- Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων - http://www.opengov.gr/ypaat -

Άρθρο 51:Τροποποίηση διατάξεων του ν. 1565/1985 «Λιπάσματα» (Α΄164).

1. Η περίπτωση Β της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 1565/1985, όπως η παράγραφος 1 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 του ν. 2732/1999 (Α΄154), αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Β. Κυκλοφορία λιπασμάτων: Ένας τύπος λιπάσματος επιτρέπεται να τίθεται σε κυκλοφορία, μόνο εφόσον:
α) Ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές των τύπων λιπασμάτων που φέρουν την ένδειξη «Λίπασμα ΕΚ», σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2003/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Οκτωβρίου 2003 σχετικά με τα λιπάσματα (EE L 304), όπως κάθε φορά ισχύει, ή
β) Είναι σύμφωνος με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3, όπως αυτά ισχύουν καθώς και των αποφάσεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση της παραγράφου 2 του άρθρου 13β.».

2. Το άρθρο 2 του ν. 1565/1985, όπως ισχύει, τροποποιείται ως ακολούθως:
α) Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 2, όπως αυτό τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 2326/1995 (Α’ 153), το οποίο αρχίζει με τη φράση «Με αποφάσεις» και τελειώνει με τη φράση «κάθε τύπο:», αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Με απόφαση του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, ύστερα από γνώμη της Τεχνικής Γνωμοδοτικής Επιτροπής Λιπασμάτων (ΤΕ.Γ.Ε.Λ.) του άρθρου 7, ορίζονται οι τύποι λιπασμάτων που μπορούν να κυκλοφορούν στη χώρα και τα ακόλουθα στοιχεία που προσδιορίζουν κάθε λίπασμα:»
β) Μετά την παρ. 2 του άρθρου 2, προστίθεται νέα παράγραφος 2α, ως εξής:
«2α. Για την προσθήκη νέου τύπου λιπάσματος στην απόφαση της παρ. 1, απαιτείται αίτηση του ενδιαφερόμενου στην αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και η καταβολή παραβόλου ύψους τριακοσίων (300) ευρώ, επί ποινή απαραδέκτου της αίτησης.
Η απορριπτική απόφαση της αρμόδιας αρχής υπόκειται σε προσφυγή ενώπιον του αρμοδίου Διοικητικού Δικαστηρίου.».

3. Το άρθρο 3 του ν. 1565/1985, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του ν. 2326/1995 (Α΄153), αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Άρθρο 3
Όροι κυκλοφορίας λιπασμάτων
1. Οι τύποι λιπασμάτων, που καθορίζονται με τις αποφάσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 2, για να κυκλοφορούν στη χώρα, πρέπει να πληρούν τους εξής όρους:
Α. Η σφράγιση, ο τρόπος και τα μέσα συσκευασίας, να είναι, κατά περίπτωση, ορισμένου μεγέθους και είδους και να διασφαλίζουν το απαραβίαστο, κατ’ αντιστοιχία των διατάξεων στον Κανονισμό (ΕΚ) 2003/2003, όπως κάθε φορά ισχύει.
Β. Στη σήμανση να περιλαμβάνονται:
α) Υποχρεωτικές ενδείξεις:
αα) Ο τύπος του λιπάσματος,
ββ) Η εγγυημένη περιεκτικότητα σε θρεπτικά συστατικά που καθορίζουν το λίπασμα, οι χημικοί τύποι, οι μορφές και οι διαλυτότητες των θρεπτικών συστατικών,
γγ) Το εγγυημένο καθαρό ή μικτό βάρος και για τα υγρά λιπάσματα ο εγγυημένος όγκος,
δδ) Τα στοιχεία των φυσικών ή νομικών προσώπων που παράγουν ή διακινούν το λίπασμα στη χώρα,
εε) Αν το προϊόν περιέχει πρώτες ύλες από αστικά ή βιομηχανικά απόβλητα, η διαχείριση των οποίων πρέπει να είναι σύμφωνη με τις αριθ. 80568/4225/22.3.1991 (Β΄641) και 114218/31.10.1997 (Β΄1016) Υπουργικές αποφάσεις, η ένδειξη ότι «Το προϊόν περιέχει πρώτες ύλες από αστικά ή βιομηχανικά απόβλητα, η διαχείριση των οποίων γίνεται σύμφωνα με τις αριθ. 80568/4225/22.3.1991 (Β΄641) και 114218/31.10.1997 (Β΄1016) Υπουργικές αποφάσεις, όπως κάθε φορά ισχύουν»., και
στστ) Αν το προϊόν περιέχει πρώτες ύλες ζωικής προέλευσης, για τις οποίες πρέπει να τηρούνται οι υγειονομικοί κανόνες, όπως αυτοί ορίζονται στον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1069/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Οκτωβρίου 2009 (ΕΕ L 300) και στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 142/2011 της Επιτροπής της 25ης Φεβρουαρίου 2011 (EE L 54), η ένδειξη ότι «Το προϊόν περιέχει πρώτες ύλες ζωικής προέλευσης και τηρούνται οι υγειονομικοί κανόνες όπως αυτοί ορίζονται στον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1069/2009 (ΕΕ L 300) και στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 142/2011 (EE L 54), όπως κάθε φορά ισχύουν».
ζζ) Οι οδηγίες για την κατάλληλη χρήση, αποθήκευση και μεταχείριση.
β) Προαιρετικές ενδείξεις:
αα) Κοκκομετρική σύσταση (περατότητα από ορισμένα κόσκινα),
ββ) Αν το προϊόν είναι κατάλληλο για χρήση στη βιολογική γεωργία, σύμφωνα με τις διατάξεις των Κανονισμών (ΕΚ) 834/2007 του Συμβουλίου (EE L 189) και 889/2008 της Επιτροπής (EE L 250), η ένδειξη ότι «Το προϊόν είναι κατάλληλο για χρήση στη βιολογική γεωργία σύμφωνα με τους Κανονισμούς (ΕΚ) 834/2007 (EE L 189) και 889/2008 (EE L 250), όπως κάθε φορά ισχύουν».
