Αρχική Ισότητα στον πολιτικό γάμο, τροποποίηση του Αστικού Κώδικα και άλλες διατάξειςΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΡΟΥΣΤΗΣ ΣΥΝΑΨΗΣ ΓΑΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΕΠΩΝΥΜΟ – ΛΗΞΙΑΡΧΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ Άρθρο 3 Σύναψη γάμου από πρόσωπα του ιδίου φύλου – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 1350 Αστικού ΚώδικαΣχόλιο του χρήστη Gerafyla | 26 Ιανουαρίου 2024, 00:13
Δρ. Αναστάσιος Κων. Βαβούσκος Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω Άρχων Ασηκρήτης της Μ.τ.Χ.Ε. Προ δύο ημερών συνεδρίασε εκτάκτως η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος με θέμα την επικείμενη ψήφιση από την ελληνική Βουλή του προτεινομένου από την Κυβέρνηση νομοσχεδίου για τον γάμο μεταξύ ομοφύλων. Όπως ήταν αναμενόμενο και ήδη εκ των προτέρων πανθομολογούμενο, η Ιερά Σύνοδος, αφού άκουσε την εμπεριστατωμένη εισήγηση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Μεσογαίας και Λαυρεωτική κ. Νικολάου, κατέληξε μετά από συζήτηση στην απόφαση της, να εκφράσει την διαφωνία της με την πρωτοβουλία της Κυβερνήσεως. Ομοφώνως, νομίζω, όσοι αγαπούν και σέβονται την Εκκλησία, επεκρότησαν την απόφαση αυτή. Ίσως είμαι ο μόνος, που έχω κάποιες ενστάσεις και θα εξηγήσω αμέσως γιατί. Πράγματι, η εισήγηση του Σεβασμιωτάτου Μεσογαίας και Λαυρεωτικής ήταν αναλυτική και εκτενής και πλήρης επιχειρημάτων. Μόνον που η εισήγηση συνετάγη επί βάσεως θεολογικής και βιοηθικής. Το επίμαχο και φλέγον ζήτημα είναι καθαρώς νομικό και μάλιστα για την ακρίβεια νομοκανονικό. Και αυτό το καίριο και θεμελιώδες σημείο διέλαθε της προσοχής όλων. Το αποτέλεσμα ήταν η Ιερά Σύνοδος να οδηγηθεί σε μία σωστή μεν απόφαση αλλά επί λάθος βάσεως. Γεγονός, που συμβαίνει συχνάκις, όπως στην περίπτωση του ορισμού Τοποτηρητή για την Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, όπου ορθώς βεβαίως ορίστηκε Τοποτηρητής αλλά με λάθος διαδικασία, αφού αντί να γίνει ο ορισμός με απόφαση του Μακαριωτάτου, έγινε παρανόμως με συνοδική απόφαση και αντί να ορισθεί όμορος Μητροπολίτης ορίσθηκε παρανόμως ο Μακαριώτατος, ο οποίος στη συνέχεια παρανόμως όρισε αντ’ αυτού Τοποτηρητή, δηλαδή Μετατοποτηρητή, τον Μητροπολίτη Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως. Για να επανέλθω, λοιπόν, η Ιερά Σύνοδος, ουσιαστικώς, εγκρίνοντας την εισήγηση του Σεβασμιωτάτου Μεσογαίας και Λαυρεωτικής, ενέκρινε αυτά που η ίδια πιστεύει και διδάσκει από αιώνων, οδηγούμενη σε αυτοεπιβεβαίωση και αυτοεπιβράβευση. Ήταν όμως αυτό το ζητούμενο; Να αποφανθεί η Εκκλησία μας, ότι αυτά που η ίδια πιστεύει και διδάσκει, είναι ορθά και έχουν όπως ακριβώς τα εκθέτει η εγκριθείσα Εισήγηση; Ρητώς και κατηγορηματικώς σας απαντώ αρνητικώς. Όχι. Ο Σεβασμιώτατος Μεσογαίας και Λαυρεωτικής ορθώς ομίλησε και ορθώς εισηγήθηκε, ακουσίως όμως «παραπλάνησε» την Ιερά Σύνοδο, οδηγώντας την διά της εισηγήσεως του σε ατραπούς ήδη πεπατημένες, γνώριμες και μη αμφισβητούμενες από όλους μας. Εκείνο, λοιπόν, που δεν έγινε δυστυχώς κατανοητό, είναι – όπως ανέφερα ήδη παραπάνω – ότι το ζήτημα του γάμου μεταξύ ομοφύλων είναι ζήτημα ΝΟΜΟΚΑΝΟΝΙΚΟ, όχι θεολογικό ή ζήτημα βιοηθικής. Το θέμα μας δεν είναι η φύση ή ο χαρακτηρισμός της ομοφυλοφυλίας ή οποιουδήποτε άλλου σεξουαλικού προσανατολισμού ούτε η φύση του γάμου ως μυστηρίου. Το ερώτημα είναι: είναι από νομικής πλευράς αποδεκτός ο γάμος μεταξύ ομοφύλων; Και θα μου πείτε, γιατί το ζήτημα είναι νομοκανονικό; Και θα σας απαντήσω ως εξής: Διότι ο γάμος ως θεσμός και ως συνάφεια