Α. Το άρθρο 10 του Ν.4070/2012 (ΦΕΚ 82Α) καταργείται και αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 10
Πειθαρχική διαδικασία
1.Για κάθε παράβαση των υποχρεώσεών τους που απορρέουν από τις διατάξεις του παρόντος περί ηλε¬κτρονικών επικοινωνιών, καθώς και από τις διατάξεις του ν. 4053/2012 (Α΄ 44), περί λειτουργίας της ταχυδρο¬μικής αγοράς, καθώς και τις κανονιστικές πράξεις που εκδίδονται κατ΄εξουσιοδότηση αυτών, τα μέλη της ΕΕΤΤ υπέχουν πειθαρχική ευθύνη.
2. Το πειθαρχικό συμβούλιο αποτελείται από έναν Σύμβουλο Επικρατείας, έναν Αρεοπαγίτη και τρεις Καθηγητές Α.Ε.Ι. με γνωστικό αντικείμενο τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες ή το δίκαιο, η δε θητεία τους είναι τριετής. Καθήκοντα Προέδρου ασκεί ο αρχαιότερος των δικαστικών λειτουργών. Για τα μέλη του συμβουλίου που είναι δικαστικοί λειτουργοί απαιτείται απόφαση του οικείου ανώτατου δικαστικού συμβουλίου. Χρέη γραμματέα του συμβουλίου εκτελεί υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού. Ο Πρόεδρος, τα μέλη και ο γραμματέας του συμβουλίου ορίζονται με ισάριθμους αναπληρωτές.
3.Το συμβούλιο συγκροτείται με κοινή απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού και του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στην οποία καθορίζεται και η αμοιβή του Προέδρου, των μελών και του γραμματέα, με την επιφύλαξη των διατάξεων του Ν.3833/2010 (Α’ 40), όπως ισχύει. Η απόφαση εκδίδεται εντός εξήντα (60) ημερών από την έναρξη ισχύος του παρόντος.
4. Το συμβούλιο συνεδριάζει κατά τις επόμενες παραγράφους του παρόντος, με την παρουσία τεσσάρων τουλάχιστον μελών, μεταξύ των οποίων οπωσδήποτε ο πρόεδρος ή ο αναπληρωτής του, και αποφασίζει με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων. Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του προέδρου. Αν υπάρχουν περισσότερες από δύο γνώμες, οι ακολουθούντες την ασθενέστερη οφείλουν να προσχωρήσουν σε μία από τις επικρατέστερες. Το πειθαρχικό συμβούλιο αποφασίζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό την απαλλαγή ή την παύση του μέλους.
5. Ως πειθαρχικά παραπτώματα θεωρούνται: α) η, κατά την άσκηση των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων, παράβαση του παρόντος νόμου και της κείμενης νομοθεσίας ιδίως δε σε θέματα παροχής δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και ταχυδρομείων, συναφών ευκολιών και συναφών υπηρεσιών, β) η αποδεδειγμένη πλημμέλεια περί την εκτέλεση των καθηκόντων και υποχρεώσεων, γ) η παράβαση κάθε πράξης, απόφασης κ.λ.π. του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού αναφορικά με την τήρηση των αναφερομένων στο άρθρο 4 του παρόντος και δ) η ασυμβίβαστη και απάδουσα, προς το κύρος, αποστολή και σκοπό της ΕΕΤΤ ως Εθνικής Ρυθμιστικής Αρχής, διαγωγή. Οι επιβαλλόμενες από το πειθαρχικό συμβούλιο ποινές είναι: α) Επίπληξη και β) οριστική παύση
6. Σε περίπτωση εκδόσεως εντός διετίας δύο πειθαρχικών αποφάσεων για επίπληξη στο αυτό μέλος της ΕΕΤΤ για ίδιο ή διαφορετικό πειθαρχικό παράπτωμα, το μέλος εκπίπτει της θέσεώς του
7. Η διαπιστωθείσα, δια αποφάσεως του πειθαρχικού συμβουλίου, παράβαση των άρθρων 7, 8 και 9 συνεπάγεται την οριστική παύση και έκπτωση από θέση του μέλους της ΕΕΤΤ.