Γ. Οι δηλώσεις για τον τρόπο παραγωγής και την προέλευση των πρώτων υλών.
Δ. Ο τρόπος διακίνησης των λιπασμάτων σε χύμα και η σήμανσή τους.
Ε. Κάθε άλλο στοιχείο σχετικό με τη σήμανση το οποίο επιβάλλεται από τις κείμενες διατάξεις και από την τεχνολογική εξέλιξη.
2. Τα λιπάσματα της παραγράφου 3 του άρθρου 2, για να κυκλοφορούν στη χώρα πρέπει να φέρουν ειδική σήμανση, στην οποία να περιλαμβάνονται η χημική σύνθεσή τους και ο προορισμός της χρήσης τους.
3. Τα λιπάσματα που αποκτώνται από άλλο κράτος μέλος της ΕΕ από, κατ’ επάγγελμα ή μη, αγρότες για ιδία χρήση στην καλλιέργειά τους, πρέπει να ανήκουν σε έναν από τους τύπους λιπασμάτων της παρ. 1 του άρθρου 2. Οι αγρότες του προηγούμενου εδαφίου, πριν από τη χρήση, υποχρεούνται να ενημερώνουν εγγράφως την κατά τόπο αρμόδια υπηρεσία και να διευκολύνουν τον έλεγχο των αρμοδίων αρχών.».

4. Το άρθρο 4 του ν. 1565/1985 όπως αυτό αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 17 του ν. 2040/1992 (Α΄70) και με το άρθρο 2 του ν. 2326/1995 (Α΄153), αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Άρθρο 4
Εμπορία και εισαγωγή λιπασμάτων
1. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο για την άσκηση εμπορίας λιπασμάτων υποχρεούται να υποβάλει αναγγελία έναρξής της στην αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 3919/2011 (A΄32) και να γνωστοποιεί στις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου αυτού κάθε μεταβολή της πραγματικής και νομικής κατάστασής του εντός τριάντα (30) ημερών από την επέλευσή της.
2.α) Όσα από τα πρόσωπα της παραγράφου 1 πωλούν λιπάσματα αποκλειστικά και μόνο στον τελικό χρήστη εγγράφονται από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων στο μητρώο επιχειρήσεων εμπορίας λιπασμάτων τύπου Α, το οποίο τηρείται από αυτήν, με την επιφύλαξη της παρ. 4 του άρθρου 13β.
β) Όσα από τα πρόσωπα της παραγράφου 1 πωλούν λιπάσματα σε επιχειρήσεις που διαθέτουν Βεβαίωση τύπου Α ή/και Β, σύμφωνα την παράγραφο 3, καθώς και στον τελικό χρήστη, εγγράφονται από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων στο μητρώο επιχειρήσεων εμπορίας λιπασμάτων τύπου Β, το οποίο τηρείται από αυτήν.
3. α) Μετά την εγγραφή του ενδιαφερόμενου στο αντίστοιχο μητρώο, η αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων χορηγεί σε αυτόν Βεβαίωση Συνδρομής των Νομίμων Προϋποθέσεων για την άσκηση εμπορίας λιπασμάτων τύπου Α ή Β, την οποία υποχρεούται να αναρτά σε εμφανές σημείο στο κατάστημα.
β) Η Βεβαίωση Συνδρομής των Νομίμων Προϋποθέσεων για την άσκηση εμπορίας λιπασμάτων τύπου Α και Β ισχύει για πέντε (5) και τρία (3) έτη, αντίστοιχα. Οι προϋποθέσεις βάσει των οποίων η επιχείρηση νομίμως ασκεί εμπορία λιπασμάτων τύπου Α και Β, επανεξετάζονται μετά από αίτηση του ενδιαφερομένου για επικαιροποίηση του φακέλου του.
4. α) Για την αναγγελία έναρξης άσκησης εμπορίας λιπασμάτων της παραγράφου 1, απαιτείται η καταβολή παραβόλου.
β) Για την επικαιροποίηση του φακέλου του, απαιτείται η καταβολή παραβόλου, ποσού ίσου με το τριάντα τοις εκατό (30%) του παραβόλου που απαιτείται για την αναγγελία έναρξης άσκησης εμπορίας λιπασμάτων.
γ) Τα παράβολα των περιπτώσεων α και β αποτελούν έσοδα του «Ειδικού Λογαριασμού Ελέγχου Λιπασμάτων» του Α` Παραρτήματος του προϋπολογισμού του Ταμείου Γεωργίας και Κτηνοτροφίας (Τ.Γ.Κ.).
δ) Εάν ο ενδιαφερόμενος με την υποβολή της αναγγελίας έναρξης άσκησης εμπορίας λιπασμάτων ή της αίτησης για επικαιροποίηση το φακέλου του, δεν υποβάλλει το αποδεικτικό κατάθεσης του, κατά περίπτωση, απαιτούμενου παραβόλου, η αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Αγροτικής και Τροφίμων δεν κάνει δεκτή την αναγγελία έναρξης ή απορρίπτει ως απαράδεκτη την αίτηση για επικαιροποίηση του φακέλου, αντίστοιχα.
5. α) Η εμπορία λιπασμάτων διακόπτεται από το φυσικό ή νομικό πρόσωπο:
αα) Αν υποβληθεί σχετική δήλωση του ενδιαφερομένου, ή
ββ) Αν οι εμπορικές δραστηριότητες του ασκούντος την εμπορία λιπασμάτων έπαυσαν να ασκούνται για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δώδεκα (12) κατά συνέχεια μηνών, ή
γγ) Αν διαπιστωθεί ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την άσκησή της, όπως αυτές ορίζονται στην απόφαση που εκδίδεται κατ’ εξουσιοδότηση της παραγράφου 7 του άρθρου 13β.
