας προτεραιότητας, όχι μόνο για τη Θεσσαλία, αλλά για ολόκληρη τη χώρα.

    «Χώρο στα ποτάμια». Η αναφορά (σελ. 27) στην ανάγκη δημιουργίας controlled inundation areas (ελεγχόμενων πλημμυρικών περιοχών) είναι θετική, πρέπει όμως να αποτελέσει αντικείμενο σχεδιασμού και θα περιμέναμε από μια έκθεση αυτού του εύρους αντικειμένου να προσφέρει περισσότερα από απλές αναφορές.
    Απουσία ψηφιακού χαρτογραφικού υλικού: Θεωρούμε μεγάλη αστοχία το γεγονός ότι στη διαβούλευση δεν έχει ανέβει ψηφιακό χαρτογραφικό υλικό από τις προτεινόμενες παρεμβάσεις που περιέχονται στο masterplan. Η ανάγνωση και η κατανόηση των προτεινόμενων λύσεων μέσα μόνο από το κείμενο και τους κακής ανάλυσης χάρτες που υπάρχουν σε αυτό γίνεται εξαιρετικά επίπονη λόγω αυτής της παράλειψης.

    Αλλοίωση των φυσικών ροών ποταμών: Αντί για φαραωνικά, πολυδάπανα και ενεργοβόρα έργα, απαιτείται ο σχεδιασμός μιας συνολικής ορθολογικής διαχείρισης των υδάτινων πόρων, η λήψη μέτρων που εξορθολογίζουν τις υδροβόρες καλλιέργειες και η ανάληψη δεσμευτικών στόχων για δραστική μείωση της κατάχρησης και σπατάλης του γλυκού νερού. Επίσης, απαιτείται ο επαναπροσδιορισμός και η επαναχάραξη των φυσικών ροών και θέσεων τού νερού (ρέματα, χείμαρροι, ποταμοί, μέγεθος επιφανειακών υδάτινων όγκων, κ.λπ.). Επείγουσα είναι επίσης η κατασκευή μικρών φραγμάτων στις ροές ποταμών, χειμάρρων και ρεμάτων, ώστε να αυξηθεί η δυνατότητα συγκράτησης των νερών για την άρδευση των καλλιεργειών και παράλληλα να μειωθούν οι κίνδυνοι από την ανεξέλεγκτη ροή τους.

    Στην έκθεση περιλαμβάνονται μερικές αξιόλογες προτάσεις, που όμως δεν αναδεικνύονται και αποτελούν σημειακές τοποθετήσεις δίχως καθοριστική αξία για το συνολικό αποτύπωμα των έργων που προτείνονται από την εταιρεία, με κυριότερο το παλιό και παρωχημένο έργο της εκτροπής του Αχελώου.
    Απουσία λύσεων που βασίζονται στη φύση: Όπως ήδη αναφέρθηκε και στον πρώτο κύκλο σχολίων, μια σύγχρονη θεώρηση των πραγμάτων που να λαμβάνει υπόψη όλες τις ευρωπαϊκές πολιτικές και κατευθύνσεις, τις επιστημονικές απόψεις καθώς και τα σύγχρονα χρηματοδοτικά εργαλεία, θα έπρεπε να περιλαμβάνει την προώθηση λύσεων που βασίζονται στη φύση, κάτι που η συγκεκριμένη μελέτη δεν κάνει σε καμία περίπτωση. Στη Θεσσαλία θα αναμέναμε να προκρίνονταν άλλες πρακτικές. όπως η απομάκρυνση των αναχωμάτων σε μεγαλύτερη απόσταση από τα ποτάμια και η διάνοιξη της κοίτης, η δημιουργία μαιανδρισμών, η αποκατάσταση παρόχθιων δασών για την σταθεροποίηση των πρανών, κ.α. Οι παρεμβάσεις αυτές, εκτός του ότι θα αποφόρτιζαν τον πλημμυρικό κίνδυνο, θα ήταν και σε πλήρη ευθυγράμμιση με τις πολιτικές της Ε.Ε., όπως η πράσινη συμφωνία (Green Deal), η στρατηγική για τη βιοποικιλότητα (Biodiversity Strategy 2030), ο ευρωπαϊκός κλιματικός νόμος (European Climate Law), η ευρωπαϊκή στρατηγική για την προσαρμογή (EU Adaptation Strategy), κ.α. καθιστώντας έτσι την Ελλάδα πρωτοπόρο στην ανάδειξη βιώσιμων λύσεων. Δυστυχώς, αυτό το masterplan καταδεικνύει για ακόμα μια φορά την άγνοια για τις ευρωπαϊκες κατευθύνσεις και την εμμονή με τις γκρίζες λύσεις που μπορεί να έχουν τόσο η HVA όσο και πολλοί παράγοντες στην Ελλάδα.

    Γ. Προβλήματα στην αγροτική οικονομία της Θεσσαλίας

    Τα παρακάτω σχόλια αφορούν τον τόμο για τη γεωργία και κτηνοτροφία (Volume IV: Agriculture & Livestock).

    Εξαιρετικά προβληματικό στοιχείο είναι το ότι η έκθεση της HVA (όπως φανερώνει και ο τίτλος της) αφορά αποκλειστικά στη διαχείριση νερού στον αγροτικό τομέα χωρίς να εντάσσονται οι προτάσεις σε κάποιο πλαίσιο/σχέδιο/στρατηγική που να προτείνει/προβλέπει τη δραστική αναδιάρθρωση του αγροτικού μοντέλου στην περιοχή ώστε να ενισχυθεί η ανθεκτικότητα της γεωργικής παραγωγής με βάση τα νέα κλιματικά δεδομένα.

    Όλο αυτό γίνεται ακόμη πιο προβληματικό εάν αναλογιστεί κανείς ότι αυτό το σχέδιο αφορά τη Θεσσαλία όπου το μοντέλο εντατικής και βιομηχανικής γεωργίας που εφαρμοζόταν ως σήμερα στο μεγαλύτερο μέρος της αποδείχθηκε υψηλού ρίσκου και εντελώς ευάλωτο στα νέα κλιματικά δεδομένα. Τα εδάφη της περιοχής, έπειτα από δεκαετίες εντατικής καλλιέργειας χωρίς εναλλαγές και μαζικής και αλόγιστης χρήσης χημικών, παρουσίαζαν ήδη σημάδια εξάντλησης πριν τα ακραία καιρικά φαινόμενα του Σεπτεμβρίου. Ειρωνικά, ο υδροφόρος ορίζοντας, που μετά το πέρασμα των δύο διαδοχικών κακοκαιριών υπερκορέσθηκε, βρισκόταν πριν από αυτές στα όρια της εξάντλησης.
    Η λύση δεν είναι η διαχείριση του νερού στα πλαίσια επανάληψης και διαιώνισης εντατικών βιομηχανικών γεωργικών πρακτικών όπως εφαρμόζονταν ως σήμερα στο προβληματικό και ευάλωτο μοντέλο εντατικής και βιομηχανικής γεωργίας στη Θεσσαλία. Όλες οι προβλέψεις δείχνουν ότι εάν δεν αλλάξει το αγροτικό μοντέλο, σε 10-15 χρόνια ο θεσσαλικός κάμπος θα έχει ερημοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό.

    Η προτεινόμενη αλλαγή καλλιεργειών δεν καλύπτει την μεγάλη ανάγκη για ριζική αλλαγή στο είδος καλλιέργειας, τις μεθόδους που πρέπει εφεξής να εφαρμόζουν οι παραγωγοί και τους τρόπους συντήρησης της γης τους ώστε να είναι οικονομικά βιώσιμες για τους παραγωγούς και ταυτόχρονα περιβαλλοντικά βιώσιμες για την Θεσσαλία και ολόκληρη την χώρα.

    Γ. Άλλα προβληματικά σημεία της έκθεσης

    Στη συνέχεια, επισημαίνουμε τοποθετήσεις της εταιρείας που υποδηλώνουν αδικαιολόγητο ερασιτεχνισμό και προχειρότητα αναντίστοιχη της σοβαρότητας της κατάστασης που πραγματεύεται το υπό διαβούλευση σχέδιο.
    Σχέση με τα ΣΔΛΑΠ: Η αναφορά (σελ. 30 Volume Ι) ότι “Parallel to the necessary revisions in the Flood Management Plan, the Water Management Plans of both the Greek central and regional governments require substantial re-evaluation. Urgent and decisive political action is imperative to address the challenges posed by the agricultural focus in Thessaly and to ensure sustainable water resource management aligned with the region’s economic priorities.” είναι άνευ ουσίας, και εγείρει ανησυχίες. Η διαβούλευση για τη 2η αναθεώρηση των προσχεδίων και ΣΜΠΕ των ΣΔΛΑΠ τελείωσε μόλις το Δεκέμβριο 2023, και μέχρι σήμερα δεν έχουν δημοσιευτεί οι εγκριτικές πράξεις. Μόλις πριν μερικές εβδομάδες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρέπεμψε τη χώρα μας στο Δικαστήριο της ΕΕ, λόγω καθυστέρησης ολοκλήρωσης των σχεδίων για τα ύδατα και για τις πλημμύρες. Αν με αυτή τη δήλωση η εταιρεία HVA υπονοεί ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να καθυστερήσει ακόμα περισσότερο αυτή την κομβικής σημασίας και θεσμικά υποχρεωτική διαδικασία, η οποία προσφέρει τα πλέον έγκυρα και έγκριτα εργαλεία για αποτελεσματική κλιματική θωράκιση και προστασία των υδάτινων πόρων, τότε πραγματικά πρόκειται για εθνικά επικίνδυνη επιχείρηση υποσκελισμού των υποχρεώσεων της χώρας για εφαρμογή των υποχρεώσεων που απορρέουν από το ενωσιακό δίκαιο.

    Γεωτρήσεις: Η έκθεση αναφέρει 33.000 γεωτρήσεις (σελ. 30, Volume IV). Η αναφορά αυτή όμως δεν περιέχεται στη 2η αναθεώρηση των σχεδίων διαχείρισης λεκανών απορροής (ΣΔΛΑΠ) για το ΥΔ Θεσσαλίας. Η διαφοροποίηση αυτή προφανώς εγείρει σοβαρότατες ανησυχίες για την ποιότητα των στοιχείων αλλά και αναδεικνύει για άλλη μία φορά το διαχρονικό έλλειμμα διαφάνειας για τη διαχείριση και παρακολόυθηση της ποιότητας των υδάτων στην αγροτική πρωτεύουσα της χώρας: τη Θεσσαλία και βεβαίως τα σοβαρά προβλήματα των ΣΔΛΑΠ που τέθηκαν σε διαβούλευση από το ΥΠΕΝ το 2023.

    Εμμονή με την εκτροπή του Αχελώου: Η δήλωση πως “μοναδική βιώσιμη, μακροπρόθεσμη λύση είναι η μεταφορά υδάτων από τον άνω ρου του ποταμού Αχελώου, προκειμένου να ενισχυθεί η προσφορά νερού κατά τουλάχιστον άλλα 300 εκατομμύρια m3 ετησίως” είναι καθαρά ιδεολογική και τελείως αντι-επιστημονική. Υπενθυμίζουμε, άλλωστε, πως κάθε ποσότητα εκτροπής μεγαλύτερη των 250 εκατομμύρια m3 ετησίως έχει ελεγχθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας και έχει καταπέσει δικαστικά.

    Ακόμα μια απαράδεκτη δήλωση είναι η εξής (σελ. 12, Volume IV): «Some elements of this system have been completed, including the dam and the Mesochora hydropower plant in the upper Achelous course, which have been operationally ready for years. However, the reservoir is currently kept empty, and the project is not operating due to opposition from ecologists and local communities.» Το γεγονός πως η εταιρεία που συνέταξε την έκθεση αποκρύπτει πως ο αντικειμενικός λόγος για τη μη ολοκλήρωση των έργων εκτροπής είναι οι επανειλημμένες αποφάσεις του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου, ενώ αναφέρεται σε “αντίθεση από οικολόγους και τοπικές κοινωνίες”, δείχνει εμπάθεια και περιφρόνηση της δικαιοσύνης και της νομιμότητας, και θα έπρεπε απερίφραστα να καταδικαστεί από τους υπουργούς στους οποίους θα παραδοθεί αυτή η έκθεση.

    Τρίτη απαράδεκτη δήλωση, η οποία δείχνει άγνοια της σημερινής κατάστασης, είναι η εξής:«The interbasin transfer tunnel is nearing completion, and the construction of the dam at Sykia, the starting point of the tunnel, is in progress with some preliminary works already completed. Environmental concerns revolve around uncertainties regarding the volume of water that can be diverted from Achelous to Thessaly to ensure the preservation of the delicate ecosystem of the Achelous estuary (Fourniotis, 2012).” (σελ. 12-13, Volume IV). Η HVA έχει προφανώς μια απαρχαιωμένη εικόνα για τα πράγματα, καθώς η πηγή της δήλωσης αυτής αναφέρεται στα φράγματα του Αχελώου που υπήρχαν δεκαετίες πριν και αγνοεί τα φράγματα (Δαφνοζωνάρα – Αυλάκι) που έχουν κατασκευαστεί ή είναι υπο κατασκευή, καθώς και το έργο της αντλησιοταμίευσης που εγκαινιάστηκε πρόσφατα. Συνολικότερα, η εταιρεία περιγράφει έναν Αχελώο που έχει αλλάξει δραματικά, σε σχέση με τις βιβλιογραφικές πηγές που επικαλείται.

    Αγνόηση ισχυόντων μέτρων της ΚΑΠ: Η δημιουργία ακαλλιέργητων ζωνών σε περιοχές με κλίση περιέχεται ως υποχρέωση της ενισχυμένης αιρεσιμότητας στο Στρατηγικό Σχέδιο της ΚΑΠ (ΣΣΚΑΠ) το οποίο εφαρμόζεται από 1/1/2023. Επίσης, στο ίδιο προβλέπεται ενίσχυση τόσο για την καλλιέργεια σε αναβαθμίδες όσο και για την κατασκευή αναβαθμίδων. Επίσης, στο ΣΣΚΑΠ, το οποίο εφαρμόζεται από 1/1/2023, ισχύει απαγόρευση χρήσης εισροών για 3 – 6 μέτρα από υδροφορείς, ανάλογα με την κλίση και ενισχύεται η σπορά των ζωνών αυτών. Τα στοιχεία αυτά αγνοούνται πλήρως από το σχέδιο.

    Ατεκμηρίωτα συμπεράσματα: Πολλά κρίσιμα συμπεράσματα είναι ατεκμηρίωτα. Ενδεικτικά:

    Στις σελ 2-3 του Volume IV και συγκεκριμένα για το «Table 1: Agricultural shares in Thessaly’s economy» υπάρχουν οι εξής παρατηρήσεις:

    α. Ο σκληρός σίτος είναι ξηρική καλλιέργεια συνεπώς δεν δικαιολογείται μερίδιο στο αρδευτικό νερό. Με δεδομένο μάλιστα ότι στην περιοχή εφαρμοζόταν και αγροπεριβαλλοντικό μέτρο που ενίσχυε την ξηρική καλλιέργεια αποζημιώνοντας τους παραγωγούς για την απώλεια εισοδήματος, είναι μάλλον παράδοξη η αναφορά. Συνεπώς, ο υπολογισμός της σχετικής αποδοτικότητας του αρδευτικού ύδατος δεν έχει νόημα.

    β. Απορία προκύπτει σχετικά με το πώς ακριβώς υπολογίστηκε η 4η στήλη «Relative productivity of land (relative EUR/Ha)», δηλαδή ποιες αποδόσεις χρησιμοποιήθηκαν, ποιες τιμές, εάν λήφθηκαν υπόψη οι ενισχύσεις κλπ. Λείπει οποιαδήποτε τεκμηρίωση, συνεπώς δεν έχει νόημα ο υπολογισμός.

    γ. Για τον ίδιο πίνακα τέλος η χρήση στοιχείων του 2020 από την ΕΛΣΤΑΤ δημιουργεί κάποια ερωτήματα και ίσως ζητήματα συγκρισιμότητας με τα στοιχεία από τον ΟΠΕΚΕΠΕ, καθώς στο παράρτημα τεύχος παραρτημάτων (Appendices, σελ 334) παρατίθενται ουσιωδώς διαφορετικά στοιχεία για το 2022 αλλά χωρίς πηγή. Ή σε μια διετία συνέβησαν δραματικές αλλαγές, οι οποίες δεν εξηγούνται, ή κάπου υπάρχει πρόβλημα. Οι υπολογισμοί για τις αρδευτικές ανάγκες δεν μπορούν να θεωρηθούν αξιόπιστοι.

    Είναι προφανές ότι δεν είναι δυνατόν τα 53.800 εκτάρια να αποτελούν μεγαλύτερο τμήμα της έκτασης με αροτραίες από τα 86.000 εκτάρια. Συνεπώς ή σε μια διετία συνέβησαν δραματικές αλλαγές, οι οποίες δεν εξηγούνται, ή κάπου υπάρχει πρόβλημα. Συνεπώς, οι υπολογισμοί για τις αρδευτικές ανάγκες δεν μπορούν να θεωρηθούν αξιόπιστοι.

    Άλλο συμπέρασμα που δεν τεκμηριώνεται εντοπίζεται στις σελίδες 4-7 του Volume IV, όπου υπάρχει παράθεση σειράς σεναρίων για το υδατικό έλλειμμα χωρίς να υπάρχει αναφορά στο πώς προέκυψαν. Συνεπώς διόλου δεν τεκμηριώνεται η ανάγκη για μεταφορά ύδατος και εκτροπής ποταμού.

    Επίσης, στη σελίδα 24 του Volume IV παρατίθεται διάγραμμα “Figure 6: Global irrigation water values for selected crops (D’ Odorico, 2020)”. Γίνεται χρήση ενός «παγκόσμιου» μέσου όρου για υπολογισμούς σε περιφερειακό επίπεδο. Πρόκειται για εξαιρετικά προβληματική προσέγγιση και σίγουρα με κανένα τρόπο δεν τεκμηριώνει οποιοδήποτε συμπέρασμα.

    Τέλος, υπάρχουν σημαντικά λάθη που υπονομεύουν περαιτέρω την αξιοπιστία του σχεδίου. Ενδεικτικά για τον VOLUME IV (AGRICULTURE & LIVESTOCK):

    ● Σελ 15: Προβληματισμός σε σχέση με την αναφορά “A consensus drawn up by the International Plant Protection Convention (IPPC) suggests that the escalation of global temperatures heightens the probability of extreme weather events, characterized by both intensified rainfall and prolonged drought periods.” Η αναφορά δεν συνδέεται με καμία παραπομπή βιβλιογραφική και μάλλον είναι λάθος (πιθανότατα αναφέρεται στην Intergovernmental Panel on Climate Change – IPCC, και όχι στην IPPC).

    ● Σελ 16: «Conservation agriculture promotes better soil compaction»: Ακριβώς το αντίθετο επιδιώκει η γεωργία διατήρησης.

    ● Στη σελίδα 120: «The national plan against desertification (EΘΙΑΓΕ, 2001)». Η αναφορά είναι πιθανότατα λάθος. Το Εθνικό Σχέδιο είναι Υπουργική απόφαση και υπεύθυνη για τη Σύνταξή της ήταν η Εθνική Επιτροπή για την Καταπολέμηση της ερημοποίησης σε συμφωνία άλλωστε με τη σχετική συνθήκη των Ηνωμένων Εθνών (United Nations’ Convention for Combating Desertification, https://www.unccd.int/sites/default/files/naps/greece-eng2001.pdf)

    ● Στη σελίδα 120: Αναφέρεται ότι ο ΟΟΣΑ αποτελεί μια από τις «main sources of state funding, in cases of major disasters». Από πού προκύπτει ότι ο ΟΟΣΑ παρέχει αποζημιώσεις;

    Εδώ παραθέτουμε για άλλη μια φορά, όπως και στην πρώτη δέσμη σχολίων μας, σημαντικό υλικό για φυσικές λύσεις (nature-based solutions) στη διαχείριση του κινδύνου πλημμυρών. Είναι εξαιρετικά απογοητευτικό το γεγονός ότι η έκθεση αγνοεί πλήρως τη διεθνή τάση αντιμετώπισης με φυσικές λύσεις των σοβαρών κινδύνων από την κλιματική κρίση.

    ● European Commission. (2023). Nature-based Solutions for flood mitigation and coastal resilience. Climate ADAPT. https://op.europa.eu/en/publication-detail/-/publication/d6e80dca-d530-11ea-adf7-01aa75ed71a1/language-en

    ● European Environment Agency. (2023). Nature-based solutions play crucial role in building Europe’s climate resilience. https://www.eea.europa.eu/en/newsroom/news/nature-based-solutions-play-crucial-role

    ● European Environment Agency. (2023). Nature-based solutions in Europe: Policy, knowledge and practice for climate-change adaptation and disaster risk reduction. https://www.eea.europa.eu/publications/nature-based-solutions-in-europe

    ● European Investment Bank. (2023). Nature-based solutions for flood mitigation in Greece. https://www.eib.org/en/stories/nature-based-solutions-flood-greece

    ● Nordic Council of Ministers for the Environment and Climate. (2022). Nordic Ministerial Declaration on nature-based solutions. https://www.norden.org/en/declaration/nordic-ministerial-declaration-nature-based-solutions

    ● Sustainable Asset Valuation (SAVi) of River Restoration in Greece https://www.iisd.org/publications/report/savi-river-restoration-in-greece

    4. Συστάσεις (μέτρα), χρονοδιαγράμματα, πηγές χρηματοδότησης και δυνητικοί κίνδυνοι

    Τα παρακάτω σχόλια αφορούν τον τόμο συστάσεων (μέτρων) και χρονοδιαγραμμάτων (Volume VI: Recommendations & Timelines).

    Το περιεχόμενο του τεύχους VI της έκθεσης συνοψίζει και εξειδικεύει τις προτάσεις που διατυπώθηκαν στα τεύχη I έως V και διατυπώνει προτάσεις μέτρων, τα οποία ομαδοποιούνται ανά θεματική παρέμβαση σε 5 κατηγορίες (κατ’ αντιστοιχία με τα προαναφερόμενα τεύχη).

    Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι τα σοβαρά προβλήματα που εντοπίζονται στα λοιπά τεύχη της έκθεσης -και σχολιάζονται παραπάνω- χαρακτηρίζουν και το συγκεκριμένο τεύχος των μέτρων, ενώ συγχρόνως δεν διαφαίνεται να ακολουθείται εδώ μια συνεκτική και συστηματική προσέγγιση, τέτοια που να προσδίδει την απαιτούμενη αποτελεσματικότητα σε ένα τόσο κρίσιμο πεδίο όπως είναι ο προσδιορισμός των μέτρων και η χρηματοδότησή τους.