8. Το πειθαρχικό συμβούλιο, επιλαμβάνεται της διώξεως αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν έγγραφης ανακοίνωσης Δημόσιας Αρχής ή του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού ή επί αναφοράς παντός έχοντος έννομο συμφέρον. Την πειθαρχική αγωγή ασκεί ενώπιον του πειθαρχικού συµβουλίου ο Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού, για τον Πρόεδρο, τους Αντιπροέδρους και τα µέλη της Ε.Ε.Τ.Τ. και ο Πρόεδρος της Ε.Ε.Τ.Τ. για τους Αντιπροέδρους και τα µέλη της. Προ τη συντάξεως κατηγορητηρίου, ο Πρόεδρος του πειθαρχικού συμβουλίου, υποχρεούται να καλέσει σε προηγούμενη ακρόαση και παροχή έγγραφων εξηγήσεων το μέλος, με κλήση που επιδίδεται σε αυτό με δικαστικό επιμελητή. Στην κλήση αναφέρεται η ημερομηνία παρουσίας του μέλους ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου, η οποία δεν μπορεί να είναι συντομότερη των 10 εργασίμων ημερών από την ημερομηνία επίδοσης σε αυτόν της κλήσεως. Προ της ακροάσεως και της παροχής έγγραφων εξηγήσεων, κατά την ορισθείσα ημερομηνία, το μέλος δικαιούται να λάβει γνώση της μέχρι τούδε σχηματισθείσας δικογραφίας.
9.Το Πειθαρχικό συμβούλιο συνέρχεται κατά την οριζόμενη ημερομηνία, κατά την οποία το μέλος καταθέτει ενώπιον του συμβουλίου τις έγγραφες εξηγήσεις του, δίδει τις απαιτούμενες διευκρινίσεις, δέχεται ερωτήσεις και εν γένει διευκολύνει το έργο του πειθαρχικού συμβουλίου για τη διαλεύκανση της υποθέσεως. Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας, το πειθαρχικό συμβούλιο διασκέπτεται και εκδίδει απόφαση σύμφωνα με την οποία είτε: α) κρίνονται ικανοποιητικές και επαρκείς οι εξηγήσεις και παύει οποιαδήποτε περαιτέρω διαδικασία, β) εντέλλει τον Πρόεδρο σε σύνταξη κατηγορητηρίου, στο οποίο αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά, το κατά την παράγραφο 5 πειθαρχικό παράπτωμα και ορίζεται ημέρα και ώρα συνεδριάσεως του πειθαρχικού συμβουλίου για τη συζήτηση της υποθέσεως, στην οποία καλείται να παραστεί ο διωκόμενος, εφόσον δε το επιθυμεί και μετά πληρεξουσίου δικηγόρου. Στις ανωτέρω α και β΄περιπτώσεις, επιδίδεται απόφαση με δικαστικό επιμελητή προς το μέλος της Ε.Ε.Τ.Τ. Οι κατά τα ανωτέρω επιδόσεις των παραγράφων 8 και 9 δύνανται να γίνουν νομίμως και στην έδρα της Ε.Ε.Τ.Τ.
10. Το πειθαρχικό συμβούλιο, για την περίπτωση β΄ του εδαφίου β΄ της παραγράφου 9, κατά την προσδιορισθείσα ημέρα, δύναται κατά την κρίση του και να εξετάσει ή επανεξετάσει μάρτυρες, μετά δε την προφορική ενώπιόν του απολογία του διωκομένου ή σε περίπτωση μη εμφανίσεώς του, μετά την διαπίστωση της νομίμου κλητεύσεως αυτού, εκδίδει παραχρήμα την απόφασή του, δύναται όμως, αν κρίνει αναγκαίο, να διατάξει τη συμπλήρωση του κατηγορητηρίου και επανάληψη της συζητήσεως. Στην περίπτωση αυτή καλείται με νέα κλήση ο διωκόμενος στην οποία ορίζεται νέα ημέρα και ώρα συζητήσεως, η οποία επιδίδεται σύμφωνα με την παράγραφο 8. Η επίδοση αυτή μπορεί να παραληφθεί, εφόσον ο διωκόμενος ήταν παρών και του γνωστοποιείται η νέα ημερομηνία συζητήσεως. Το πειθαρχικό συμβούλιο δύναται επίσης άπαξ να αναβάλει την λήψη αποφάσεως, προκειμένω ενώπιον του να εξετάσει ή επανεξετάσει μάρτυρες, ορίζοντας για το λόγο αυτό νέα δικάσιμο κατά τη συζήτηση της υποθέσεως. Στην περίπτωση αυτή, κλήση του διωκόμενου απαιτείται μόνο εάν αυτός ήταν απών. Οι μάρτυρες προσέρχονται επιμελεία των ενδιαφερομένων. Η μη προσέλευση των μαρτύρων δεν κωλύει την λήψη αποφάσεως.