δδ) Στην περίπτωση της παραγράφου 4 του άρθρου 11.
β) Το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ασκεί την εμπορία λιπασμάτων υποχρεούται, με ευθύνη του, να διακόψει την εμπορία λιπασμάτων για όσο διάστημα δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την άσκησή της, όπως αυτές ορίζονται στην απόφαση που εκδίδεται κατ’ εξουσιοδότηση της παραγράφου 7 του άρθρου 13β και να ενημερώσει άμεσα την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.
6. Για την εισαγωγή λιπασμάτων από τρίτες χώρες, απαιτείται, εκτός από τη Βεβαίωση Συνδρομής των Νομίμων Προϋποθέσεων εμπορίας λιπασμάτων και άδεια εισαγωγής, που εκδίδεται από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.
7. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και στους παρόχους υπηρεσιών, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, νόμιμα εγκατεστημένους σε άλλο κράτος μέλος της ΕΕ, οι οποίοι δύνανται να εμπορεύονται λιπάσματα στη χώρα χωρίς εγκατάσταση, σύμφωνα με την αριθ. 196033/30.12.2011 απόφαση των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (Β΄51/24.01.2012), όπως κάθε φορά ισχύει.».

5. Το άρθρο 5 του ν. 1565/1985 όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του ν. 2326/1995 (Α΄153), αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Άρθρο 5
Έλεγχοι των λιπασμάτων
Οι έλεγχοι των λιπασμάτων πραγματοποιούνται από τα αρμόδια όργανα των Υπουργείων Οικονομικών και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, σύμφωνα με την απόφαση που εκδίδεται κατ’ εξουσιοδότηση της παραγράφου 9 του άρθρου 13β.».

6. Το άρθρο 6 του ν. 1565/1985 όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του ν. 2326/1995 (Α΄153), αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Άρθρο 6
Εργαστήρια ελέγχου λιπασμάτων
1. Ο εργαστηριακός έλεγχος των λιπασμάτων διενεργείται σε δημόσια εργαστήρια ελέγχου λιπασμάτων, σύμφωνα με την απόφαση της παρ. 10 του άρθρου13β.
2. Ο εργαστηριακός έλεγχος των λιπασμάτων διενεργείται και σε ιδιωτικά εργαστήρια ελέγχου λιπασμάτων, εφόσον αυτά λειτουργούν σύμφωνα με την παρ. 3.
3. Για την έναρξη λειτουργίας ιδιωτικού εργαστηρίου ελέγχου λιπασμάτων, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, υποχρεούται, να υποβάλει, στην αρμόδια αρχή των Υπουργείων Οικονομικών ή Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, σχετική αναγγελία, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 3919/2011 (A΄32). Εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από την υποβολή της αναγγελίας, αν η αρμόδια αρχή, μετά τη διενέργεια ελέγχου, διαπιστώσει ότι πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για τη λειτουργία του ιδιωτικού εργαστηρίου ελέγχου λιπασμάτων, χορηγεί στον ενδιαφερόμενο Βεβαίωση Συνδρομής Νομίμων Προϋποθέσεων, καταχωρίζει το εργαστήριο στο μητρώο ιδιωτικών εργαστηρίων ελέγχου λιπασμάτων που τηρείται στο οικείο Υπουργείο και αυτό λειτουργεί νόμιμα. Η ισχύς της Βεβαίωσης ξεκινάει από την ημερομηνία έκδοσής της και σε αυτήν αναγράφεται υποχρεωτικά ο αριθμός μητρώου του εργαστηρίου, καθώς και η διάρκεια ισχύος της συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων. Η αρμόδια αρχή δύναται να απαγορεύσει την έναρξη λειτουργίας ιδιωτικού εργαστηρίου ελέγχου λιπασμάτων, εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από την υποβολή της αναγγελίας, σε περίπτωση που μετά τη διενέργεια ελέγχου, διαπιστωθεί ότι δεν πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις. Μετά την πάροδο τριών (3) μηνών από την υποβολή της αναγγελίας έναρξης και εφόσον δεν υφίσταται η απαγόρευση του προηγούμενου εδαφίου από την αρμόδια αρχή, το ιδιωτικό εργαστήριο ελέγχου λιπασμάτων λειτουργεί ελεύθερα και καταχωρίζεται στο μητρώο. Κατά τη λειτουργία του εργαστηρίου, σε περίπτωση που μετά τη διενέργεια του ελέγχου διαπιστωθεί από την αρμόδια αρχή ότι πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις, χορηγείται σε αυτό Βεβαίωση Συνδρομής των Νομίμων Προϋποθέσεων, στην οποία αναγράφεται υποχρεωτικά ο αριθμός μητρώου του εργαστηρίου. Η ισχύς της Βεβαίωσης ξεκινάει τρεις (3) μήνες μετά την ημερομηνία υποβολής της αναγγελίας από τον ενδιαφερόμενο. Κατά τη λειτουργία αυτού, σε περίπτωση που μετά τη διενέργεια του ελέγχου διαπιστωθεί από την αρμόδια αρχή ότι δεν πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις, εφαρμόζεται η περίπτωση ε της παραγράφου 1 του άρθρου 11. Σε κάθε περίπτωση, η Βεβαίωση Συνδρομής των Νομίμων Προϋποθέσεων ισχύει για τρία (3) έτη, και οι προϋποθέσεις βάσει των οποίων το εργαστήριο λειτουργεί νομίμως, επανεξετάζονται μετά από αίτηση του ενδιαφερομένου για επικαιροποίηση του φακέλου του.».

7. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 7 του ν. 1565/1985, μετά την περίπτωση ια) προστίθενται νέες περιπτώσεις ιβ), ιγ) και ιδ), ως ακολούθως:
«ιβ) Έναν εκπρόσωπο Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος της χώρας, συναφούς γνωστικού αντικειμένου,
ιγ) Έναν εκπρόσωπο του Ελληνικού Γεωργικού Οργανισμού – ΔΗΜΗΤΡΑ (ΕΛ.Γ.Ο. ΔΗΜΗΤΡΑ), συναφούς γνωστικού αντικειμένου, και
ιδ) Έναν εκπρόσωπο του Μπενάκειου Φυτοπαθολογικού Ινστιτούτου, συναφούς γνωστικού αντικειμένου.».

8. Το άρθρο 11 του ν. 1565/1985 όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 του ν. 2326/1995 (ΦΕΚ Α΄153), αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Άρθρο 11
Κυρώσεις
1. Με τις ποινές του άρθρου 458 του Ποινικού Κώδικα τιμωρείται όποιος:
α) Ασκεί εμπορία λιπασμάτων τύπου Α χωρίς να έχει υποβάλει αναγγελία έναρξης άσκησής της, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 4 ή χωρίς να συντρέχουν για την άσκησή της οι νόμιμες προϋποθέσεις, όπως αυτές καθορίζονται στην απόφαση που εκδίδεται κατ’ εξουσιοδότηση της παραγράφου 7 του άρθρου 13β.
β) Ασκεί εμπορία λιπασμάτων τύπου Β χωρίς να έχει υποβάλει αναγγελία έναρξης άσκησής της, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 4 ή χωρίς να συντρέχουν για την άσκησή της οι νόμιμες προϋποθέσεις, όπως αυτές καθορίζονται στην απόφαση που εκδίδεται κατ’ εξουσιοδότηση της παραγράφου 7 του άρθρου 13β.
γ) Δε γνωστοποιεί τη μεταβολή της πραγματικής και νομικής κατάστασής του εντός τριάντα (30) ημερών από την επέλευση της μεταβολής αυτής, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 4.
δ) Αρνείται ή παρακωλύει ή κωλυσιεργεί, με οποιονδήποτε τρόπο, τη διενέργεια των ελέγχων στα λιπάσματα ή αρνείται την παροχή κάθε είδους πληροφοριών που απαιτούνται για την εφαρμογή του παρόντος νόμου.
ε) Προβαίνει στην έναρξη λειτουργίας ιδιωτικού εργαστηρίου ελέγχου λιπασμάτων χωρίς να έχει υποβάλει τη σχετική αναγγελία έναρξης της παρ. 3 του άρθρου 6 ή χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις κατά τη λειτουργία του εργαστηρίου, όπως αυτές καθορίζονται στην απόφαση που εκδίδεται κατ’ εξουσιοδότηση της παραγράφου 11 του άρθρου 13β.
στ) Θέτει σε κυκλοφορία λιπάσματα που δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του παρόντος νόμου και ιδίως των άρθρων 2 και 3 καθώς και των αποφάσεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση της παραγράφου 2 του άρθρου 13β.
ζ) Θέτει σε κυκλοφορία λιπάσματα τα οποία:
αα) παρουσιάζουν αποκλίσεις πέραν των επιτρεπόμενων ανοχών,
ββ) υπερβαίνουν τη μέγιστη οριακή τιμή,
γγ) περιέχουν ουσίες ακατάλληλες, βλαπτικές για την υγεία των ανθρώπων, των ζώων και των φυτών, ουσίες που μολύνουν το περιβάλλον ή μειώνουν τη γονιμότητα των εδαφών και την ποιότητα των αγροτικών προϊόντων, κατά παράβαση της κείμενης νομοθεσίας και κατά παρέκκλιση των επιστημονικών δεδομένων, και
δδ) περιέχουν ουσίες επικίνδυνες για την υγεία των ανθρώπων, ζώων ή φυτών και εν γένει για το περιβάλλον, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία για τις επικίνδυνες ουσίες και τα παρασκευάσματα.
2. Υπάλληλος των Υπουργείων Οικονομικών ή Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων ή μέλος της ΤΕ.Γ.Ε.Λ. που αποκαλύπτει, σε μη αρμόδιο πρόσωπο, οποιοδήποτε τεχνικό, βιομηχανικό ή εμπορικό στοιχείο σχετικό με τα λιπάσματα, το οποίο περιήλθε σε γνώση του από τον παρασκευαστή ή τον αντιπρόσωπό του και για το οποίο αυτός είχε ζητήσει από την αρμόδια υπηρεσία να τηρηθεί το απόρρητο, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή, το ύψος της οποίας κυμαίνεται από χίλια πεντακόσια (1.500) έως τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ. Η ποινική δίωξη ασκείται ύστερα από έγκληση αυτού που ζημιώθηκε από την αποκάλυψη του απορρήτου.
3. Για τις παραβάσεις της παραγράφου 1 επιβάλλεται παράλληλα και διοικητικό πρόστιμο, ως ακολούθως:
α) Ύψους δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ για την παράβαση της περίπτωσης α της παραγράφου 1,
β) Ύψους τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ για την παράβαση της περίπτωσης β της παραγράφου 1,
γ) Ύψους χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ για την παράβαση της περίπτωσης γ της παραγράφου 1,
δ) Ύψους πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ για την παράβαση της περίπτωσης δ της παραγράφου 1,
ε) Ύψους δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ για την παράβαση της περίπτωσης ε της παραγράφου 1,
στ) Ύψους δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ για την παράβαση της περίπτωσης στ της παραγράφου 1. Στην περίπτωση αυτή το προϊόν δεσμεύεται από το αρμόδιο όργανο ελέγχου του άρθρου 5 και απαγορεύεται η κυκλοφορία του, μέχρι να διαπιστωθεί αν πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις και προδιαγραφές της κείμενης νομοθεσίας για την κυκλοφορία του. Σε περίπτωση που πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις και προδιαγραφές, το προϊόν αποδεσμεύεται με απόφαση του ως άνω αρμόδιου ελεγκτικού οργάνου και αποδίδεται στο δικαιούχο, εφόσον ολοκληρωθεί η διαδικασία της παραγράφου 2α του άρθρου 2. Σε αντίθετη περίπτωση, το προϊόν κατάσχεται και καταστρέφεται με έξοδα της επιχείρησης και η απόφαση αποδέσμευσης κοινοποιείται στις αρμόδιες περιφερειακές υπηρεσίες του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και των συναρμοδίων Υπουργείων.