    Συγκεκριμένα:

    ● Δεν παρατίθεται ή διαφαίνεται οποιαδήποτε αναγνωρισμένη μεθοδολογία ή τυπολογία ή έστω μια συνεκτική και αναλυτική λογική που να διέπουν τη σύνταξη των μέτρων αυτών. Θα μπορούσε, ενδεικτικά, να είχε ακολουθηθεί η κατηγοριοποίηση και τυπολογία μέτρων που προβλέπονται για τη σύνταξη του προγράμματος μέτρων κατ’ εφαρμογή της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, προκειμένου να υπάρξει όχι μόνο η αναγκαία συστηματικότητα στη διατύπωση των μέτρων, αλλά και επιπλέον για να εξασφαλιστεί τόσο ο ολοκληρωμένος -υποτίθεται- χαρακτήρας του masterplan όσο και η συνέργεια με τα θεσμικά εργαλεία. Ωστόσο, όπως σχολιάσαμε και παραπάνω, οι σκοποί αυτοί δεν φαίνεται να διέπουν τη σύνταξη του masterplan, γεγονός που αδυνατίζει σε σημαντικό βαθμό την αξία του ως κειμένου στρατηγικού χαρακτήρα.

    ● Το ίδιο το περιεχόμενο των μέτρων αντανακλά τις βασικές παραδοχές, τους άξονες παρέμβασης και εν γένει τις ειδικότερες προτάσεις ανά θεματική που σκιαγραφούνται στα τεύχη I έως V του masterplan. Από αυτήν την άποψη, τα ίδια τα μέτρα δεν χρήζουν ειδικότερου σχολιασμού εδώ: Είναι σαφές πώς η πλειοψηφία των μέτρων αφορά σε «γκρίζες» υποδομές και άρα αντανακλά τη συμβατική και διόλου αποτελεσματική γενικότερη προσέγγιση της έκθεσης.
    ● Ενδεικτικό της σοβαρής έλλειψης συστηματικότητας που διέπει τον προσδιορισμό των μέτρων είναι ότι, ουσιαστικά, πρόκειται για ένα συνονθύλευμα προτεινόμενων παρεμβάσεων, το οποίο είναι ιδιαίτερα ετερογενές και ανισοβαρές (π.χ. περιλαμβάνονται μέτρα με τη μορφή σύνθετων έργων όπως η υλοποίηση φραγμάτων ελέγχου ή η παροχή κινήτρων μετεγκατάστασης, αλλά και η προμήθεια λογισμικού ή οι συμβουλευτικές υπηρεσίες). Η συμπερίληψη προτάσεων παρεμβάσεων που έχουν τόσο διαφορετικό χαρακτήρα, συνθετότητα, προϋπολογισμό και αρμόδιους φορείς σχεδιασμού και υλοποίησης σε έναν ενιαίο πίνακα μέτρων, και γενικότερα η έλλειψη συστηματικότητας στην τεκμηρίωση, τυπολόγηση, κατηγοριοποίηση και προτεραιοποίηση των μέτρων, αποτελεί μείζονα αδυναμία της έκθεσης αυτής.

    ● Η εκτίμηση κόστους που γίνεται, παρότι συγκεκριμένη για κάθε μέτρο, είναι γενική και ενδεικτική, καθώς βασίζεται σε ορισμένες αδρομερείς και συνοπτικά αναφερόμενες παραδοχές μοναδιαίου κόστους (π.χ. αξία αποκατάστασης κατεστραμμένων αναχωμάτων ανά χλμ), οι οποίες επιπλέον δεν τεκμηριώνονται. Η σύνταξη ενός τέτοιου είδους προϋπολογισμού είναι σαφώς εμπειρικού χαρακτήρα και έτσι προσιδιάζει περισσότερο σε μια προμελέτη παρά σε μια αναλυτική και ολοκληρωμένη μελέτη, οι προτάσεις της οποίας δηλώνεται ότι θα τροφοδοτήσουν θεσμικά εργαλεία (π.χ. ΣΔΛΑΠ και ΣΔΚΠ) αλλά και θα αξιοποιήσουν δημόσιους πόρους.

    ● Αυτή η γενικού χαρακτήρα προσέγγιση στην κοστολόγηση των παρεμβάσεων δεν είναι απλά αναποτελεσματική σε ό,τι αφορά τη διατύπωση κάθε συγκεκριμένου μέτρου, αλλά είναι ασαφής και, τελικά, ελάχιστα δόκιμη για το σύνολο του masterplan, αφού δεν δίνει ακόμα και αυτήν τη γενική εκτίμηση κόστους για το σύνολο των προτεινόμενων παρεμβάσεων: Για παράδειγμα, στο τεύχος αναφέρεται (σελ. 248) ότι ορισμένα μέτρα αφορούν σε διαφορετικά σενάρια (όπως στην περίπτωση της επέκτασης της Λίμνης Κάρλας), και άρα η επιλογή τους προϋποθέτει την λήψη ορισμένων στρατηγικών αποφάσεων σε επίπεδο σχεδιασμού. Με αυτόν τον τρόπο επιβεβαιώνεται στο επίπεδο του συνόλου της έκθεσης ότι η όλη προσέγγιση είναι γενική, ενώ το δέον θα ήταν να είχαν εξετασθεί εκ των προτέρων και με συστηματικότητα διαφορετικά σενάρια (όπως άλλωστε είναι υποχρεωτικό να γίνει στη διαδικασία της στρατηγικής εκτίμησης επιπτώσεων – βλ. προηγούμενα σχόλιά μας), τα οποία θα έπρεπε να κοστολογηθούν διακριτά και με μεγαλύτερη ακρίβεια.

    ● Σε ό,τι αφορά τη διατύπωση χρονοδιαγραμμάτων, δεν προκαλεί έκπληξη ότι και εδώ η προσέγγιση που ακολουθείται είναι γενική, μη συστηματική και ασαφής, γεγονός που στερεί από μια έκθεση αυτού του είδους τον στρατηγικό και ολοκληρωμένο χαρακτήρα της. Οι προτεινόμενες παρεμβάσεις ομαδοποιούνται σε 3 κατηγορίες (βραχυπρόθεσμες, μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες), χωρίς να είναι εμφανής μια μέθοδος -ή κατ’ ελάχιστον να διατυπώνονται κάποια κριτήρια- για τον διαχωρισμό τους. Ακόμα πιο σημαντικό, δεν φαίνεται να γίνεται κάποια διάκριση των μέτρων με βάση τη σημαντικότητά τους για την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων (γενικά και κατά άξονα ή περιοχή παρέμβασης). Έτσι, αυτή η έλλειψη προτεραιοποίησης, τόσο χρονικά όσο και γενικότερα, των μέτρων απομειώνει σε σημαντικό βαθμό τον επιδιωκόμενο χαρακτήρα της έκθεσης ως ουσιαστικό masterplan και αποτυγχάνει να δώσει στους αρμόδιους φορείς τα απαραίτητα στοιχεία με τρόπο που να υποστηρίζει ουσιαστικά τη λήψη αποφάσεων.

    ● Η ίδια ασάφεια και αναποτελεσματικότητα χαρακτηρίζει και την ενότητα διερεύνησης των χρηματοδοτήσεων (σελ. 265 επ.). Κατ’ αρχήν, η ίδια η έκθεση αποφαίνεται εισαγωγικά ότι ο συνολικός εκτιμώμενος προϋπολογισμός των 4,5 δισεκ. ευρώ δεν αντικατοπτρίζει ισότιμα ή πλήρως το σύνολο των προτεινόμενων μέτρων, ενώ συνεχίζει με ορισμένες γενικές και ίσως αδόκιμες επισημάνσεις, όπως ότι τη χρηματοδοτική ευθύνη φέρουν διάφοροι εμπλεκόμενοι φορείς, ή ότι το πρόσθετο εισόδημα που θα προκύψει από τις προτεινόμενες αλλαγές στη γεωργία θα ενισχύσει τις χρηματοδοτικές, εισροές μέσω της αύξησης των φορολογικών εσόδων και θα εξασφαλίσει χρηματοοικονομική βιωσιμότητα (!). Αυτό πού θα περίμενε κανείς από μία -έστω αδρομερή- προσέγγιση στη χαρτογράφηση των χρηματοδοτήσεων θα ήταν η διασύνδεση επιμέρους κατηγοριών και τύπων μέτρων με συγκεκριμένες θεσμικές πηγές χρηματοδότησης (ιδιαίτερα εκείνες που αφορούν τα χρηματοδοτικά μέσα της ΕΕ με έμφαση στα μέσα της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής), αλλά και ενδεχομένως μια ειδικότερη χαρτογράφηση των κύριων χρηματοδοτικών πολιτικών -και άρα των διαθέσιμων πόρων- σε ενωσιακό και εθνικό επίπεδο, προκειμένου να καταστεί εμφανές ποια μέτρα εντάσσονται σε ήδη προδιαγεγραμμένες χρηματοδοτικά προγράμματα (και αν τα τελευταία επαρκούν να καλύψουν τα προβλεπόμενα κόστη) και, αντίστοιχα, ποια μέτρα θα απαιτούσαν περαιτέρω διερεύνηση και ενδεχομένως αναδιάρθρωση υφιστάμενων χρηματοδοτικών προγραμμάτων. Η παντελής απουσία μια τέτοιας πρακτικής προσέγγισης φανερώνει ότι οι συντάκτες της έκθεσης αγνοούν το ευρύτερο θεσμικό οικονομικό περιβάλλον και αρκούνται σε γενικές επισημάνσεις, κάτι που όμως μειώνει σημαντικά τόσο τη σκοπιμότητα όσο και την αποτελεσματικότητα του masterplan.

    Οι περιβαλλοντικές οργανώσεις:

    1. Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού

    2. Ελληνική Εταιρία Προστασίας της Φύσης

    3. Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία

    4. Greenpeace

    5. WWF Ελλάς

  • 28 Μαρτίου 2024, 13:18 | ΔΠΧΣ Περ. Δυτικής Ελλάδας

    ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
    ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΔΥΤ. ΕΛΛΑΔΟΣ
    Γεν. Δ/νση Αναπτυξιακού Προγραμματισμού, Περιβάλλοντος & Υποδομών
    Δ/νση Περιβάλλοντος & Χωρικού Σχεδιασμού
    Ταχ. Δ/νση : Αλ. Παπαδιαμάντη 14 & Αρέθα
    Ταχ. Κώδικας : 264 43 – Πάτρα
    e-mail : dpxs@pde.gov.gr
    Τηλέφωνο : 2613 613262

    Πάτρα, 28/03/2024
    Α.Π.: οικ. ΠΔΕ/ΔΠΧΣ/96321/1562

    ΠΡΟΣ: Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr, Ανοικτή Διακυβέρνηση,
    http://www.opengov.gr/ypaat/?p=3068

    ΚΟΙΝ.: ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΠΟΔΕΚΤΩΝ

    ΘΕΜΑ: Σχετικά με την εκτροπή του Αχελώου όπως προτείνεται στο «MASTER PLAN WATER MANAGEMENT IN THESSALY IN THE WAKE OF STORM DANIEL» στο πλαίσιο της Ανοικτής Διαβούλευσης (http://www.opengov.gr/ypaat/?p=3068).

    Η διαχείριση και προστασία των υδατικών πόρων στη χώρα μας γίνεται σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία η οποία έχει ενσωματώσει τις οδηγίες 2007/60/ΕΚ για τη διαχείριση του κινδύνου πλημμυρών και την οδηγία 2000/60/ΕΕ για την προστασία του περιβαλλοντικού κεκτημένου των υδάτων.
    Στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπεται για την αναθεώρηση των Σχεδίων Διαχείρισης ΛΑΠ η Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας έχει καταθέσει στην προβλεπόμενη φάση διαβούλευσης τεκμηριωμένα σχόλια και θέσεις που αφορούν μεταξύ άλλων την εκτροπή ποσοτήτων νερού από τον Αχελώο προς το Υδατικό διαμέρισμα Θεσσαλίας με την προτεινόμενη δέσμη μέτρων (εκπόνηση – επικαιροποίηση μελετών ταμιευτήρα Συκιάς και λοιπών έργων).
    Είναι προφανές ότι σε έκτακτα περιστατικά όπως αυτά τα οποία έπληξαν, την Θεσσαλία απαιτείται γρήγορη ανταπόκριση από την πολιτεία δεδομένου ότι τα αποτελέσματα των θεομηνιών έχουν αφήσει βαθιά τα σημάδια τους στις υποδομές και την κοινωνία της Θεσσαλίας αναδεικνύοντας σε μεγάλο βαθμό το διαχρονικό έλλειμα σχεδιασμού και εφαρμογής μέτρων σύμφωνα με τις σχετικές οδηγίες της ΕΕ για τα ύδατα στη Θεσσαλία όπως άλλωστε σχετικά μεταξύ άλλων και η ΠΔΕ έχει σχολιάσει στις διαβουλεύσεις των Σχεδίων Διαχείρισης ΛΑΠ του πρώτου και δεύτερου κύκλου αναθεώρησης.
    Στο πλαίσιο αυτής της έκτακτης αντιμετώπισης τίθεται σε διαβούλευση το σχετικό master plan χωρίς δυστυχώς θεσμική βάση, στην αγγλική γλώσσα, για πολύ μικρό χρονικό διάστημα.
    Είναι αυτονόητο ότι δεν μπορεί να υπάρξει σχολιασμός της μελέτης σε βάθος σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα από όσον το δυνατό περισσότερους φορείς που εμπλέκονται στην διαχείριση των υδάτων (διαπεριφεριακά) έτσι ώστε να εντοπιστούν κρίσιμα σημεία σε θέματα σχεδιασμού και υλοποίησης και να επιλυθούν αναλόγως καθιστώντας έτσι τη διαβούλευση προβληματική.
    Όπως και στο προσχέδιο της 2ης αναθεώρησης των ΣΔΛΑΠ όπου επαναφέρεται το σενάριο εκτροπής του Αχελώου, έτσι και στην παρούσα μελέτη, η εκτροπή προτείνεται για την αντιμετώπιση του όποιου υδατικού ελλείματος παρουσιάζεται στη μελέτη (εκτίμηση από την ομάδα έργου χωρίς επαλήθευση δεδομένων χρήσης υδάτων) χωρίς να έχει ληφθεί υπόψη σε βάθος η τρωτότητα των υδατικών πόρων στα σενάρια εκπομπών RCPs της IPCC στις μελλοντικές περιόδους αλλά ούτε και η ανθεκτικότητα των προτεινόμενων έργων σε αυτήν την τυχόν τρωτότητα.
    Επισημαίνεται δε στη σελ 36 vol. I FLOOD DEFENSE INFRASTRUCTURES παρ. 3 και υποσημείωση 5, όσον αφορά την ένταση των πλημμυρών ότι « The Master Plan, however, assumes that the huge uncertainties about the impacts of climate change justify very high standards: the storm Daniel is considered the norm» και όχι επεισόδιο μικρής περιόδου επαναφοράς. Επιπλέον, στην παράγραφο 6 της ίδιας σελίδας αναφέρεται «Therefore, the Master Plan designates the areas that experienced inundation following Storm Daniel as those with a high likelihood of flooding6. Additional differentiations regarding the levels of likelihood of flooding can only be determined through detailed modelling. This modelling will assess the impacts of various ensembles of rainfall events across diverse climate scenarios». Tα παραπάνω επηρεάζουν τα προτεινόμενα έργα υποδομών, την σχετική κοστολόγηση τους και την προτεινόμενη διαχείριση υδάτων στην παρούσα μελέτη μιας και δεν λαμβάνονται υπόψη περίοδοι επαναφοράς ενός συμβάντος που μπορεί έτσι να οδηγήσει σε αστοχία έργων με ότι αυτό συνεπάγεται.
    Όσο δε αφορά την αξιολόγηση των κοινωνικό-οικονομικών και περιβαλλοντικών επιπτώσεων από την εκτροπή του Αχελώου αναγκαζόμαστε, όπως παραθέσαμε και στον σχολιασμό του προσχεδίου 2ης αναθεώρησης ΣΔΛΑΠ, να σας υπενθυμίσουμε και εδώ τα αποτελέσματα έρευνας με τίτλο «Αξιολόγηση των κοινωνικο-οικονομικών και περιβαλλοντικών επιπτώσεων από την εκτροπή του Αχελώου» που εκπονήθηκε για λογαριασμό της ΠΔΕ από την Deloitte τον Μάρτιο 2023.

    Σημαντική απόκλιση από τον αρχικό σχεδιασμό
    Το έργο της μερικής εκτροπής του Αχελώου, είχε ως πρωταρχικό στόχο την επίλυση του προβλήματος υδατικού ελλείματος της Θεσσαλικής πεδιάδας. Η πρώτη εξαγγελία του έργου έγινε το 1983, ωστόσο η σημερινή κατάσταση του έργου αποκλίνει κατά πολύ από τον αρχικό σχεδιασμό καθώς η εκτρεπόμενη ποσότητα έχει μειωθεί δραστικά, κάποια έργα έχουν αυτονομηθεί ενώ άλλα είναι ημιτελή. Η τελευταία ΜΠΕ που αφορούσε το σύνολο του έργου εκτροπής εκπονήθηκε το 1995 και αφορούσε την εκτροπή 600 εκ m3 νερού, ενώ στα χρόνια που μεσολάβησαν έχουν ακολουθήσει 4 ακυρωτικές αποφάσεις από το ΣτΕ για το σύνολο του έργου, το οποίο αφορά την Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδος και την Περιφέρεια Θεσσαλίας με αναμενόμενες επιπτώσεις σε περιβαλλοντικό και οικονομικό επίπεδο.

    Υψηλό περιβαλλοντικό κόστος
    Όσον αφορά τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, μια ενδεχόμενη εκτροπή 250 εκ m3 νερού από τον Αχελώο στην Θεσσαλία και τα έργα που την συνοδεύουν συνεπάγεται την επιβολή ενός περιβαλλοντικού κόστους τόσο στην Θεσσαλία όσο και στην Αιτ/νία. Συγκεκριμένα, η κατασκευή
    • του ταμιευτήρα και φράγματος στην Συκιά,
    • της σήραγγας εκτροπής
    • λοιπών υποδομών για την υποδοχή του νερού στην Θεσσαλία στην έξοδο της σήραγγας
    αναμένεται να επιφέρουν ζημιά στο τοπίο, την βιοποικιλότητα και τα ύδατα που αποτιμάται σε 337,5 εκ € ανά έτος επ’ αόριστον από τα οποία τα 74,9 εκ € αντιστοιχούν στο μέρος των έργων που δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα. Το κόστος αυτό κατανέμεται γεωγραφικά κυρίως στη Θεσσαλία και αντιστοιχεί σε σημαντικό ποσοστό της προστιθέμενης αξίας του τομέα γεωργίας και για τις δύο περιοχές. (Το κόστος κατανέμεται γεωγραφικά κατά 7% στην Αιτ/νία, 85% στην Θεσσαλία και 8% στις λοιπές περιφέρειες )

    Εκτίμηση και γεωγραφική κατανομή του περιβαλλοντικού κόστους
    (Πηγή: έρευνα Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας « Αξιολόγηση των κοινωνικο-οικονομικών και περιβαλλοντικών επιπτώσεων από την εκτροπή του Αχελώου»)
    Απώλεια Περιβαλλοντικής Αξίας: 288 εκ € για Θεσσαλία, 22 εκ € για Αιτωλοακαρνανία
    % επί του ΑΕΠ : 3,4 % για Θεσσαλία, 1% για Αιτωλοακαρνανία
    % επί της ΑΠΑ γεωργίας : 29 % για Θεσσαλία, 11,3 % για Αιτωλοακαρνανία

    Το έργο σχετίζεται με υψηλά κεφαλαιουχικά κόστη για την ορθή αξιοποίηση των υδάτων

    Εκτός από το περιβαλλοντικό κόστος, σημαντική επιβάρυνση αναμένεται να επιφέρουν και τα κεφαλαιουχικά κόστη για την κατασκευή των εναπομεινάντων έργων εκτροπής και των απαιτούμενων αρδευτικών υποδομών στη Θεσσαλία που θα πρέπει να τα συνοδεύουν ώστε να γίνει σωστή αξιοποίηση στην περίπτωση μεταφοράς υδάτων στη Θεσσαλία. Ειδικότερα, το κόστος των αρδευτικών υποδομών στη Θεσσαλία έχει υπολογιστεί στα 5,3 δις €, χρησιμοποιώντας ως δεδομένο τον αριθμό των αρδευόμενων εκτάσεων που αναφέρεται στην ΜΠΕ 1995. Δεδομένου ότι οι αρδευόμενες εκτάσεις έχουν αυξηθεί σχεδόν κατά 40 % σύμφωνα με την 2η αναθεώρηση του ΣΔΛΑΠ Θεσσαλίας (ΥΔ08), αναμένεται σημαντική αύξηση και στο κόστος των υποδομών αυτών οι οποίες είναι απαραίτητες ώστε να εξασφαλιστεί η αξιοποίηση των υδάτων που θα εκτραπούν.

    Κεφαλαιουχικά κόστη που συνδέονται με την εκτροπή
    (Πηγή: έρευνα Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας « Αξιολόγηση των κοινωνικο-οικονομικών και περιβαλλοντικών επιπτώσεων από την εκτροπή του Αχελώου»)
    Κεφαλαιουχικό κόστος έργων μερικής εκτροπής : 760 εκ € (για Θεσσαλία και Αιτωλοακαρνανία)
    Κεφαλαιουχικό κόστος απαιτούμενων αρδευτικών υποδομών : 5,3 δις € για Θεσσαλία και 352 εκ € για Αιτωλοακαρνανία

    Περιβαλλοντικά και κεφαλαιουχικά κόστη θα αυξήσουν το κόστος αρδευτικού νερού χωρίς τεκμηριωμένη αντίστοιχη αύξηση της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας

    Τόσο το περιβαλλοντικό κόστος, όσο και τα κεφαλαιουχικά κόστη που συνδέονται με την εκτροπή και τα έργα υποδομής μετακυλίονται ανάλογα και στο μοναδιαίο κόστος του αρδευτικού νερού με αποτέλεσμα αυτό να επιβαρυνθεί και στις δύο γεωγραφίες. H αύξηση στο συνολικό κόστος νερού θα αντιστοιχεί σε ένα σημαντικό ποσοστό της ΑΠΑ κάθε περιοχής και κατά συνέπεια, τα έργα εκτροπής θα πρέπει να οδηγήσουν σε γεωργική ανάπτυξη η οποία θα επιφέρει μια, αντιστοίχου ύψους, αύξηση της ΑΠΑ ώστε να καταστεί το έργο σκόπιμο. Τέτοιου είδος ωφέλεια δεν έχει τεκμηριωθεί επαρκώς στις υφιστάμενες μελέτες.

    Ανάλυση κόστους νερού άρδευσης
    (Πηγή: έρευνα Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας « Αξιολόγηση των κοινωνικο-οικονομικών και περιβαλλοντικών επιπτώσεων από την εκτροπή του Αχελώου»)
    Επιπλέον κόστος νερού: +300 εκ € για την Θεσσαλία, + 41 εκ € για την Αιτωλοακαρνανία
    Επιπλέον % επί της ΑΠΑ γεωργίας (ΕΛΣΤΑΤ 2020): +30 % για την Θεσσαλία, + 20 % για την Αιτωλοακαρνανία
    Αύξηση επί του μοναδιαίου κόστους άρδευσης (κατανομή στο σύνολο των αρδευόμενων εκτάσεων) : Χ 3 για την Θεσσαλία, και Χ 1,2 για την Αιτωλοακαρνανία

    Συνεπώς μια ενδεχόμενη εκτροπή 250-300 εκ m3 νερού από τον Αχελώο στην Θεσσαλία συνεπάγεται την επιβολή ενός υψηλού περιβαλλοντικού κόστους τόσο στην Θεσσαλία όσο και στην Αιτ/νία και με υψηλά κεφαλαιουχικά κόστη για την ορθή αξιοποίηση των υδάτων. Τα Περιβαλλοντικά και κεφαλαιουχικά κόστη θα αυξήσουν το κόστος αρδευτικού νερού χωρίς τεκμηριωμένη αντίστοιχη αύξηση της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας.

