Αρχική Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τα Δικαιώματα των Ατόμων με ΑναπηρίαΕθνικό Σχέδιο Δράσης για τα Δικαιώματα των Ατόμων με ΑναπηρίαΣχόλιο του χρήστη Μαρίνα Συμινή, Δικηγόρος Ηρακλείου | 21 Σεπτεμβρίου 2020, 23:27
Υπουργός Επικρατείας Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Θα ήθελα να επισημάνω μια από τις σημαντικές αντινομίες του υφιστάμενου συστήματος. Αφορά συγκεκριμένα την ιδιαίτερα ευπαθή ομάδα των ατόμων με βαριά νοητική υστέρηση. Τα παιδιά αυτά, κατά κανόνα πλήρως εξαρτώμενα σε όλη τους την ζωή από τους γονείς τους, βρίσκονται, κάποια στιγμή, αναπόφευκτα, αντιμέτωπα με την απώλεια του ενός ή και των δύο γονέων τους. Θα περίμενε κανείς ότι σε αυτή, ειδικά, την περίπτωση, η προστασία της Πολιτείας θα ήταν ακόμα πιο ισχυρή. Και όμως. Ενώ τα παιδιά αυτά κατ' αρχήν δικαιούνται, με βάση το άρθρο 34 του Ν. 4378/2016, ποσοστό επί της σύνταξης του θανόντος γονέα τους, επί της ουσίας, από νομοτεχνική αβλεψία (;), καταλήγει το δικαίωμα αυτό να μένει γράμμα κενό, στην περίπτωση που τα παιδιά αυτά τυγχάνουν να είναι, ταυτόχρονα, δικαιούχοι προνοιακού επιδόματος του ΟΠΕΚΑ. Υπενθυμίζεται ότι ο ΟΠΕΚΑ θέτει ως προϋπόθεση για την χορήγηση προνοιακού επιδόματος για βαριά νοητική υστέρηση 'να μην λαμβάνει ο δικαιούχος, από την ίδια αιτία, άμεσα ή έμμεσα, άλλη παροχή μεγαλύτερη από το ποσό των 360 ευρώ'. Κατ' αρχήν, κατά πάγια ερμηνεία της διάταξης από τα όργανα του ΟΠΕΚΑ, η σύνταξη που τα παιδιά αυτά δικαιούνται λόγω θανάτου του γονέα τους, λογίζεται ως παροχή 'από την ίδια αιτία'. Άρα, αν η παροχή αυτή υπερβαίνει το ποσό των 360€, το προνοιακό επίδομα οδηγείται άνευ άλλου τινός σε αυτόματη διακοπή. Όμως, όπως θα καταδειχθεί, το σύστημα των διατάξεων, κατά στρεβλό τρόπο, λόγω νομοτεχνικής αβλεψίας (;) αποκλείει σε κάθε περίπτωση την σωρευτική απόληψη της σύνταξης λόγω θανάτου και της προνοιακής παροχής. Το εύλογο, κατ' αρχήν, θα ήταν να επιτρέπεται, σε αυτήν την τόσο ευάλωτη ομάδα παιδιών, να συμπληρώσουν το εισόδημα τους από το προνοιακό εισόδημα με το (μικρό, μάλιστα) ποσό της σύνταξης που δικαιούνται να λάβουν, σε περίπτωση θανάτου του ενός τους γονέα, πράγμα απόλυτα λογικό και επιδοκιμαστέο, με δεδομένο ότι πλέον, στερούνται έναν από τους συμπαραστάτες τους στην ζωή. Έρχεται όμως ο νομοθέτης και με το άρθρο 12 του Ν. 4387/2016, καταλήγει να αποκλείει, για την κατηγορία των παιδιών αυτών, άνευ ετέρου κάθε δυνατότητα να λάβουν, έστω, το ως άνω ποσοστό του 25% από την σύνταξη του θανόντος γονέα τους. Και τούτο διότι ο νομοθέτης δεν ενδιαφέρθηκε, καν, να εναρμονίσει τα όρια που προβλέπονται στην κοινωνικοασφαλιστική, αφενός, νομοθεσία και στην προνοιακή νομοθεσία, αφετέρου. Συγκεκριμένα, ο νομοθέτης, στο άρθρο 34 Ν. 4387/2016, με το επιχείρημα