ζ) Ύψους:
αα) Μέχρι είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ και όχι λιγότερο των χιλίων (1.000) ευρώ για την παράβαση της υποπερίπτωσης αα) της περίπτωσης ζ της παραγράφου 1. Το πρόστιμο υπολογίζεται βάσει αναλογικού τύπου από το όργανο επιβολής προστίμου. Για την επιβολή του τελικού προστίμου συνεκτιμάται το μέγεθος της απόκλισης, η διακινούμενη ποσότητα, η συχνότητα της παράβασης, το υπόμνημα του ενδιαφερόμενου και κάθε άλλο απαραίτητο στοιχείο κατά την κρίση του οργάνου που επιβάλλει το πρόστιμο.
ββ) Δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ για την παράβαση της υποπερίπτωσης ββ) της περίπτωσης ζ της παραγράφου 1,
γγ) Δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ για την παράβαση της υποπερίπτωσης γγ) της περίπτωσης ζ της παραγράφου 1. Στην περίπτωση αυτή το προϊόν δεσμεύεται, αποσύρεται και καταστρέφεται, με έξοδα της επιχείρησης, από το αρμόδιο ελεγκτικό όργανο του άρθρου 5, το οποίο ενημερώνει τις αρμόδιες περιφερειακές υπηρεσίες του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και των συναρμοδίων Υπουργείων,
δδ) Τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ για την παράβαση της υποπερίπτωσης δδ) της περίπτωσης ζ της παραγράφου 1, ύστερα από αξιολόγηση της αρμόδιας υπηρεσίας του Γενικού Χημείου του Κράτους σχετικά με την επικινδυνότητα,
η) Πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, σε όποιον χορηγεί παραπλανητικά ή ψευδή στοιχεία στα αρμόδια όργανα ελέγχου του άρθρου 5,
θ) Πεντακοσίων (500) ευρώ για κάθε μήνα, πέραν του ενός μηνός, σε όποιον εμπορεύεται λιπάσματα χωρίς υπεύθυνο επιστήμονα, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία,
ι) Μέχρι τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, στις περιπτώσεις που δεν τηρούνται οι διατάξεις του άρθρου 3. Το πρόστιμο υπολογίζεται βάσει αναλογικού τύπου από το όργανο επιβολής του. Για την επιβολή του τελικού προστίμου συνεκτιμάται το μέγεθος της απόκλισης, η διακινούμενη ποσότητα, η συχνότητα της παράβασης, το υπόμνημα του ενδιαφερόμενου και κάθε άλλο απαραίτητο στοιχείο κατά την κρίση του οργάνου που επιβάλει το πρόστιμο,
ια) Δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ σε όποιον δε θέτει σε έλεγχο ενδοενωσιακά αποκτώμενα ή εγχώρια παραγόμενα λιπάσματα,
ιβ) Δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ σε όποιον διαθέτει, ως λίπασμα, πρώτη ύλη που χρησιμοποιείται στην παρασκευή λιπασμάτων,
ιγ) Χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ στους ασκούντες εμπορία λιπασμάτων που παραβιάζουν την υποχρέωση ανάρτησης της Βεβαίωσης Συνδρομής Νομίμων Προϋποθέσεων σε εμφανές σημείο στο κατάστημα καθώς και την υποχρέωση υποβολής στατιστικών στοιχείων στην αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, όταν αυτό τους ζητηθεί,
ιδ) Μέχρι δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ σε όποιον θέτει σε κυκλοφορία λιπάσματα, των οποίων τα φυσικά ή/και χημικά τους χαρακτηριστικά έχουν αλλοιωθεί. Το πρόστιμο υπολογίζεται βάσει αναλογικού τύπου από το όργανο επιβολής προστίμου. Για την επιβολή του τελικού προστίμου συνεκτιμάται το μέγεθος της απόκλισης, η διακινούμενη ποσότητα, η συχνότητα της παράβασης, το υπόμνημα του ενδιαφερόμενου και κάθε άλλο απαραίτητο στοιχείο κατά την κρίση του οργάνου που επιβάλει το πρόστιμο,
ιε) Μέχρι πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ σε όποιον αποθηκεύει λιπάσματα εκτεθειμένα σε καιρικά φαινόμενα, που μπορούν να αλλοιώσουν τα φυσικά ή χημικά τους χαρακτηριστικά. Το πρόστιμο υπολογίζεται βάσει αναλογικού τύπου από το όργανο επιβολής προστίμου. Για την επιβολή του τελικού προστίμου συνεκτιμάται η ποσότητα, η συχνότητα της παράβασης, το υπόμνημα του ενδιαφερόμενου και κάθε άλλο απαραίτητο στοιχείο κατά την κρίση του οργάνου που επιβάλει το πρόστιμο,
ιστ) Χιλίων (1.000) ευρώ σε όποιον, κατ’ επάγγελμα ή μη, αγρότη αποκτά από άλλο κράτος μέλος για ιδία χρήση στην καλλιέργειά του λίπασμα, και δεν ενημερώνει εγγράφως την κατά τόπο αρμόδια υπηρεσία, και
ιζ) Τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ σε όποιον, κατ’ επάγγελμα ή μη, αγρότη χρησιμοποιεί στην καλλιέργειά του λίπασμα, ακατάλληλο, βλαπτικό και επικίνδυνο για την υγεία των ανθρώπων, των ζώων και των φυτών, με ουσίες που μολύνουν το περιβάλλον ή μειώνουν τη γονιμότητα του εδάφους και την ποιότητα των αγροτικών προϊόντων.
