• Σχόλιο του χρήστη 'ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ' | 27 Ιανουαρίου 2024, 01:57

    ΣΎΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ: TMHMA Β’ Σχέσεις Eκκλησίας και Πoλιτείας Άρθρo 3 1. Eπικρατoύσα θρησκεία στην Eλλάδα είναι η θρησκεία της Aνατoλικής Oρθόδoξης Eκκλησίας τoυ Xριστoύ. H Oρθόδoξη Eκκλησία της Eλλάδας, πoυ γνωρίζει κεφαλή της τoν Kύριo ημών Iησoύ Xριστό, υπάρχει αναπόσπαστα ενωμένη δoγματικά με τη Mεγάλη Eκκλησία της Kωνσταντινoύπoλης και με κάθε άλλη oμόδoξη Eκκλησία τoυ Xριστoύ· τηρεί απαρασάλευτα, όπως εκείνες, τoυς ιερoύς απoστoλικoύς και συνoδικoύς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις. Eίναι αυτoκέφαλη, διoικείται από την Iερά Σύνoδo των εν ενεργεία Aρχιερέων και από τη Διαρκή Iερά Σύνoδo πoυ πρoέρχεται από αυτή και συγκρoτείται όπως oρίζει o Kαταστατικός Xάρτης της Eκκλησίας, με τήρηση των διατάξεων τoυ Πατριαρχικoύ Tόμoυ της κθ΄ (29) Ioυνίoυ 1850 και της Συνoδικής Πράξης της 4ης Σεπτεμβρίoυ 1928. 2. To εκκλησιαστικό καθεστώς πoυ υπάρχει σε oρισμένες περιoχές τoυ Kράτoυς δεν αντίκειται στις διατάξεις της πρoηγoύμενης παραγράφoυ. 3. To κείμενo της Aγίας Γραφής τηρείται αναλλoίωτo. H επίσημη μετάφρασή τoυ σε άλλo γλωσσικό τύπo απαγoρεύεται χωρίς την έγκριση της Aυτoκέφαλης Eκκλησίας της Eλλάδας και της Mεγάλης τoυ Xριστoύ Eκκλησίας στην Kωνσταντινoύπoλη. Η χριστιανική οπτική στο ζήτημα της ομοφυλοφιλίας αντίκειται στο δημιουργικό σχέδιο του Θεού για τη ενότητα του ανθρωπίνου γένους, η οποία έγκειται στην ύπαρξη δύο φύλων, του αρσενικού και του θηλυκού. Η ενότητα δεν έχει να κάνει μόνο με την συμπληρωματικότητα των ρόλων και την σαρκική ένωση. «…. καταλείψει άνθρωπος τον πατέρα αυτού και την μητέρα και προσκολληθήσεται προς την γυναίκα αυτού και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν». Έχει να κάνει και με την συνύπαρξη των προσώπων η οποία φέρνει στην ζωή τα παιδιά, ως σημεία νέας δημιουργίας και συνέχειας του αρχικού έργου του Θεού σύμφωνα με την προτροπή Του «..αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε». Ο Απόστολος Παύλος και οι Πατέρες της Εκκλησίας έχουν εκφραστεί αυστηρά κατά της ομοφυλοφιλίας και θεωρούν ότι δεν πρόκειται περί συντροφικότητας, αλλά περί διαστροφικής φιληδονίας ορισμένων προσώπων, που δεν είναι από τη φύση τους τέτοια, αλλά γίνονται εξαιτίας της ακολασίας και του έκφυλου τρόπου ζωής τους. Άρα η θεολογία μας δεν αφήνει περιθώρια να δικαιολογηθεί η ομοφυλόφιλη πράξη και κατάσταση, πολλώ δε μάλλον να γίνει αποδεκτή ως φυσική αδυναμία και να μη θεωρείται αμάρτημα, αστοχία δηλαδή από τον αρχικό προορισμό του ανθρώπου που είναι το «καθ’ ομοίωσιν». Σε κοινωνικό επίσης επίπεδο η επίσημη Εκκλησία και ο πιστός λαός δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να συναινέσει ούτε στη σύναψη «γάμου» μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών, ούτε βεβαίως στην υιοθεσία παιδιών από αυτά, ούτε και στον πρόσφατο νόμο διόρθωσης του καταχωρισμένου φύλου, διότι προφανώς είναι αντίθετα στη διδασκαλία της και στην ορθή πίστη, καθώς και διότι πρόκειται για νομικές αποφάσεις αλλαγής πολιτισμικού παραδείγματος στην κοινωνία και όχι απλώς για πρακτική δικαιωμάτων μιας «καταπιεσμένης» δήθεν μειονότητας. Ο Χριστός, μας προσκαλεί διακριτικά, ταπεινά, όλος αγάπη να τον αφήσουμε να μας θεραπεύσει ψυχοσωματικά και να μας ενώσει στο Σώμα Του την Εκκλησία. Αν εμείς παραμένουμε στους δαιμονικούς λογισμούς, ότι δήθεν δεν μπορεί να μας θεραπεύσει ο Χριστός ή ότι δεν μας διαφθείρει η αμαρτία, τότε κάθε ψυχοσωματική αμαρτωλότητα (φυσική ή παρά φύση) μας κάνει αιωνίως αμετανόητους, απομακρυσμένους από τον Θεό, παραμένοντες δηλαδή στην πτώση μας.