ανδρός και γυναικός προβλέπεται ρητώς στους ιερούς κανόνες, των οποίων η κατοχύρωση εδράζεται στο άρθρο 3 του Συντάγματος, προστατεύεται δε και από το άρθρο 21 του Συντάγματος. Αν στα παραπάνω προστεθεί και το αδιαμφισβήτητο γεγονός, ότι ο γάμος ως μυστήριο τελούμενος με την ιερολογία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας ήταν ο μοναδικός από την ελληνική Πολιτεία αναγνωρισμένος γάμος μέχρι το 1982, έκτοτε δε συνυπάρχει ως ισόκυρος με τον πολιτικό γάμο (άρθρο 1367 Αστικού Κώδικα), νομίζω σε κανέναν μας δεν καταλείπεται έστω και η παραμικρή αμφιβολία, ότι η Εκκλησία της Ελλάδος έπρεπε να έχει ενεργό ρόλο στο όλο ζήτημα. Ποιος θα ήταν ο ρόλος αυτός; Αν λάβουμε υπόψιν, ότι οι τρόποι να αποδείξεις το εσφαλμένο της αντίθετης απόψεως είναι δύο: α) είτε αποδεικνύεις, ότι είναι ορθή η δική σου άποψη, χρησιμοποιώντας τα δικά σου επιχειρήματα, πράγμα εύκολο, γιατί «Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει» και β) είτε αποδεικνύεις, ότι δεν είναι ορθή η αντίθετη άποψη, χρησιμοποιώντας τα επιχειρήματα της αντίθετης απόψεως, πράγμα όχι τόσο εύκολο αλλά πιο στέρεο και πιο αποτελεσματικό, καταλήγουμε στο συμπέρασμα, ότι η Εκκλησία της Ελλάδος επέλεξε τον πρώτο τρόπο. Απέδειξε με τα δικά της επιχειρήματα, ότι έχει δίκιο, παίζοντας μπάλα στο δικό της γήπεδο και όχι στο γήπεδο της Κυβερνήσεως. Με αυτόν τον τρόπο έδωσε και στην Κυβέρνηση το δικαίωμα, να επικαλεστεί το διακριτό των ρόλων αλλά και τον σεβασμό της προς την Εκκλησία (δύο στοιχεία που είναι δεδομένα και όχι το ζητούμενο) και στον Πρωθυπουργό να δηλώνει, ότι: «Έτσι αντιμετωπίζω τις θέσεις της Εκκλησίας την οποία σέβομαι απόλυτα. Αναφερόμαστε σε επιλογές της πολιτείας, όχι σε θεολογικές πεποιθήσεις». Δηλώσεις, οι οποίες επιβεβαιώνουν πλήρως τα όσα εξέθεσα παραπάνω. Ενώ θα έπρεπε να προβάλλει την νομοκανονική αντίθεση του θεσμού του γάμου, όπως προβλέπεται μέχρι σήμερα, τόσο σε σχέση με το άρθρο 3 όσο και με το άρθρο 21 του Συντάγματος, προτείνοντας ταυτοχρόνως και λύσεις με βάση τις ισχύουσες διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Και επιμένω στον ενεργό ρόλο, διότι κατά τον Αστικό Κώδικα ο θρησκευτικός και ο πολιτικός γάμος είναι ισόκυροι. Αυτό σημαίνει, ότι όποια νομοθετική πρόβλεψη επισυμβεί για το ένα είδος γάμου, επηρεάζει αυτομάτως λόγω του «ισόκυρου» και τον άλλο. Και αυτό, διότι η οποιαδήποτε νομική διαφοροποίηση μεταξύ των δύο ισόκυρων μορφών γάμου συνεπάγεται προσφυγή στην ελληνική και διεθνή Δικαιοσύνη για παραβίαση της αρχής της ισότητας. Και μακάρι να αποδειχθώ κακός μάντης, αλλά είναι πιθανόν μετά την – μάλλον – ψήφιση του νομοσχεδίου να δούμε ομόφυλα ζευγάρια να ζητούν να τελέσουν θρησκευτικό γάμο και μετά την άρνηση της Εκκλησίας να προσφύγουν προς δικαίωση τους στην Δικαιοσύνη, επικαλούμενοι την παραβίαση της αρχής της ισότητας και της ίσης μεταχειρίσεως. Και αυτό είναι ένα από τα πολλά ζητήματα, που θα προκύψουν. Και σίγουρα, στα παραπάνω πλαίσια θα τεθεί αναγκαστικώς και ζήτημα προδικαστικό ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου περί της φύσεως του Κανονικού Δικαίου ως διεθνούς ή όχι δικαιοταξίας, αν δηλαδή και κατά πόσο το Κανονικό Δίκαιο είναι διεθνές Δίκαιο παράλληλο με το Ευρωπαϊκό ή αυτοτελής διεθνής δικαιοταξία, άποψη την οποία ενστερνίζομαι και έχω διατυπώσει και τα σχετικά επιχειρήματα. Αυτά είναι τα θέματα, που θα έπρεπε να προβάλλει η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, ούτως ώστε να έχει εκ των προτέρων την βάση, για την υποστήριξη μελλοντικώς των θέσεων της.