4. Σε περίπτωση υποτροπής, οι ποινές και τα πρόστιμα των παραγράφων 1, 2 και 3 διπλασιάζονται και σε περίπτωση τρίτης υποτροπής τριπλασιάζονται. Σε περίπτωση τρίτης υποτροπής των παραβάσεων των περιπτώσεων δ, στ και των υποπεριπτώσεων ββ, γγ, δδ της περίπτωσης ζ της παραγράφου 1 καθώς και των περιπτώσεων η, ι και ια της παραγράφου 3, παράλληλα με τον τριπλασιασμό των ποινών και των προστίμων, διακόπτεται και η λειτουργία του καταστήματος εμπορίας λιπασμάτων τύπου Α ή/και Β.
5. Για τις παραβάσεις που διώκονται και ποινικά, σύμφωνα με την παράγραφο 1, τα πρόστιμα των παραγράφων 3 και 4 επιβάλλονται ανεξάρτητα από την άσκηση ποινικής δίωξης. Αν το αρμόδιο Δικαστήριο εκδώσει αμετάκλητη αθωωτική απόφαση για την ίδια παράβαση, λόγω μη τέλεσής της, εκδίδεται υπέρ της επιχείρησης ατομικό φύλλο έκπτωσης του επιβληθέντος διοικητικού προστίμου, υπό την προϋπόθεση ότι ο ενδιαφερόμενος προηγουμένως προσκομίσει στην αρμόδια αρχή που εξέδωσε την απόφαση επιβολής του προστίμου επίσημο αντίγραφο της ως άνω αμετάκλητης αθωωτικής απόφασης τους Δικαστηρίου.
6. Όταν τα λιπάσματα περιέχουν τοξικές ουσίες επικίνδυνες για την υγεία των ανθρώπων, ζώων ή φυτών και εν γένει για το περιβάλλον, επιβάλλεται πρόστιμο μέχρι τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις περί επικίνδυνων ουσιών και παρασκευασμάτων, το οποίο αποδίδεται υπέρ του Ειδικού Ταμείου Ελέγχου Ποιότητας και Παραγωγής Αλκοόλης και Αλκοολούχων ποτών (ΕΤΕΠΠΑΑ), ύστερα από εντολή της αρμόδιας υπηρεσίας του Γενικού Χημείου του Κράτους. Όταν η δήλωση ή οι ενδείξεις επί της συσκευασίας, ως προς τη σύνθεση του προϊόντος, παρουσιάζουν αποκλίσεις μεγαλύτερες των επιτρεπόμενων ανοχών που καθορίζονται στην κείμενη νομοθεσία, οι παραβάτες υποχρεούνται να καταβάλλουν τα έξοδα της ανάλυσης προσαυξημένα κατά 100%, τα οποία αποδίδονται υπέρ του φορέα, στον οποίο υπάγεται το δημόσιο εργαστήριο ελέγχου λιπασμάτων που διενεργεί τον έλεγχο. Μέχρι τον καθορισμό των αρμοδίων δημοσίων εργαστηρίων ελέγχου λιπασμάτων, σύμφωνα με την παράγραφο 10 του άρθρου 13β, τα εν λόγω έξοδα της ανάλυσης καταβάλλονται υπέρ του ΕΤΕΠΠΑΑ, ύστερα από εντολή της αρμόδιας υπηρεσίας του Γενικού Χημείου του Κράτους.
7. Το χρηματικό πρόστιμο της παραγράφου 6 καθώς και το χρηματικό πρόστιμο της περίπτωσης ε) της παραγράφου 3, όταν αρμόδιος φορέας για τη χορήγηση της Βεβαίωσης Συνδρομής των Νομίμων Προϋποθέσεων για τη λειτουργία ιδιωτικού εργαστηρίου ελέγχου λιπασμάτων είναι το Γενικό Χημείο του Κράτους, επιβάλλεται από τις αρμόδιες υπηρεσίες του. Για την επιβολή του, η έκθεση ελέγχου, που συντάσσεται από τα αρμόδια όργανα ελέγχου του άρθρου 5, κοινοποιείται στην αρμόδια για το σκοπό αυτό υπηρεσία του Γενικού Χημείου του Κράτους και στην αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και επιδίδεται στον ενδιαφερόμενο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 47, 48, 50 έως και 57 του ν. 2717/1999 «Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας» (Α΄ 97), όπως ισχύει. Επί της έκθεσης ελέγχου, ο ενδιαφερόμενος δικαιούται να εκθέσει εγγράφως στην αρμόδια υπηρεσία της περίπτωσης β) της παραγράφου 13 του άρθρου 13β, τις απόψεις του, εντός δέκα (10) ημερών από την ημερομηνία επίδοσης της έκθεσης σε αυτόν.
8. Το χρηματικό πρόστιμο των περιπτώσεων α) έως και δ) και στ) έως και ιζ) της παραγράφου 3 καθώς και το χρηματικό πρόστιμο της περίπτωσης ε) της παραγράφου 3, όταν αρμόδιος φορέας για τη χορήγηση της Βεβαίωσης Συνδρομής των Νομίμων Προϋποθέσεων για τη λειτουργία ιδιωτικού εργαστηρίου ελέγχου λιπασμάτων είναι το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, επιβάλλεται από την αρμόδια υπηρεσία του, με βάση την έκθεση ελέγχου που συντάσσεται από τα αρμόδια όργανα ελέγχου του άρθρου 5. Η απόφαση επιβολής του χρηματικού προστίμου επιδίδεται στον ενδιαφερόμενο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 47, 48, 50 έως και 57 του ν. 2717/1999 «Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας», όπως ισχύει.