11. Η απόφαση, ειδικώς αιτιολογημένη συντάσσεται εγγράφως, τηρούνται δε συνοπτικά πρακτικά.
12. Οι αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου είναι άμεσα εκτελεστές, κοινοποιούνται δε αμελλητί επιμελεία του Προέδρου αυτού στον Αναπληρωτή Υπουργό Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού, ο οποίος εκδίδει σχετική πράξη, που κοινοποιείται στο μέλος της ΕΕΤΤ.
13. Η πειθαρχική διαδικασία είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη. Η ποινική δίκη δεν αναστέλλει την πειθαρχική διαδικασία, δύναται όμως το Πειθαρχικό Συμβούλιο δι`αποφάσεώς του, να διατάξει για εξαιρετικούς λόγους την αναστολή της πειθαρχικής διαδικασίας μέχρι πέρατος της ποινικής δίκης. Πραγματικά γεγονότα, όπως η ύπαρξη ή ανυπαρξία αυτών, τα οποία διαπιστώθηκαν δια τελεσιδίκου αποφάσεως ποινικού δικαστηρίου, λαμβάνονται υπόψη στη πειθαρχική διαδικασία, ουδόλως όμως κωλύεται εντεύθεν το πειθαρχικό συμβούλιο να εκδώσει απόφαση διαφορετική της ποινικής. Εν περιπτώσει πειθαρχικής αθωώσεως ή επιβολής της ποινής της επιπλήξεως, εάν επακολούθησε καταδίκη από το Ποινικό Δικαστήριο, η πειθαρχική διαδικασία επαναλαμβάνεται.
14. Τα πειθαρχικά παραπτώματα, παραγράφονται μετά πενταετία από της τελέσεως αυτών, πάσα όμως πράξη πειθαρχικής διαδικασίας, ως και η κλήση για ακρόαση και για έγγραφες εξηγήσεις και κάθε πράξη ποινικής διώξεως, διακόπτει την παραγραφή. Εν πάση περιπτώσει η προς παραγραφή προθεσμία ουδέποτε δύναται να υπερβεί τα πέντε έτη από της τελέσεως της πράξεως, πλήν της περιπτώσεως κατά την οποία διετάχθη η αναστολή της πειθαρχικής διαδικασίας οπότε και ο χρόνος της παραγραφής του πειθαρχικού παραπτώματος δεν συμπληρώνεται προ της παρόδου έτους από της τελεσιδικίας της αποφάσεως του Ποινικού Δικαστηρίου.
15. Οι διατάξεις των ανωτέρω παραγράφων είναι ειδικές και κατισχύουν κάθε άλλης, γενικής ή ειδικής. Για όσα θέματα δεν ρυθμίζονται στο παρόν δεν επιτρέπεται αναλογική εφαρμογή άλλων διατάξεων, π.χ. Κώδικα Πολιτικής ή Ποινικής Δικονομίας, οι δε διατάξεις ερμηνεύονται στενά υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου σκοπού του παρόντος και της προστασίας του δημοσίου συμφέροντος που κυρίως καλείται να υπηρετήσει η Ε.Ε.Τ.Τ.
16. Μέλος της Ε.Ε.Τ.Τ. που, σε αντίθεση με τον παρόντα νόμο και την κείμενη νομοθεσία, γνωστοποιεί, κατά παράβαση του απορρήτου και της εμπιστευτικότητας των πληροφοριών των οποίων λαμβάνει γνώση ως εκ της θέσεως και της υπηρεσίας του ή αφήνει άλλον να λάβει γνώση αυτών, αποτελεί ειδικό ποινικό αδίκημα και τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και χρηματική ποινή από δέκα χιλιάδων (10.000) Ευρώ έως εξήντα χιλιάδων (60.000 Ευρώ). Αν όμως τέλεσε τη πράξη με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον αθέμιτο όφελος ή να βλάψει άλλον, επιβάλλεται κάθειρξη. Αν η πράξη του πρώτου εδαφίου τελέστηκε από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3)μηνών και χρηματική ποινή.»
Β. Από την έναρξη ισχύος της ανωτέρω παραγράφου, καταργείται το εκδοθέν Π.Δ/γμα 140/2014 (ΦΕΚ Α’ 230).