• Σχόλιο του χρήστη 'Christofis Accounting Services Hellas' | 28 Ιανουαρίου 2024, 21:06

    φύλο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φῦλον  • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   Προφορά ΔΦΑ : /ˈfi.lo/τυπογραφικός συλλαβισμός : φύ‐λο ομόηχα: φύλλο, φίλο Ουσιαστικό φύλο ουδέτερο το καθένα από τα δύο γένη (ανδρικό - γυναικείο) στα οποία διαιρούνται τα έμβια όντα, ανάλογα με τα αναπαραγωγικά τους όργανα. (κατ' ευφημισμό) τα γεννητικά όργανα σύνολο ανθρώπων με κοινή καταγωγή και αυτόνομη κοινωνικοπολιτική συγκρότηση· φυλή