Ένα από τα κατεξοχήν προβλήματα της ερεευνητικής και εκπαιδευτικής διαδικασίας στο ελληνικό πανεπιστήμιο είναι η αθρόα αποφοίτηση πτυχιούχων (ΠΕ, μεταπτυχιακών και διδακτορικών ερευνητών), χωρίς όμως αντίκρυσμα στην αγορά εργασίας και με ελάχιστους συνδέσμους με τον παραγωγικό ιστό της χώρας. Αυτό οφειλεται σε δύο αιτίες: 1) τάση των νέων και των οικογενειών τους για απόκτηση διπλώματος ειδίκευσης (κάθε επιπέδου), με την προσδοκία να 'μονιμοποιηθούν' στο δημόσιο τομέα. Συνυπεύθυνος σε αυτή τη λανθασμένη νοοτροπία είναι το πολιτικό σύστημα του παρελθόντος. 2) έλειψη μέριμνας από τα αρμόδια Υπουργεία και από το ελληνικό πανεπιστήμιο για επιλογή και διαλογή των υποψηφίων εκείνων αλλά και των επιστημονικών εκείνων αντικειμένων που συνδέονται άμεσα με τον παραγωγικό ιστό της χώρας και, κυρίως, όταν οι κοινωφελείς επιπτώσεις αυτών είναι μεγάλης κλίμακας. Ως μέτρο σύγκρισης θα μπορύσε να ληφθούν παρόμοιες δράσεις και αντικείμενα σε προηγμένες χώρες του εξωτερικού.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η σύνδεση του επιστημονικού-εκπαιδευτικού κλάδου με τον παραγωγικό κλάδο και την αγορά εργασίας θα εξαλείψουν φαινόμενα μετανάστευσης (νέων) επιστημόνων στο εξωτερικό. Επίσης, θα αναπτυχθεί ο ιδιωτικός τομέας, δεδομένου μάλιστα ότι ήδη δραστηριοποιούνται επιχειρήσεις (συχνά μικρομεσαίες) και επιστήμονες-ελεύθεροι επαγγελματίες, που διαθέτουν όλη την τεχνογνωσία και την κατάρτιση και εμπειρία, αλλά απλά δεν προβλέπονται διαδικασίες συμμετοχής τους σε ερευνητικές και εκπιδευτικές διαδικασίες. Και αντίστροφα, δεν υπάρχουν τα εργαλεία, κυρίως χρηματοδοτικά, τα οποία θα επιτρέψουν σε τέτοιες επιχειρήσεις είτε να απασχολήσουν είτε να επιμορφώσουν αποφοίτους πανεπιστημίων.
Όλα τα παραπάνω συνδέονται και με την καινοτομία και έρευνα στην Ελλάδα, για τα οποία μέχρι και σήμερα δε λαμβανόταν μέριμνα: 1) χρηματοδοτικά εργαλεία αξιοποιούνταν μόνο από μέλη ΔΕΠ (μη δυνατότητα συμμετοχής ως Κύριου Ερευνητή νέων διδακτόρων, επιχειρήσεων με δραστηριότητα σε επιστημονικούς τομείς κλπ), 2) οι όποιες δράσεις καινοτομίας και ειδικά με κοινωφελές και άμεσο αντίκτυπο στην αγορά εργασίας και στο ευρύ κοινό προωθούνταν με ιδιωτική πρωτοβουλία και ύστερα από μεμονωμένες και παροδικές οικονομικές ενισχύσεις.
Προτείνεται: 1) να προβλεφθούν συγκεκριμένες δράσεις προώθησης και χρηματοδότησης της έρευνας επιστημόνων (εντός και εκτός του πανεπιστημίου και του εκπαιδευτικού συστήματος) που έχουν διακριθεί παγκοσμίως, δυνατότητα πολύ μεγάλη και άμεσα εφαρμόσιμη δεδομένης της καθιέρωσης των Δράσεων Αριστείας από το Υπουργείο Παιδείας και Δια Βίου Μάθησης. Τέτοιοι διακεκριμένοι επιστήμονες αποτελούν καταρχήν διαφήμιση για τη χώρα, οπότε και δεν πρέπει να περιορίζονται τέτοιες δράσεις ανάδειξης στα στενά εθνικά πλαίσια και στην 'αποθήκευση' των ονομάτων σε μια βάση δεδομένων; Ο ρόλος αυτών των ερευνητών-επιστημόνων θα μ,πορούσε να είναι τουλάχιστον συμβουλευτικός στους κατάλληλους δημόσιους φορείς. 2) Μέσω συγκρίσεων και με την υφιστάμενη κατάσταση σε ΑΕΙ του εξωτερικού, μπορούν να προαχθούν διεπιστημονικά αντικείμενα έρευνας τα αοποία θα αυξήσουν το επίπεδο ανταγωνιστικότητας του ελληνικού πανεπιστημίου αλλά και του ιδιωτικού τομέα στη χώρα, καθώς θα παράγονται πλέον καινοτόμα (για την εγχώρια αγορά) και ανταγωνιστικά (για τη διεθνή) προϊόντα και υπηρεσίες, που θα παρέχουν και θέσεις εργασίας σε πολλούς νέους, εξειδιεκευμένους επιστήμονες.