    Επιπρόσθετα, ο ωφέλιμος ρόλος των έργων εκτροπής έχει αμφισβητηθεί από τις αποφάσεις του ΣτΕ οι οποίες ανά τα χρόνια έχουν αναδείξει κενά στη θεμελίωση της αναγκαιότητας του έργου σε σχέση με τις αρνητικές επιπτώσεις που αυτό συνεπάγεται , κενά που δεν έχουν καλυφθεί μέχρι σήμερα.

    Ο Αντιπεριφερειάρχης Βιώσιμης Ανάπτυξης,
    Ενέργειας, Χωροταξίας και Περιβάλλοντος της ΠΔΕ

    Στυλιανός Μπλέτσας

    ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΠΟΔΕΚΤΩΝ
    1. Γρ. Περιφερειάρχη Δυτ. Ελλάδας
    2. Γρ. Αντ/ρχη Βιώσιμης Ανάπτυξης, Ενέργειας και Περιβάλλοντος Π.Δ.Ε.
    3. Γεν. Δ/νση Αναπτυξιακού Προγρ/σμού Περιβ/ντος και Υποδομών
    4. Δ/νση Υδάτων Δυτικής Ελλάδας
    Αθηνών 105, ΤΚ 26500, Ρίο Πάτρα (ydat@apd-depin.gov.gr )

  • Πρόλογος παρέμβασης:η HVA όφειλε, όπως αναφέρει,
    «…να διερευνήσει τα αίτια και τις επιπτώσεις των πλημμυρών, ώστε να αναπτύξει ένα γενικό σχέδιο που θα καθιστούσε την περιοχή πιο ανθεκτική στις πλημμύρες» και για το σκοπό αυτό «κινητοποίησε διερευνητικές αποστολές που εξέτασαν τις ζημιές από διάφορες οπτικές γωνίες, ώστε να βρουν τα αίτια, να σκιαγραφήσει μια βιώσιμη στρατηγική αποκατάσταση από τις πλημμύρες, ώστε να χρησιμεύσει, ως παράδειγμα για άλλες χώρες της ΕΕ και να δημιουργήσει προηγούμενο για το πώς οι θεσμοί, οι επιχειρήσεις, οι υποδομές και η πολιτική προστασία μπορούν γρήγορα και οικονομικά να προσαρμοστούν και να καταστούν ανθεκτικοί στους κινδύνους της κλιματικής αλλαγής και να μεταρρυθμίσει τη νοοτροπία των αγροτών, ώστε να καταστεί η περιοχή πιο ανταγωνιστική από ό, τι ήταν πριν από την καταιγίδα Daniel…».Ο βαρύγδουπος στόχος δεν επιτεύχθηκε.Το Γενικό Σχέδιο αποτυγχάνει να διαγνώσει τα αίτια. Είναι φανερό, ότι συντηρείται περίτεχνα με λίγα «φύλλα συκῆς», η προπαγάνδα ότι τα αίτια των συστημικών καταστροφών ανθρώπων, ζώων και παραγωγικών μέσων ήσαν τα καιρικά φαινόμενα και η κλιματική αλλαγή.Αν και γνωρίζει άριστα, ότι αναφέρεται στο προοίμιο της Οδηγίας για την αξιολόγηση των πλημμυρών, ότι« …Οι πλημμύρες είναι φυσικά φαινόμενα τα οποία είναι αδύνατο να προληφθούν.
    Ωστόσο, ορισμένες ανθρώπινες δραστηριότητες (όπως η αύξηση των ανθρωπίνων οικισμών και περιουσιακών στοιχείων στις πλημμυρικές περιοχές καθώς και η μείωση της φυσικής ικανότητας του εδάφους όσον αφορά την κατακράτηση υδάτων κατά τη χρήση γης) και η αλλαγή του κλίματος συμβάλλουν στην αύξηση της πιθανότητας επέλευσης φαινομένων πλημμύρας και των αρνητικών τους επιπτώσεων.
    Η αλήθεια είναι ότι είναι σκόπιμο και επιθυμητό να μειωθεί ο κίνδυνος των αρνητικών και τραγικών σωστότερα συνεπειών που συνδέονται με τις πλημμύρες.
    • Θάνατοι,
    • μετακινήσεις πληθυσμών,
    • ασύλληπτες ζημίες στο περιβάλλον,
    • σοβαρή διακινδύνευση ή αναστολή της οικονομικής ανάπτυξης και
    • υπονόμευση των οικονομικών δραστηριοτήτων,
    • στην ανθρώπινη υγεία και ζωή,
    • στο περιβάλλον,
    • στην πολιτιστική κληρονομιά,
    • στην οικονομική δραστηριότητα
    • στις υποδομές…
    ότι η νομοθεσία έχει αναθέσει την αρμοδιότητα και την αστική, ποινική και πολιτική, ευθύνη διαχείρισης των υδάτινων πόρων σε όλες τις διαστάσεις τους,
    • στην κυβέρνηση, τα όργανά της κι ανάμεσά τους,
    o η Εθνική Επιτροπή Υδάτων,
    o το Εθνικό Συμβούλιο Υδάτων,
    o η Γενική Γραμματεία Φυσικού Περιβάλλοντος και Υδάτων,
    o η Γενική Γραμματεία Προστασίας, το Υπουργείο προστασίας του πολί¬τη,
    o η Αποκεντρωμένη Διοίκηση Στερεάς Ελλάδας – Θεσσαλίαςότι η νομοθεσία έχει ουσιαστικά αφαιρέσει από τους θεσμούς της τοπικής αυτοδιοίκησης αρμοδιότητα για τους υδάτινους πόρους, αν και είναι τοπικές υποθέσεις,Και ότι η χώρα σύρεται στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο γιατί για δεκαετίες δεν εκπλήρωνε πολλαπλές υποχρεώσεις της και για τη διαχείριση των υδάτινων πόρων και για την αξιολόγηση και αποτροπή των κινδύνων από πλημμύρες παρά το βεβαρημένο ιστορικό μητρώο της συγκεκριμένης περιφέρειας.΄Ότι τα πραγματικά αίτια σχετίζονται με το αναχρονιστικό και διασπαρμένο θεσμικό πλαίσιο που αφορά τη διακυβέρνηση των υδάτινων πόρων και τον μη εκσυγχρονισμό τους με διαλειτουργική διασύνδεσή του με το αρχαίο θεσμικό πλαίσιο των εγγείων βελτιώσεων του 1958, 1959 όπως με μύριες τροποποιήσεις ισχύει σήμερα, των συνιστωσών του (έδαφος, νερά και γεωργία) και των οργάνων τους (ΟΕΒ)θα επανέλθουμε, αξιολογώντας το Γενικό Σχέδιο στις λεπτομέρειές του… ιδίως, τις αποκλίνουσες από τις Οδηγίες για τους υδάτινους πόρους και την αξιολόγηση και αποτροπή των κινδύνων από πλημμύρες προσεγγίσεις της σχετικά με τη διακυβέρνηση, το θεσμικό πλαίσιο και τους θεσμούς….15 Μαρτίου 2024, 09:56 | Θωμάς Χ.Μόνιμος Σύνδεσμος1. Είναι προσβλητικό και δουλοπρεπές να τίθεται σε διαβούλευση ένα κύριο σχέδιο που θα καθορίσει τη διαχείριση των υδάτων στην Ελλάδα, στην αγγλική γλώσσα για να το σχολιάσουν Έλληνες πολίτες. Ποιος ιθύνων νους δέχθηκε να παραλάβει μια μελέτη στην Αγγλική γλώσσα. Θα τολμούσε κάποιος να πάει στη Γαλλία ή στην Γερμανία ή στην Ιταλία να θέσει σε διαβούλευση ένα σχέδιο (που θα πάει πιθανόν και στη Βουλή για επικύρωση), στην Αγγλική γλώσσα. Όνειδος.
    2.Τα ύδατα, όπως και τα μεταλλεύματα και οι υδρογονάνθρακες, είναι στο υπέδαφος και ανήκουν στον Ελληνικό λαό (η ιδιοκτησία γης αφορά την επιφάνεια και όχι το υπέδαφος) . Επειδή βάσει του Συντάγματος η διαχείρισή τους ανήκει στην Κεντρική Κυβέρνηση οι άδειες χρήσης νερού εκδίδονται από τις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις (Κεντρική Κυβέρνηση) και δεν δίνεται η δυνατότητα αδειοδότησης ούτε καν από τις αιρετές Περιφέρειες.
    Με τη παρούσα μελέτη προτείνεται η διαχείριση των Υδάτων στη Θεσσαλία να ανατεθεί σε ένα Νομικό πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου που θα δημιουργηθεί για το σκοπό αυτό (προφανώς αυτό θα είναι οδηγός μελλοντικά και για τις άλλες Περιφέρειες) με το σκεπτικό να είναι ένας φορέας που να διαχειρίζεται τα Ύδατα και να μην υπάρχει πολυδιάσπαση. Αντί λοιπόν να μαζέψουν όλες τις αρμοδιότητες και το προσωπικό κάτω από τις Δ/νσεις Υδάτων των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων (που τις έχουν αποστεωμένες χωρίς προσωπικό , πόρους και εξοπλισμό εδώ και χρόνια) προσπαθούν να δώσουν τη διαχείριση ενός Εθνικού πόρου ζωτικής σημασίας σε ένα ιδιωτικό φορέα. Έχει ελεγχθεί η Συνταγματικότητα αυτής της κατεύθυνσης ;
    3. Η μελέτη προτείνει σε γενικές γραμμές :
    – Έργα ορεινής υδρονομίας για ανάσχεση χειμαρρωδών ροών (γινόταν εδώ και χρόνια από τα Δασαρχεία αλλά εγκαταλείφθηκε η κατεύθυνση αυτή από τις Κυβερνήσεις)
    – Αντικατάσταση υδροβόρων καλλιεργειών και μείωση της κατανάλωσης υδάτων για άρδευση λόγω κινδύνου ερημοποίησης(το ξέρουμε εδώ και χρόνια για αυτό και δεν δίνονται νέες ανορύξεις για άρδευση στο υδατικό διαμέρισμα Θεσσαλίας)
    – Αντιπλημμυρικά προστασία μεγάλων πόλεων του Θεσσαλικού κάμπου (αυτονόητο)
    – Μη αδειοδότηση οποιασδήποτε νέας κτιριακής υποδομής εντός πλημμυρικών ζωνών (ήδη το προβλέπουν τα εγκεκριμένα σχέδια πλημμύρας) και πιθανή απομάκρυνση οικισμών σε περιοχές που βρίσκονται εντός ζώνης πλημμύρας.
    Απορώ γιατί έπρεπε να γίνει το master plan από μια ολλανδική Εταιρία για να μας πει αυτά που ήδη ξέρουμε (Θυμίζει το ανέκδοτο με τον δικηγόρο που πάει να πει στον τσοπάνη πόσα πρόβατα έχει). Αν ρωτούσε κάποιος απλά στελέχη της Δημόσιας Διοίκησης που ασχολούνται με το θέμα θα πρότειναν τα ίδια και μάλιστα με μεγαλύτερη λεπτομέρεια.

  • Οι έγγειες βελτιώσεις, οι συνιστώσες τους και ο νέος “Daniel” που απειλεί να πλημμυρίσει όλη τη χώρα:

    Θεμελιακό στοιχείο της εθνικής οικονομίας είναι η διάσταση των εγγείων βελτιώσεων.

    Σύμφωνα με τις διατάξεις της πρωτοποριακής κατά το χρόνο θέσμισής της (ν.δ 3881/1958 και ΒΔ 13.9/1959) νομοθεσία, οι συνιστώσες της είναι οι υδατικοί, οι εδαφικοί και οι γεωργικοί πόροι της χώρας και οι φορείς της, που δεν είναι άλλοι από τους οργανισμούς των εγγείων βελτιώσεων που βρίσκονται κάτω από τον έλεγχο της Αυτοδιοίκησης.

    Μετά από τον ευνουχισμό της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης και την υδροκεφαλική γιγάντωση των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων και της Κεντρικής Κυβέρνησης και των υβριδικών μορφωμάτων της (ΟΑΚ και τώρα ΟΔΥΘ) τα τελευταία χρόνια, το Master Plan υποκρύπτει στην πραγματικότητα την νέα επιχείρηση άλωσης και των τελευταίων θεσμικών οχυρών της Αυτοδιοίκησης, των Οργανισμών Εγγείων Βελτιώσεων (ΟΕΒ), οι οποίοι, όπως αναφέρεται, μόλις εκκολαφθεί πλήρως το νέο «αυγό του φιδιού», δηλαδή, ο νέος Οργανισμός Διαχείρισης Υδάτων Θεσσαλίας, θα μπουν στο ντουλάπι της ιστορίας.

    Το εγχείρημα αυτό είναι γνωστό στους «παροικοῦντες τὴν Ἱερουσαλήμ» ότι θ’ αποτύχει, αλλά αυτό λίγο ενδιαφέρει.
    Αρκεί, ως φαίνεται, να αξιοποιηθεί, ως πλημμυρίδα, που θα επιτρέψει τη θέσμιση ενός ακόμη νεοφιλελεύθερου εργαλείου, του νέου Οργανισμού, κατά παράβαση του Συντάγματος και του Κοινοτικού Κεκτημένου, που θέλουν, τη διαχείριση των υδάτων να έχουν οι Αρχές των Λεκανών Απορροής, δηλαδή η Αυτοδιοίκηση υπό τον έλεγχο νομιμότητας της πολιτείας.

    Δηλαδή, οι φορείς που κατά το Σύνταγμα έχουν την ευθύνη των τοπικών υποθέσεων, δηλαδή, ιεραρχούμενοι, οι Οργανισμοί Εγγείων Βελτιώσεων (ΟΕΒ, ΓΟΕΒ, ΔΕΥΑ, Δήμοι, Περιφέρειες), κατά τις σχετικές θεσμικές επιταγές, προσαρμοζόμενοι στη χώρα μας και κατάλληλα υποστηριζόμενοι από την Πολιτεία, αλλά και κατά το πρότυπο βέλτιστων πρακτικών, όπως στην εμπνεύστρια της κοινοτικής πολιτικής για τα ύδατα, την Γαλλία. Και σε αρμονική διαλειτουργική διασύνδεση με όλα τα βιοτικά και αβιοτικά στοιχεία του Οικοσυστήματος του Φυσικού Περιβάλλοντος.

    Ο πρόλογος είναι απαραίτητος προκειμένου ν’ αναδειχτούν το υπόβαθρο, αλλά και οι σκοποί τόσο της κυβερνητικής πρωτοβουλίας, όσο και του κατ’ ευφημισμό ονομαζόμενου “Master Plan” της HVA”.

    1. Στην πραγματικότητα η πρόταση επιστεγάζει κυβερνητική μεθόδευση η οποία κυοφορείται από ετών με σκοπό,

    a. τον «αναίμακτο», σιωπηρό, εξοβελισμό από την εθνική νομοθεσία της πρωτοποριακής κατά τη θέσμισή της, το 1958 και 1959 νομοθεσίας για τις έγγειες βελτιώσεις (ν.δ 3881/1958 και ΒΔ 13.9/1959)

    b. την απαξίωση και εν τέλει του εξοβελισμού των οργανισμών των εγγείων βελτιώσεων (ΟΕΒ, ΔΕΥΑ κλπ) μόλις δημιουργηθεί το μόρφωμα που αρχικά θα ελέγχεται από την κυβέρνηση και «ἐν εὐθέτῳ χρόνῳ» θα γίνει βορά των νεοφιλελεύθερων συνεργατών τους.

    c. την περαιτέρω συρρίκνωση ακόλουθα της Αυτοδιοίκησης,

    d. τον πλήρη κεντρικό έλεγχο μεταβατικά των υδάτινων πόρων και του εδάφους

    e. και τη νεοφιλελεύθερη στη συνέχεια οικονομική διαχείρισή τους με τρόπους που έχουν ήδη καταστεί διαφανείς.

    2. την επιτυχία του εγχειρήματος που προαγγέλλει το θάνατο της σπονδυλικής στήλης της ελληνικής εθνικής οικονομίας, του πρωτογενή τομέα της, σχεδόν στο σύνολό του (χωρίς δυστυχώς να γίνεται αντιληπτό) φαίνεται δυστυχώς να διασφαλίζουν,

    a. η τραγικά αποτυχημένη θεσμική και εκτελεστική διαχείριση των εγγείων βελτιώσεων εδώ και 65 χρόνια περίπου από όλες τις κυβερνήσεις μέχρι τη σημερινή,

    b. Το άνοιγμα της κερκόπορτας που επέτρεψε ένα φυσικό φαινόμενο, ο Daniel. Ευχερώς διακρίνεται από μια περιορισμένη ομάδα πολιτών που έχει τη δυνατότητα και τη διάθεση να περιηγηθεί το κατ’ ευφημισμό «Master plan” της HVA (καθ’ ημάς της κυβερνητικής οικογένειας) ότι, όπως και δηλώνεται από τους συντάκτες του, αφανείς και εμφανείς, η πρόταση συνδέεται με λύσεις που δεν περιορίζονται στην αντιμετώπιση των κινδύνων από πλημμύρες, αλλά επεκτείνονται σε όλες τις διαστάσεις του πρωτογενή τομέα της οικονομίας στην δύσμοιρη αυτή Περιφέρεια, προδιαγράφοντας την τύχη της γεωργίας, των γεωργικών εκτάσεων, της κτηνοτροφίας και των κατοίκων της.

    Σας οδοστρωτήρας η πλημμυρίδα της πρότασης (για την οποία κατά τη γνώμη της κυβερνητικής οικογένειας αρκεί μια διαβούλευση σε κείμενο συνταγμένο σε ξένη γλώσσα, διάρκειας δέκα [10] ημερών) αξιώνει να παρασύρει την αυτοδιοίκηση και τις συνιστώσες των εγγείων βελτιώσεων αφού, όπως δηλώνεται, η πρόταση φιλοδοξεί να γίνει μοντέλο ανάπτυξης όλης της Ελλάδας !!!.

    Αγνοούν ότι «δεν είναι η Θεσσαλία μόνο, η Ελλάδα». Ότι δεν γίνεται να δημιουργηθούν δύο νομικά μέτρα και σταθμά, άλλα να ισχύουν εκεί και άλλα στην υπόλοιπη Ελλάδα.
    Ότι δεν γίνεται να συνεχιστεί η ποδοπάτηση του Συντάγματος και του κοινοτικού κεκτημένου. Απλά μόνο και μόνο γιατί θέλουν ν’ αξιοποιήσουν, ως κερκόπορτα τον φυσικό Daniel, για να απελευθερώσουν τον κυβερνητικό ομόλογό του. Έναν νέο, δηλαδή, Daniel που θα επιτρέψει την άλωση του Θεσσαλικού Κάμπου. Που θα επιτρέψει τη δημιουργία των προϋποθέσεων για ένα νέο νεοφιλελεύθερο Great Reset, όπως θεοποιείται σήμερα στην χώρα μας και δι επισήμων χειλέων που το ανακάλυψαν.
    Ο σχολιασμός αυτής της πτυχής που συνδέεται άρρηκτα με το κατ’ ευφημισμό και μόνο αποκαλούμενο “Master Plan” της HVA (και σε καμιά περίπτωση με ένα πραγματικό Master Plan) θα ολοκληρωθεί στην επόμενη, τελευταία παρέμβαση, με την οποία θ’ αποδομηθεί ο κυβερνητικός σχεδιασμός για τη δημιουργία του ΟΔΥΘ.
    ..θα επανέλθουμε….

  • 27 Μαρτίου 2024, 21:54 | Γούσιος Δημήτρης

    Βόλος 27-13-2024
    Η ανάγνωση της έκθεσης-πρότασης των Ολλανδών για αναδιάρθρωση των καλλιεργειών της Θεσσαλίας, καταλήγει σε μια πρώτη διαπίστωση ότι πρόκειται για μια ορθολογική προσέγγιση της βιωσιμότητας μιας περιφερειακής γεωργίας. Η αξιολόγηση που επιχειρούν εστιάζει στην κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα αυτή η γεωργία έχοντας υποστεί για δεκαετίες, μετά την υιοθέτηση του εντατικού παραγωγικού προτύπου, βαθιές αναδιαρθρώσεις και βίαιες προσαρμογές με τις ίδιες μεθόδους που το επιχείρησε ο βορράς. Αυτή η προσπάθεια πέτυχε μεν υψηλή παραγωγικότητα όμως, σε βάρος των φυσικών πόρων και των δεσμών με τους διάφορους τόπους. Όμως, το ζήτημα που τίθεται σήμερα για τη διερεύνηση της προοπτικής αυτής της γεωργίας είναι να προσδιοριστούν οι δικές της δυνάμεις και δυνατότητες στο νέο αγρο-οικολογικό περιβάλλον που διαμορφώνεται διεθνώς. Σ’ αυτή τη βάση η προσέγγιση από το μέλλον έχει ενδιαφέρον γιατί μετατρέπει αυτή την κληρονομημένη θεσσαλική μεσογειακή γεωργία σε πόρο προς αξιοποίηση, αυτό που χθες ήταν μειονέκτημα σε πλεονέκτημα. Από αυτή την άποψη φαίνεται ότι η έκθεση δεν λαμβάνει υπόψη τη διαπίστωση ότι αυτή η γεωργία αποκτά πλέον μια δυναμική θέση στο χώρο και στην ανάπτυξη. Αναγνωρίζεται ο πολυλειτουργικός ρόλος της (κοινωνικός, παραγωγικός, περιβαλλοντικός, κτλ) και η συμβολή της τόσο στην παραγωγή ποιοτικών προϊόντων όσο και στη διατήρηση του πληθυσμού της υπαίθρου. Αυτή η εξέλιξη επιβάλλει τη συστημική προσέγγισή της γεωργίας, δηλαδή τη θεώρησή της ως ένα λειτουργικό και συνεκτικό σύστημα καλλιέργειας και παραγωγής στο χώρο. Μια τέτοια προσέγγιση, πριν αναζητήσει καλλιέργειες-μεσσίες θα πρέπει να διερευνήσει την ανθεκτικότητα αυτών των συστημάτων με βάση την αγρο-οικολογική μετάβαση που πλαισιώνει η ΚΑΠ, τους δεσμούς τους με τον τόπο και τέλος, τη συσσωρευμένη γνώση που διαθέτουν οι Θεσσαλοί αγρότες.