9. Κατά της απόφασης επιβολής χρηματικού προστίμου της παραγράφου 8, ο ενδιαφερόμενος δύναται να ασκήσει ένσταση ενώπιον της ΤΕ.Γ.Ε.Λ. του άρθρου 7, εντός είκοσι (20) ημερών από την επίδοσή της. Η ΤΕ.Γ.Ε.Λ μετά από εξέταση της νομιμότητας και της ουσίας της απόφασης επιβολής προστίμου, εισηγείται στο αρμόδιο όργανο της περίπτωσης α της παρ. 13 του άρθρου 13β, την ακύρωση, εν όλω ή εν μέρει ή την τροποποίηση της απόφασης ή την απόρριψη της ένστασης. Η απόφαση του αρμόδιου οργάνου επί της ένστασης γνωστοποιείται στον ενιστάμενο εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την άσκησή της και κατά αυτής ο ενδιαφερόμενος δύναται να προσφύγει στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο, εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την επομένη της γνωστοποίησής της σε αυτόν. Αντίγραφο της προσφυγής κοινοποιείται από τον προσφεύγοντα στο αρμόδιο όργανο επιβολής του προστίμου. Η άσκηση της προσφυγής δεν αναστέλλει την εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Το αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο, στο οποίο εκκρεμεί η προσφυγή, μπορεί με απόφασή του, να αναστείλει, εν όλω ή εν μέρει, την εκτέλεσή της, εάν εξαιτίας σφαλμάτων αυτής, πιθανολογείται η μερική ή ολική ευδοκίμηση της προσφυγής ή εάν διαπιστώνεται, από συγκεκριμένα στοιχεία, η αδυναμία καταβολής του χρηματικού προστίμου από τον προσφεύγοντα.».

9. Μετά το άρθρο 11 του ν. 1565/1985 προστίθεται νέο άρθρο 11α ως ακολούθως:
«Άρθρο 11α
Ρήτρα διασφάλισης
Η κυκλοφορία και η διάθεση στην αγορά λιπασμάτων, εκτός αυτών που χαρακτηρίζονται ως «Λιπάσματα ΕΚ» σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) 2003/2003, μολονότι ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του παρόντος νόμου, μπορεί να απαγορευτεί με απόφαση του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, όταν στα λιπάσματα αυτά διαπιστωθούν χαρακτηριστικά που συνιστούν δυνητικό κίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια, την υγεία των ανθρώπων, των ζώων ή των φυτών ή κίνδυνο για το περιβάλλον.».

10. Μετά το άρθρο 13α του ν. 1565/1985, όπως αυτό προστέθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 17 του ν. 2040/1992 (ΦΕΚ Α΄70), προστίθεται νέο άρθρο 13β, ως ακολούθως:
«Άρθρο 13β
Εξουσιοδοτικές διατάξεις
1. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων μπορεί να αναπροσαρμόζεται το ύψος του παραβόλου της παρ. 2α του άρθρου 2.
2. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, καθορίζονται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις, η διαδικασία, τα δικαιολογητικά, οι αρμόδιες αρχές και κάθε άλλο σχετικό θέμα με την εφαρμογή της παρ. 2α του άρθρου 2.
Με όμοια απόφαση καθορίζονται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις και τα δικαιολογητικά των πρώτων υλών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή των λιπασμάτων της ως άνω παραγράφου 2α.
3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων δύνανται να μετατάσσονται στοιχεία από την υποπερίπτωση α «Υποχρεωτικές ενδείξεις» της περίπτωσης Β της παρ. 1 του άρθρου 3 στην υποπερίπτωση β «Προαιρετικές ενδείξεις» της ίδιας ως άνω περίπτωσης Β, και αντίστροφα.
4. Με απόφαση του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν τα φυσικά και νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 4, προκειμένου να ασκούν εμπορία λιπασμάτων τύπου Α, χωρίς την υποχρέωση εγγραφής στο αντίστοιχο μητρώο.
5. Με απόφαση του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων καθορίζονται οι αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων:
α) στις οποίες υποβάλλεται αναγγελία έναρξης άσκησης εμπορίας λιπασμάτων και γνωστοποιείται η μεταβολή της πραγματικής και νομικής κατάστασης των φυσικών και νομικών προσώπων που ασκούν εμπορία λιπασμάτων, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 4.
β) για τη χορήγηση των Βεβαιώσεων Συνδρομής των Νομίμων Προϋποθέσεων εμπορίας λιπασμάτων τύπου Α και Β της παραγράφου 2 του άρθρου 4.
6. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, καθορίζεται το ύψος του παραβόλου που απαιτείται για την αναγγελία έναρξης άσκησης εμπορίας λιπασμάτων, σύμφωνα με την περίπτωση α της παραγράφου 4 του άρθρου 4.
7. Με απόφαση του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη της ΤΕ.Γ.Ε.Λ. του άρθρου 7, όπως ισχύει, καθορίζονται οι προϋποθέσεις, η διαδικασία, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για την αναγγελία έναρξης άσκησης εμπορίας λιπασμάτων τύπου Α και Β και για την επανεξέταση της συνδρομής των προϋποθέσεων για την άσκησή της, τα της εγγραφής στο μητρώο επιχειρήσεων εμπορίας λιπασμάτων τύπου Α και Β, οι υποχρεώσεις των ασκούντων εμπορία λιπασμάτων και κάθε άλλο σχετικό θέμα για την εφαρμογή του άρθρου 4.