Ένα από τα κατεξοχήν προβλήματα της ερεευνητικής και εκπαιδευτικής διαδικασίας στο ελληνικό πανεπιστήμιο είναι η αθρόα αποφοίτηση πτυχιούχων (ΠΕ, μεταπτυχιακών και διδακτορικών ερευνητών), χωρίς όμως αντίκρυσμα στην αγορά εργασίας και με ελάχιστους συνδέσμους με τον παραγωγικό ιστό της χώρας. Αυτό οφειλεται σε δύο αιτίες: 1) τάση των νέων και των οικογενειών τους για απόκτηση διπλώματος ειδίκευσης (κάθε επιπέδου), με την προσδοκία να 'μονιμοποιηθούν' στο δημόσιο τομέα. Συνυπεύθυνος σε αυτή τη λανθασμένη νοοτροπία είναι το πολιτικό σύστημα του παρελθόντος. 2) έλειψη μέριμνας από τα αρμόδια Υπουργεία και από το ελληνικό πανεπιστήμιο για επιλογή και διαλογή των υποψηφίων εκείνων αλλά και των επιστημονικών εκείνων αντικειμένων που συνδέονται άμεσα με τον παραγωγικό ιστό της χώρας και, κυρίως, όταν οι κοινωφελείς επιπτώσεις αυτών είναι μεγάλης κλίμακας. Ως μέτρο σύγκρισης θα μπορύσε να ληφθούν παρόμοιες δράσεις και αντικείμενα σε προηγμένες χώρες του εξωτερικού. Πρέπει να σημειωθεί ότι η σύνδεση του επιστημονικού-εκπαιδευτικού κλάδου με τον παραγωγικό κλάδο και την αγορά εργασίας θα εξαλείψουν φαινόμενα μετανάστευσης (νέων) επιστημόνων στο εξωτερικό. Επίσης, θα αναπτυχθεί ο ιδιωτικός τομέας, δεδομένου μάλιστα ότι ήδη δραστηριοποιούνται επιχειρήσεις (συχνά μικρομεσαίες) και επιστήμονες-ελεύθεροι επαγγελματίες, που διαθέτουν όλη την τεχνογνωσία και την κατάρτιση και εμπειρία, αλλά απλά δεν προβλέπονται διαδικασίες συμμετοχής τους σε ερευνητικές και εκπιδευτικές διαδικασίες. Και αντίστροφα, δεν υπάρχουν τα εργαλεία, κυρίως χρηματοδοτικά, τα οποία θα επιτρέψουν σε τέτοιες επιχειρήσεις είτε να απασχολήσουν είτε να επιμορφώσουν αποφοίτους πανεπιστημίων. Όλα τα παραπάνω συνδέονται και με την καινοτομία και έρευνα στην Ελλάδα, για τα οποία μέχρι και σήμερα δε λαμβανόταν μέριμνα: 1) χρηματοδοτικά εργαλεία αξιοποιούνταν μόνο από μέλη ΔΕΠ (μη δυνατότητα συμμετοχής ως Κύριου Ερευνητή νέων διδακτόρων, επιχειρήσεων με δραστηριότητα σε επιστημονικούς τομείς κλπ), 2) οι όποιες δράσεις καινοτομίας και ειδικά με κοινωφελές και άμεσο αντίκτυπο στην αγορά εργασίας και στο ευρύ κοινό προωθούνταν με ιδιωτική πρωτοβουλία και ύστερα από μεμονωμένες και παροδικές οικονομικές ενισχύσεις. Προτείνεται: 1) να προβλεφθούν συγκεκριμένες δράσεις προώθησης και χρηματοδότησης της έρευνας επιστημόνων (εντός και εκτός του πανεπιστημίου και του εκπαιδευτικού συστήματος) που έχουν διακριθεί παγκοσμίως, δυνατότητα πολύ μεγάλη και άμεσα εφαρμόσιμη δεδομένης της καθιέρωσης των Δράσεων Αριστείας από το Υπουργείο Παιδείας και Δια Βίου Μάθησης. Τέτοιοι διακεκριμένοι επιστήμονες αποτελούν καταρχήν διαφήμιση για τη χώρα, οπότε και δεν πρέπει να περιορίζονται τέτοιες δράσεις ανάδειξης στα στενά εθνικά πλαίσια και στην 'αποθήκευση' των ονομάτων σε μια βάση δεδομένων; Ο ρόλος αυτών των ερευνητών-επιστημόνων θα μ,πορούσε να είναι τουλάχιστον συμβουλευτικός στους κατάλληλους δημόσιους φορείς. 2) Μέσω συγκρίσεων και με την υφιστάμενη κατάσταση σε ΑΕΙ του εξωτερικού, μπορούν να προαχθούν διεπιστημονικά αντικείμενα έρευνας τα αοποία θα αυξήσουν το επίπεδο ανταγωνιστικότητας του ελληνικού πανεπιστημίου αλλά και του ιδιωτικού τομέα στη χώρα, καθώς θα παράγονται πλέον καινοτόμα (για την εγχώρια αγορά) και ανταγωνιστικά (για τη διεθνή) προϊόντα και υπηρεσίες, που θα παρέχουν και θέσεις εργασίας σε πολλούς νέους, εξειδιεκευμένους επιστήμονες.