    Δυστυχώς, η έκθεση των Ολλανδών περιορίζει την αξιολόγηση της θεσσαλικής γεωργίας στο ζήτημα της κατανάλωσης νερού και προτείνει την εισαγωγή μεμονωμένων καλλιεργειών στο μεσογειακό εύθραυστο οικοσύστημα,. Δεν λαμβάνει υπόψη ούτε τις διαφοροποιήσεις των θεσσαλικών παραγωγικών συστημάτων κατά περιοχές στο εσωτερικό της Περιφέρειας ούτε τη δυνατότητά τους να αναπροσαρμόζονται εύκολα με βάση τις επιταγές των αγορών και των πολιτικών και μάλιστα κατά τόπους. Στην πραγματικότητα, προτείνεται αφενός, μείωση των αρδευόμενων παραδοσιακών καλλιεργειών και αντικατάστασή τους με ξηρικές καλλιέργειες αφετέρου, εισαγωγή νέων καλλιεργειών υψηλών εισοδηματικών αποδόσεων. Τέλος, η αντιμετώπιση με τιμωρητική διάθεση των γεωργών (σπατάλη νερού κτλ) δείχνει αν όχι αντιλήψεις ξεπερασμένες, σίγουρα κακή πληροφόρηση. Η ίδια η έκθεση εστιάζει στους δύο ισχυρούς πυλώνες του θεσσαλικού πρωτογενούς τομέα που είναι η φέτα ΠΟΠ και το βαμβάκι. Από τις προτάσεις προκύπτει ότι αυτή η προσέγγιση δεν απαντά στις δυνατότητες της θεσσαλικής γεωργίας, υποτιμά και υποβαθμίζει την ανθεκτικότητα των συστημάτων παραγωγής της. Μια πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση θα έπρεπε να λάβει υπόψη ότι:

    1. η Θεσσαλία δεν είναι μια αλλά πολλές για γεωγραφικούς και ιστορικούς λόγους, γι’ αυτό τόσο η δομή όσο και οι ζώνες των παραγωγικών συστημάτων δεν είναι ίδιες. Γεωγραφικά χωρίζεται στην δυτική και ανατολική Θεσσαλία. Όμως η πραγματική αιτία αυτής της διαίρεσης είναι το υδρογραφικό δίκτυο. Όλα τα ποτάμια πηγάζουν από την Πίνδο, διασχίζουν τη δυτική Θεσσαλία τροφοδοτώντας τους υπόγειους υδροφορείς και μέσω του Πηνειού και των Τεμπών χύνονται στο Αιγαίο. Η ανατολική Θεσσαλία αξιοποιούσε μέρος των νερών του Πηνειού και της λίμνης Κάρλας. Από τη διαφορά αυτή προκύπτει μια γεωργία στα δυτικά με μικρές εκμεταλλεύσεις, νερό και πολυκαλλιέργεια και μια γεωργία ανατολικά, χωρίς νερό, με ισχυρότερη τάση συγκέντρωσης της γης. Οι λύσεις δεν μπορεί παρά να είναι διαφορετικές.

    2. ο πρωτογενής τομέας της Θεσσαλίας απαντά σε ένα διπλό στρατηγικό στόχο. Αφενός, στην ένταξη καλλιεργητικών και παραγωγικών συστημάτων σε μια διαδικασία αγρο-οικολογικής μετάβασης την οποία υποστηρίζει η Ε.Ε. και η ΚΑΠ. Αφετέρου, στην εδαφική διάσταση της γεωργικής ανάπτυξης δηλαδή αγκύρωση με τον τόπο και διασφάλιση της ιδιοτυπίας των τελικών προϊόντων. Αυτό τον δεύτερο στόχο στηρίζουν ο 2ο πυλώνας της ΚΑΠ, η Περιφέρεια και οι τοπικές κοινωνίες (Καλλικρατικός Δήμος). Όμως, οι Ολλανδοί παραβλέπουν ότι η αύξηση της προστιθέμενης αξίας δεν εξαρτάται τόσο από τις καλλιέργειες όσο από την ικανότητα να επιδιωχθεί αυτή τοπικά. Αυτή η αδυναμία δεν βοηθά στην οικοδόμηση μιας ανταγωνιστικότητας βασισμένη στην ιδιοτυπία και στους δεσμούς με τον τόπο. Υπενθυμίζεται ότι η μέχρι σήμερα μονόδρομη επιδίωξη μιας ανταγωνιστικότητας με βάση τη μείωση του κόστους παραγωγής, εξάντλησε τα μεσογειακά οικοσυστήματα και τη γεωργική γη.

    3. Σύστημα καλλιέργειας (η σοφία των Θεσσαλών αγροτών)
    Η εθνική έρευνα κάλυψε επαρκώς τα ζητήματα που συνδέονται με την ανθεκτικότητα των βασικών καλλιεργειών όπως το βαμβάκι και η παραγωγή ζωοτροφών με βάση την κατανάλωση νερού, την αμειψισπορά, τις πολιτικές κτλ. Ειδικότερα, οι έρευνες των εργαστηρίων του Θεσσαλικού αλλά και άλλων Πανεπιστημίων της χώρας έχουν καταλήξει σε αποτελέσματα που τεκμηριώνουν την προσαρμοστικότητα των υφιστάμενων παραγωγικών συστημάτων της Θεσσαλίας. Αυτά τα αποτελέσματα δεν αξιοποιήθηκαν για τη διαμόρφωση ολοκληρωμένης πρότασης προσαρμογής αυτών των συστημάτων στην αγρο-οικολογική μετάβαση λόγω έλλειψης υποστήριξης από την εθνική αγροτική πολιτική αλλά και από την Περιφέρεια.

    Σ’ αυτό το χωρικό και παραγωγικό πλαίσιο η έκθεση επιχειρεί την αξιολόγηση του θεσσαλικού αγροτικού παραγωγικού συστήματος εστιάζοντας κυρίως στο βαμβάκι και στη μηδική υπερεκτιμώντας την κατανάλωση νερού και υποτιμώντας τις αποδόσεις τους. Δεν λαμβάνονται ωστόσο υπόψη τα εξής:

    Βαμβάκι: η ζήτηση για το ελληνικό βαμβάκι εισέρχεται σε νέα φάση. Οι περιορισμοί εισαγωγών βαμβακιού από τις ανταγωνιστικές χώρες (Ινδία, Μπαγκλαντές, Καζακστάν) λόγω αθέμιτου ανταγωνισμού (παιδική εργασία, εκμετάλλευση γυναικών) αλλά και της ενεργειακής κρίσης, στρέφουν το βλέμμα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων προς την Ελλάδα την πιο κοντινή χώρα-παραγωγό. Παράλληλα, αυξάνονται σημαντικά η ζήτηση και η τιμή του βαμβακιού που παράγεται δια της αναγεννητικής γεωργίας ή/και ως βιολογικό. Τέλος, νέες τεχνολογίες και τεχνικές επιτρέπουν πλέον σημαντικές προόδους στη μείωση της κατανάλωσης νερού, λιπασμάτων και χημικών προϊόντων (άρδευση ακριβείας κτλ). Επομένως, ο στρατηγικός στόχος της Θεσσαλίας είναι πως θα διατηρήσει το βαμβάκι ως δυνητικά αξιοποιήσιμο πόρο στο άμεσο μέλλον εντάσσοντάς το ταυτόχρονα στην αγρο-οικολογική μετάβαση.

    Κτηνοτροφία : η Θεσσαλία κατανέμει την παραγωγή ζωοτροφών σε όλη την επιφάνειά της και τη μηδική εκεί που διαθέτει νερό (πχ Ελασσόνα, Τρίκαλα, Σοφάδες κτλ). Ωστόσο, η επανάσταση στην παραγωγή ζωοτροφών θα προκύψει από την εφαρμογή της αναγεννητικής γεωργίας αντικαθιστώντας μέρος της μηδικής με μίγματα νομευτικών φυτών από την κάλυψη του γυμνού εδάφους. Αυτό το σύστημα μπορεί να προσφέρει μεγάλες εκτάσεις χορτομάζας με τα απαραίτητα θρεπτικά στοιχεία που χρειάζεται η κτηνοτροφία εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα ευέλικτη επιλογή μεταξύ συλλογής (ενσίρωμα, ξηρό χόρτο) και βόσκησης. Η χρηματοδότηση από το ΠΑΑ για εξοπλισμό μπορεί να μειώσει κατά πολύ την ανάγκη εργατικών χεριών και το κόστος επιτρέποντας την εκ περιτροπής βόσκηση. Τέλος, η πρόταση για εισαγωγή ζωοτροφών είναι ανεδαφική και για ένα επιπλέον λόγο : ότι θα αυξήσει το κόστος μεταφοράς της μηδικής και το περιβαλλοντικό αποτύπωμα της κτηνοτροφίας.

    Η πρόταση των Ολλανδών για πλήρη αναδιάρθρωση του παραγωγικού συστήματος στο όνομα της εξοικονόμησης νερού δεν πείθει. Η χαρτογραφική απεικόνιση της εξέλιξης της κατανομής των καλλιεργειών μεταξύ 2011 και 2021 δείχνει ακριβώς, την ύπαρξη πολλών παραγωγικών συστημάτων (Χάσια, πεδινά Τρίκαλα-Καρδίτσας, Φαρκαδώνα, Φάρσαλα-Σοφάδες, Αλμυρός-Βελεστίνο, περιοχή Νότιας Λάρισας, Κάρλα, Τύρναβος, Ελασσόνα), και επίσης, ικανότητα προσαρμογής (έλλειψη νερού, αγορά). Φαίνεται ότι η έκθεση δεν εξέτασε αυτή την δυναμική της ικανότητας αναπροσαρμογής του παραγωγικού συστήματος ανά ζώνη. Η Θεσσαλία μπορεί να συνδυάσει την απαραίτητη μείωση νερού με την υιοθέτηση νέων τεχνικών (βλ στη συνέχεια) ανάλογα με την κατανομή των καλλιεργειών κατά ζώνες.

    Προς επίρρωση των παραπάνω, ένα πιλοτικό πρόγραμμα το οποίο εκπονείται στο συνεταιρισμό ΕΝΙΠΕΑΣ, στο επίκεντρο των πλημμυρισμένων χωριών των Φαρσάλων με την υποστήριξη ενός Θεσσαλικού κλάστερ της TERRA THESSALIA και ενός διεθνούς δικτύου φορέων και συνεργατών, δείχνει το δρόμο που θα πρέπει να ακολουθήσει το θεσσαλικό γεωργικό παραγωγικό σύστημα. Μέσα από 2 1/2 χρόνια εφαρμογής σε 400 στρέμματα και με τη συμμετοχή δεκάδων παραγωγών, προκύπτει η δυνατότητα προσαρμογής του παραγωγικού συστήματος με βάση ένα ευέλικτο συνδυασμό των υφιστάμενων καλλιεργειών. Ο συνδυασμός αυτός αφορά την αλληλουχία και την αναλογία των καλλιεργειών στο εσωτερικό του συστήματος και λειτουργεί με την υιοθέτηση της αναγεννητικής γεωργίας ως ρυθμιστή του παραγωγικού συστήματος. Αυτή η πρακτική συμβάλλει στη γονιμότητα του εδάφους, στην ρύθμιση της φυσικής λίπανσης και στη μείωση των αναγκών σε άρδευση. Προκύπτει μείωση της κατανάλωσης νερού (15%τα 2 πρώτα χρόνια με προοπτική τα επόμενα 2 χρόνια να αγγίξει το 20-25% και με την εφαρμογή της άρδευσης ακριβείας με στάγδην άρδευση να φθάσει το 40%). Το σύστημα αυτό, παράγοντας άφθονη χορτομάζα υποστηρίζει την αιγοπροβατοτροφία, ευνοεί το πέρασμα στη βιολογική γεωργία όπως και την ένταξη καλλιεργειών υψηλών αποδόσεων σε εισόδημα (βιομηχανική ντομάτα, πιπεριά, αρωματικά φυτά κτλ). Εκτιμάται ότι η αυτή η αναπροσαρμογή του συστήματος καλλιεργειών μπορεί με μικρές επενδύσεις, να προσφέρει μείωση του κόστους άνω των 40 ευρώ/στρ στα συστήματα με βαμβάκι, καθώς και όφελος επιπλέον 90 ευρώ/στρ αν αξιοποιηθεί η δυνατότητα κάλυψης την καλοκαιρινή περίοδο, μέρους της έκτασης χειμερινών καλλιεργειών. Το όφελος είναι πολύ πιο σημαντικό για τις γεωργο-κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις. Παράλληλα, κανείς δεν εμποδίζει τον γεωργό να εντάξει καλλιέργειες υψηλών εισοδηματικών αποδόσεων σε εκτάσεις ανάλογα με τις ανάγκες της αμειψισποράς, εργατικών χεριών κτλ.

    Τα πρώτα αποτελέσματα σηματοδοτούν το πέρασμα από την αναζήτηση καλλιεργειών-σωτήρων (μεμονωμένοι ερευνητές και εταιρείες) σε μια προσέγγιση συστημική δηλαδή οργάνωσης του συστήματος καλλιεργειών και αξιολόγησης της ανθεκτικότητάς τους σε διετή βάση. Το πρότυπο αυτό μπορεί να προσαρμοσθεί στις ανάγκες κάθε μεγέθους και παραγωγικού προσανατολισμού εκμετάλλευσης και συνεπώς, είναι μεταφέρσιμο σε άλλες αγροτικές περιοχές της Θεσσαλίας. Το πρότυπο είναι καινοτομικό γιατί συνδυάζει τη μείωση του κόστους με παράλληλη συμβολή στην αγρο-οικολογική μετάβαση, στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας μέσω της ποιότητας των προϊόντων και των βιώσιμων δεσμών με τους τόπους παραγωγής τα οποία εξασφαλίζουν διακριτότητα και αξία. Αυτό το πρότυπο έχει ανάγκη από τη λειτουργία μικρο-μεσαίων Συνεταιρισμών ως εργαλείο συντονισμού, υποστήριξης και συμπλήρωσης της λειτουργίας της οικογενειακής εκμετάλλευσης.

    Τι θα πρέπει να γίνει
    Σήμερα, τη δυνατότητα αναπροσαρμογής του πρωτογενούς τομέα εμποδίζει μια κεντρικά σχεδιασμένη πολιτική έναντι μιας γεωργίας που χρειάζεται να αναπτυχθεί με βάση περιφερειακές και τοπικές ιδιαιτερότητες, γραφειοκρατία κτλ. Μια σύγχρονη βιώσιμη και αναπτυξιακή αγροτική πολιτική δεν μπορεί να είναι κεντρική και ενιαία για δύο βασικούς λόγους: α) η μετατόπιση της ανταγωνιστικότητας προς τις εδαφικές ιδιαιτερότητες σημαίνει ότι η επιλογή καλλιεργειών ανήκει στις εδαφικές περιοχές και στις Περιφέρειες, β) η Θεσσαλία χωρίζεται σε γεωγραφικές και παραγωγικές ζώνες διαφορετικές και διακριτές μέχρι σήμερα, γ) τα υφιστάμενα παραγωγικά συστήματα φανερώνουν δύναμη προσαρμογής στη Θεσσαλική γεωγραφική ποικιλομορφία, αποτελούν πόρους προς αξιοποίηση. Μια ολοκληρωμένη πρόταση αναδιάρθρωσης θα έπρεπε να λάβει υπόψη το μεσογειακό περιβάλλον, τις νέες τάσεις για ποιότητα και αυθεντικότητα των αγαθών αλλά και τη δικτύωση με τους καταναλωτές, επίσης, τα ενδιαφέροντα των νέων, τις επιχειρηματικές αλλά και οικογενειακές στρατηγικές τους. Σ΄ αυτή τη διαδικασία μετάβασης, η συμβολή της Περιφέρειας είναι καθοριστική εφόσον ο ρόλος της Περιφέρειας είναι να στηρίζει διαδικασίες και όχι αποτελέσματα: την ένταξη του τελικού προϊόντος του πόρου στην αξιακή αλυσίδα, την διαμόρφωση συμβούλων με γνώση της Θεσσαλικής πραγματικότητας. Σ’ αυτή την προσπάθεια αναπροσαρμογής της Θεσσαλικής γεωργίας, η Περιφέρεια πρέπει να κινητοποιήσει όλο το δυναμικό της: τους μεταποιητές, τις βιοτεχνίες και οικοτεχνίες, τις μορφές κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας κτλ. Αυτή η ολιστική προσέγγιση είναι αναγκαία αν θέλουμε επιπλέον, να συνδέσουμε τη βιωσιμότητα του πρωτογενή τομέα με το στόχο της αναζωογόνησης της υπαίθρου.

    Γούσιος Δημήτρης
    τ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
    Ανάπτυξη και Χωροταξία Αγροτικού Χώρου

  • 27 Μαρτίου 2024, 16:16 | καθ. Ηλιού Νικόλαος

    Ηλιού Νικόλαος,
    Καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών.

    Μετά από μελέτη του Γενικού Σχέδιου Διάταξης (Master Plan) Διαχείρισης Υδάτων για το Υδατικό Διαμέρισμα Θεσσαλίας, αλλά και μετά από επιμέρους διαβουλεύσεις με τους συντάκτες αλλά και τους φορείς της Περιφέρειας Θεσσαλίας, κατέληξα στις ακόλουθες επισημάνσεις:

    1. Στη σελίδα 41 του πορίσματος αναφέρει :
    «Δώστε χώρο στους ποταμούς»
    Στα ορεινά πολλών περιοχών της Θεσσαλίας, το επαρχιακό οδικό δίκτυο έχει αναπτυχθεί δίπλα στις όχθες των ποταμών και συνήθως στους πόδες πρανών τα οποία συνήθως είναι ασταθή (λόγω γεωλογικής σύνθεσης και διαστρωμάτωσης). Η συνήθης τακτική ανακατασκευής οδικών αξόνων προέβλεπε την στοιχειώδη απομάκρυνση τους από τις πλημμυρικές κοίτες. Αυτό δεν μπορεί να γίνεται πλέον λόγω υπέρμετρης μεγέθυνσης των πλημμυρικών κοιτών λόγω κλιματικής αλλαγής. Η διατύπωση «δώστε χώρο στους ποταμούς και τα ρέματα», περιέχει εκτεταμένα γεωτεχνικά έργα (αντιστηρίξεις, αγκυρώσεις, σταθεροποιήσεις εδαφών κλπ) αλλά και ανασχεδιασμό και κατασκευή διαφοροποιημένων οδικών αξόνων. Συνεπώς το κόστος θα είναι ιδιαίτερα υψηλό και δεν γνωρίζω αν έχει εκτιμηθεί σωστά.
    Όσον αφορά στη διαχείριση των υδρολογικών υποδομών των αυτοκινητοδρόμων (γέφυρες, Οχετοί και αποστραγγιστικές υποδομές), η αντικατάσταση όλων των τεχνικών (γεφυρών & οχετών) με νέες διευρυμένες και ενδεχομένως σε μεγαλύτερο ύψος ώστε να επιτευχθεί σαφώς μεγαλύτερη υδραυλική διατομή σημαίνει ανακατασκευή σημαντικού μήκους των αυτοκινητοδρόμων, λόγω περιορισμών στην χάραξή τους, κυρίως στην αποδεκτή κατά μήκος κλίση. Τα έργα των απαιτούμενων παρεμβάσεων έχουν εκτιμηθεί σωστά ? Δεν είναι εμφανές στο κείμενο & τα παραρτήματα του masterplan.
    Ακόμη δυσμενέστερη είναι η διαχείριση του Σιδηροδρομικού δικτύου (κύρια γραμμή Αθήνα – Θεσσαλονίκη και δευτερεύουσες από Παλαιοφάρσαλο προς Καλαμπάκα και Βόλο, όπως και Βόλος-Λάρισα) , δεδομένου ότι η μέγιστη κατά μήκος κλίση δεν είναι δυνατόν να υπερβαίνει το1,5%. Η ανάγκη αναβάθμισης των υδρολογικών υποδομών (γεφυρών και οχετών), αλλά και της προστασίας της υποδομής των σιδηροδρομικών γραμμών, σημαίνει εκτεταμένες παρεμβάσεις ιδιαίτερα υψηλού κόστους και δεν γνωρίζω αν έχουν εκτιμηθεί σωστά. Ενδεικτικό της δυσκολίας διαχείρισης της σιδηροδρομικής υποδομής είναι η εξαιρετικά μεγάλη καθυστέρηση αποκατάστασης της μετά τις πλημμύρες.

    2. Στην σελίδα 49, αναφέρονται τα άμεσα ειδικά και γενικά μέτρα που αφορούν στη διαχείριση πλημμυρών στις Ορεινές Περιοχές (Flood management in mountainous areas)
    Στο κεφάλαιο αυτό αναφέρεται πλήθος 100-250 περιοχών (λεκανών) προσωρινής εκτόνωσης των πλημμυρικών παροχών με αποθήκευση σε επίπεδες ενότητες του ορεινού αναγλύφου και όπου είναι δυνατό, να προβλέπονται πολλαπλές φυτεύσεις και αναδασώσεις.
    Δεν έχει αναλυθεί επαρκών πως έχουν προκύψει υδρολογικά, και που είναι χωροθετημένες αυτές οι θέσεις. Μάλλον έχουν εκτιμηθεί ως ποσότητα με κάποια παραδοχή πλήθους ανά km2.