της κοινωνικης ευαισθησιας, ς κατώτατο όριο του ποσοστού τους στην σύνταξη λόγω θανάτου, το ποσό της εθνικής σύνταξης, εν προκειμένω, το ποσό των 384 ευρώ. Τούτο σημαίνει ότι εάν το άτομο με νοητική υστέρηση επιλέξει να ασκήσει το δικαίωμα του στην σύνταξη του γονέα του, θα στερηθεί αναγκαστικά και αναπόφευκτα το - υψηλότερο εκ του νόμου - προνοιακό του επίδομα, διότι το ποσό της σύνταξης του θα υπερβαίνει, πάντα και σε κάθε περίπτωση, το όριο των 360 ευρώ. Έτσι, επειδή το ποσό της σύνταξης τίθεται αυτόματα στο ποσό των 384 €, τα παιδιά αυτά βρίσκονται μπροστά στο ανάλγητο δίλημμα να διαλέξουν ανάμεσα στα δύο δικαιώματα τους - δηλαδή ανάμεσα στο προνοιακό τους επίδομα και στο δικαίωμα απονομής σύνταξης λόγω θανάτου. Εσκεμμένα ή μη, η εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων καταλήγει να αποκλείει μια ιδιαίτερα ευαίσθητη ομάδα παιδιών, απόλυτα εξαρτώμενων από τρίτους, από το έστω μικρό μερίδιο τους στην σύνταξη του θανόντα γονέα τους. Για την προστασία των παιδιών αυτών, θα ήταν σκόπιμο να τροποποιηθεί η σχετική νομοθεσία των προνοιακών επιδομάτων, ώστε να ληφθεί υπόψη το νέο όριο κατώτατης σύνταξης που προβλέπει το άρθρο 12 του Ν. 4387/2016 και να τεθεί, πλέον, ως όριο για την σωρευτική απόληψη των δύο παροχών το ποσό της εθνικής σύνταξης που δικαιούται, εν πάση περιπτώσει, να λαμβάνει το ανάπηρο τέκνο, δηλαδή το ποσό των 384 ευρώ και όχι το ποσό των 360 ευρώ - το οποίο μάλιστα αφορά μια άσχετη προς την περίπτωση τους παροχή, αυτή των ανασφάλιστων υπερηλίκων -. Μάλιστα, η μικρή διαφορά ανάμεσα στα δύο ποσά καταδεικνύει ακριβώς το παράλογο αποτέλεσμα στο οποίο οδηγεί ο νόμος, όπως αυτός, σε παρόντα χρόνο, ισχύει. Δεν είναι δυνατόν να επέρχεται εξ ολοκλήρου απώλεια ενός δικαιώματος, για μια διαφορά ποσών της τάξης των 24 ευρώ ! Εξίσου θα ήθελα να επισημάνω την πλήρη απουσία εναρμόνισης ανάμεσα στην νομοθεσία των συντάξεων των πολιτικών υπάλληλων και στρατιωτικών και στην νομοθεσία των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης ως προς το επίδομα απόλυτης αναπηρίας. Εάν το παιδί με νοητική υστέρηση ήταν τυχερό, μέσα στην ατυχία του, να έχει γονέα ασφαλισμένο σε Φ.Κ.Α. και όχι στο Δημόσιο, θα λάβει επίδομα απόλυτης αναπηρίας επί της σύνταξης του λόγω θανάτου. Εάν, όμως, ο θανών γονέας του ήταν εν ενεργεία πολιτικός υπάλληλος ή συνταξιούχος του Δημοσίου, τότε η απόλυτη αδυναμία αυτοεξυπηρέτησης του είναι επί της ουσίας αόρατη προς το Κράτος. Τα παιδιά με αναπτυξιακές διαταραχές είναι τα αόρατα παιδιά αυτής της χώρας, τα οποία μεγαλώνουν για πάντα κάτω από τις φτερούγες των γονιών τους, και θα πρέπει, επιτέλους, να υπάρξει η αμέριστη προσοχή - και στήριξη - του Κράτους προς τις ανάγκες αυτών και των γονιών τους. Σας ευχαριστώ για την προσοχή