8. Με απόφαση του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, καθορίζονται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις, τα δικαιολογητικά και κάθε άλλο σχετικό θέμα για την έκδοση των αδειών εισαγωγής της παρ. 6 του άρθρου 4.
9. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, καθορίζονται η διαδικασία, τα αρμόδια όργανα ελέγχου, οι μέθοδοι δειγματοληψίας, η διαδικασία επανεξέτασης των λιπασμάτων, η δυνατότητα προσφυγής του ενδιαφερομένου, οι προθεσμίες αποστολής των αποτελεσμάτων των αναλύσεων, οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα προκειμένου να δικαιούνται να ζητήσουν τη διενέργεια των ελέγχων από τα αρμόδια όργανα και τα απαιτούμενα παράβολα και δικαιολογητικά για τον σκοπό αυτόν, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα για την εφαρμογή του άρθρου 5.
10. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, καθορίζονται τα αρμόδια δημόσια εργαστήρια ελέγχου λιπασμάτων, ο τρόπος κάλυψης των δαπανών ανάλυσης και εξέτασης των λιπασμάτων από αυτά, οι υπόχρεοι καταβολής των ως άνω δαπανών, ο τρόπος βεβαίωσης και είσπραξής τους και κάθε άλλο σχετικό θέμα για την εφαρμογή της παρ. 1 του άρθρου 6.
11. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων καθορίζονται:
α) Οι αρμόδιες αρχές των Υπουργείων Οικονομικών και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων:
αα) Στις οποίες υποβάλλεται η αναγγελία έναρξης λειτουργίας ιδιωτικού εργαστηρίου ελέγχου λιπασμάτων,
ββ) Οι οποίες προβαίνουν σε διοικητικό και επιτόπιο έλεγχο και χορηγούν τη Βεβαίωση Συνδρομής των Νομίμων Προϋποθέσεων και
γγ) Οι οποίες προβαίνουν σε διοικητικό και επιτόπιο έλεγχο κατά τη λειτουργία των ιδιωτικών εργαστηρίων ελέγχου λιπασμάτων,
β) Οι προϋποθέσεις, η διαδικασία, τα δικαιολογητικά και τα τυχόν απαιτούμενα παράβολα για την έναρξη λειτουργίας ιδιωτικού εργαστηρίου ελέγχου λιπασμάτων και για την επανεξέταση της συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων για την επικαιροποίηση του φακέλου,
γ) Οι υποχρεώσεις των ιδιωτικών εργαστηρίων ελέγχου λιπασμάτων,
δ) Οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για τη διακοπή λειτουργίας του ιδιωτικού εργαστηρίου ελέγχου λιπασμάτων καθώς και
ε) Κάθε άλλο σχετικό θέμα για την εφαρμογή των παρ. 2 και 3 του άρθρου 6.»
12. α) Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται το ύψος των εξόδων ανάλυσης που οι παραβάτες της παρ. 6 του άρθρου 11 υποχρεούνται να καταβάλλουν υπέρ του αυτού Υπουργείου, για ελέγχους λιπασμάτων που παρουσιάζουν αποκλίσεις μεγαλύτερες των επιτρεπόμενων ανοχών, όπως αυτές καθορίζονται στην κείμενη νομοθεσία και διενεργούνται από δημόσια εργαστήρια ελέγχου λιπασμάτων που υπάγονται σε αυτό, καθώς και ο τρόπος βεβαίωσης και είσπραξης αυτών και κάθε άλλο σχετικό θέμα.
β) Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων καθορίζεται το ύψος των εξόδων ανάλυσης που οι παραβάτες της παρ. 6 του άρθρου 11 υποχρεούνται να καταβάλλουν υπέρ του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, για ελέγχους λιπασμάτων που παρουσιάζουν αποκλίσεις μεγαλύτερες των επιτρεπόμενων ανοχών, όπως αυτές καθορίζονται στην κείμενη νομοθεσία και διενεργούνται από δημόσια εργαστήρια ελέγχου λιπασμάτων που υπάγονται σε αυτό, καθώς και ο τρόπος βεβαίωσης και είσπραξης αυτών και κάθε άλλο σχετικό θέμα.
13. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, καθορίζονται:
α) Η αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, με απόφαση της οποίας επιβάλλονται οι κυρώσεις των περιπτώσεων α) έως και δ) και στ) έως και ιζ) της παραγράφου 3 του άρθρου 11, καθώς και της περίπτωσης ε) της ιδίας ως άνω παραγράφου, σε περίπτωση που αρμόδιος φορέας για τη χορήγηση της Βεβαίωσης Συνδρομής των Νομίμων Προϋποθέσεων για τη λειτουργία ιδιωτικού εργαστηρίου ελέγχου λιπασμάτων είναι το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.
β) Η αρμόδια υπηρεσία ενώπιον της οποίας εκτίθενται οι απόψεις του ενδιαφερομένου επί της εκθέσεως ελέγχου της παρ. 8 του άρθρου 11.
14. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, μπορεί να αναπροσαρμόζεται το ύψος των προστίμων του άρθρου 11, μετά την πάροδο δύο (2) ετών από την έναρξη ισχύος της παρούσας παραγράφου.
15. Με απόφαση του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και του τυχόν συναρμόδιου Υπουργού, μπορεί να ρυθμίζονται ειδικά θέματα και τεχνικές λεπτομέρειες για την εφαρμογή του παρόντος νόμου.
16. Με απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων καθορίζονται τα αναγκαία συμπληρωματικά, οργανωτικά και εκτελεστικά μέτρα για την εκτέλεση των διατάξεων των κανονισμών και αποφάσεων των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι αναγκαίες κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για τη μεταφορά των οδηγιών των ιδίων ως άνω οργάνων για τα λιπάσματα.».