    3. Στην σελίδα 54, αναφέρονται οι βραχυπρόθεσμες δράσεις και τα προτεινόμενα χρονοδιαγράμματα στη διαχείριση πλημμυρών.
    Στις άμεσες δράσεις αναφέρεται ότι στην χωροθέτηση των μικρών φραγμάτων δεν απαιτείται η λεπτομερής αποτύπωση με lidar αλλά αρκεί τα τοπογραφικά δεδομένα που δίνει η «ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΑΕ» καθώς και ορθοφωτοχάρτες LSO 25.
    Αυτό δεν είναι σωστό δεδομένου ότι τα υψομετρικά δεδομένα που λαμβάνονται από το Κτηματολόγιο δεν είναι ακριβή σε περιοχές με φυτοκάλυψη, δεδομένου ότι λαμβάνονται ως υψόμετρα οι κορυφές των δένδρων κλπ. Απαιτείται λοιπόν ασφαλέστερη αποτύπωση ώστε να καθοριστούν οι πιθανές θέσεις φραγμάτων και να είναι δυνατή η σύνταξη των απαραίτητων τευχών δημοπράτησης και η κατασκευή τους όπως αναφέρονται στο “Follow-up actions (6 – 36 months)”.
    Όπως αναφέρεται και στην έκθεση, η αποτύπωση όλων των υδρολογικών υποδομών (ποτάμια, χείμαρροι, ρέματα κλπ) με σύγχρονη τεχνολογία (lidar) θα βοηθήσει όχι μόνο στην ανάπτυξη ενός αξιόπιστου υδρολογικού μοντέλου αλλά και με χρήση εξειδικευμένων αισθητήρων θα συμβάλει στη διαμόρφωση πλαισίου έγκαιρης προειδοποίησης τόσο των κατοίκων όσο και του συνόλου των επαγγελματικών δραστηριοτήτων.
    Δεν γίνεται καμία αναφορά στην Γεωλογική διερεύνηση καταλληλότητας των θέσεων διαμόρφωσης των μικρών φραγμάτων (περιπτώσεις διαπερατών εδαφικών σχηματισμών στις κοίτες και τα πρανή).
    Όσον αφορά στα επείγοντα μέτρα θα έπρεπε να προταχθούν “σωστικές” παρεμβάσεις, δηλαδή αυτές που μπορούν να προσφέρουν ικανοποιητική προστασία έναντι συνήθων πλημμυρικών φαινομένων (όχι εκτάκτων ή ιδιαιτέρως καταστροφικών) και να αποσκοπούν στην επαναφορά των υδατορεμάτων στην πρότερη (προ πλημμύρας) κατάσταση, τη σταθεροποίηση των κοιτών μέσω φυσικών διεργασιών και την προστασία στοχευμένων περιοχών-σημείων τα οποία εμφανίζουν ιδιαίτερη ευπάθεια ή αποτελούν κρίσιμες υποδομές για τις ανθρωπογενείς δραστηριότητες (π.χ. γέφυρες, οδικοί κόμβοι και άξονες, κτιριακές εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας κλπ).
    Προφανώς τα προτεινόμενα έργα προτεραιότητας (σελ. 54 Immediate actions (3 – 12months)) θα πρέπει να υλοποιηθούν αφού παρέλθει ο απαιτούμενος χρόνος (2 έτη περίπου), για την ωρίμανση των οριστικών υδραυλικών μελετών. Τα έργα αυτά θα είναι τα τελικά έργα, τα οποία πρέπει να λειτουργούν συμπληρωματικά και επικουρικά στα σωστικά (δηλαδή δεν τα ακυρώνουν, αλλά τα βελτιώνουν), προσφέροντας των απαιτούμενο βαθμό προστασίας.
    Ενδεικτικές σωστικές παρεμβάσεις άμεσης υλοποίησης είναι:
    Περιοχές γεφυρών – τεχνικών και αστικών ορεινών περιοχών:
    • Καθαρισμός της κοίτης και των πρανών ορεινών χειμάρρων και ρεμάτων.
    • Κατασκευή ουδών σταθεροποίησης κοίτης ανάντη των γεφυρών και αναβαθμών μικρού ύψους (0,50-1,00μ) κατάντη των γεφυρών (κατασκευές από σαρζανέτ)
    • Επένδυση πρανών με συρματοκιβώτια (σαρζανέτ) σε μικρό ύψος (1,00-2,00μ) με σκοπό την σταθεροποίηση των πρανών, την παρεμπόδιση άμεσης βλάστησης και τη διευκόλυνση απόθεσης και σταθεροποίησης φερτών υλικών στο χώρο επέμβασης.
    • Κατασκευή ουδών και αναβαθμών σε τακτά διαστήματα των ρεμάτων (150-300μ) με σκοπό την επίτευξη σταθερής κλίσης της κοίτης τους.
    Περιοχές κοιτών που διαπλατύνθηκαν λόγω διάβρωσης:
    • Καθαρισμός της κοίτης και των πρανών.
    • Κατασκευή εγκαρσίων προβόλων στην κοίτη για την επαναφορά της στην αρχική θέση με φυσικές διεργασίες.
    • Επένδυση των πρανών μεταξύ των προβόλων με λιθορριπές.
    Οι παραπάνω τεχνικές αποκατάστασης περιορίζουν σημαντικά τον όγκο των υλικών που θα χρησιμοποιηθούν, γιατί δεν προβλέπουν την άμεση αποκατάσταση των αποσαθρώσεων με υλικά που πρέπει να μεταφερθούν επιτόπου, αλλά την αποκατάσταση μέσω της φυσικής απόθεσης φερτών υλικών που παρασύρονται από το υδατόρεμα και της σταθεροποίησης αυτών.
    Προφανώς και η παγίδευση των φερτών υλών στις προτεινόμενες διατάξεις απαιτούν περιοδική απομάκρυνση των πάσης φύσεως φερτών υλών ώστε να διασφαλίζεται η λειτουργικότητά τους.

    4. Απαιτούμενα Τεχνικά Έργα αποκατάστασης και βιωσιμότητας της λίμνης Κάρλας.
    Στις σελ. 95-97 αναφέρονται προβληματισμοί και ποιοτική αξιολόγηση των μέτρων για την άμεση αποστράγγιση αλλά και την βιώσιμη λειτουργία της λίμνης υπο κανονικές συνθήκες αλλά και σε έκτακτες περιπτώσεις (πχ. Daniel κλπ).
    Οι διάφορες προσεγγίσεις όπως σήραγγα προς Παγασητικό, Εντατική Άντληση με πλεοναζόντων υδάτων προς Πηνειό, σήραγγα προς Πηνειό – Αιγαίο, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές βάσει θεωρητικής – ποιοτικής προσέγγισης.
    Για να είναι αποδεκτή μια τεχνικοοικονομική αξιολόγηση των προτεινόμενων μέτρων θα πρέπει να εκπονηθούν επειγόντως στοχευμένες μελέτες σκοπιμότητας όπου θα συνδυάζεται η τεχνική εφικτότητα με την ενδελεχή ανάλυση κόστους οφέλους, ώστε να προκύψει η καταλληλότερη λύση ή ακόμη και συνδυασμός λύσεων.

    5. Αποκατάσταση πληγεισών περιοχών και ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής.
    Μολονότι δεν είναι αντικείμενο ενός Στρατηγικού Σχεδίου διαχείρισης υδάτων σε μια περιφέρεια, είναι επιβεβλημένη η αναφορά στις παρεμβάσεις αποκατάστασης των αστικών και περιαστικών υποδομών σε όλο το δίκτυο των ορεινών κοινοτήτων, καθώς και των δικτύων πρόσβασης σ’ αυτές και στις χρήσεις γης πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα, που τις αφορούν.
    Η αδυναμία άμεσης αποκατάστασης διαταράσσει την κοινωνική συνοχή και οδηγεί σε εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση αλλά και σε αστυφιλία με συνέπεια την ερήμωση του τόπου.

  • 26 Μαρτίου 2024, 20:47 | Τσιμπούκας Κων/νος

    Αθήνα 26/3/2026

    Διαβάζοντας το Master Plan για τη διαχείριση του νερού στη Θεσσαλία που συντάχθηκε μετά τις πλημμύρες που προήλθαν από την καταιγίδα Daniel και ειδικά τον τόμο 4 που αφορά τη γεωργία και κτηνοτροφία προκύπτει η ανάγκη παρουσίασης των παρακάτω παρατηρήσεων.
    Με σκοπό τη μείωση της κατανάλωσης νερού από τον πρωτογενή τομέα προτείνεται αναδιάρθρωση των βασικών καλλιεργειών, οι οποίες χρησιμοποιούνται στη Θεσσαλία.
    Όμως οι προτάσεις δεν είναι πειστικές αφού αφενός δεν συνδέονται με την υφιστάμενη χωρική διαφοροποίηση των συνθηκών άσκησης της γεωργίας στην θεσσαλική πεδιάδα και αφετέρου στερούνται τεχνικοοικονομικής τεκμηρίωσης, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να γίνουν αποδεκτές από τους γεωργούς και να μην υιοθετηθούν στο εφαρμοζόμενο καλλιεργητικό σύστημα τους.
    Στη θεσσαλική γεωργία οι διαρθρώσεις των γεωργικών εκμεταλλεύσεων, διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους, ως προς το φυσικό μέγεθος, τις εδαφολογικές συνθήκες, το σύστημα προμήθειας αρδευτικού νερού, το σύστημα άρδευσης, το μηχανολογικό εξοπλισμό και βέβαια την παραγωγική εξειδίκευσή τους. Δεν ασκείται η μονοκαλλιέργεια του βαμβακιού, όπως λανθασμένα πιστεύεται, αλλά χρησιμοποιείται επίσης μια πλειάδα καλλιεργειών (δημητριακά, χονδροειδείς ζωοτροφές, κηπευτικά, όσπρια, αρωματικά φυτά, νωπά φρούτα, ακρόδρυα, αμπέλια ), η έκταση συμμετοχής τους στο καλλιεργητικό σύστημα των εκμεταλλεύσεων προσδιορίζεται κυρίως από τους προαναφερόμενους παράγοντες. Να σημειωθεί ότι, η σημασία της παραγωγής τυριού Φέτα, (που παράγεται από το αιγοπρόβειο γάλα) είναι ιδιαίτερα κρίσιμη για την οικονομία της Θεσσαλίας, μιας και η Περιφέρεια είναι η μεγαλύτερη εθνική παραγωγός (και εξαγωγέας) του τυριού. Το οικονομικό πλεονέκτημα της παραγωγής του τυριού Φέτα, στη Θεσσαλία (πέραν του υφιστάμενου κτηνοτροφικού κεφαλαίου) είναι η δυνατότητα παραγωγής άφθονων ζωοτροφών, σε κοντινές αποστάσεις από τις κτηνοτροφικές μονάδες, με πολύ χαμηλό κόστος μεταφοράς. Φυσικά το πλεονέκτημα αυτό δεν πρέπει να χαθεί, για χάρη ξένων ανταγωνιστών.
    Συνεπώς το να παρουσιάζονται κάποιες ασύνδετες, με το περιβάλλον και την ισχύουσα έγγεια διάρθρωση, προτάσεις μεμονωμένων υποψήφιων καλλιεργειών προς τους γεωργούς, αυτές στερούνται του απαραίτητου βάρους για να ληφθούν υπόψη στην άσκηση της γεωργίας. Οι γεωργοί γνωρίζουν ότι, το να επιλέξουν και να εφαρμόσουν ένα παραγωγικό σύστημα είναι μια διαδικασία πολύπλοκη και πολυπαραγοντική. Δεν αρκεί να εμφανίζονται διεθνή στοιχεία για την αξία του παραγόμενου προϊόντος ανά κυβικό μέτρο νερού για να πεισθεί ο γεωργός στο να εγκαταλείψει μια καλλιέργεια υπέρ μιας άλλης. Η πρόταση πρέπει, να λαμβάνει υπόψιν της το εδαφοκλιματικό περιβάλλον και την υφιστάμενη έγγεια διάρθρωση των εκμεταλλεύσεων, ώστε να είναι δυνατή η εφαρμογή της προτεινόμενης καλλιέργειας, αλλά και η ένταξή της σ’ένα σύστημα αμειψισπορών. Πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη το θεσμικό πλαίσιο άσκησης της γεωργικής δραστηριότητα. Το Master Plan στοχεύει στη μείωση της χρήσης και καλύτερη αξιοποίηση του αρδευτικού νερού, αλλά πουθενά δεν αναφέρεται και δεν λαμβάνεται υπόψη το ισχύον Στρατηγικό Σχέδιο 2023-2027, που χρηματοδοτεί η Ευρωπαϊκή Ένωση για την ελληνική γεωργία, όπου προβλέπεται μια πλειάδα υποχρεωτικών ή χρηματοδοτούμενων δράσεων ή και ενισχύσεων (αμειψισπορές, χρήση εγχώριων ποικιλιών, αντικατάσταση καλλιεργειών, μέτρα για ορθολογική άρδευση, δυνατότητα προμήθειας εξοπλισμού εξοικονόμησης αρδευτικού νερού κλπ). Ακόμη τα προτεινόμενα προϊόντα που θα παράγονται θα πρέπει αποδεικνύεται ότι θα έχουν ικανοποιητική διέξοδο στην αγορά και θα μπορούν να εμπορεύονται (και μέσω ποιων προϋποθέσεων) μέσα σε καθορισμένο εύρος τιμών, στοιχεία που θα προέρχονταν από μελέτη marketing των προϊόντων, που όμως λείπει. Ακόμη είναι αναγκαία η εκτίμηση των πρόσθετων επενδύσεων που ενδεχομένως απαιτούνται (το ύψος της επένδυσης και τρόπος χρηματοδότησης), του κόστους και του αναμενόμενου γεωργικού εισοδήματος για όλους τους σημαντικούς τύπους εκμεταλλεύσεων, ώστε ο γεωργός να είναι σε θέση να εκτιμήσει τι μπορεί περίπου να περιμένει σε οικονομικό επίπεδο, εάν προχωρήσει στην προτεινόμενη αλλαγή.
    Όπως φαίνεται από τα παραπάνω, δεν είναι πανάκεια (ούτε καν επιλογή) ο απλός εξοβελισμός της καλλιέργειας του βαμβακιού, του αραβοσίτου, της μηδικής, της βιομηχανικής τομάτας κλπ,, υπερ. κάποιων προτεινόμενων καλλιεργειών αμφιβόλου οικονομικότητα ς(επίσης υδροβόρων) για να μειωθεί η κατανάλωση του αρδευτικού νερού. Τέτοια αντιμετώπιση του προβλήματος, χωρίς ουσιαστική τεκμηρίωση, μάλλον θα προκαλέσει έντονη μείωση της αξίας του γεωργικού προϊόντος στη Θεσσαλία και περαιτέρω μαρασμό της υπαίθρου. Άλλωστε η μείωση της κατανάλωσης αρδευτικού νερού είναι επιθυμητή και από τους καλλιεργητές, αφού θα τους μειώσει και το κόστος άρδευσης βελτιώνοντας έτσι τα οικονομικά τους αποτελέσματα. Όμως η μείωση της κατανάλωσης αρδευτικού νερού, χρειάζεται συστηματικό και υπεύθυνο σχεδιασμό, συνοδευόμενο από τις εξειδικευμένες γεωργικές εκπαιδεύσεις και παροχής γεωργικών συμβουλών, ώστε τα εξαγόμενα αποτελέσματά να γίνουν αποδεκτά και να υιοθετηθούν από τον αγροτικό κόσμο. Στην κατεύθυνση αυτή πρέπει να τονισθεί έντονα (πολύ περισσότερο και από την αναδιάρθρωση καλλιεργειών) η ανάγκη αντιμετώπισης της σπατάλης του αρδευτικού νερού κατά την διανομή του. Είναι μονόδρομος η γρήγορη δημιουργία δημόσιων δικτύων κλειστών αγωγών, κάτι που σήμερα στη Θεσσαλία, δεν συμβαίνει.
    Τέλος είναι καλό να θυμόμαστε ότι οι πλημμύρες στη Θεσσαλία συνέβησαν από έλλειψη δημοσίων αντιπλημμυρικών έργων και όχι από την υπερβολική κατανάλωση αρδευτικού νερού.
    Καθηγητής Τσιμπούκας Κων/νος
    Κοσμήτορας Σχολής
    Εφαρμοσμένων Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών
    Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών

  • 26 Μαρτίου 2024, 17:39 | Χρίστος Τσαντήλας

    Σύμφωνα με το κείμενο του κεφαλαίου IV, στόχος είναι η αναδιαμόρφωση του γεωργικού τομέα, ώστε «να καταστεί βιώσιμος από την άποψη της χρήσης του νερού». Κατά την άποψη των συγγραφέων η αντιμετώπιση του κινδύνου της λειψυδρίας και η σταδιακή αποκατάσταση των υπόγειων υδάτινων πόρων που έχουν εξαντληθεί λόγω της υπερεκμετάλλευσης που υπέστησαν μέχρι σήμερα για την άρδευση των καλλιεργειών που εκτιμάται ότι δαπανά το 90% του νερού, μπορεί να επιτευχθεί με: α) μείωση της γεωργικής χρήσης νερού κατά 50%, β) ένα συνδυασμό μεταφοράς νερού από τον Αχελώο και αξιοποίησης του βρόχινου νερού μέσω της κατασκευής φραγμάτων στα ανώτερα σημεία της λεκάνης που θα συμβάλει παράλληλα στο μετριασμό του κινδύνου πλημμυρών.

    Κατά την άποψή μας, ο σχεδιασμός χρήσεων γης είναι μια δύσκολη υπόθεση δεδομένου ότι πρέπει να συνδέσει πληροφορίες των βιολογικών και φυσικών επιστημών με κοινωνικές αξίες και πολιτικές πραγματικότητες σε μία συμμετοχική διεργασία για τη δημιουργία στόχων και λήψη αποφάσεων. Με δεδομένη τη μικρή γεωργική έκταση της Ελλάδας, από την οποία προσδοκά να επιβιώσει σημαντικός πληθυσμός της Χώρας και παράλληλα να εξασφαλισθεί επισιτιστική επάρκεια και περιβαλλοντική βιωσιμότητα, ο σχεδιασμός χρήσεων γης (Land Use Planning) γίνεται ακόμα πιο δύσκολος και ιδιαίτερα σε μια περίοδο που ο τομέας της γεωργίας στην περιοχή της Θεσσαλίας έχει υποστεί τεράστιες καταστροφές λόγω των ακραίων καιρικών φαινομένων του φθινοπώρου του 2023 (καταιγίδες Daniel και Elias). Στην παρέμβαση που ακολουθεί επιχειρείται ένας πρώτος σχολιασμός στα περιεχόμενα του τέταρτου κεφαλαίου (Vol. IV) (Agriculture and Livestock) και μάλιστα μόνο στον τομέα Agriculture, δεδομένου ότι ο χρόνος της διαβούλευσης είναι πολύ μικρός και η πλήρης και συστηματική κριτική ανάλυση ολόκληρου του κειμένου είναι αδύνατη σε αυτό το διάστημα.

    Με βάση τα παραπάνω, τα σχόλια μας ΣΕ Ο,ΤΙ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΩΝ ΓΕΩΡΓΙΚΩΝ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΩΝ είναι τα ακόλουθα:

    1. Δεχόμενοι ως ορθά τα δεδομένα του Πίνακα 1 (Agriculture share in Thessaly’s economy), άποψή μας είναι ότι αυτά δεν μπορούν από μόνα τους να αποτελέσουν τον οδηγό αναδιάρθρωσης των καλλιεργειών. Και τούτο διότι αποτελούν ένα μόνο τμήμα της συνολικής πληροφορίας, αγνοώντας τα δεδομένα των βιολογικών και φυσικών επιστημών, όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Πιο συγκεκριμένα δεν είναι δυνατή η υλοποίηση μιας επιθυμίας μας, με την οποία δεν συμφωνούν τα φυσικά δεδομένα. Το που θα καλλιεργηθούν τα φυτά που επιθυμούμε, εξαρτάται κυρίως από το εάν το φυσικό περιβάλλον (εδαφοκλιματικό), που εμπεριέχει τους βασικούς συντελεστές παραγωγής το επιτρέπει. Έτσι οι προτεινόμενες αλλαγές, για παράδειγμα του βαμβακιού με κηπευτικά, λαχανικά και φρούτα είναι τελείως ατυχείς. Στις μεγαλύτερες πεδινές εκτάσεις της Θεσσαλίας δεν είναι δυνατή η καλλιέργεια δενδρωδών καλλιεργειών λόγω κλίματος. Το ίδιο ισχύει για τα κηπευτικά και λαχανικά και ιδιαίτερα τα βολβώδη (πατάτες), τα οποία απαιτούν ελαφρά και καλώς στραγγιζόμενα εδάφη, τα οποία σε πολλές περιοχές της Θεσσαλίας που καλλιεργούνται με βαμβάκι δεν υπάρχουν. Επομένως η όποια προσπάθεια επιλογής καλλιεργειών πρέπει να ξεκινά από διαχωρισμό της Θεσσαλίας σε αγο-οικολογικές ζώνες (περιοχές με κατάλληλα εδαφοκλιματικά χαρακτηριστικά για την ανάπτυξη καλλιεργειών), κάτι που δεν προτείνει η μελέτη.

    2. Η πρόταση νέων καλλιεργειών που ευδοκιμούν σε άλλα τελείως διαφορετικά εδαφοκλιματικά περιβάλλοντα πρέπει να προβλέπει μια στοιχειώδη μελέτη προσαρμοστικότητας, που επίσης δεν προβλέπεται από τη μελέτη. Εάν δε οι νέες προτεινόμενες καλλιέργειες, είναι δενδρώδεις η αποτυχία στην επιλογή τους μπορεί να συνεπάγεται ανεπανόρθωτη οικονομική καταστροφή για όποιον την επιχειρήσει.

    3. Η σχετική παραγωγικότητα του νερού (“relative productivity of water”) δεν πρέπει να σταματά μόνο στην παραγωγή του αρχικού προϊόντος (π.χ. σύσπορο ή εκκοκισμένο βαμβάκι), αλλά να συνεκτικά και τις δυνατότητες που δημιουργεί σε προστιθέμενη αξία με την επεξεργασία του πρωτογενώς παραγόμενου προϊόντος. Έτσι η αντικατάσταση του βαμβακιού με βάση μόνο αυτό το στοιχείο που χρησιμοποιεί η μελέτη είναι τελείως αδόκιμη.

    4. Η οικονομική σημασία της αντικατάστασης μιας καλλιέργειας τόσο για τους παραγωγούς όσο και για την οικονομία της περιοχής δεν φαίνεται να λαμβάνεται υπόψη στη μελέτη. Η αντικατάσταση με βάση μια δογματική και λαθεμένη άποψη ότι είναι η κύρια αιτία της εξάντλησης των υδάτων της Θεσσαλίας αποτελεί μια ρηχή αξιολόγηση της πραγματικότητας. Δεν φταίει το «υδροβόρο» βαμβάκι, αλλά η ανεύθυνη ακολουθούμενη διαχρονικά πολιτική για τη χρησιμοποίηση της «ευκαιρίας» που προσφέρει η καλλιέργεια αυτή για είσπραξη περισσότερων επιδοτήσεων σε περιοχές που δημιουργούν πολιτικά οφέλη. Η ορθή χωροθέτηση της καλλιέργειας με βάση το κριτήριο της μεγαλύτερης απόδοσης, κάτι που θα μας δείξει η αγροκλιματική ζωνοποίηση θα ήταν η λύση και όχι ο δογματικός αποκλεισμός της καλλιέργειας.

    5. Με την αλλαγή μιας καλλιέργειας -και συγκεκριμένα του βαμβακιού- θα χαθεί και η πολύτιμη τεχνογνωσία και εμπειρία των παραγωγών που αποκτήθηκε επί δεκαετίες και δεν μπορεί να αντικατασταθεί εύκολα. Παράλληλα η τεχνική υποδομή που διαθέτουν οι παραγωγοί αυτοί θα αχρηστευθεί, όταν μάλιστα σε μεγάλο βαθμό είναι υποθηκευμένη. Η εφαρμογή της συνταγής της Μάργκαρετ Θάτσερ «Το φάρμακο είναι σκληρό, αλλά ο ασθενής το χρειάζεται για να ζήσει», δεν πρέπει να οδηγήσει σε τέτοια δόση φαρμάκου που ο «ασθενής» να κινδυνεύσει να μη ζήσει.

    6. Οι αδυναμίες των προτάσεων της μελέτης οφείλονται μεταξύ των άλλων κατά την άποψή μας και στη μη ολοκληρωμένη χρησιμοποίηση της βιβλιογραφίας, κάτι που δεν θέλουμε να πιστεύουμε ότι ήταν επιλεκτική με σκοπό να υποστηρίξει προειλημμένες αποφάσεις προτάσεων. Στο τέλος προσφέρεται μικρός αριθμός σχετικών πηγών που πιστεύουμε ότι θα βοηθούσαν την αναμόρφωση τμημάτων της μελέτης.

    7. Δεν γίνεται καμία αναφορά στις προβολές που έχουν δημοσιευθεί για την εξέλιξη του κλίματος στη Θεσσαλία, ιδίως όταν προτείνονται αλλαγές στα φυτά που δείχνουν αντοχή στην κλιματική αλλαγή (βαμβάκι) και νέα που δεν είναι γνωστή η συμπεριφορά τους στο περιβάλλον της Θεσσαλίας (ζαχαροκάλαμο).

    Η Θεσσαλία δεν αποτελεί ένα ομοιόμορφο εδαφοκλιματικό περιβάλλον, στο οποίο μπορούμε εμείς να καλλιεργήσουμε ό,τι θέλουμε. Η όλη προσπάθεια του σοβαρού αυτού ζητήματος της αναδιάρθρωσης των καλλιεργειών με στόχο την εξοικονόμηση νερού πρέπει να αρχίσει από την αγροοι-κολογική ζωνοποίηση. Στη Θεσσαλία υπάρχουν λεπτομερείς εδαφολογικοί χάρτες καθώς και χάρτες αγροκλιματικών ζωνών που δυστυχώς η μελέτη αγνόησε ή δεν γνώριζε ό,τι υπάρχουν.

    Προτεινόμενη επί πλέον σχετική βιβλιογραφία

    Για τα εδάφη της Θεσσαλίας
    1. Yassoglou, N., C.D. Tsadilas, and C. Kosmas. 2017. The Soils of Greece. Springer. ISSN 2211-1255. DOI https://doi.org/10.1007/978-3-319-53334-6
    2. Εδαφολογική Μελέτη Περιοχής Ζώνης Γ’ Έργων Εκτροπής Αχελώου, 1989
    3. Εδαφολογική Μελέτη Περιοχής Δυτικού Τμήματος Ζώνης Ζ Έργων Εκτροπής Αχελώου, 1989
    4. Εδαφολογική Μελέτη του Βορείου Τμήματος Ζώνης Ζ’ Έργων Εκτροπής του Αχελώου, 1990
    5. Εδαφολογική Μελέτη Ν. Καρδίτσας, 1991 και
    6. Εδαφολογική Μελέτη Ν. Τρικάλων, 1991.

    Για την χρήση των νέων τεχνολογιών (Γεωργία Ακριβείας στο βαμβάκι)
    1. Stamatiadis, S., C. Tsadilas, and J.S. Schepers. 2010. Ground-based Canopy Sensing for Detecting Effects of Water Stress in Cotton. Plant and Soil 33(1): 277-287.
    2. Stamatiadis, S., C.Tsadilas, V. Samaras, J.S. Schepers, K. Eskridge. 2015. Nitrogen uptake and N-use efficiency of Mediterranean cotton under varied deficit irrigation and N fertilization. European Journal of Agronomy 73: 144-151.
    3. Evangelou, Ε., C. Tsadilas, N. Tserlikakis, A. Tsitouras, and A. Kyritsis. 2016. Water Footprint of Industrial Tomato Cultivations in the Pinios River Basin: Soil Properties Interactions. Water (8): 515; doi:10.3390/w8110515.
    4. Stamatiadis, S. (…), Tsadilas, C.D., (…). 2020. Variable rate application of high spatial resolution can improve cotton N-use afficiency and profitability. Prec. Agric. 21(3): 695-712.
    5. Evangelou, E., (…), Tsadilas, C., Nikoli, T. 2020. Evaluation of sensor-based field-scale spatial application of granular N to maize. Precision Agric. 2020. 21(5): 1008-10026.
    6. Faraslis, et al. 2023. Remotely Sensed Agroclimatic Classification and Zoning in Water-Limited Mediterranean Areas towards Sustainable Agriculture. Remote Sens. 2023, 15, 5720. https://doi.org/10.3390/rs15245720.

    Για την αντοχή του βαμβακιού στη Θεσσαλία
    1. Tsadilas, C.D. 2023. Impact of Climate Change on the Primary Agricultural Sector of Greece: Adaptation Policies and Measures. Earth 4(4): 758-775. https://doi.org/10.3390/earth4040041.

  • 26 Μαρτίου 2024, 16:08 | Καθ. Νικ. Δαναλάτος

    ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΚΕΦ. 4 ΤΟΥ MASTER PLAN (Καθ. Ν. Δαναλάτος)
    Το κεφάλαιο 4 αναφέρεται στην αναδιάρθρωση των καλλιεργειών που πρέπει να λάβει χώρα με γνώμονα την αύξηση του γεωργικού εισοδήματος με παράλληλη μείωση του αρδευτικού νερού υπό το πρίσμα του μεγάλου ελλείμματος αρδευτικού νερού στη Θεσσαλία.
    Σύμφωνα με διεθνή πρότυπα (FAO-UNESCO) o σχεδιασμός χρήσεων γης (Land Use Planning) στηρίζεται στην αξιολόγηση γαιών (Land Evaluation), δηλαδή την εκτίμηση καταλληλότητας συγκεκριμένων μονάδων γης (Land Units) για συγκεκριμένες χρήσεις (Land Utilization Types). Η καταλληλότητα εκφράζεται σε φυσικούς και οικονομικούς όρους και προκύπτει μετά από λεπτομερή περιγραφή όλων των χαρακτηριστικών των υπό εξέταση μονάδων γης (κλίμα, εδαφικοί τύποι, γεωλογία, γεωμορφολογία, υδρολογία, κλπ) ως προς τα βασικά τους μετρήσιμα χαρακτηριστικά (Land Qualities) π.χ. διαθεσιμότητα υγρασίας, διαθεσιμότητα θρεπτικών συστατικών, κίνδυνος διάβρωσης, κίνδυνος πλημμύρας, κλπ, και κατά πόσο αυτά ανταποκρίνονται-εκπληρούν τις αντίστοιχες απαιτήσεις των υπό μελέτη χρήσεων γης (Land Use Requirements) π.χ. απαιτήσεις εξατμισοδιαπνοής, απαιτήσεις σε θρεπτικά συστατικά, ευαισθησία στη διάβρωση, ευαισθησία στην πλημμύρα κλπ.), ώστε τελικά να προκύπτει βαθμονόμηση των οικονομικών και περιβαλλοντικών εκροών των επί μέρους συστημάτων χρήσης γης (Land Use Systems). Σύμφωνα με τα ανωτέρω, μια εκτίμηση του τύπου η καλλιέργεια x είναι κατάλληλη για τη Θεσσαλία δεν είναι επιστημονικά αποδεκτή. Θα πρέπει να προκύπτει ότι η καλλιέργεια x είναι καταλληλότερη από την καλλιέργεια y στην μονάδα γης s1 σε σχέση με τη μονάδα γης s2 και η έκφραση αυτή να στηρίζεται στην λεπτομερειακή μελέτη των απαιτήσεων των καλλιεργειών x1, x2,…, xn και των χαρακτηριστικών (key attributes) των μονάδων γης s1, s2,…,sn, στην υπό μελέτη περιοχή.
    Μια τέτοια εμπεριστατωμένη τεχνικο-οικονομική μελέτη δεν προκύπτει ότι έχει λάβει χώρα στο Κεφ. 4 του Σχεδίου, αλλά μάλλον πρόκειται για μια γενικευμένη παράθεση υποκειμενικών ποιοτικών αξιολογήσεων ενός αριθμού γενικών χρήσεων γης χωρίς τα επιμέρους χαρακτηριστικά (ποικιλίες, διαθεσιμότητα και κόστος εργατικών, διαθεσιμότητα και κόστος εξοπλισμού -υφιστάμενου και αναγκαίου για την αλλαγή χρήσης-, ένταση κεφαλαίου, κλπ.) καθώς και τους τύπους γης πέρα, από πολύ γενικές ομαδοποιήσεις τύπων γης όπως «Δυτική Θεσσαλία», «Λεκάνη Αλμυρού», κλπ. Δεν γίνεται προς τούτο ουδεμία αναφορά στα εδάφη και τους αντίστοιχους λεπτομερείς χάρτες που είναι διαθέσιμοι για τη Θεσσαλία. Αντίθετα το Σχέδιο χρησιμοποιεί γενικευμένους και εν πολλοίς υποκειμενικούς χαρακτηρισμούς παραδείγματος χάρη «υδροβόρο βαμβάκι» με ελάχιστη μνεία στους τρόπους διαχείρισης νερού. Για παράδειγμα στο Σχέδιο δεν λαμβάνονται υπόψη τα ποσοστά των εδαφών/καλλιεργειών που αρδεύονται με κατάκλιση με απώλειες 70-80%, με τεχνητή βροχή (καρούλια, ράμπες) με απώλειες 40-60% και με στάγδην άρδευση με λίγες απώλειες της τάξης του 10-20%. Η μη διαφοροποίηση υποσυνόλων γης σε εδάφη της Καρδίτσας και των Τρικάλων που χαρακτηρίζονται από μεγάλη διαθεσιμότητα νερού συγκριτικά με τις πεδιάδες της Λάρισας και του Αλμυρού που χαρακτηρίζονται όντως από υδατικό πρόβλημα, αφήνουν να εννοηθεί ότι όλη η περιφέρεια μαστίζεται από ακραία λειψυδρία που χωρίς την πλήρη εγκατάλειψη της βαμβακο-καλλιέργειας η Θεσσαλία θα ερημοποιηθεί τα επόμενα λίγα χρόνια! Βέβαια, αρκετές προτάσεις του Σχεδίου είναι κατά γενική ομολογία ορθές και δεν επιδέχονται αντίρρηση. Όμως παρατίθενται με γενικευμένο, χωρίς πλήρη τεκμηρίωση επιστημονικό τρόπο ώστε σε πολλά σημεία, το Κεφ. 4 αφήνει την εντύπωση απλής έκθεσης ιδεών μάλλον παρά για ένα τεκμηριωμένο επιστημονικό κείμενο με υπόβαθρο ποιοτικής ή και ποσοτικής αξιολόγησης συστημάτων γης που μπορεί να γίνει αποδεκτό ως σοβαρό επιστημονικό πόνημα. Τέλος σε αρκετά σημεία διαφαίνεται ανεπαρκής γνώση των συγγραφέων του Κεφ. 4 επί θεμάτων γεωργίας και εδαφολογίας λόγω κακής χρήσης ορολογίας (less erosion in compacted soils), περιγραφικού χαρακτηρισμού αντί για χρήση δόκιμης επιστημονικής ορολογίας (evapotranspiration, water use efficiency, κλπ.), και σημαντικές αστοχίες σε θέματα αξιολόγησης συστημάτων χρήσης γης (δενδρώδεις καλλιέργειες στα πεδία πλημμυρών), κλπ. Σημαντικό στοιχείο που απομειώνει την όποια αξία του Κεφ. 4 ως προς την αναδιάρθρωση της γεωργίας στη Θεσσαλία αποτελεί μια ανεξήγητη, μεροληπτική, επιφανειακή, και ατεκμηρίωτη άποψη ότι η βαμβακοκαλλιέργεια ευθύνεται για το υδατικό πρόβλημα και πρέπει να εξαφανιστεί από τη Θεσσαλική γεωργία, ένα τελείως λάθος συμπέρασμα που δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό από την Θεσσαλική κοινωνία και την επιστημονική κοινότητα.
    Στη συνέχεια παρατίθενται μια σειρά από επί μέρους παρατηρήσεις ως προς το Κεφ. 4 ως προς θέματα γεωργίας-εδαφολογίας.
    Με βάση τον Πίν. 1 (σελ. 2) εξάγεται το συμπέρασμα ότι το βαμβάκι ευθύνεται για τη μεγάλη κατανάλωση αρδευτικού νερού λόγω των μεγάλων του απαιτήσεων σε νερό και τη μεγάλη έκταση που καταλαμβάνει στη Θεσσαλία. Μετά από επεξεργασία των δεδομένων του πίνακα προκύπτει ότι α) η έκταση του βαμβακιού είναι λίαν υπερεκτιμημένη , και β) το βαμβάκι καταναλώνει μακράν το λιγότερο νερό από τις υπόλοιπες αροτραίες αρδευόμενες καλλιέργειες με τις οποίες πρέπει να συγκρίνεται (βλ. βαμβάκι 479 mm αρδευτικού νερού ανά στρέμμα ενώ το καλαμπόκι δέχεται 720 mm/στρ και τα κτηνοτροφικά φυτά-μηδική 950 mm/στρ, αντίστοιχα). Σύμφωνα με τον Πιν. 1, τα κηπευτικά φαίνεται να καταναλώνουν 370 mm/στρ, δηλαδή λίγο λιγότερο νερό από το βαμβάκι. Προφανώς και το στοιχείο αυτό ελέγχεται διότι είναι κοινή γνώση ότι τα κηπευτικά απαιτούν μεγαλύτερα ποσά νερού άρδευσης από το βαμβάκι στη Θεσσαλία.

    Οι υπολογισμοί στις σελ. 5-7 είναι ατεκμηρίωτοι. Με βάση την υπόθεση για ετήσιο έλλειμα 500 εκατ. κ.μ., σε 6 έως 7 έτη προκαλείται συσσωρευμένο έλλειμμα 3,5 δισεκ. κ.μ. δηλαδή όσο το συνολικό έλλειμμα των τελευταίων 35 ετών (ΣΔΛΑΠ, 2023). Χωρίς υπολογισμούς εισροών και εκροών νερού στις διάφορες υδατικές λεκάνες της ευρύτερης θεσσαλικής λεκάνης και τις εκροές από τα Τέμπη, οι υπολογισμοί στις σελ. 5-7 φαίνονται υπερ-απλουστευμένοι.

    Στις ίδιες σελίδες, η άποψη ότι οι ανάγκες άρδευσης του 1,5 δισεκ. κ.μ. νερού πρέπει να περιοριστούν κατά 50% είναι ατεκμηρίωτο. Σημειωτέο από τα Τέμπη εκρέουν και χάνονται στο Αιγαίο κατά μέσο έτος περί τα 2,5 δισεκ. κ.μ.

    Στη σελ. 8 πολύ σωστά υπάρχει προτροπή για τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την πεδιάδα της Λάρισας αλλά αυτό δεν αντιπροσωπεύει όλη τη Θεσσαλική πεδιάδα. Στο Κεφ. 4, τα επιμέρους προβλήματα λειψυδρίας θεωρούνται ως προβλήματα όλου του Θεσσαλικού πεδίου. Όμως είναι αναντίρρητο ότι στη δυτική Θεσσαλία δεν υφίσταται πρόβλημα διαθεσιμότητας νερού, γεγονός που αγνοείται στο Σχέδιο όπου προτείνεται η πλήρης εγκατάλειψη του «υδροβόρου» βαμβακιού από όλη την περιφέρεια.

    Στη σελ. 16 το Σχέδιο αναφέρει σε αρκετά σημεία τη συμπίεση του εδάφους (soil compaction) ως θετικό παράγοντα προστασίας του εδάφους κατά της διάβρωσης και ως παράγοντα αντοχής κατά της διαβρωτικής επίδρασης των σταγόνων της βροχής. Πρόκειται για λάθος που λόγω της επανάληψής του αντικατοπτρίζει ανεπάρκεια ειδικών γνώσεων εδαφολογίας. Προφανώς είναι μετάφραση του όρου «συνεκτικότητα» ή «καλή δομή» του εδάφους. Επίσης στην παράγραφο για τη διάβρωση εδαφών δίδεται αρκετή έμφαση σε νέες έξυπνες τεχνολογίες για άρδευση, για έλεγχο ζιζανίων κλπ αλλά δεν γίνεται αναφορά σε κλασικές διαχειριστικές πρακτικές που ελλείπουν πραγματικά στις επικλινείς γαίες (Ρεβένια, κλπ), όπως αμειψισπορά, χρήση πολυετών ποωδών φυτών, ενεργειακών φυτών και φυτών εδαφοκάλυψης. Πολλές από τις αναφορές για την προστασία από διάβρωση απαρτίζουν κλασική γνώση που υπάρχει πλούσια στα Σχέδια Δράσης κατά της Ερημοποίησης, μόνο που στο Κεφ. 4 δεν γίνεται αναφορά σε καμιά από τις ευαίσθητες επικλινείς περιοχές της Θεσσαλίας (Ρεβένια, κλπ).

    Στις σελ. 20-23 γίνεται μια παράθεση ορθών πρακτικών αλλά πρόκειται για γενικολογίες χωρίς καμιά αναφορά site-specific στη Θεσσαλία. Tο συμπέρασμα «υπό το πρίσμα της λειψυδρίας της περιοχής η παραγωγή θερμοκηπιακών καλλιεργειών αποτελεί σημαντική προοπτική δεδομένου του μακρού του μικρού υδατικού αποτυπώματος» αποτελεί απλό ευχολόγιο. Πόσα στρέμματα θερμοκηπίων μπορούν να γίνουν στο μέλλον, ποια η αγορά, τα απαιτούμενα κεφάλαια, ο ανταγωνισμός και η ένταση κεφαλαίου. Πόσα από τα εκατοντάδες χιλιάδες στρ. βαμβακιού πρέπει να αντικατασταθούν από θερμοκηπιακές καλλιέργειες και ποια η ενέργεια που απαιτείται.

    Στις σελ. 24 (Εικ. 6) παρατίθεται μια αναφορά στην αποτελεσματικότητα χρήσης νερού διαφόρων καλλιεργειών σε παγκόσμια κλίμακα, πολλές εκ των οποίων είναι εκτός αγρο-οικολογικής ζώνης και Θεσσαλικού ενδιαφέροντος. Η αναφορά αυτή είναι άνευ ουσίας λόγω της τεράστιας παραλλακτικότητας των ρυθμών εξατμισοδιαπνοής σε παγκόσμια κλίμακα, παρόλο που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν διαθέσιμα αντίστοιχα στοιχεία για τη Θεσσαλία που φαίνεται ότι δεν κρίθηκαν απαραίτητα στους συγγραφείς του Κεφ. 4.

    Στη σελ. 26 υπάρχει μικρό λάθος αναφορικά με τις εκτάσεις των θερμοκηπίων στη Θεσσαλία (150 αντί 175 ha) και της Ελλάδας (6.000 αντί 4.878 ha – ΕΛΣΤΑΤ 2020) χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα. Αναντίρρητα πρέπει να επεκταθούν οι θερμοκηπιακές καθώς και οι δενδρώδεις καλλιέργειες στη Θεσσαλία, όμως το θέμα χωρίς μελέτες βιωσιμότητας, σε ποιες περιοχές, ποια είδη, ποιες ποικιλίες, για ποιες αγορές με βάση τον υφιστάμενο και τον μελλοντικό ανταγωνισμό, αποτελεί απλό ευχολόγιο.

    Στη σελ. 27 υπάρχει σοβαρό λάθος ως προς την καλλιέργεια δενδρωδών καλλιεργειών στα πεδία πλημμυρών, που ως γνωστό διατρέχουν μεγάλο κίνδυνο απώλειας φυτικού κεφαλαίου και πολύ μεγαλύτερης καταστροφής σε περιπτώσεις πλημμύρας. Τρανό παράδειγμα αποτελούν οι δενδρώδεις καλλιέργειες (φιστικιές, αμυγδαλιές, κλπ.) στα παρακάρλια που έχουν καταστραφεί τελείως από την πλημμύρα του Daniel και Elias με τεράστιο κόστος αποζημιώσεων συγκριτικά με την καταστροφή ετήσιων καλλιεργειών. Το λάθος επαναλαμβάνεται και σε άλλο σημείο του Κεφ. 4 και δείχνει σχετική απειρία ως προς το θέμα.

    Στη σελ. 27 (Εικ. 7) δεν γίνεται αντιληπτό που είναι οι μπλε περιοχές χωρίς κίνδυνο πλημμύρας – μάλλον το αντίθετο συμβαίνει.

    Στην ίδια σελίδα αναφέρεται ότι η βαμβακοκαλλιέργεια στη Θεσσαλία εκτείνεται σε 860.000 στρ. (που είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα σε σχέση με την έκταση που προκύπτει από τον Πιν. 1 δηλ. 1.032.000 στρ.). Όμως το συμπέρασμα ότι το βαμβάκι καταναλώνει το 50% του αρδευτικού νερού στη Θεσσαλία είναι ατεκμηρίωτο και ελέγχεται ως απαράδεκτο λάθος που προδίδει επιπόλαιη και επιφανειακή προσέγγιση. Εάν 860.000 στρέμματα βαμβακιού καταναλώνουν 750 εκατομμύρια κυβικά νερού (βλ. 50% του 1,5 εκατ. κ.μ. – σελ. 4) αυτό σημαίνει ότι το βαμβάκι δέχεται 872 mm νερού ανά στρέμμα! Δηλ. περίπου διπλάσια ποσότητα από αυτήν που προκύπτει από τον Πιν. 1 (και που είναι επίσης υπερεκτιμημένη). Στο σημείο αυτό ενημερώνουμε προς πάσα κατεύθυνση ότι το βαμβάκι με 350-400 mm αρδευτικού νερού μπορεί να αποδώσει 450-500 kg/στρ σύσπορο προϊόν στη Θεσσαλία με βάση πολυάριθμα πειράματα αγρού του Π.Θ.

    Επίσης στην ίδια σελίδα αναφέρεται ότι το βαμβάκι συνεισφέρει κατά 12,8% στην αξία της φυτικής παραγωγής. Η ΑΠΑ της φυτικής παραγωγής στη Θεσσαλία είναι 1,120 δισεκατομμύρια ευρώ (ΕΛΣΤΑΤ 2020), ενώ το βαμβάκι (τιμή πώλησης και κοινοτική ενίσχυση) συνεισφέρει κατά 275 εκατομμύρια ευρώ δηλαδή περί το 25%. Επίσης το βαμβάκι συνεισφέρει στο 20% των εξαγωγών της Θεσσαλίας (τρίτο μετά τα γαλακτοκομικά και τα οπωρολαχανικά en block) , εκτιμάται δε ότι το βαμβάκι συνεισφέρει στο ΑΕΠ της Θεσσαλίας κατά 920 εκατομμύρια ευρώ. Έτσι η όλη συζήτηση για το βαμβάκι στη σελ. 27 αποτελεί υπεραπλούστευση, δεν λαμβάνει υπόψη τον εξοπλισμό την αγορά τα στάδια μεταποίησης την παραγωγή και εξαγωγή κτηνοτροφής και γενικά αποτελεί την άδικη δαιμονοποίηση μιας καλλιέργειας που δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα και δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από τη θεσσαλική κοινωνία και την επιστημονική κοινότητα. Το ίδιο συμβαίνει και με τα εκτός σημασίας παραδείγματα της σελίδας 28 και 29 για την λίμνη Αράλη, το Πακιστάν κλπ. Σημειωτέο ότι από τα Τέμπη εκρέουν και χάνονται στο Αιγαίο περί τα 2,5 δισεκ. κυβικά νερών του Πηνειού. Το μισό αυτής της ποσότητας θα μπορούσε να αρδεύσει ικανοποιητικά επί πλέον 2 εκατ. στρ. στη Θεσσαλία.

    Σημαντική μεροληπτική αναφορά εναντίον του βαμβακιού που συνδυάζεται με προχειρότητα και αυθαιρεσία φαίνεται επίσης στη σελ. 29 όπου ομολογείται πως δεν έχει γίνει προσδιορισμός του αρδευτικού νερού του βαμβακιού στη Θεσσαλία αλλά παρουσιάζεται η τιμή -δείκτης απόδοσης ανά κ.μ. νερού από τη γειτονική Τουρκία (βλ. 0,15 $ / κ.μ. νερού). Ο πιο άπειρος γεωπόνος του τόπου γνωρίζει ότι με μέση απόδοση 400 kg/στρ και με σημερινές τιμές πώλησης και συνδεδεμένης ενίσχυσης, η ακαθάριστη πρόσοδος φτάνει τα 350 και πλέον ευρώ ενώ το απαιτούμενο αρδευτικό νερό είναι 350-400 χιλιοστά το στρέμμα, δηλαδή ο ανωτέρω δείκτης για τη Θεσσαλία είναι 7 φορές μεγαλύτερος από αυτόν που αναφέρεται για τη γειτονική Τουρκία. Οι συγγραφείς δεν μπήκαν στη διαδικασία να ενημερωθούν για ένα τόσο απλό αλλά σημαντικό στοιχείο. Αντίθετα φαίνονται ενημερωμένοι σχετικά με τη χρήση του (εν πολλοίς αγνώστου στο ευρύ κοινό) switch-grass και του σουσαμιού (που είχε καλλιεργηθεί στη Θεσσαλία στο παρελθόν) από τοπικούς παράγοντες που προφανώς ήλθαν σε επαφή, αλλά μια ενημέρωση λίαν επιδερμική (βλ. παρακάτω) προκειμένου να συστήσουν πλήρη αντικατάσταση του βαμβακιού με τις καλλιέργειες αυτές.

    Αναφορικά για τη χρήση γαιών με πατάτες και την αμειψισπορά με ψυχανθή, κρεμμύδια και λοιπά, εδώ πρόκειται επίσης περί έκθεσης ιδεών χωρίς περιγραφή κόστους/απόδοσης, σε ποια εδάφη, ποιες αγορές, τι ανταγωνισμό, τι εξοπλισμό, και εν πάσει περιπτώσει από τα 860.000 στρέμματα βαμβακιού πόσα στρέμματα θα μπορούσαν να αντικατασταθούν με τις ανωτέρω καλλιέργειες. Για τις ως άνω καλλιέργειες (που σήμερα καλύπτουν λιγότερο από 3%) προτείνεται η στάγδην άρδευση. Για το βαμβάκι όπου η εν δυνάμει επέκταση της στάγδην άρδευσης σε όλες τις εκτάσεις καλλιέργειας, μπορεί να απομειώσει τη σπατάλη αρδευτικού νερού κατά 200 εκατ. κ.μ. νερού δεν γίνεται λόγος.

    Στη σελ. 30, αναφορικά με το ζαχαροκάλαμο και το μίσχανθο: για το ζαχαροκάλαμο δεν μπαίνουμε στη διαδικασία σχολιασμού διότι είναι εκτός αγρο-οικολογικής ζώνης. Αντίθετα, ο μίσχανθος έχει μελετηθεί στην Ελλάδα και τη Θεσσαλία και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αρδευόμενα χωράφια δίνοντας πολύ καλό στερεό βιοκαύσιμο. Απαιτεί το ίδιο και περισσότερο νερό από το βαμβάκι. Στην περίπτωση παραγωγής 2,5 – 3 t ξηρής βιομάζας επί 70 € ανά τόνο η πρόσοδος είναι αρκετά καλή και ανέρχεται στα 150 έως 210 € το στρέμμα. Χρειάζονται υποδομές για επεξεργασία του προϊόντος (πελλέτες, μπρικέτες, κλπ). Γενικά είμαστε θετικοί ως προς αυτή την κατεύθυνση.

    Στη σελίδα 30 αναφορικά με το σουσάμι, το Σχέδιο παραθέτει γενικολογίες και αοριστίες χωρίς κάποιο ποσοτικό χαρακτηρισμό ως προς την εξάτμισοδιαπνοή του σουσαμιού και τα απαιτούμενα εδάφη για την καλλιέργεια του. Ενημερώνουμε ότι το σουσάμι όντως απαιτεί λιγότερο νερό από το βαμβάκι, πλην όμως έχει δοκιμαστεί στο παρελθόν και εμφανίζει τεράστιο πρόβλημα τινάγματος και μικρής απόδοσης κατά τη συγκομιδή (100-150 kg/στρ). Βεβαίως θα μπορούσε μελλοντικά να καταλάβει κάποιες περιοχές που ήδη έχουν εγκαταλειφθεί από το βαμβάκι (και την αρδευόμενη καλλιέργεια γενικότερα) στην πεδιάδα της Λάρισας, ώστε να επανέλθει η αρδευόμενη καλλιέργεια στις περιοχές αυτές (μαζί και με την κατασκευή του νέου Ταμιευτήρα της Κάρλας) και την εξεύρεση ποικιλιών και τρόπων για τον έλεγχο του τινάγματος κατά τη μηχανική συγκομιδή. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το σουσάμι δεν μπορεί να καλλιεργηθεί στην Ελλάδα τον χειμώνα (όπως προτείνεται) λόγω χαμηλών θερμοκρασιών. Αυτό ίσως να είναι δυνατό σε νοτιότερες περιοχές όπως η Αίγυπτος, το Σουδάν κλπ.

    Στις σελ. 31-33 αναφορικά με τη ζωική παραγωγή παρατίθενται ορθά στοιχεία κατά τη γνώμη μας αλλά εν πολλοίς είναι γενικά, προφανή και δεν αναφέρονται εξειδικευμένα για τη Θεσσαλία. Αποτελούν και αυτά έκθεση ιδεών μάλλον παρά εξειδικευμένο επιστημονικό κείμενο.

    Σελ. 33-34 Μηδική και switch-grass. Η αντικατάσταση μηδικής ως κτηνοτροφής με switch-grass δεν συνιστάται λόγω της μεγάλης διαφοράς περιεκτικότητας της πρωτεΐνης που στο switch-grass είναι ελάχιστη. Όμως πειράματα του Εργαστηρίου Γεωργίας καταδεικνύουν ότι σμιγός από switch-grass με βίκο (ή άλλο ψυχανθές) μπορεί να δώσει ακόμα και σε εδάφη μέσης γονιμότητας εαρινή παραγωγή 700 έως 800 kg ξηρού βίκου και 1000 έως 1200 kg switch-grass δηλαδή συνολικά περί τους 2 τόνους βιομάζας, αρκετά περιεκτικής σε πρωτείνη και ενέργεια που μπορεί να πωληθεί ως κτηνοτροφή αντί 300 €/στρ. χωρίς άρδευση και με μικρό κόστος καλλιέργειας. Πρόκειται για μια χρήση που συμφωνούμε ότι μπορεί να επεκταθεί σε περιοχές με έλλειψη νερού και να δώσει μια αρκετά καλή λύση για παραγωγή κτηνοτρόφων χωρίς άρδευση. Επί πλέον, με εφαρμογή άρδευσης 100 – 250 mm νερού τον Μάιο-Ιούνιο μπορεί το switch-grass να δώσει αρκετή επί πλέον βιομάζα καλής ποιότητας για παραγωγή στερεού βιοκαυσίμου.

    Στη σελ. 37 (Εικ. 9) προτείνεται πλήρης εξαφάνιση του βαμβακιού μετά από 6 έτη. Το σύνολο της αρδευόμενης έκτασης το έτος Υο παρουσιάζεται να είναι 500.000 ha εκτάρια ενώ το σύνολο της καλλιεργούμενης έκτασης δεν ξεπερνά τα 4,3 εκατ. στρέμματα (βλ. σελ. 2). Επίσης τα δεδομένα που παρουσιάζονται στην Εικ. 10 είναι ατεκμηρίωτα και σε ασυμφωνία με προηγούμενα δεδομένα. Το έτος Υο, η χρήση νερού φαίνεται να είναι 2 δισεκ. κ.μ. νερού ενώ σε άλλο σημείο (σελ. 4) αναφέρεται 1,5 δισεκ. κ.μ. νερού (σελ. 4).

    Η φράση replacing highly perishable crops with orchards κλπ δεν συνάδει με ορθή αξιολόγηση συστημάτων χρήσης γης διότι πολυετείς καλλιέργειες (αμπελώνες, οπωρώνες, κλπ) δεν προτείνονται σε πεδία πλημμυρών. Το ίδιο λάθος υπάρχει και στη σελ. 38 γεγονός που φανερώνει απειρία και ως προς το θέμα αυτό.

    Δεν υπάρχει τεκμηρίωση ως προς τα απαιτούμενα ποσά για την αντικατάσταση αροτραίων καλλιεργειών με κηπευτικά (2 δισεκ €/έτος ή 12 δισεκ. €). Σε κάθε περίπτωση δεν υπάρχει αντίρρηση ότι εξάπλωση κηπευτικών και δενδρωδών καλλιεργειών στη Θεσσαλία θα αυξήσει την προστιθέμενη αξία σημαντικά. Παρά ταύτα χρειάζεται προς τούτο εμπεριστατωμένη μελέτη της μελλοντική αγοράς και διαμόρφωσης τιμών μετά από τη σημαντική αύξηση της παραγωγής φρούτων και ξηρών καρπών, δεδομένου ότι υπάρχουν πολλά παραδείγματα του παρελθόντος για καταστροφή ροδάκινων, αμυγδάλων, κλπ. λόγω υπερπαραγωγής, έλλειψης και υψηλού κόστους εργατικών και ανταγωνισμού με ξένες αγορές.

  • Σχόλια περιβαλλοντικών οργανώσεων στην έκθεση της εταιρείας HVA με τίτλο «Water management in Thessaly in the wake of Storm Daniel”

    Γενικά σχόλια σχετικά με τη διαβούλευση
    Έλλειμμα θεσμικής βάσης: Από το εισαγωγικό μήνυμα στο opengov.gr, όπου διεξάγεται η διαβούλευση, δεν προκύπτει καμία θεσμική πλαισίωση για την υπό σχολιασμό έκθεση. Η έκθεση δεν εντάσσεται καν στο πλαίσιο των υποχρεώσεων της χώρας για εφαρμογή των οδηγιών 2000/60/ΕΚ για τα ύδατα και 2007/60/ΕΕ για τις πλημμύρες, ούτε προβλέπεται από εθνική νομοθεσία για τη διαχείριση των υδάτων.
    Πρέπει να σημειωθεί ότι μόλις πριν μερικές μέρες (15 Μαρτίου 2024), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε, μετά από επανειλημμένες σχετικές προειδοποιήσεις, να παραπέμψει τη χώρα μας για παραβίαση των δυο οδηγιών που σχετίζονται άμεσα με την υπό σχολιασμό μελέτη της εταιρείας HVA: την οδηγία 2007/60/ΕΚ για τη διαχείριση του κινδύνου πλημμυρών και την οδηγία 2000/60/ΕΕ “Πλαίσιο κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων”. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα ντροπιαστική εξέλιξη, ειδικά καθώς αφορά μια χώρα που δεν έχει απλώς υποχρέωση εφαρμογής τους, αλλά και μεγάλη ανάγκη από τα εργαλεία που προσφέρουν οι δυο αυτές οδηγίες για πραγματικά βιώσιμη διαχείριση των υδάτινων οικοσυστημάτων, ώστε να λειτουργήσουν αποτελεσματικά υπέρ της θωράκισης της κοινωνίας και της οικονομίας από τις καταστροφικές επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης. H μελέτη της εταιρείας HVA αγνοεί πλήρως τις δυο οδηγίες και επιδεινώνει το έλλειμμα σωστής εφαρμογής τους από τη χώρα μας.
    Πρέπει να τονιστεί ότι η ανάπτυξη των σχεδίων διαχείρισης λεκανών απορροής ποταμού, στο πλαίσιο της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, και των σχεδίων διαχείρισης των κινδύνων πλημμύρας, στο πλαίσιο της οδηγίας 2007/60/ΕΕ, αποτελούν στοιχεία της ολοκληρωμένης διαχείρισης της λεκάνης απορροής ποταμών. Το δίκαιο της ΕΕ σαφώς προβλέπει ότι οι δύο διαδικασίες, δηλαδή η διαχείριση του κινδύνου από πλημμύρες και η επίτευξη καλής οικολογικής κατάστασης των υδάτινων οικοσυστημάτων, έχοντας υπόψη τους περιβαλλοντικούς στόχους της οδηγίας 2000/60/ΕΚ (προοίμιο οδηγίας για τις πλημμύρες, εδ. 17) αποτελούν στοιχεία της ολοκληρωμένης διαχείρισης της λεκάνης απορροής ποταμών και θα πρέπει να αξιοποιούν αμοιβαία τη δυνατότητα κοινών συνεργειών και κοινού οφέλους.
    Επισημαίνουμε επίσης ότι οι περιβαλλοντικές οργανώσεις έχουν ήδη υποβάλει σχόλια στη διαβούλευση για τη 2η αναθεώρηση των σχεδίων διαχείρισης λεκανών απορροής (ΣΔΛΑΠ) για τη Δυτική Στερεά και τη Θεσσαλία. Τα σχόλια των περιβαλλοντικών οργανώσεων είναι διαθέσιμα εδώ: https://www.wwf.gr/shmeio_gnosis/politiki/?12171866/——-2—
    Γλώσσα: Δεν είναι ξεκάθαρο σε ποιο κοινό απευθύνεται η μελέτη αυτή. Πάντως, όταν οποιοδήποτε έγγραφο ή έκθεση τίθεται σε δημόσια διαβούλευση, βασική υποχρέωση του αρμόδιου φορέα είναι να προσφέρει το κείμενο στη γλώσσα του κοινού που καλείται να το σχολιάσει και του οποίου τη ζωή επηρεάζει. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το γεγονός ότι η έκθεση και τα τεύχη της είναι στα Αγγλικά, αποτελεί υποβάθμιση του κρίσιμου θεσμού της διαβούλευσης και ειρωνεία προς το ελληνικό κοινό που πιθανώς να μην είναι εξοικειωμένο είτε με την ίδια τη γλώσσα είτε με τεχνικούς όρους που χρησιμοποιούνται στην έκθεση. Ένα καθαρά μορφολογικό επίσης σχόλιο είναι η απουσία πίνακα περιεχομένων, γεγονός που δυσχεραίνει ακόμα περισσότερο την ουσιαστική συμμετοχή του κοινού, καθώς η πλοήγηση στο κείμενο και η εξ αρχής αποκόμιση της συνολικής εικόνας για τη δομή είναι αδύνατη.
    Επιστημονική επάρκεια: Στα τεύχη δεν αναφέρονται ομάδες επιστημόνων που συνέταξαν τα κείμενα, ούτε μεθοδολογία ή περιγραφή της έρευνας (εάν διεξήχθη έρευνα). Αλλά και η ίδια η επιλογή μιας εμπορικής εταιρείας, όπως η Handelsvereniging Amsterdam-HVA (μτφ Εμπορική Εταιρεία του Άμστερνταμ), η οποία ιστορικά εξειδικεύεται στην εκμετάλλευση μεγάλων γεωργικών εκτάσεων σε πρώην ολλανδικές αποικίες και στο εμπόριο των προϊόντων τους, προκαλεί ερωτηματικά σχετικά με την επιστημονική επάρκεια και την απαραίτητη εξειδίκευση στα κρίσιμα ζητήματα της θωράκισης από πλημμύρες και από τις κλιματικές καταστροφές που πλέον συμβαίνουν ολοένα και συχνότερα και τείνουν να γίνουν νέα κανονικότητα.

    Ειδικότερα σχόλια επί των παραδοχών και προτάσεων της HVA
    Το τεύχος “Flood defense infrastructures” φαίνεται να αποτελεί συρραφή κειμένων και προτάσεων που έχουν ήδη εκφραστεί σε άλλα πλαίσια και απλά να συγκεντρώνει σε ένα πακέτο όλα τα έργα και τις παρεμβάσεις που έχουν κατά το παρελθόν προταθεί ή σχεδιαστεί (μεγάλα και μικρότερα φράγματα, σήραγγες, αναχώματα, έργα ορεινής υδρονομίας, κλπ). Υπολείπεται επίσης σοβαρά σε σχέση με τις ραγδαίες εξελίξεις σε καινοτόμες προσεγγίσεις αποτελεσματικής αντιμετώπισης των πλημμυρών και συνολικότερα των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης, με βάση τις υπηρεσίες που προσφέρουν τα φυσικά οικοσυστήματα του κάθε τόπου.
    Αν και η μελέτη της HVA ανακοινώθηκε με τον τίτλο “MASTER PLAN FOR THE A) POST-DISASTER REMEDIATION OF THE DAMAGE CAUSED BY THE >70,000 HECTARE FLOODING IN THESSALY and B) THE MITIGATION OF FUTURE FLOODING IN THE AREA aiming at covering the operational needs of the Ministry of Civil Protection» [ΑΔΑ: 90ΛΩ46ΝΠΙΘ-1Ξ3 – Έγκριση σύμβασης δωρεάς μεταξύ του ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ (ως δωρεοδόχου) και του νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα με την επωνυμία «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΤΡΑΠEΖΩΝ» (ως δωρητή)]. Εντούτοις όμως, στην έκθεση (σελ. 24 τεύχους για τις πλημμύρες) αναφέρεται ότι:
    “Το Master Plan δεν είναι απλώς ένα αυτόνομο ή άκαμπτο σχέδιο για τη διαχείριση των πλημμυρών. Τα στοιχεία του παρόντος πρέπει να ενσωματωθούν στα υπάρχοντα και μελλοντικά Σχέδια Διαχείρισης Υδάτων, Σχέδια Διαχείρισης Πλημμύρας, οδηγίες της ΕΕ, όπως η Οδηγία της ΕΕ για τις Πλημμύρες (2007/60/ΕΚ). Επιπλέον, η ευθυγράμμιση με τα αναπτυξιακά σχέδια για τους τομείς της γεωργίας και της κτηνοτροφίας είναι επιτακτική για μια ολιστική και αποτελεσματική προσέγγιση. Οι στρατηγικές και τα μέτρα που προτείνονται σε αυτό το Κατευθυντήριο Σχέδιο προορίζονται συγκεκριμένα να ενσωματωθούν στην εν εξελίξει αναθεώρηση του υφιστάμενου Σχεδίου Διαχείρισης Πλημμυρών της Κυβέρνησης της Ελλάδας. Το επικαιροποιημένο σχέδιο προβλέπεται να εξελιχθεί σε ένα ισχυρό επιχειρησιακό εργαλείο για την ολοκληρωμένη διαχείριση των πλημμυρών. Αυτό περιλαμβάνει την πρόοδο και την αξιολόγηση των υποδομών, τη δημιουργία συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης και αποτελεσματικές διαδικασίες για την ανάκαμψη από τις πλημμύρες.”
    Αυτός ο συλλογισμός είναι εξαιρετικά προβληματικός σε σχέση με το δίκαιο της ΕΕ, καθώς δεν μπορεί ένα εκτός ισχύοντος θεσμικού πλαισίου σχέδιο να επιβάλει εξωγενώς προσαρμογή σε θεσμικά προβλεπόμενα σχέδια με το ίδιο αντικείμενο. Λαμβάνοντας μάλιστα ως δεδομένο ότι το υπό ‘διαβούλευση’ ‘masterplan’ καθορίζει το πλαίσιο για μελλοντικές άδειες έργων αναμφισβήτητα θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, όπως τα μεγάλα φράγματα, τότε θα έπρεπε να υποβληθεί σε στρατηγική εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, όπως επιβάλλει η νομοθεσία της ΕΕ (οδηγία 2001/42/ΕΚ).
    Συνολικά, η μελέτη δίχως να ακολουθεί καμία γνωστή ή θεσμοθετημένη μεθοδολογία εκπόνησης μελετών προτείνει, με βάση γενικόλογη και διόλου τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία, υδραυλικές λύσεις οι οποίες έχουν ήδη προταθεί από άλλους φορείς, ενώ κάποιες (όπως τα έργα εκτροπής του Αχελώου) έχουν ακυρωθεί δικαστικώς και καταδικαστεί επιστημονικά. Αυτές οι παρωχημένης λογικής προτάσεις καλό θα είναι να μείνουν στο παρελθόν.
    Σε πρώτη φάση, οι περιβαλλοντικές οργανώσεις υποβάλλουν πρώτη δέσμη σχολίων, με εστίαση στα εξής ζητήματα: α) Συμβατότητα με το ενωσιακό δίκαιο, β) Συμμετοχή και διαφάνεια, γ) Αγνόηση της κλιματικής κρίσης και προφανών λύσεων, δ) Προβληματική χαρτογραφική απεικόνιση, ε) Απουσία δεδομένων, στ) Έμφαση σε μεγάλα κατασκευαστικά έργα, ζ) Επαναφορά της εκτροπής του Αχελώου, η) Αγνόηση βέλτιστων πρακτικών (Nature-based solutions), θ) Μοντέλο διακυβέρνησης.
    α) Συμβατότητα με το ενωσιακό δίκαιο: Η έκθεση δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις της οδηγίας 2007/60/ΕΚ για τη διαχείριση του κινδύνου πλημμυρών. Ενδεικτικά, τα προτεινόμενα μέτρα στο πλαίσιο της ενωσιακής νομοθεσίας για τη διαχείριση του κινδύνου πλημμύρας πρέπει απαραιτήτως να περιλαμβάνουν κατ’ ελάχιστο χαρακτηρισμό δασικών περιοχών ως προστατευτικών, περιορισμό δραστηριοτήτων στις πλημμυρικές κοίτες, εντοπισμό και καταγραφή εστιών παραγωγής φερτών και σχεδιασμό μέτρων που είναι συμβατά με τις απαιτήσεις της οδηγίας πλαίσιο για τα ύδατα, της οποίας στόχος είναι η αποτροπή περαιτέρω επιδείνωσης, προστασία και βελτίωση των υδάτινων οικοσυστημάτων, και η προώθηση της βιώσιμης χρήσης του νερού.
    Η μελέτη περιλαμβάνει, επίσης, ρυθμίσεις που αφορούν τη διαχείριση των υδάτων, αντικείμενο που κατά την ενωσιακή νομοθεσία ρυθμίζεται από την οδηγία 2000/60/ΕΚ και τα σχέδια διαχείρισης λεκάνης απορροής (ΣΔΛΑΠ). Σημειωτέον ότι τα εν λόγω σχέδια βρίσκονται στη δεύτερη φάση αναθεώρησής τους, ενώ φαίνεται να αγνοούνται στο σύνολο της μελέτης (γίνεται μόνο αναφορά στο ανεπαρκές «σύστημα παρακολούθησης ή σαφές θεσμικό [τους] πλαίσιο», VOLUME II, σελ. 119).
    Επιπλέον, πολλά από τα μέτρα που προτείνονται στην έκθεση (π.χ. μεγάλα φράγματα) είναι ασύμβατα με τις νέες κατευθύνσεις της Ε.Ε. και κυρίως με τον νέο κανονισμό για την αποκατάσταση της φύσης που βρίσκεται σε τελικό στάδιο έγκρισης. Ο κατακερματισμός των υδατορεμάτων από φράγματα και η διακοπή της συνδεσιμότητάς τους έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον στόχο που τίθεται από τον νέο κανονισμό (αποκατάσταση 25.000 χιλιομέτρων ποταμών ελεύθερης ροής, σε σύγκριση με το 2020).
    Η μελέτη της HVA δεν έχει λάβει καθόλου υπόψη τις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο πλαίσιο της ενδιάμεσης αξιολόγησης της προόδου εφαρμογής των πρώτων σχεδίων διαχείρισης κινδύνων πλημμύρας (για την Ελλάδα αυτή η αναφορά εκδόθηκε το 2021, καθώς υπέβαλε τα απαραίτητα στοιχεία με καθυστέρηση). Η ενδιάμεση αξιολόγηση αποτυπώνει τις σημαντικότερες παραλείψεις των ΣΔΚΠ. Μια από τις σημαντικές παραλείψεις αφορά τη μη αποτύπωση από τα ΣΔΚΠ «φυσικών μέτρων συγκράτησης νερού” (natural water retention measures). Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διατυπώνει ισχυρή σύσταση για ενίσχυση των λύσεων που βασίζονται στα οικοσυστήματα και ειδικότερα των φυσικών μέτρων συγκράτησης νερού (NWRM), ως εξής: “the information provided is not detailed and the FRMPs do not highlight the potential role of NWRM. Generally, the use of nature based solutions should be strengthened. A high share of the total costs will go on measures that could include riverbank and riverbed modifications, with possible negatively impacts on the ecological and hydromorphological conditions of streams and rivers.” Η έκθεση της HVA επιδεινώνει ακόμα περισσότερο αυτό το σοβαρό έλλειμμα του αντιπλημμυρικού σχεδιασμού της χώρας.
    Η έκθεση της HVA περιέχει μόνο γενικόλογες αναφορές στα NbS, δίχως να διατυπώνει κανένα ουσιαστικό μέτρο προς την κατεύθυνση της ολοκληρωμένης και συμβατής με το ενωσιακό δίκαιο και τις βέλτιστες διαθέσιμες πρακτικές θωράκισης της χώρας απέναντι στην υπαρξιακή απειλή της κλιματικής κρίσης. Μεγάλο ποσοστό του συνολικού προϋπολογισμού φαίνεται ότι διατίθεται σε μέτρα εγκιβωτισμού και τροποποιήσεων στις κοίτες των ποταμών με πιθανές αρνητικές επιπτώσεις στις οικολογικές και υδρομορφολογικές συνθήκες των περιοχών. Η μελέτη της HVA περιέχει προτάσεις που ενισχύουν αυτή τη λογική, με επιπλέον αναχώματα, τροποποιήσεις της κοίτης ποταμών και εκτροπές ποταμών (π.χ. Αχελώος, Αγιαμονιώτης)
    β) Συμμετοχή, διαφάνεια και κοινωνική συνεργασία: Διαβούλευση κειμένου στα αγγλικά, αποκλείει μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας και ανθρώπων των οποίων η ζωή επηρεάζεται ευθέως, οι οποίοι ενδεχομένως δεν γνωρίζουν τη γλώσσα και την τεχνική ορολογία που χρησιμοποιείται στην έκθεση. Η κοινωνία και οι παραγωγικοί φορείς όμως πρέπει να έχει κεντρικό ρόλο στην αναζήτηση και εφαρμογή των κατάλληλων λύσεων που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της. Απαιτείται στενή συνεργασία με παραγωγούς και ομάδες που ήδη εφαρμόζουν αγροοικολογικές πρακτικές στα αγροκτήματά τους και έχουν εμπειρία από τα οφέλη και πλεονεκτήματα και αγρο-επιστήμονες που έχουν γνώση και εμπειρία σε αγροοικολογικές, μεθόδους ανθεκτικότητας και προστασίας κλίματος και βιοποικιλότητας, και μπορούν να συμβάλουν στη δημιουργία ενός νέου παραγωγικού μοντέλου στη Θεσσαλία. Εν ολίγοις, δεν νοείται διοικητική διαδικασία στην Ελλάδα που να διεξάγεται σε άλλη γλώσσα πλην της ελληνικής.
    γ) Αγνόηση της κλιματικής κρίσης και προφανών λύσεων: Η προφανής λύση (που δεν προτείνεται πουθενά στο σχέδιο της HVA) είναι η ανασυγκρότηση της αγροτικής παραγωγής με βάση τα νέα κλιματικά δεδομένα και επίκεντρο τις δύο επείγουσες και απολύτως επίκαιρες προτεραιότητες: (α) Ενίσχυση της ανθεκτικότητας των αγροσυστηματων και (β) Προστασία της βιοποικιλότητας που αποτελεί κλειδί για τις υπηρεσίες που μπορεί να προσφέρει ένα οικοσύστημα (φυτοπροστασία, επικονίαση, ανακύκλιση των θρεπτικών ουσιών και φυσικά προσαρμογή στις κλιματικές συνθήκες). Κανένα σύστημα δεν μπορεί να είναι λειτουργικό και υγιές χωρίς βιοποικιλότητα. Κανένα σχέδιο για αναδιάρθρωση καλλιεργειών δεν μπορεί να είναι βιώσιμο στη νέα κλιματική πραγματικότητα χωρίς να προτείνει προστασία βιοποικιλότητας και ανθεκτικότητα των αγροτικών συστημάτων.
    Πρακτικά, αυτά μπορούν να επιτευχθούν: (α) Εφαρμόζοντας πρακτικές που αυξάνουν την ικανότητα του εδάφους να διηθεί το νερό, να το συγκρατεί, και να κάνει τα θρεπτικά στοιχεία πιο αφομοιώσιμα από τα φυτά. (β) Εξασφαλίζοντας βιοποικιλότητα στο επίπεδο των ειδών εντός του αγροτικού οικοσυστήματος. Αυτό περιλαμβάνει τη βιοποικιλότητα στους μικροοργανισμούς του εδάφους, στους πληθυσμούς των εντόμων, της αυτοφυούς βλάστησης και των καλλιεργούμενων φυτών. (γ) Εξασφαλίζοντας ποικιλία διατροφικών πηγών για την εξασφάλιση ποικιλίας στη διατροφή, το οποίο με τη σειρά του διασφαλίζει τη διατροφική ασφάλεια. Στις αγροτικές περιοχές: αγροτικό τοπίο με ποικιλία καλλιεργούμενων ειδών και ζώων. Στις αστικές περιοχές: αστική χωροταξία που ενθαρρύνει την αστική γεωργία, για να υπάρχει μεγαλύτερη οικιακή αυτάρκεια και καλύτερη διατροφή των πληθυσμών. (δ) Δημιουργώντας κοινωνικά και οικονομικά συστήματα που υποστηρίζουν την επιβίωση και ευημερία των αγροτικών κοινοτήτων, όπως προώθηση τοπικών αγορών καλλιεργητών, προγράμματα υποστηριζόμενης γεωργίας, επανασύνδεση παραγωγών-καταναλωτών, δημόσιες συμβάσεις με αγροκτήματα που παράγουν τροφή προστατεύοντας το κλίμα και τη βιοποικιλότητα, κοκ.
    Σε κάθε περίπτωση, ένα σχέδιο ανασυγκρότησης της πληγείσας τις πρωτοφανείς πλημμύρες Θεσσαλίας οφείλει να στρέψει την περιοχή στο αύριο και όχι να την κρατάει όμηρο του χθες.
    Όσον αφορά τις καλλιέργειες βαμβακιού (και καλαμποκιού), σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ομάδας που πραγματοποιεί σχετικές προβλέψεις για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στη χώρα, για λογαριασμό της Τράπεζας της Ελλάδος, προβλέπεται ήδη σημαντική μείωση της παραγωγικότητας τους μέσα στις επόμενες δεκαετίες επομένως η αναδιάρθρωση των καλλιεργειών είναι ούτως ή άλλως μονόδρομος.
    δ) Προβληματική χαρτογραφική απεικόνιση: Οι χάρτες δεν είναι ευκρινείς, ενώ δεν είναι σαφές ούτε ποια δεδομένα αποτυπώνουν, από ποιες πηγές προέρχονται αυτά και σε ποιες χρονικές περιόδους αναφέρονται. Πιθανότατα επίσης να περιέχουν λάθη, όπως πχ ο πίνακας στη σελίδα 37 που δηλώνει ότι αποτυπώνει ‘water depths’ στις 7 Σεπτεμβρίου 2024.
    ε) Απουσία δεδομένων: Το τεύχος διατυπώνει συμπεράσματα και καταλήγει σε προτάσεις μικρών και μεγάλων τεχνικών έργων δίχως να αναφέρει πουθενά σε ποια δεδομένα βασίζεται.
    Αναφέρονται επιτόπιες επισκέψεις ως «διερευνητικές αποστολές» (fact-finding missions), άλλοτε σε πληθυντικό (Volume I και III) και άλλοτε σε ενικό (Volume IΙΙ), καθώς και ότι υπάρχει σχετική έκθεση (fact-finding report, Volume II, σελ. 100). Όμως παρουσιάζονται μόνο τα αδρά συμπεράσματα αυτής της έκθεσης (Volume II, σελ. 116), χωρίς αναφορά στη μεθοδολογία, τα καταγεγραμμένα στοιχεία και τον τρόπο εξαγωγής συμπερασμάτων.
    Αναφέρεται (Volume I, σελ. 38) ότι η διαμόρφωση του Σχεδίου Διαχείρισης Κινδύνου Πλημμυρών βασίστηκε σε υδρολογικά μοντέλα που είχαν ήδη δημιουργηθεί για τη Θεσσαλία. ‘Όμως, στην επόμενη ακριβώς πρόταση, αναφέρεται ότι «οι διερευνητικές αποστολές εντόπισαν αδυναμίες στα υπάρχοντα μοντέλα, ειδικά σε ότι αφορά την επάρκειά τους για τον σχεδιασμό και διαστασιολόγηση των υποδομών αλλά και για την Έγκαιρη Προειδοποίηση και τη Διαχείριση Κινδύνων». Προτείνεται μάλιστα τα μοντέλα αυτά να επικαιροποιηθούν (εκ των υστέρων;).
    στ) Έμφαση σε μεγάλα κατασκευαστικά έργα: Αν και σε διάσπαρτα σημεία της η έκθεση αναφέρει ότι ο περιορισμός της φυσικής ροής ρεμάτων και ποταμών ευθύνεται για την αυξημένη τρωτότητα της Θεσσαλίας σε πλημμύρες και ξηρασία, καθώς και την ανάγκη διατύπωσης φυσικών λύσεων για την αντιπλημμυρική θωράκιση της Θεσσαλίας και την απελευθέρωση των φυσικών διόδων του νερού, εντούτοις η ‘μεγάλη εικόνα’ είναι η έμφαση που δίνει σε παρωχημένης λογικής, τεράστιου οικονομικού κόστους και αποδεδειγμένα αναποτελεσματικές προσεγγίσεις μεγάλων κατασκευαστικών παρεμβάσεων, όπως η εκτροπή του Αχελώου, η κατασκευή 23 φραγμάτων και επιπλέον αναχωμάτων που δημιουργούν περίκλειστα χωριά (μόνο στην περιοχή του Καλέντζη προτείνονται >60km νέων αναχωμάτων, χωρίς να γίνεται καμία αναφορά σε αποκατάσταση της κοίτης των ποταμών. Γενικότερα η μελέτη αποτελεί συμπίλημα παλαιότερων προτάσεων για μεγάλα κατασκευαστικά έργα, τα οποία όμως είναι ακατάλληλα για την υπαρξιακή πρόκληση της κλιματικής κρίσης και των καταστροφών που τείνουν να γίνουν η νέα κανονικότητα.
    Η μελέτη δηλώνει ότι προτεραιοποιεί μεν τα ορεινά φράγματα έναντι άλλων λύσεων, ωστόσο η έκταση του κειμένου για τα μεγάλα φράγματα σε συνδυασμό με τις εκτενείς τεχνικές προδιαγραφές που υπάρχουν στο τεύχος “Appendices” (Annex 9), δίνουν την ξεκάθαρη κατεύθυνση. Ειδικά για τα μεγάλα φράγματα ωστόσο φαίνεται να υπάρχουν αντιφάσεις που το ίδιο το κείμενο αναγνωρίζει. Η μελέτη αναφέρει ότι ο κύριος σκοπός αυτών των φραγμάτων είναι η άρδευση και αυτό μπορεί να έρχεται σε σύγκρουση με τον αντιπλημμυρικό τους στόχο: “Managing floods requires keeping reservoirs empty to accommodate floodwaters, while electricity companies and farmers prefer high and relatively constant water levels”. Για να επιλύσει αυτή την πρόκληση αναφέρει γενικόλογα και αόριστα την “καλή συνεργασία μεταξύ φορέων”, δηλαδή ένα ακόμα επίπεδο στην ήδη πολύπλοκη διαδικασία που στην πράξη αποδεικνύεται ιδιαίτερα προβληματικό.
    ζ) Επαναφορά της εκτροπής του Αχελώου: To σχέδιο δείχνει να διέπεται από μια εμμονή με το τεράστιο κατασκευαστικό έργο της εκτροπής του Αχελώου (φράγμα Συκιάς, σήραγγα Πετρωτού – Δρακότρυπας, φράγματα Μουζακίου και Πύλης). Η δε επίκληση της κλιματικής αλλαγής ως δικαιολογίας για την εκτροπή του Αχελώου είναι η πλέον παράλογη και δυνητικά καταστροφική πολιτική επιλογή. Ειδικά υπό τη βαριά σκιά της καταστροφής που προκάλεσε η καταιγίδα Ντάνιελ και επιδείνωσε η αμέσως επόμενη καταιγίδα Ηλίας, είναι ανάγκη να αναλογιστούμε πώς θα είχε εξελιχθεί η κατάσταση εάν είχε ολοκληρωθεί η εκτροπή του Αχελώου. Ειδικότερα λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι στόχος της εκτροπής είναι η διατήρηση της στάθμης του Πηνειού σε υψηλό επίπεδο κατά τους θερινούς και πρώτους φθινοπωρινούς μήνες, εύλογα συμπεραίνεται ότι κατά τη διάρκεια εκδήλωσης του Ντάνιελ, ο Πηνειός θα είχε ξεχειλίσει ήδη από τις πρώτες μέρες. Πιθανότατο αποτέλεσμα θα ήταν η πλημμύρα της Λάρισας κατά τη διάρκεια της καταιγίδας και σε πολύ μεγαλύτερη έκταση.
    η) Αγνόηση βέλτιστων πρακτικών (Nature-based solutions): Η αναφορά στις λύσεις που βασίζονται στη φύση (nature-based solutions) γίνεται μόνο κατ’ επίφαση και υποδηλώνει άγνοια επί του αντικειμένου. Αναφορά γίνεται μόνο ως συμπληρωματικό έργο των έργων ορεινής υδρονομίας (ενδεικτικά revegetation and reforestation) ενώ αγνοεί πλήρως κρίσιμης σημασίας προσεγγίσεις όπως αποκατάσταση κοίτης ποταμών, αποκατάσταση παρόχθιων δασών, σύνδεση με πλημμυρικά πεδία, αποκατάσταση υγροτόπων και προστασία δασικών εκτάσεων ή/και αναδασώσεις όπου χρειάζεται). Η Ολλανδία είναι πρωτοπόρος σε έργα που βασίζονται σε nature-based solutions και μια ολλανδική εταιρεία θα έπρεπε να το γνωρίζει αυτό και να αξιοποιήσει κατά το δυνατόν πληρέστερα τη διαθέσιμη εμπειρία και γνώση. Τελικά η αναφορά σε NbS είναι τελείως ανεπαρκής, ιδίως καθώς δεν εξειδικεύονται και παρουσιάζονται ως μέρος ενός συνονθυλεύματος παρεμβάσεων από την εκτροπή του Αχελώου έως και άλλες “grey infrastructures” (δηλ. μεγάλα κατασκευαστικά έργα). Η εταιρεία και τα αρμόδια υπουργεία μπορούν να αξιοποιήσουν το υλικό που έχει διαμορφώσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος (βλ. σχετικό κατάλογο στο τέλος των σχολίων). Οι φυσικές λύσεις δεν είναι εμβαλωματική προσθήκη σε ένα χαοτικό σύνολο από μεγάλες κατασκευαστικές παρεμβάσεις και εκτροπές ποταμών από μια λεκάνη απορροής σε άλλη. Οι φυσικές λύσεις στην κλιματική κρίση είναι ασπίδα προστασίας για ανθρώπους, κοινότητες, οικοσυστήματα και την οικονομία, και απαιτούν συνολικό και συμπαγή σχεδιασμό.
    θ) Ανησυχητικό μοντέλο διακυβέρνησης: Το τεύχος που εστιάζει στη διακυβέρνηση (δηλαδή στον “Οργανισμό Διαχείρισης Υδάτων Θεσσαλίας”, περιέχει πολλή λεπτομέρεια, σε επίπεδο ακόμα και αριθμού ηλεκτρονικών υπολογιστών, τυπολογία για τις οθόνες, smartphones, μεγάφωνα, ποδήλατα, και τύπο αυτοκινήτων 4Χ4, κλπ αλλά και μισθολογικές απαιτήσεις (στο τεύχος VI “Recommendations and timelines”). Η αναφορά όμως στον νομικό χαρακτήρα του οργανισμού γεννά ανησυχίες, τόσο για τις εγκρίσεις των έργων και την αδειοδότησή τους, αλλά και για το καθεστώς διάθεσης του νερού στους τελικούς χρήστες (δηλαδή στους αγρότες). Συγκεκριμένα, η HVA (της οποίας ο ρόλος στην διαχείριση του οργανισμού θα πρέπει να διευκρινιστεί από την κυβέρνηση), φαίνεται να προτείνει νομική μορφή ειδικού χαρακτήρα, με ανάθεση αρμοδιοτήτων υπό τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας (σελ. 126-128 τεύχους για τη διακυβέρνηση).
    Τέλος, δεδομένου ότι φαίνεται πως η μελέτη αγνοεί πλήρως τη διεθνή τάση αντιμετώπισης με φυσικές λύσεις των σοβαρών κινδύνων από την κλιματική κρίση, παραθέτουμε σημαντικό υλικό για φυσικές λύσεις (nature-based solutions) στη διαχείριση του κινδύνου πλημμυρών:
    ● European Commission. (2023). Nature-based Solutions for flood mitigation and coastal resilience. Climate ADAPT. https://op.europa.eu/en/publication-detail/-/publication/d6e80dca-d530-11ea-adf7-01aa75ed71a1/language-en
    ● European Environment Agency. (2023). Nature-based solutions play crucial role in building Europe’s climate resilience. https://www.eea.europa.eu/en/newsroom/news/nature-based-solutions-play-crucial-role
    ● European Environment Agency. (2023). Nature-based solutions in Europe: Policy, knowledge and practice for climate-change adaptation and disaster risk reduction. https://www.eea.europa.eu/publications/nature-based-solutions-in-europe
    ● European Investment Bank. (2023). Nature-based solutions for flood mitigation in Greece. https://www.eib.org/en/stories/nature-based-solutions-flood-greece
    ● Nordic Council of Ministers for the Environment and Climate. (2022). Nordic Ministerial Declaration on nature-based solutions. https://www.norden.org/en/declaration/nordic-ministerial-declaration-nature-based-solutions
    ● Sustainable Asset Valuation (SAVi) of River Restoration in Greece https://www.iisd.org/publications/report/savi-river-restoration-in-greece

    Οι περιβαλλοντικές οργανώσεις:
    1. Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού
    2. Ελληνική Εταιρία Προστασίας της Φύσης
    3. Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία
    4. Greenpeace
    5. WWF Ελλάς

  • 16 Μαρτίου 2024, 12:11 | Γκούμας Κώστας

    ΤΟΕΒ – ΓΟΕΒ (VOLUME II: WATER MANAGEMENT ORGANISATION)
    Με βάση τις δημόσιες δηλώσεις υπουργών και τα προσχέδια που κυκλοφορούν για την νομοθετική ρύθμιση και την σύσταση του Οργανισμού Διαχείρισης Υδάτων Θεσσαλίας Α.Ε, θεωρείται βέβαιον ότι οι ΓΟΕΒ – ΤΟΕΒ πρόκειται να καταργηθούν (εντός ενός έτους από την στιγμή που θα συσταθεί ο Ο.Δ.Υ.Θ).
    Η εξέλιξη αυτή δείχνει περιορισμένη συνειδητοποίηση των προβλημάτων που υπάρχουν και αυτών που θα δημιουργηθούν στην μεταβατική περίοδο, πολλά από τα οποία εξέθρεψε η διαχρονική έλλειψη πολιτικής τόλμης για την πραγματοποίηση των τομών που απαιτούνται στον τομέα της διαχείρισης υδάτων.
    Παρά το γεγονός ότι η θεσμική, διοικητική και οικονομική διαχείριση από τους ΤΟΕΒ είναι ατελής, αναποτελεσματική και βασισμένη σε ένα πλαίσιο το οποίο εδώ και πολύ καιρό θεωρείται ξεπερασμένο η σημασία τους παραμένει μεγάλη, γιατί εξακολουθεί να αποτελεί το πρωτογενές «κύτταρο» στην διαχείριση του αρδευτικού νερού.
    Παρόλες όμως τις αδυναμίες των φορέων αυτών, πρόσφατα δημοσιεύματα (δες τον σύνδεσμο)* αναδεικνύουν τον ιδιαίτερο ρόλο – στο αμέσως προσεχές μέλλον – για τους ΤΟΕΒ, που επιφυλάσσει το ΥΠΑΝ στην υλοποίηση νέων αρδευτικών δικτύων (όπως αυτό στην περιοχή Φαρσάλων – Παλαμά και ο εκσυγχρονισμός του αρδευτικού δικτύου ΤΟΕΒ Ταυρωπού**, όλα έργα του προγράμματος ΥΔΩΡ, 2.0,). Την ίδια στιγμή ανακοινώνουν ότι τους καταργούν !!
    Πρέπει συνεπώς να ληφθεί σοβαρά υπόψη από την Κυβέρνηση ότι η άμεση κατάργηση των φορέων αυτών θα είναι σοβαρό λάθος, που πιθανόν να επηρεάσει και την επιτυχή έκβαση της νέας αυτής μεταρρύθμισης με τον νέο φορέα, γεγονός που επισημαίνεται και από την HVA με ειδική αναφορά στο κεφάλαιο VOLUME II: WATER MANAGEMENT ORGANISATION (σελ. 151-152).
    Μέχρι να δημιουργηθούν όμως οι προϋποθέσεις και να ιδρυθεί και λειτουργήσει ο ΟΔΥΘ, οι ΤΟΕΒ θα πρέπει να παραμείνουν (σίγουρα για διάστημα πολύ μεγαλύτερο από τον 1 χρόνο που προβλέπεται) ως θεσμός, φυσικά με τις όποιες απαραίτητες νομοθετικές κ.α αλλαγές – συγχωνεύσεις κλπ. απαιτηθούν.
    Στην μεταβατική αυτή περίοδο, ο μεν Ο.Δ.Υ.Θ θα μπορεί να βασίζεται στους ΤΟΕΒ (κάποιοι από τους οποίους ενδεχομένως να συγχωνευτούν ή και άλλοι μη βιώσιμοι να καταργηθούν), όσο και οι ΤΟΕΒ να υποστηρίζονται διοικητικά, τεχνικά και οικονομικά από τον Ο.Δ.Υ.Θ.
    *
    Έντεκα νέα αρδευτικά δίκτυα σε χωριά των Φαρσάλων
    https://www.eleftheria.gr/%CE%BB%CE%AC%CF%81%CE%B9%CF%83%CE%B1/item/357099.html
    **
    Εκσυγχρονισμός δικτύων άρδευσης ΤΟΕΒ Ταυρωπού Καρδίτσας
    https://www.ypethe.gr/archive/eksyghronismos-diktyon-ardeysis-toev-tayropoy-karditsas